Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αγγλοκρατία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αγγλοκρατία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 20 Μαρτίου 2016

Καρναβάλι στη Ζάκυνθο γύρω στα 1840 – μέρος B΄


Ο Άγιος Λύπιος από το Βουβαλομάντρι, William Gell 1811 (Βρετανικό Μουσείο).

Κατά το τελευταίο δεκαπενθήμερο το Καρναβαλιού οι παραστάσεις της όπερας, αντί για τέσσερες με πέντε φορές την εβδομάδα, δίνονται κάθε βράδυ. Κάθε τόσο ένα είδος λαχειοφόρου, που λέγεται Τόμπολα, γίνεται μεταξύ των πράξεων, με την κλήρωση επί σκηνής. Οι λαχνοί έχουν αρκετά χαμηλή τιμή έτσι που να μπορεί να τους αγοράσει ο καθένας. Υπάρχουν τρία έπαθλα, η Quartina, η Cinquina και η Tombola. Κάθε λαχείο έχει δεκαπέντε τυχαίους αριθμούς κατανεμημένους σε τρεις οριζόντιες γραμμές, με πέντε αριθμούς στην κάθε μία. Ας υποθέσουμε ότι πουλιούνται 100 λαχνοί, κάθε ένας με διαφορετική σειρά ή συνδυασμό αριθμών, ενώ διπλότυπο του καθενός κρατιέται για έλεγχο. Όλοι οι χρησιμοποιούμενοι αριθμοί μπαίνουν κατόπιν σε μία σακούλα και τραβιούνται διαδοχικά από ένα αγόρι πάνω στη σκηνή, που τους αναγγέλλει δυνατά. Για μεγαλύτερη ευκολία αναγράφονται σε ένα μεγάλο πίνακα πάνω στη σκηνή καθώς αναγγέλλονται. Ο κάτοχος του λαχνού διαγράφει όποιο αριθμό τραβιέται και όποιος καταφέρει να ακυρώσει πρώτος όλους τους αριθμούς του κερδίζει την Tombola, ή πρώτο έπαθλο. Η Quartina και η Cinquina κερδίζονται αντίστοιχα από όποιον ακυρώσει πρώτος τέσσερεις ή πέντε αριθμούς μιας οριζόντιας σειράς.

Μία ανατολίτικη ζήλεια εναντίον των θηλυκών επικρατεί στη Ζάκυνθο. Ακόμη και η Βρετανική στρατιωτική κατοχή έχει τόσα χρόνια αποτύχει να την εξαφανίσει, αν και ίσως την έχει σε κάποιο βαθμό μειώσει. Για έντεκα μήνες το χρόνο οι γυναίκες είναι πολύ απομονωμένες. Τα παράθυρα είναι κλεισμένα με τζελουτζίες μιας παράξενης κατασκευής που δεν υπάρχει αλλού και σε μερικές οικογένειες εφαρμόζονται οι πιο αυστηροί περιορισμοί. Η έλλειψη μόρφωσης των θηλέων οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην παρεμβολή αυτών των προκαταλήψεων, που εμπλέκονται αναγκαστικά με την υποβολή των θυγατέρων τους στη συνήθη εκπαίδευση. Θυμάμαι τη διαβεβαίωση μιας Ζακυνθινής κυρίας ότι είχε κάποιες εξαδέλφες στις οποίες δεν επιτρεπόταν ποτέ να συναντήσουν οποιοδήποτε αρσενικό εκτός από τους πιο κοντινούς τους συγγενείς και οι οποίες αν διάβαζαν ποτέ ένα βιβλίο το κάνανε κρυφά, αφού ένας τέτοιος δρόμος προς τη γνώση απαγορευόταν αυστηρά από τον πατέρα τους. Έτσι συμβαίνει συχνά πολλές κυρίες να μην μπορούν να ικανοποιήσουν το πάθος τους για τη μουσική πηγαίνοντας στην όπερα έξω από την περίοδο του Καρναβαλιού, όταν, υπό τη σκέπη αδιαπέραστης μεταμφίεσης και προστατευμένες από το πρόστυχο βλέμμα των χυδαίων, αποσπάται μια διστακτική συναίνεση από τον πάτερ φαμίλια.

Το τελευταίο βράδυ του Καρναβαλιού ένας χορός μεταμφιεσμένων ακολουθεί τις παραστάσεις στο θέατρο, αλλά μόνο η πλέμπα παίρνει μέρος. Και όμως όλα τα θεωρεία είναι γεμάτα θεατές. Υπάρχει πληθώρα μασκών παντού στο κτίριο. Τα νεαρά μέλη της οικογένειας έρχονται μαζί σε αυτή την περίπτωση – σχηματίζονται οικογενειακές παρέες επιδιδόμενες ενεργητικά στην ευχάριστη απασχόληση του φαγητού και του πιοτού – ζεστά δείπνα σερβίρονται στα θεωρεία – και όλοι φαίνονται να προσπαθούν να εκμεταλλευτούν τις λίγες ώρες απόλαυσης που απομένουν, πριν μπει η Σαρακοστή με κατήφεια, νηστεία και αυταπάρνηση.  

Τίποτα τώρα δεν μεσολαβεί για να σπάσει το μακρύ και μονότονο διάστημα μέχρι το επόμενο Καρναβάλι, ή για να διακόψει τη ζηλόφθονη απομόνωση του ωραίου φύλου, εκτός ίσως, από κάποια εορτή αγίου, δίνοντας αφορμή είτε σε κάποια λιτανεία (όταν όλοι επιτρέπεται να βάζουν τα καλά τους και να κοιτάζουν έξω από το παράθυρο), ή διαφορετικά σε κάποιο εξοχικό πανηγύρι, το οποίο συνήθως γίνεται σε ένα από τα ειδυλλιακά προάστια της πόλης. Εκτός από τον ψηλό και απόκρημνο λόφο, πάνω στον οποίο στέκεται το Κάστρο και οι παλιές Βενετικές οχυρώσεις, υπάρχει μια σειρά μικρότερων δεντρόφυτων λοφίσκων στους πρόποδες του Όρους Σκοπός, προς τα δυτικά της πόλης της Ζακύνθου. Σε ένα μικρό βραχώδες ύψωμα εδώ, στέκεται ένα εκκλησάκι, προς το οποίο, στο πανηγύρι του Αγίου Λύπιου, κατευθύνεται το ζωντανό ρεύμα. Τα απότομα μονοπάτια και οι διάφορες ελικοειδείς προσβάσεις που οδηγούν στο κτίριο σφύζουν από ζωή και κίνηση σαν σε μυρμηγκοφωλιά. Το αυτί κουφαίνεται από το αδιάκοπο κουδούνισμα των καμπανών, το χλιμίντρισμα των αλόγων, το βουητό των φωνών, τις παράφωνες στριγκλιές από τις πίπιζες, το γδούπο των ταμπούρλων, ανακατεμένα με το εύθυμο γέλιο, και τις φωνές και προσκλήσεις των ευάριθμων πωλητών φρούτων, κρεατικών και γλυκών. Ο αέρας είναι γεμάτος με απολαυστικές μυρωδιές ψητών και τηγανιτών – ολόκληρα αρνιά γυρίζουν στις σούβλες πάνω από τα κάρβουνα της φωτιάς – κρασοβάρελα αδειάζουν από πρόσχαρες ψυχές που έχουν μια φυσική αντιπάθεια προς τους ξερούς και γεμάτους σκόνη λάρυγγες. Σε ένα τραπέζι εκεί δίπλα είναι μια δελεαστική παράταξη από κανάτες με αναψυκτικά σε κάθε ποικιλία λαμπερού χρώματος – τέτοια που θα έβαζε σε δοκιμασία τις ηθικές αναστολές οποιουδήποτε οπαδού της εγκράτειας. Ψωμί σε ιδιόρρυθμα σχήματα, σαλάτες, ελιές, χοιρομέρι, τρυγόνια ψητά και στην άρμη*, με πολλές ακόμα προκλήσεις στη γεύση, επιδεικνύονται παντού.

Σε ένα κεντρικό σημείο έχει αναγερθεί μια παράγκα, διακοσμημένη με σημαίες από έξω και με εικόνες κρεμασμένες εσωτερικά, συνήθως Γαλλικές έγχρωμες γκραβούρες (οι οποίες έχω προσέξει ότι φτάνουν και στα πιο απομονωμένα μέρη του κόσμου). Εδώ άντρες και αγόρια χορεύουν, με ελάχιστα διαλείμματα, στους ήχους απεχθέστατης μουσικής. Πέρα από το πυκνό πλήθος μικρές παρέες έχουν σκορπίσει προς όλες τις κατευθύνσεις, καθισμένοι κάτω από δέντρα και συμμετέχοντας στο κέφι. Άντρες, γυναίκες και παιδιά είναι ντυμένοι με τα πιο ζωηρόχρωμα ρούχα τους – οι άντρες φοράνε κεντημένα βελούδινα ή μεταξωτά γιλέκα, φανταχτερά Αλβανικά μαντήλια και καινούργια φέσια με ριχτές φούντες. Οι περισσότερες γυναίκες φοράνε ένα άλικο ή κίτρινο μαντήλι από ελαφρύ ύφασμα στο κεφάλι. Τα μαλλιά είναι πάντα χτενισμένα με ξεχωριστή φροντίδα και στερεωμένα με μεγάλες τσιμπίδες στολισμένες με χρυσάφι, ασήμι ή κοράλλι. Η μόνη περίπτωση κακογουστιάς είναι το να τραβάνε την προσοχή στα φαρδιά τους πέλματα και τους χοντρούς αστραγάλους με τρυπητές κάλτσες και σανδάλια. Αν και είναι κυρίως από τις χαμηλότερες κοινωνικές τάξεις δεν υπάρχει τίποτα σαν φτώχεια ή κουρέλια. Οι γυναίκες ήταν σχεδόν όλες νέες και νομίζω δεν θα έπεφτα έξω αν έλεγα πως πέντε στις έξι ήταν γκαστρωμένες. Αυτό μόνο να πούμε για τον αέρα της Ζακύνθου, που είναι παροιμιωδώς ευνοϊκός για την αναπαραγωγή του είδους. Όλα γίνονται με ενθουσιασμό και καλή διάθεση, και σχεδόν καμία περίπτωση μέθης ή διαπληκτισμού δεν παρατηρείται, παρόλο που οι άντρες κάθε άλλο παρά διακρίνονται για την εγκράτεια τους. Το αντίθετο, καταναλώνουν μια τεράστια ποσότητα ντόπιου κρασιού. Κανείς να μην πει κακή κουβέντα για τις γιορτές των αγίων γιατί αυτό είναι ένα παράδειγμα της πραγματικής τους χρησιμότητας, το να δίνουν στους ανθρώπους την ευκαιρία για λίγη αθώα και υγιεινή ψυχαγωγία.

---------------------------------------------------------


* (Σημείωση του συγγραφέα) Μία εποχή του χρόνου μεγάλος αριθμός τρυγονιών επισκέπτονται αυτό το νησί και τα γειτονικά. Στους ντόπιους αρέσει να τα κυνηγάνε με ντουφέκι και τα σαρώνουν από τα δέντρα με πυκνά πυρά. Μεγάλος αριθμός πιάνεται επίσης με θηλιές , έτσι που η αγορά της Ζακύνθου κατακλύζεται από αυτά. Όσα δεν πουληθούνε ρίχνονται σε ένα βαρέλι με άρμη και διατηρούνται μέχρι να χρειαστούνε.

Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2014

Το Μαραθονήσι της Ζακύνθου – Μέρος Γ΄


Το Μαραθονήσι και η Λίμνη του Κεριού το 1741

Στα 1728, ένας καταζητούμενος Ζακυνθινός, που είχε καταφύγει στο Μοριά όπως συνηθιζόταν τότε, αρρώστησε ενόσω επισκεπτόταν κρυφά τους δικούς του στη Χώρα. Αυτοί ζήτησαν τη βοήθεια ενός γνωστού ζωγράφου και αγιογράφου, στον οποίο αποδίδονται κάποιες από τις παραστάσεις της Φανερωμένης, το Γερόλυμο Στράτη Πλακωτό (1), επειδή επιδιδόταν και στην πρακτική ιατρική. Σύντομα αρρώστησαν βαριά τόσο ο Γερόλυμος όσο και οι γιοί του. Σήμανε συναγερμός, αφού ο Μοριάς εκείνη την εποχή είχε πληγεί από την πανούκλα, αλλά παρά τις προειδοποιήσεις του βετεράνου Εβραίου γιατρού Ααρών Αλμπρόν τα ενδεδειγμένα μέτρα άργησαν να εφαρμοστούν λόγω της διαφωνίας των αστίατρων. Τελικά τα θύματα μεταφέρθηκαν στο Λοιμοκαθαρτήριο, όπου είναι γνωστό πως ο Γερόλυμος πέθανε, ενώ το σπίτι τους μαζί με το ζωγραφικό εργαστήριο πυρπολήθηκαν. Στο μεταξύ όμως η πανούκλα χτύπησε πολλές συνοικίες και αργότερα ξεπέρασε τα σύνορα της Χώρας, φτάνοντας στο Μπανάτο από τη μια πλευρά και στο Αργάσι από τη άλλη. Εντονότερο ήταν το πρόβλημα στο Γκέτο, όπου από το 1712 είχαν στριμωχτεί όλες οι Εβραϊκές οικογένειες (2).

Ήταν ανάγκη να μεταφερθεί ένας μεγάλος αριθμός οικογενειών στο Λοιμοκαθαρτήριο, γνωστό τότε σαν Λαζαρέτο, στην παραλία μεταξύ Κήπων και Αργασιού, την τοποθεσία δηλαδή που και σήμερα λέγεται Λαζαρέτα. Το Λοιμοκαθαρτήριο όμως βρισκόταν από χρόνια σε άθλια κατάσταση, αποτέλεσμα της απληστίας και της επί δεκαετίες κακοδιαχείρισης του γηραιού ισόβιου διοικητή του (priore) Antonio Cattarin. Επιπλέον πλησίαζε το καλοκαίρι και η εποχή του θερισμού. Η Ζακυνθινή ύπαιθρος, γεμάτη αμπέλια, ελαιώνες και περιβόλια, δεν μπορούσε να προμηθεύσει πάνω από το ένα τρίτο του απαιτούμενου σιταριού για τη διατροφή του πληθυσμού. Για το υπόλοιπο η Ζάκυνθος βασιζόταν σε εισαγωγές, κυρίως από το Μοριά. Τουλάχιστον χίλιες Ζακυνθινές οικογένειες αδυνατούσαν να αγοράσουν τις αναγκαίες ποσότητες και κάπου δυόμιση χιλιάδες χωρικοί πήγαιναν να θερίσουν στο Μοριά κάθε καλοκαίρι και να αμειφθούν σε είδος. Στο γυρισμό έπρεπε να μείνουν για μια βδομάδα στο Λαζαρέτο αν στο Μοριά υπήρχε επιδημία – και οι επιδημίες στις Οθωμανικές περιοχές ήταν συνεχείς.  

Για να αντιμετωπιστεί η έλλειψη χώρου, και ίσως για να πλήξει τα οικονομικά συμφέροντα του Antonio Cattarin, ο πρεβεδούρος γκενεράλες της θάλασσας Francesco Correr αποφάσισε τη μεταφορά των Εβραίων στο Μαραθονήσι. Είχε από πριν την εκδήλωση της επιδημίας προτείνει τη μεταφορά εκεί μελλοντικά και των θεριστών, αφού στη νησίδα υπήρχε χώρος, καθαρός αέρας και πόσιμο νερό, όπως είχε πει. Ξεκίνησε έτσι μια νέα φάση στην ιστορία του Μαραθονησιού, η χρήση του σαν λοιμοκαθαρτήριο. Δεν έχει δημοσιευτεί ως τώρα καμιά πληροφορία για το αν το μοναστήρι της Παναγίας Μαραθονησιώτισσας ήταν επανδρωμένο κατά τη διάρκεια εκείνης της περιόδου, ούτε για το ιδιοκτησιακό καθεστώς της νησίδας.

Ο Francesco Correr πάντως είχε φροντίσει ήδη από τον προηγούμενο χρόνο να βολέψει ισοβίως στη θέση του επικεφαλής (deputato) του νέου λοιμοκαθαρτηρίου τον Αντώνιο Καψοκέφαλο. Ο Αντώνιος Καψοκέφαλος δεν θα ήταν έμμισθος αλλά θα πληρωνόταν 25 άσπρα (3) από κάθε θεριστή. Ήταν γιός του κόντε Αναστασίου Καψοκέφαλου, ο οποίος είχε διακριθεί στον τελευταίο, ατυχή Βενετοτουρκικό πόλεμο μια δεκαετία νωρίτερα (4).

Ουσιαστικά ο διορισμός αυτός παρέκαμπτε πρόσφατη οδηγία της Βενετικής εξουσίας, η οποία αφορούσε τα συνηθισμένα, μη-εποχιακά λοιμοκαθαρτήρια, να εκλέγονται οι επικεφαλείς για συγκεκριμένη θητεία.  Απαγόρευε μάλιστα να είναι οι θητείες τους συνεχόμενες σε περίπτωση επανεκλογής. Σε εμάς, τέκνα της Ελλάδας του 20ου και 21ου αιώνα, όπου δεν έχει υπάρξει ποτέ διαπλοκή και δεν διανοείται κανείς να δημιουργήσει θέση για ημέτερο, όλα αυτά φαντάζουν αρκετά παρακμιακά. Ήταν όμως πολύ συνηθισμένες καταστάσεις τον τελευταίο αιώνα της Βενετοκρατίας.

Αφού καταπολεμήθηκε επιτυχώς η επιδημία μέχρι τα τέλη του 1728 οι Εβραίοι εγκατέλειψαν το Μαραθονήσι και επέστρεψαν στο Γκέτο. Επιστράφηκε στις δημόσιες αποθήκες και στους ιδιώτες η ξυλεία που είχε χρησιμοποιηθεί, και αφέθηκε για λίγο το νησάκι στις χελώνες και τα θαλασσοπούλια. Παρά τις αντιδράσεις από τους θεριστές και άλλες πλευρές το Μαραθονήσι χρησιμοποιήθηκε σαν εποχιακό Λαζαρέτο την πρώτη πενταετία της δεκαετίας του 1730. Οι δραπετεύσεις, κάποιες φορές ομαδικές, οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης και τα πλημμελή υγειονομικά μέτρα ανάγκασαν τις αρχές να εξετάσουν άλλες λύσεις, όπως την παράλληλη χρησιμοποίηση των βραχονησίδων Βόιδι και Άγιος Νικόλας ή την επέκταση του κυρίως Λοιμοκαθαρτηρίου (5). Από το 1735, και μέχρι το 1749, συνεχίστηκαν οι διαμάχες και οι παλινωδίες ώσπου το καλοκαίρι εκείνο λειτούργησε μόνιμα πια το Μαραθονήσι σαν Λαζαρέτο των θεριστών. Ωστόσο κάποιες χρονιές η καραντίνα γινόταν αλλού επειδή δεν υπήρχε διαθέσιμη βομβάρδα (6), η οποία θα συνόδευε τα πλοιάρια των θεριστών στη νησίδα.


Σχέδιο του Μαραθονησιού το 1747 όπου απεικονίζονται οι ‘εγκαταστάσεις’ του Λοιμοκαθαρτηρίου, δηλαδή 4 παραλληλόγραμμοι περιφραγμένοι χώροι, η Παναγία, ο αμυντικός πύργος, οικήματα και τρία πηγάδια.


Απεικόνιση βομβάρδας από το Μουσείο Correr της Βενετίας.

Η τραγωδία δεν άργησε. Το 1751 ένα πλοιάριο που μετέφερε αγρότες στο Μαραθονήσι ναυάγησε και πνίγηκαν 23 από αυτούς. Στις ταραχές που επακολούθησαν κινδύνεψε και ο ίδιος ο Αντώνιος Καψοκέφαλος. Την επόμενη χρονιά δραπέτευσαν 34 από τους θεριστές. Ίσως αυτό συνετέλεσε στην απόφαση τις τοπικής εξουσίας τον ίδιο χρόνο να δαπανήσει 1000 δουκάτα για υπόστεγα, ώστε να μη βρίσκονται όλη μέρα κάτω από τον καυτό ήλιο του καλοκαιριού οι υπό περιορισμό θεριστές. Ένα μέρος του ποσού διατέθηκε για την ανακαίνιση της κατοικίας του επικεφαλής, όπου θα έμεναν και οι μαρκουλίνοι της φρουράς για να τους έχει κοντά του. Ο Αντώνιος Καψοκέφαλος διατήρησε τη θέση του ως το θάνατο του το 1770.

Με το θάνατο του Αντωνίου η θέση θα έπρεπε να γίνει εκλόγιμη σύμφωνα με απόφαση του 1745 αλλά παρουσιάστηκε σαν διεκδικητής ο γιός του κατά 25 χρόνια μικρότερου αδελφού του Τζώρτζη, ο οποίος λεγόταν Γάμπαρας (7). Ο μικρός Γάμπαρας δεν είχε όπως φαίνεται κλείσει ακόμα τα 14 αλλά προσφέρθηκε να τον αντικαταστήσει μέχρι την ενηλικίωση του ο μπαμπάς του ο Τζώρτζης. Αυτός ήταν διοικητής της πολιτοφυλακής και χρησιμοποίησε το ανεκδιήγητο επιχείρημα πως δεν πείραζε που τα καλοκαίρια θα ήταν στο Μαραθονήσι επειδή την πολιτοφυλακή την αποτελούσαν χωρικοί και οι χωρικοί τα καλοκαίρια περνούσαν από το Μαραθονήσι. Επιπλέον ήταν άνθρωπος διορατικός και είχε φροντίσει να συνεισφέρει οικονομικά στο Λοιμοκαθαρτήριο σε ανύποπτο χρόνο. Τώρα είχε φτάσει η ώρα να εξαργυρώσει την ευεργεσία του. Με τέτοιες πλάτες πως να μην κερδίσει τη θέση το παιδί, μόνο που δεν του τη δώσανε ισόβια.

Όταν ο Γάμπαρας ήταν γύρω στα 28, δηλαδή στα 1784, παρουσιάστηκε άλλος διεκδικητής, ο Αλέξανδρος Νερούλης. Η οικογένεια Νερούλη ήταν παλιοί τσιταντίνοι, όπως και οι Καψοκέφαλοι, και είχαν γραφτεί στο Libro dOro πριν το 1580 (8). Ο Αλέξανδρος Νερούλης είχε διακριθεί σαν πρώην επικεφαλής της Σανιτάς, δηλαδή του Υγειονομείου, και κέρδισε τη θέση στο Μαραθονήσι αλλά ετεροχρονισμένα. Αποφασίστηκε ότι θα αναλάμβανε καθήκοντα αφού ο Γάμπαρας συμπλήρωνε μία ακόμα θητεία 8 ετών! Δεν διευκρινίζεται αν τελικά ανέλαβε ποτέ καθήκοντα ο Νερούλης ενώ, ακόμη και αν δεν εξέπνευσε ο ίδιος στην οκταετία, εξέπνευσε η Γαληνοτάτη Δημοκρατία λίγα χρόνια αργότερα. Το πιθανότερο είναι πως δεν ανέλαβε ποτέ. Με άγνωστο τρόπο, μετά το τέλος της Βενετοκρατίας βρέθηκε απόλυτος κύριος του Μαραθονησιού ο κόντε Πέτρος Μακρής, την οικογένεια του οποίου χώριζε πολύχρονη διαμάχη με τους Νερούληδες.

Οι Μακρήδες ήταν και αυτοί παλιά αρχοντική οικογένεια και το όνομα τους είχε δοξαστεί ένα αιώνα νωρίτερα, δηλαδή την εποχή του Μοροζίνι. Ο Ιωάννης Μακρής είχε πάρει τον τίτλο του κόμη το 1767 και μαζί του 800 στρέμματα από τον λεγόμενο Κάμπο του Νερούλη σαν φέουδο. Ο Κάμπος του Νερούλη ήταν μια βαλτώδης έκταση 2000 στρεμμάτων, που αργότερα έγινε γνωστή σαν Λίμνη Μακρή και για να τη βρεις σήμερα πρέπει να αναζητήσεις τον Κρατικό Αερολιμένα Διονύσιος Σολωμός. Οι Νερούληδες, οι οποίοι φαίνεται είχαν τίτλους για μέρος μόνο της περιοχής αλλά την εκμεταλλεύονταν ολόκληρη, δεν χώνεψαν ποτέ την απώλεια προς όφελος του Μακρή και η διαμάχη των δύο οικογενειών παρατάθηκε τουλάχιστον μέχρι το 1823 (9).

Το πότε ακριβώς και με ποιό τρόπο η οικογένεια Μακρή πήρε στην κατοχή της το Μαραθονήσι είναι ένα ζήτημα για το οποίο δεν έχουν παρουσιαστεί πληροφορίες, πολύ περισσότερο ντοκουμέντα. Ο Αλέξανδρος Νερούλης είναι πολύ απίθανο να διεκδίκησε τη διοίκηση του εποχιακού Λαζαρέτου επί μιας νησίδας η οποία ανήκε στην αντίπαλη και πολύ ισχυρή οικογένεια Μακρή, πολύ δε περισσότερο να το είχε κάνει με κάποιο βαθμό επιτυχίας. Μπορούμε λοιπόν να υποθέσουμε, όχι αβάσιμα, ότι το Μαραθονήσι άλλαξε χέρια μετά το 1784. Ποιός όμως το πούλησε ή με οποιοδήποτε τρόπο το μεταβίβασε στην οικογένεια Μακρή;

Αν αληθεύει, έστω και κατά ένα μέρος, η κατά την άγραφη παράδοση της οικογένειας Σιδηροκαστρίτη ιστορία που μου διηγήθηκε πριν λίγα χρόνια η Μαρία Σιδηροκαστρίτη – Κοντονή, τότε σίγουρα δεν το πήρε από αυτούς. Οι Σιδηροκαστρίτες, παλιοί κτήτορες της Μαραθονησιώτισσας, ήταν ελεύθεροι χωρικοί, άνθρωποι διαφορετικής κουλτούρας αλλά και δυνατοτήτων από την αρχοντική οικογένεια Νερούλη. Έλυναν λοιπόν τις διαφορές τους, όπως και  πολλοί άλλοι Ζακυνθινοί, όχι στα δικαστήρια αλλά με τα όπλα. Σύμφωνα με την οικογενειακή τους παράδοση, κάποιος Σιδηροκαστρίτης, εκφράζοντας τη δυσαρέσκεια του για την κατάληξη της νησίδας, έριξε ανεπιτυχώς μια κουμπουριά στον κόντε Μακρή. Γι αυτή την απόπειρα κρεμάστηκε, και το σώμα του, πισσωμένο, έμεινε εκτεθειμένο για τριήμερο στην πλατεία μέσα σε κλουβί. Το πότε έγινε αυτό δεν διασώθηκε αλλά ο τρόπος της εκτέλεσης, και ειδικά η πίσσα και το κλουβί, παραπέμπει όχι στη Βενετοκρατία αλλά στην Αγγλοκρατία, όταν εκτελέσεις αυτού του είδους ήταν σχεδόν καθημερινό φαινόμενο. Δείχνει δε ότι ακόμα και το 19ο αιώνα, όταν πλέον η Βενετία δεν υπήρχε σαν κρατική οντότητα, η οικογένεια Σιδηροκαστρίτη θεωρούσε ότι είχε δικαιώματα στο Μαραθονήσι και ότι αυτά είχαν καταπατηθεί από το Μακρή.

Η γενικευμένη παραδοχή ότι το Μαραθονήσι παραχωρήθηκε κάποτε από τους Βενετούς στην οικογένεια Μακρή δεν αποτελεί παρά αυθαίρετη εικασία και δεν στηρίζεται σε κανένα ντοκουμέντο ή μαρτυρία. Στην πραγματικότητα φαίνεται αρκετά απίθανη. Οι ανιψιοί του Ιωάννη Μακρή έφεραν τον τίτλο του σαν κληρονόμοι του φέουδου και όχι επειδή τιμήθηκαν από τη Βενετία ή τους παραχωρήθηκε κάποιο φέουδο. Αντίθετα, από το 1770 και μετά, οι Βενετικές αρχές είχαν λόγους να τους αντιμετωπίζουν με καχυποψία λόγω του ότι ήταν από τους πρωτεργάτες της Ζακυνθινής εκστρατείας στη Γαστούνη στα Ορλωφικά. Έκαναν μάλιστα και φυλακή γι αυτό το λόγο.

Από αυτούς ο Βασίλειος αποδείχτηκε όχι μόνο πολύ δραστήριος και φιλόδοξος πολιτικά αλλά και ιδιαίτερα ευέλικτος. Τόσο που το οικόσημο του θα έπρεπε να το στολίζει ανεμούριο. Αμέσως μετά την αποτυχία των συνομωσιών του αδελφού του Δραγανίγου για τη μαζική δολοφονία των Γαλλόφιλων Δημοκρατικών στη λιτανεία των Αγίων Πάντων, και αργότερα της Φανερωμένης, το 1796, εκδηλώθηκε ο ίδιος σαν Γαλλόφιλος (10). Αυτό δεν τον εμπόδισε δύο χρόνια αργότερα να βρεθεί έμπιστος του Ρώσου Πλωτάρχη Tisenghausen και από τους αρχηγούς της ‘Υψηλής Αστυνομίας’ μαζί με τον Αντώνιο Μαρτινέγκο. Στα ταραγμένα χρόνια που ακολούθησαν ο ισχυρός κομματάρχης, μεγαλοκτηματίας, νομικός και έμπορος ‘κόντε Μπαζίγιος’ συνέχισε την ίδια τακτική, και από συνεργάτης βρέθηκε αντίπαλος του Μαρτινέγκου, πότε εξυμνώντας το Βοναπάρτη και πότε υποκλινόμενος στο Βρετανικό Στέμμα, ανάλογα με τη φορά του ανέμου.

Αυτό που προβάλλει σαν η πιθανότερη εκδοχή για το Μαραθονήσι είναι ότι η προσπάθεια του Αλέξανδρου Νερούλη να εκλεγεί επικεφαλής του Λοιμοκαθαρτηρίου κέντρισε το ενδιαφέρον της αντίπαλης οικογένειας Μακρή για τη νησίδα. Το να περάσει το Μαραθονήσι στα χέρια των Μακρήδων στα πρώτα χρόνια του 19ου αιώνα, όταν βρίσκονταν στο απόγειο της δύναμης τους, και οι αδελφοί Καψοκέφαλοι ήταν διοικητές της Πολιτοφυλακής, μάλλον δεν ήταν δύσκολο. Το ότι ο Γάμπαρας Καψοκέφαλος δεν είχε κατά πάσα πιθανότητα δικαίωμα να το πουλήσει ήταν απλή λεπτομέρεια εκείνη τη χαοτική και ανώμαλη εποχή. Το σίγουρο πάντως είναι πως στα τέλη της δεκαετίας του 1810, όταν πια οι Βρετανοί είχαν εδραιωθεί στα Ιόνια Νησιά, ο Πέτρος Μακρής, γιός του Βασιλείου, αναφέρεται πια σαν ιδιοκτήτης του Μαραθονησιού.  

Χάρτης του 1821 όπου το Μαραθονήσι αναφέρεται σαν ιδιοκτησία του κόντε Πέτρου Μακρή.

Γνωρίζουμε πως το μοναστήρι λειτουργούσε εκείνη την εποχή, αν και ίσως όχι ολόκληρο το χρόνο. Σύμφωνα με μια πληροφορία οι μοναχοί ήταν δύο (11):

Το 1810 ζούσαν σε αυτό το μέρος δύο ερημίτες, και μένανε σε ένα τετράγωνο πύργο, χτισμένο μέσα σε ένα κήπο φυτεμένο με ελαιόδεντρα, ο οποίος προσφέρει εξαιρετική θέα της περιοχής. Η ψηλή και απότομη πρόσοψη του νησιού αποτελείται από πεζούλες φυτεμένες με σιτάρι, και εδώ κι εκεί ελιές. Ανάμεσα στα βράχια υπάρχουν πολλά περίεργα φυτά και λουλούδια.

Τον Ιανουάριο του 1817 ο William Turner έκανε καραντίνα στη Λίμνη του Κεριού, όπου λειτουργούσε τώρα πια λοιμοκαθαρτήριο, το οποίο μάλιστα διέθετε και μόνιμο ικρίωμα για να μη μένει αμφιβολία ως προς τις συνέπειες μη συμμόρφωσης. Μια μέρα επισκέφτηκε το ‘βράχο’, όπως αποκαλούσε το Μαραθονήσι, και έγραψε (12):

Το βραδάκι πήγα στο βράχο που προφυλάσσει την είσοδο του λιμανιού, και που στέκεται ακριβώς στο κέντρο της. Εδώ βρίσκεται μια μικρή Ελληνική εκκλησία και μοναστήρι, γύρω από τα οποία υπάρχουν λίγα ελαιόδεντρα και τρία ή τέσσερα καλλιεργημένα χωράφια. Βρήκαμε εδώ ένα σκύλο και δύο γάτες στα πρόθυρα της λιμοκτονίας, αφού δεν υπήρχε ψυχή στα νησί, γιατί φαίνεται πως οι παπάδες μένουν εδώ μόνο το καλοκαίρι. Ταΐσαμε τις γάτες και πήραμε μαζί μας το σκύλο, ο οποίος ήταν από την ίδια κοπρίτικη ράτσα με κοντά αυτιά όπως εκείνοι της Κωνσταντινούπολης.

Μια κατοπινή αναφορά, σχετικά απροσδιόριστη χρονικά αλλά πάντως την περίοδο της Βρετανικής ‘προστασίας’, δείχνει πως ο Πέτρος Μακρής, ο οποίος ήταν πιθανότατα αυτός που γλύτωσε από το σμπάρο του Σιδηροκαστρίτη, ίσως είχε κάποια συμμετοχή (13) και σε άλλο Μαραθονησιώτικο δράμα με πυροβολισμούς. Είναι το τελευταίο που θα αναφερθεί εδώ, και επαφίεται στον αναγνώστη να το χαρακτηρίσει, ανάλογα με την ευαισθησία του στα δικαιώματα των τράγων και γενικότερα των γιδιών, σαν τραγωδία, ιλαροτραγωδία ή απλή Ζακυνθινή ‘μάντσια’ (14).

Το ένα (από τα νησιά), που λέγεται Maratonisi, είναι ψηλό και εμφανές, και είναι σχεδόν απέναντι από τα πηγάδια (της πίσσας). Άλλα, πιο χαμηλά, βρίσκονται προς το μέσο και την ανατολική πλευρά του κόλπου. Το ψηλό νησί λέγεται τώρα Goat island λόγω ενός αστείου σε βάρος ενός αξιωματικού της φρουράς πριν από όχι πολύ καιρό. Σε αυτό τον κύριο άρεσε πολύ το κυνήγι, και μερικές φορές το εξασκούσε προκαλώντας ενόχληση στους κτηματίες. Μια μέρα κάποιος Ζακυνθινός βρήκε ευκαιρία στη Λέσχη να επαινέσει τη σκοπευτική του δεινότητα και να τον ρωτήσει αν είχε ποτέ σκοτώσει κάποιο από τα αγριοκάτσικα αυτού του μικρού νησιού. ‘Α! Όχι, δεν είχα ιδέα ότι υπήρχαν τέτοια.’ ‘Λοιπόν,’ είπε ο πονηρός Ζακυνθινός, ‘μην το κουβεντιάσεις με κανένα, διαφορετικά θα χάσεις την ευκαιρία, αλλά απλώς πήγαινε με μια βάρκα στο νησί μια μέρα και προσπάθησε.’ Ο αθλητής μας έπεσε στην παγίδα και πολύ σύντομα ετοιμάστηκε για ημερήσιο κυνήγι αγριοκάτσικου. Αποβιβάστηκε στο νησί και, σκαρφαλώνοντας τον μάλλον απότομο, βραχώδη γκρεμό, πολύ γρήγορα είδε μερικές γίδες να βόσκουν στην αραιή βλάστηση. Όπως είναι αρκετά φυσικό ήταν μάλλον συνεσταλμένες και προσπάθησαν να αποφύγουν την παρατήρηση του παρείσακτου. Εις μάτην. Σε λίγο μια από αυτές έπεσε θύμα. Οι άλλες όμως, ευτυχώς, γλύτωσαν προσωρινά. Επέστρεψε με το θήραμα του αλλά δεν είπε τίποτα για την τύχη του. Μια ή δύο μέρες αργότερα ένας κύριος (όχι ο πληροφοριοδότης του) τον σταμάτησε στο δρόμο και του είπε με μεγάλη ευγένεια, ‘Ευχαρίστως να πηγαίνετε στο νησί μου να περάσετε την ώρα σας όποτε επιθυμείτε, σας παρακαλώ όμως να μην πυροβολείτε τις γίδες.’ Ο ιδιοκτήτης είχε βάλει εκεί τις γίδες για καλοκαιρινή βοσκή, και ιδέα δεν είχε ότι θα αντιμετωπίζονταν σαν ferae naturae (15).’

Κάπως έτσι, όπως τα ιστορήσαμε, ο Ναός της Φύσης, ο μικρός προμαχώνας του Χριστιανισμού και της Ευρώπης, το ιερό ερημητήριο του Μαραθονησιού, έγινε καλοκαιρινό λοιμοκαθαρτήριο, και μετά βοσκοτόπι, για να καταλήξει σχετικά πρόσφατα φιλετάκι προς αξιοποίηση, με συρματοπλέγματα και απαγορευτικές πινακίδες. Υπήρξε κάποια αντίσταση, η λέπρα της αγοράς και της ζήτησης δεν έχει αφήσει τους πάντες κατάκοιτους, και έτσι η σημερινή ιδιοκτήτρια εταιρεία συμβιβάζεται με ‘ήπια’ αξιοποίηση, ‘αποκατάσταση’ των κτιρίων τη λένε, και άλλα εύηχα. Μόνο που σε κάποιους από μας τα εύηχα μας φέρνουν βήχα. Οι φωτογραφίες ντόπιων προσκυνητών και παπάδων, απογόνων των ‘χωρικών εγκατοίκων’ που κάποτε υπεράσπισαν το νησί, αλλά και αυτών που κάθε χρόνο πλήρωναν για μια βδομάδα αναγκαστική ηλιοθεραπεία εκεί, να είναι χωρισμένοι από το εκκλησάκι με συρματόπλεγμα, κάθε άλλο παρά καθησυχαστικές είναι. Μακάρι όμως ο βήχας να μας κοπεί.

------------------------------------------------------------------------------ 

1)  Βλέπε Λ. Ζώης, Λεξικόν, έκδοση 1963, λήμμα Στράτης, σσ. 617 -618.

2)  Οι περί πανώλης πληροφορίες, όπως και τα σχετικά με τη χρήση του Μαραθονησιού σαν εποχιακό λοιμοκαθαρτήριο, προέρχονται από το βιβλίο της Κατερίνας Κωνσταντινίδου ‘Το κακό οδεύει έρποντας ... Οι λοιμοί της πανώλης στα Ιόνια Νησιά (17ος – 18ος αι)’, Βενετία 2007. Θα ήθελα να ευχαριστήσω την Πηνελόπη Αβούρη που μου έδωσε την ευκαιρία να συμβουλευτώ το βιβλίο πριν το αγοράσω.

3)  Νόμισμα μικρής αξίας. Το πλήθος όμως των φιλοξενουμένων φαίνεται πως ήταν εγγύηση ενός πολύ καλού εισοδήματος.

4)  Σύμφωνα με το Λεωνίδα Ζώη η οικογένεια Καψοκέφαλου είχε εγκατασταθεί στη Ζάκυνθο στις αρχές του 16ου αιώνα και γράφτηκε στη Χρυσόβιβλο το 1598. Ο Αναστάσιος είχε αντικαταστήσει επανειλημμένα τον σοπρακόμιτο Καίσαρα Καπνίση, πιθανότατα γύρω στα 1698, και είχε επίσης διοικήσει τουλάχιστον δύο δικά του πλοιάρια με 34 άνδρες στον πόλεμο του 1715 - 1718. Μαζί του είχε και τον νεαρό τότε Αντώνιο. Ο Αναστάσιος τιμήθηκε για τις υπηρεσίες του με τον τίτλο του κόμη το 1718.

5)  Βλέπε και την εργασία του Διον. Ζήβα ‘Τα Λαζαρέτα της Ζακύνθου’ στον τόμο ‘Φιόρα Τιμής για τον Μητροπολίτη Ζακύνθου Χρυσόστομο Β΄ Συνετό’, Ζάκυνθος 2009, όπου στη σελίδα 346 δημοσιεύτηκε σχέδιο του 1735 με την προτεινόμενη επέκταση.

6)  Η βομβάρδα ήταν μικρό πολεμικό, κανονιοφόρος όπως θα λέγαμε σήμερα. Η ονομασία της προέρχεται από το ότι πολλές φορές, εκτός από τα συνηθισμένα ναυτικά πυροβόλα έφερε και βομβάρδες, δηλαδή πυροβόλα που έκαναν επισκηπτική βολή όπως οι όλμοι.

7)  Η Ιταλική οικογένεια Γάμπαρα είχε εγγραφεί στη Χρυσόβιβλο της Ζακύνθου το 1686 και είχε συγγενέψει με τους Καψοκέφαλους και τους Μακρήδες. Το τελευταίο αρσενικό μέλος της οικογένειας αποβίωσε το 1735 και έτσι το όνομα εξέλιπε. Για να διατηρηθεί η ανάμνηση του ονόματος ο Τζώρτζης Καψοκέφαλος, σύζυγος της Νικολέττας Γάμπαρα, βάφτισε το γιό του Γάμπαρα και ο Γάμπαρας έβγαλε το δικό του γιό Γαμπαράκη. Ο ‘εκλαμπρότατος και ευγενέστατος εξουσιαστής των αρμάτων Κυρ. κόμις Γάμπαρας Καψοκέφαλος’ δηλητηριάστηκε το 1811 λόγω των σχέσεων του με την Αυστρία κατά το Λεωνίδα Ζώη.

8)  Παναγιώτης Χιώτης, Ιστορικά Απομνημονεύματα, τ. 3ος, σ. 959.

9)  Το 1773 ο Βενετός πρεβεδούρος είχε μειώσει την παραχωρούμενη στον Ιωάννη Μακρή έκταση από 800 σε 550 στρέμματα επειδή τα υπόλοιπα ανήκαν σε άλλα πρόσωπα. Το 1823 οι αδελφοί Νερούλη είχαν προσπαθήσει να εγείρουν και πάλι αξιώσεις αλλά μετά από αλλεπάλληλες δίκες απέτυχαν. Όπως (1), λήμμα Λίμνη, σ. 356.

10)  Ντίνος Κονόμος, Ζάκυνθος Πεντακόσια Χρόνια (1478 – 1978), Τόμος Τρίτος, Πολιτική Ιστορία, (Τεύχος Α΄ 1478 – 1800), σ. 175.

11)  John Purdy, The New Sailing Directory for the Mediterranean Sea, Λονδίνο 1826, σ. 208.

12)  Journal of a tour in the Levant, τ. 3ος, Λονδίνο 1820, σ. 312.   

13)  Μπορεί όμως να πρόκειται και για το γιό του Κωνσταντίνο.

14)  David Thomas Ansted, The Ionian Islands in the year 1863, Λονδίνο 1863, σσ. 410 – 411.

15)  Νομικός όρος που περιγράφει άγρια ζώα.

Παρασκευή 10 Αυγούστου 2012

Πριν από 200 χρόνια και ... συνέχεια


Μερικά ακόμη σχέδια του William Gell από τα 1811*.





-----------------------------------------------------------------------  

* Τα σχέδια της σημερινής ανάρτησης είναι προσφορά του Παναγιώτη, ο οποίος είναι γέννημα-θρέμμα της περιοχής που απεικονίζεται στο δεύτερο σχέδιο της προηγούμενης.


Πέμπτη 28 Ιουνίου 2012

Πριν από 200 χρόνια και ...


Ο William Gell, κάπου ανάμεσα στα νταραβέρια και τις δημοπρασίες αρχαίων, βρήκε χρόνο να σκαρώσει μερικά σχέδια της Ζακύνθου. Ανέκδοτα ως τώρα, από όσο ξέρω, και άγνωστα στους ενδιαφερόμενους, βρίσκονται σήμερα στο Βρετανικό Μουσείο.

 Να λοιπόν ο Καλιτέρος του 1811, με τον Άγιο Αλύπιο/Άι Λύπιο στη μέση και το Μετόχι του Αγίου στην κάτω γωνία, ιδωμένα από το Βαλομάντρι. Κάτω από τον Άγιο Λύπιο μια υποψία Αγίας Κυριακής, και πέρα, πάνω στο λόφο, άλλη εκκλησία. Μήπως ο Άγιος Ιωάννης του Ρώμα; Όποιος ξέρει ας μας πει.

 Οι καταπράσινες πλαγιές του Σκοπού.

Ετούτο πάλι ποιός θα μας πει που ακριβώς είναι;

Ενημέρωση 05/09/12

Την απάντηση μας έδωσε, όπως ήταν αναμενόμενο άλλωστε, η Μαρία Σιδηροκαστρίτη - Κοντονή.



'Στεκόταν στην έπαυλη του Σιγούρου στο Ακρωτήρι (ο δρόμος χωρίζει την έπαυλη Σάρτζιντ από το κτήμα Σιγούρου),'  είπε για τον Gell η Μαρία. 'Στο κτήμα Σιγούρου υπήρχε μια εκκλησία η Αγία Άννα και πρέπει να ήταν αυτή στην εικόνα.'

Η Μαρία συνεχίζει την έρευνα.

 

***

Όταν το ψάξιμο και το γράψιμο, που κάποτε σε ξεκούραζαν, γίνονται δύσκολα, δεν είσαι πια κουρασμένος. Είσαι εξαντλημένος, αποκαμωμένος, ξεθεωμένος. Έτσι κι αλλιώς, χρόνος είναι δύσκολο να βρεθεί αυτό τον καιρό. Τα προβλήματα στη δουλειά λες και μου την είχανε στημένη στη γωνία. Περιμένω, αμάν και πότε, λίγες διακοπές. Ακολουθούν οι Ολυμπιακοί. Λέω να κάνω ένα διάλειμμα μέχρι τότε. Καλό καλοκαίρι λοιπόν και θα τα ξαναπούμε τον Αύγουστο.

Πέμπτη 5 Απριλίου 2012

Η θέση της Παναγίας των Χαρίτων


Κατά τη διάρκεια της συζήτησης για τον χαμένο τάφο του Βεζάλ ο Ανδρέας Στ, παλιός Ζακυνθινός που πέρασε τα πρώιμα σχολικά του χρόνια στο 1ο Δημοτικό, μας έδωσε πολύ σημαντικές και πολύ συγκεκριμένες πληροφορίες για τη θέση της Santa Maria delle Grazie (Παναγίας των Χαρίτων) πριν τους ισοπεδωτικούς σεισμούς του 1953. Τις πληροφορίες αυτές τις συμπλήρωσε με μια φωτογραφία της εκκλησίας και του γύρω χώρου, η οποία επιβεβαιώνει την ακρίβεια των λόγων του και την βλέπετε πιο πάνω.

Σύμφωνα λοιπόν με τον Ανδρέα η Παναγία των Χαρίτων δεν ήταν πάνω στην παραλία, κάτι που άλλωστε είναι φανερό από τη φωτογραφία. Είναι επίσης φανερό, σε όσους γνωρίζουν το χώρο όπως είναι σήμερα, ότι ο βορράς είναι προς τα δεξιά της φωτογραφίας. Μας πληροφορεί ακόμη ο Ανδρέας ότι το κτίριο στα νότια της εκκλησίας (αριστερά στη φωτογραφία) ήταν το μοναστήρι, και ήταν ήδη ερειπωμένο πριν τους σεισμούς, σε αντίθεση με την ίδια τη Santa Maria. Στο χώρο πίσω από την εκκλησία βρισκόταν το Καραμπίνειο κληροδότημα, επίσης ερειπωμένο. Μπροστά είχε το πλάτωμα που βλέπετε, μέχρι το δρόμο για το Κρυονέρι. Ο δρόμος αυτός δεν είχε σχέση με το σημερινό παραλιακό δρόμο, τη Διονυσίου Ρώμα, και περνούσε επίσης μπροστά από την εκκλησία της Αγίας Τριάδας, η οποία βρισκόταν σε διαφορετική θέση από τη σημερινή. Από την άλλη πλευρά του δρόμου, εκτός φωτογραφίας και πάνω στην παραλία, βρισκόταν το προσεισμικό Νοσοκομείο.

Η εντύπωση που σχηματίζω είναι πως η διαρρύθμιση της περιοχής – σε αντίθεση με αυτό που έγινε μετά το 1953 – δεν είχε ουσιαστικά αλλάξει μετά το σεισμό του 1893 και ήταν βασικά η ίδια που βλέπουμε στο σχέδιο του Moriarty το 1844. Βλέπουμε στην περιοχή εκείνη σημειωμένη μία εκκλησία, δύο παράλληλους δρόμους από την παραλία, με ένα πλάτωμα μπροστά της. Ο ένας από τους δρόμους, ο πλατύτερος, συνεχίζει προς Κρυονέρι και περνάει μπροστά από μια άλλη εκκλησία, η οποία πρέπει να είναι η Αγία Τριάδα. Η θέση της είναι λίγο διαφορετική, όχι όμως σημαντικά, γιατί ο τριγωνικός χώρος στα δυτικά της, ανάμεσα στις κλιτύες του λόφου του Κάστρου, δεν μπορεί παρά να είναι η περιοχή του Αγγλικού Νεκροταφείου, παρόλο που ο Moriarty, κάπως απροσδόκητα, δεν το σημειώνει. Η πρώτη εκκλησία, στο κέντρο της λεπτομέρειας του σχεδίου, πρέπει να είναι η Παναγία των Χαρίτων.
Ο παρακάτω χάρτης διορθώθηκε στις 11/04/12 μετά από τα εύστοχα σχόλια των συμμετεχόντων στη συζήτηση.
                                         
Με βάση αυτά η Παναγία των Χαρίτων πρέπει να ήταν κάπου 100 μέτρα από την τότε παραλία, δηλαδή τη σημερινή Διονυσίου Ρώμα, κατά μήκος του δρόμου που περνάει μπροστά από το ξενοδοχείο Plaza (Κολοκοτρώνη;). Έβαλα ένα ερωτηματικό στον παρακάτω χάρτη, ενδεικτικά.


Αυτό που κατά τη γνώμη μου είναι σίγουρο είναι ότι η Santa Maria delle Grazie δεν μπορεί να ήταν κάποτε πάνω σε νησίδα, όπως λέει ο Ντίνος Κονόμος. Εκτός βέβαια αν άλλαξε θέση, κάτι που δεν μπορούμε να αποκλείσουμε, ιδιαίτερα όταν ξαναχτίστηκε τη δεκαετία του 1540. Η περιοχή της προσεισμικής Santa Maria είναι κάμποσα μέτρα πάνω από το επίπεδο της θάλασσας και το υψόμετρο βαίνει αυξανόμενο όσο κινούμαστε δυτικά. Βρισκόταν σχεδόν στους πρόποδες του Κάστρου. Αν τη χώριζε κάποτε θάλασσα από το Κάστρο θα υπήρχε ακόμη κάποια εμφανής κατωφέρεια ανάμεσα τους. Σοβαρές αμφιβολίες μου έχουν δημιουργηθεί και για την πληροφορία του Κονόμου ότι το μοναστήρι ήταν στην Αγγλοκρατία στρατώνας. Ο στρατώνας ήταν στην παραλία σύμφωνα με το σχέδιο του Moriarty. Εκτός βέβαια αν πριν την Αγγλοκρατία το μοναστήρι βρισκόταν στην παραλία και είχε μετακινηθεί πλησιέστερα στην εκκλησία.

Ενημέρωση 06/04/12
Ιταλοί της άμοιρης μεραρχίας Acqui έξω από τη Santa Maria. Χρησιμοποιούσαν το μοναστήρι σαν στρατώνα. Ευγενική προσφορά του Ανδρέα Στ. και αυτή.


Ενημέρωση 08/04/12

Η Πηνελόπη μας υποδεικνύει το καμπαναριό της Παναγίας των Χαρίτων, πίσω από αυτό της Αγίας Τριάδας σε 'πρώτο πλάνο'.


Το ίδιο καμπαναριό, που καταστράφηκε στο σεισμό του 1893, σε εικονογράφηση μυθιστορήματος του Ιουλίου Βερν το 1883 στα αριστερά της εικόνας παρακάτω.



Αυτή είναι νομίζω η οπτική γωνία του καλλιτέχνη. Στεκόταν στο δρόμο του Ψηλώματος, φαίνεται δεξιά στο σχέδιο. Στο τοπογραφικό του 1892 δεν βλέπω άλλο καμπαναρίο να βάζει υποψηφιότητα.



Και πηγαίνοντας πιο πίσω, στο 1764, πριν ακόμη χτιστεί το ψηλό καμπαναριό της νεόδμητης Αγίας Τριάδας, ζητάω τη γνώμη σας.



Ενημέρωση 09/04/12

Το 1678 δεν υπήρχε ούτε ο ναός των Αγίων Πάντων ούτε η Αγία Τριάδα. Υπήρχε ο Άγιος Νικόλας του Μόλου και η Παναγία των Χαρίτων. Ήταν μεταξύ των ελάχιστων ναών με ψηλά καμπαναριά και νομίζω απεικονίζονται σε αυτή τη λεπτομέρεια ανέκδοτου χάρτη, από το ημερολόγιο του Άγγλου Grenvill Collins (National Archives, MPI 1/17). Ένας μικρός μόλος μπροστά από την εκκλησία πρέπει να ήταν ο 'Φλαρόμωλος' και ίσως προήλθε από την ένωση ξέρας με την ξηρά.



Φωτογραφία του Αγίου Νικόλα του Μόλου, που έστειλε ο Ανδρέας Στ., πριν την ανέγερση του Δημοτικού Θεάτρου. Πιο πίσω αριστερά το καμπαναριό των Αγίων Πάντων και πίσω δεξιά, νομίζω μόλις διακρίνεται, το καμπαναρίο της Παναγίας των Χαρίτων.


Ο Παναγιώτης, με βάση και το κείμενο του Δ. Ζήβα, σημάδεψε τα καμπαναριά όπως ήταν το 1812:


Ενημέρωση 11/04/12

Η Μαρία έστειλε δύο φωτογραφίες από την καταπληκτική μακέτα του Μάνεση. Έβαλα τμήματα τους μόνο και στο ένα πρόσθεσα Α - Ε, η εξήγηση στα σχόλια.




Ενημέρωση 30/04/12

Ο don Basilio βρήκε αυτή την πανοραμική ξυλογραφία της πόλης από το 1866. Νομίζω πως η εικονογράφηση του μυθιστορήματος του Βερν βασίστηκε πάνω της.




Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου 2011

Επιστροφή στο Gallows Hill


Στη Ζάκυνθο, τον περασμένο Οκτώβριο, έτυχε να δω μια πορεία διαμαρτυρίας στην οποία, αντί για τα συνηθισμένα πανώ, προπορευόταν ένα ομοίωμα κρεμάλας. Άσχετα με το τι εξέφραζε η συγκεκριμένη πορεία, με το ποιοί και πόσοι αξίζει να τιμωρηθούν για αυτά που έκαναν, η πού δεν έκαναν, και το πως, βρήκα την πρωτοτυπία αυτή κάπως λαϊκιστική και μάλλον άνοστη. Ειδικά σε ένα νησί όπου οι κρεμάλες αποτέλεσαν μόνιμο στοιχείο του τοπίου σε μια περίοδο της Ιστορίας του, και όπου, ακόμα και όταν ‘φιλοξενούσαν’ ενόχους φοβερών εγκλημάτων, συμβόλιζαν μια ξένη, ιδιοτελή κηδεμονία. Επειδή οι πολλοί έχουν ξεχάσει, η δεν γνώριζαν ποτέ, ας έρθει όποιος θέλει για μια ακόμη βόλτα στον Εξηνταβελόνη της Αγγλοκρατίας. 
Το 1820, ένας νεαρός Άγγλος διπλωμάτης, ο William Turner, διηγήθηκε σε ένα βιβλίο του (1) τα καθέκαστα μιας άγριας ιστορίας του 1813-14. Μια μέρα ο στρατηγός Campbell (2), κυβερνήτης των Ιονίων Νήσων, έκανε ιππασία. Είδε τέσσερα άτομα να κρύβονται πίσω από ένα μαντρότοιχο και τους διέταξε να πλησιάσουν. Αυτοί, προσποιούμενοι ότι έκαναν το γύρο του μαντρότοιχου, το έσκασαν. Πρόλαβε να τους δει να φεύγουν για το Μοριά με μία βάρκα. Την άλλη μέρα έμαθε ότι οι φυγάδες είχαν σκοτώσει τρία παιδιά που μάζευαν ελιές. Η υποψία ήταν ότι τους είχε βάλει κάποιος άρχοντας. Τους επικήρυξε αλλά εις μάτην.
Μια διαφορετική εκδοχή του εγκλήματος έδωσε ο Thomas Smart Hughes στο βιβλίο του Travels in Sicily, Greece and Albania (σελ. 159). Λέει ότι γυρίζοντας από το Κερί του δείξανε ένα σπίτι όπου ολόκληρη οικογένεια, μαζί και ένα μωρό, είχε ξεκληριστεί από πέντε δολοφόνους, σαν εκδίκηση για ένα κάρφωμα. Αναφέρει και αυτός την τυχαία συνάντηση του στρατηγού με τους δολοφόνους κατά τη διάρκεια της πρωινής του ιππασίας. Ακόμη πως τρείς από αυτούς τους είχε δει αργότερα στην Πάτρα, η οποία εκείνη την εποχή είχε γίνει φωλιά κακοποιών.
Η οπλοφορία στη Ζακυνθινή ύπαιθρο ήταν κανόνας σύμφωνα με τον Thomas Smart Hughes.
Από τις δύο εκδοχές αυτή του Turner είναι εγκυρότερη, γιατί δεν γνώριζε απλώς τον Campbell αλλά ήταν και συνεργάτης του στη καταδίωξη αυτών των δολοφόνων. Τον Απρίλιο του 1814 ο Turner πληροφορήθηκε πως ο ένας από τη συμμορία είχε διαπράξει φόνο στη Γαστούνη και είχε συλληφθεί. Ένας από τους υπόλοιπους είχε στα χέρια του συστατική επιστολή από το Γαλλικό κόμμα και βρισκόταν καθοδόν, σε μια προσπάθεια να τον ελευθερώσει. Ο Turner συνωμότησε με τους Τούρκους για να συλληφθεί ο φορέας της επιστολής, χωρίς άμεσο αποτέλεσμα. Η συστατική αυτή επιστολή, και οι εντυπωσιακές προσπάθειες των Βρετανών για τη σύλληψη των τεσσάρων, είναι ίσως ενδείξεις ότι υπήρχαν πολιτικά νήματα που συνέδεαν την υπόθεση με την Αγγλογαλλική αντιπαράθεση για τα Επτάνησα.
Το Μάιο οι τρεις που παρέμεναν ελεύθεροι πολιορκήθηκαν από τους Τούρκους σε ένα σπίτι στην Πάτρα. Στη μάχη που έγινε σκοτώθηκε ο ένας από αυτούς και δύο Τούρκοι. Οι άλλοι δύο πιάστηκαν, ο ένας τραυματίας, και στάλθηκαν στη Ζάκυνθο μαζί με το κεφάλι του σκοτωμένου. Το τι έγινε όταν φτάσανε τα ‘πεσκέσια’ στη Ζάκυνθο ο Turner το έμαθε τον Ιούνιο στην Τήνο, από κάποιο Μιλανέζο μάγερα, κάτοικο Ζακύνθου, που είχε γνωρίσει στα Γιάννενα. Ο στρατηγός Campbell παλούκωσε το κεφάλι σε κάποιο σημείο της πόλης και κρέμασε πάραυτα τον ένα από τους δύο ζωντανούς. Μερικές μέρες αργότερα φόρεσε στον άλλο ένα στεφάνι, φτιαγμένο από βέργες του λιόφυτου στο οποίο βρισκόταν το θύμα του τη στιγμή της δολοφονίας. Έτσι στεφανωμένο τον διαπόμπευσε σε όλη την πόλη μαστιγωνόμενο. Στο τέλος τον κρέμασε, χωρίς να επιτρέψει σε παπά να τον εξομολογήσει, κάτι που προκάλεσε φρίκη στους Ζακυνθινούς.
Ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια είναι πως, πριν κρεμαστεί, ο φονιάς κατονόμασε όχι λιγότερους από δώδεκα συνενόχους, από τους οποίους ο ένας ήταν παπάς. Πιστευόταν πως μερικοί ακόμα από αυτούς θα εκτελούνταν σύντομα γιατί η αγχόνη παρέμενε σε ετοιμότητα. Ο παπάς πάντως στάλθηκε για ισόβια καταναγκαστικά έργα στο Τσιρίγο. Ο Turner κατακρίνει τους Ζακυνθινούς, επειδή ετοίμαζαν τετραμελή αντιπροσωπεία για να πάει στο Λονδίνο να παραπονεθεί για τον Campbell (3). Είχαν, λέει, εξαγριωθεί που δεν τους άφηνε να αλληλοδολοφονούνται. Ο Campbell ζήτησε και τον τέταρτο φονιά από τους Τούρκους αλλά πήρε αρνητική απάντηση. Θα τον τιμωρούσαν οι ίδιοι για το φόνο που είχε διαπράξει στη Γαστούνη. Τα πτώματα των άλλων δύο τα κρέμασαν σε λόφους και υψώματα κοντά στην πόλη.
Αυτή η τελευταία πληροφορία μάλλον σημαίνει πως οι εκτελέσεις έγιναν μέσα στην πόλη – σε αγχόνη που φαίνεται στήθηκε ειδικά για την περίσταση και κρατήθηκε για τους συνεργούς – και τα σώματα τα εξέθεσαν αλλού, σε υπερυψωμένα σημεία, για παραδειγματισμό. Δεν μας λέει σε ποιά σημεία, πιθανότατα δεν ήξερε. Τον προηγούμενο χρόνο όμως είχε βρεθεί για λίγο στο λιμάνι της Ζακύνθου, τον Αύγουστο, και είχε γράψει το εξής:
Η πόλη (από άσπρη πέτρα) στέκεται σε ένα ημικυκλικό όρμο, τις όχθες του οποίου καταλαμβάνει – πίσω της υψώνονται δύο ψηλά, αδελφά βουνά, πάνω στο ένα από τα οποία (το προς βορράν) υπάρχει ένα περιποιημένο κάστρο και στον άλλο κρέμεται ένας άνθρωπος από μία αγχόνη. Οι ληστές του Μοριά είχαν τελευταία στείλει μια συμμορία στη Ζάκυνθο, η οποία αφού διέπραξε μερικές ληστείες και παλιανθρωπιές στα χωριά, πιάστηκε από τους στρατιώτες που είχαν σταλεί στο κατόπι τους – δύο από αυτούς είχαν πυροβοληθεί στον τόπο και τα κεφάλια τους κρεμαστεί στην πόλη – ο τρίτος είχε πιαστεί μισοπεθαμένος, και κρεμαστεί αμέσως.
Είναι φανερό πως ο τρίτος ληστής ήταν κρεμασμένος στον Εξηνταβελόνη. Δίνεται επίσης η εντύπωση πως αυτός κρεμάστηκε στον Εξηνταβελόνη και αφέθηκε εκτεθειμένος επί τόπου (4). Στο λόφο αυτό υπήρχε μόνιμη κρεμάλα και δεν θα περίμεναν να στήσουν άλλη, από φόβο ότι ο τραυματίας θα ξεψυχούσε πριν τον κρεμάσουν. Ο Εξηνταβελόνης, σε ένα χάρτη του Βασιλικού Βρετανικού Ναυτικού του 1844, φτιαγμένο από το Henry A. Moriarty, ονομάζεται Gallows Hill – Λόφος της Κρεμάλας.

Μια πληροφορία για την κρεμάλα αυτή μας δίνει ο ταγματάρχης George Keppel στο βιβλίο του ‘Narrative of a journey across the Balkan’. Μιλώντας για το 1829 αναφέρει ότι στην κορυφή ενός απότομου, κωνικού λόφου πάνω από την πόλη υπάρχει ένα ικρίωμα με τρεις βραχίονες. Όταν υπηρετούσε στη Ζάκυνθο παλιότερα, ένα πρωί κρέμονταν τρεις από αυτό – με διαταγή του στρατηγού Campbell. Το απόγευμα, κάνοντας ιππασία, παρατήρησε σε ένα Ζακυνθινό γνώριμο του ότι οι ‘φίλοι του’ ήταν ακόμα κρεμασμένοι. Ο άλλος τότε του απάντησε πως όχι, δεν ήταν οι ίδιοι, είχαν αναγκαστεί να τους ... αλλάξουν. Λέει ακόμα ότι οι Άγγλοι στρατιώτες εκείνων των χρόνων αποκαλούσαν την τριπλή κρεμάλα ‘οδοδείκτη του στρατηγού Campbell’.
Βρετανικός οδοδείκτης. Οι βραχίονες της τριπλής κρεμάλας θύμιζαν τα ‘χέρια’ του οδοδείκτη στους Βρετανούς στρατιώτες.
Η τριπλή κρεμάλα δεν ήταν όμως αρκετή για να εξυπηρετήσει την προσφερόμενη ‘πελατεία’. Το 1822 οι Βρετανικές εφημερίδες (5) έγραψαν για ένα καυγά στη Ζάκυνθο μεταξύ Ελλήνων ‘στρατιωτών’ (6) και του πληρώματος της φρεγάτας Seringapatam. Ένας ναύτης σκοτώθηκε και το αποτέλεσμα ήταν να κρεμαστούν έξι Ζακυνθινοί στον ‘ψηλότερο λόφο του Τζάντε΄. Η βιομηχανία εκτελέσεων κράτησε για πολλά χρόνια. Σε επίσκεψη του το 1830 ο Thomas Abercromby Trant αναφέρει ομάδα τεσσάρων κρεμασμένων στο ‘Ζακυνθινό λόφο’ (7).
Τα φονικά συνεχίστηκαν σε όλη τη διάρκεια της Αγγλοκρατίας. Οι κρεμάλες δεν αντιπροσώπευαν λύση ή δικαιοσύνη. Δεν ‘δούλευαν’ ακόμη και όταν έκαναν υπερωρίες – υπερωρίες πληρωμένες ακριβά, γιατί ανάμεσα στους ληστές κρεμάστηκαν και πατριώτες.
----------------------------------------------------------------------------- 
(1)  Journal of a Tour in the Levant, τόμος 1ος.
(2)  Πρόκειται για τον υποστράτηγο James Campbell of Inverneill, ο οποίος άφησε όνομα για εκτελέσεις χωρίς δίκες και δημόσια μαστιγώματα.
(3)  Πραγματικά οι Ζακυνθινοί παραπονέθηκαν, και το ζήτημα έφτασε να συζητηθεί στο Βρετανικό Κοινοβούλιο, αλλά δεν εμπόδισε τον Campbell να γίνει ιππότης το 1817 και βαρονέτος το 1818. Πέθανε το 1819.
(4)  Σε αυτή την περίπτωση ο Turner χρησιμοποιεί τη λέξη gibbeted και όχι hung όπως στην προηγούμενη. Το ρήμα gibbet δεν σημαίνει απλώς κρεμάω αλλά και εκθέτω το πτώμα για παραδειγματισμό.
(5)  NilesRegister, 13 Απριλίου 1822, σελ. 102, και αλλού.
(6)  Προφανώς πρόκειται για Ζακυνθινούς ‘πολιτοφύλακες’ από τα χωριά, τους μόνους Έλληνες στρατιώτες στο νησί τότε.
(7)  Narrative of a journey through Greece in 1830, σελ. 344.
Άδεια Creative Commons
Αυτή η εργασία από το http://pampalaia.blogspot.com/ χορηγείται με άδειαCreative Commons Αναφορά προέλευσης - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 3.0 Μη εισαγόμενο .