Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα άρχοντες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα άρχοντες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 11 Μαρτίου 2018

Από ‘του Μεσσαλά’ ως την Κύπρο του 1570



Η παραπάνω φωτογραφία δημοσιεύτηκε στην Αθηναϊκή εφημερίδα ‘Τα Νέα’ στις 19 του περασμένου Αυγούστου. Συνοδευόταν από ένα κείμενο του Φίλιππου Δ. Δρακονταειδή, στον οποίο υποθέτω ανήκει η φωτογραφία αφού σε αυτήν απεικονίζεται η μητέρα του Νανά και οι γονείς της. Το κείμενο ξεκινάει με τη φανταστική διήγηση μιας ημέρας στη ζωή του κόντε Στέφανο Μεσσάλα, όπως τον λέει, του κόντε Μεσσαλά των Ζακυνθινών, το 18ο αιώνα. Συνεχίζεται, με υποθέτω λίγο-πολύ πραγματικά περιστατικά, το 1928, όταν βγήκε αυτή η φωτογραφία. Πρόκειται για Τριβιζαίους, τους νέους ιδιοκτήτες των χτημάτων του κόντε Μεσσαλά στον κάμπο κάτω από το Γαλάρο.

Βρήκα τη φωτογραφία συναρπαστική, και ακόμα περισσότερο το κείμενο. Γιατί με το Φίλιππο Δρακονταειδή μας ενώνει αίμα Τριβιζαίικο και η νοσταλγία για εκείνο το κομμάτι του κάμπου που ακόμα λέγεται ‘του Μεσσαλά’. Η καρδιά ‘του Μεσσαλά’ είχε μείνει σε χέρια Τριβιζαίικα και μετά την πώληση του από το θείο του κ. Δρακονταειδή. Η μάνα μου γεννήθηκε τέσσερα χρόνια μετά τη φωτογραφία, Τριβιζοπούλα κι αυτή, η μάνα της δασκάλα όπως της Νανάς. Η οικογένεια της κουβαλιόταν κάθε καλοκαίρι από το χωριό ‘στου Μεσσαλά’.  Έτσι ήταν και για μένα ένας από τους μικρούς παραδείσους των παιδικών μου χρόνων, τη δεκαετία του 1960 πια.

Τα δικά μου όρια ήταν στενότερα – όχι ‘ανατολικά ώς το λιθάρι του Μπάμπη τση Γάτας, δυτικά ώς την ιτιά την κλαίουσα του Κουκουνάρα, νότια ώς την ταβέρνα του Καρμανιόλου, βόρεια ώς τις πέντε λεύκες του Κουκουλομάτη, δηλαδή του Τεμπονέρα’ αλλά μοναχά από το στιβαρό φοίνικα στα νότια μέχρι το μεγάλο ευκάλυπτο βόρεια και το ρεματάκι ανατολικά, αυτό που αν το ακολουθήσεις φτάνεις μέχρι τον Άγιο Χαράλαμπο, στη Χώρα. Εκεί μου επιτρεπόταν να τριγυρίζω.

Παρά τη νοσταλγία βρήκα κάτι που με ενόχλησε στο κείμενο, μία λέξη μοναχά, και με καίει τόσο που με ανάγκασε να γράψω ετούτες τις γραμμές και να πλατύνω την ιστορία, να τη φτάσω σχεδόν μέχρι το μεσαίωνα, να πάρει διαστάσεις τραγικές. Όχι, δεν πρόκειται για μυθοπλασία, στοιχεία που έχουν πέσει στην αντίληψη μου θα παραθέσω μαζί με τις σκέψεις και αμφιβολίες ενός αδιόρθωτα άπιστου Θωμά.

Έγραψε λοιπόν ο κύριος Δρακονταειδής για την κυρία Μαίρη, τη δασκάλα, τη μάνα της μάνας του:

... το οικογενειακό της όνομα ήταν Μόζερα, γερμανικής καταγωγής κατά τους ιστορικούς, το όνομα Μόζερ δεν έχει, ευτυχώς, καμία σχέση με τα εβραϊκά Μόσες, Μόζες και άλλα τέτοια ...

Και γιατί ευτυχώς; Έστω και η υποψία αντισημιτισμού – δημοσιευμένη από μία από τις μεγαλύτερες εφημερίδες της Ελλάδας (μα τι κάνουν επιτέλους οι συντάκτες τους;) – όχι από κάποιον ηλίθιο αλλά από έναν άνθρωπο καλλιεργημένο και ταξιδεμένο, μου έβρασε το αίμα. Η λέξη ‘ευτυχώς’ με στενοχώρησε, και παρά τα όσα μας ενώνουν με τον κύριο Δρακονταειδή, μας χώρισε. Χωρίς να έχουμε ποτέ συναντηθεί – ευτυχώς μάλλον. Μη φοβάστε αγαπητοί αναγνώστες, δεν θα σας κάνω διάλεξη περί ρατσισμού. Την αληθινή καταγωγή των Μοζεραίων – και όχι μόνο – θα φανερώσω, για όσους δεν την γνωρίζουν ήδη, επειδή οι μύθοι περί καταγωγής τρέφουν το ρατσισμό. Και επειδή η ιστορία των οικογενειών είναι Ιστορία της Ζακύνθου, της Ελλάδας και πάει λέγοντας. Ας πιάσουμε λοιπόν τα πράγματα ένα-ένα, πάμε πίσω στον κόντε Μεσσαλά.




Αν πιστέψει κανείς αυτά που γράφει ο Ευγένιος Ρίζος-Ραγκαβής και ο Λεωνίδας Ζώης για την οικογένεια Μεσσαλά τότε πρόκειται για έναν ‘Εκ των αρχαιοτέρων και επισημοτέρων οίκων της Ρώμης, επί της εποχής των Ταρκυνίου και Τιβερίου’. Από τη Ρώμη, άγνωστο πως και γιατί, η οικογένεια μετανάστεψε στην Κωνσταντινούπολη και μετά την πτώση της το 1453 βρέθηκε στο χωριό Κουτήφαρι της Μάνης. Από κει δε στη Ζάκυνθο, όπου η ευγένεια της καταγωγής τους δεν μπορούσε, υποτίθεται, παρά να αναδυθεί και πάλι.

Ο κατάλογος αποδείξεων της Ρωμαϊκής προέλευσης της οικογένειας είναι κάπως περιορισμένος. Δηλαδή, για να κυριολεκτούμε, η ένδοξη και αρχαία τους καταγωγή στηρίζεται μόνο στην ομοιότητα του ονόματος τους με αυτό της Ρωμαϊκής οικογένειας Messala. Ούτε εγώ όμως διαθέτω το παραμικρό στοιχείο που να διαψεύδει όσα ισχυριζόταν η ευγένεια τους. Και στο κάτω-κάτω της γραφής όταν δέκα εκατομμύρια Έλληνες και δύο εκατομμύρια Σκοπιανοί πιστεύουν ότι είναι απόγονοι του Μεγαλέξαντρου, του οποίου ο μοναχογιός δολοφονήθηκε σε παιδική ηλικία, η ματαιοδοξία μιας φαμελιάς με πείραξε;

Επειδή είμαι, όπως είπα, άπιστος Θωμάς, αναρωτιέμαι απλά μήπως το Μεσσαλάς δεν προέρχεται από το Messala αλλά από το μεσάλι ή την μεσσάλα (εκ του λατινικού mensale κατά τον Κριαρά), δηλαδή το μεσαιωνικό τραπεζομάντηλο. Με άλλα λόγια μήπως το Μεσσαλάς σημαίνει Τραπεζομαντηλάς, κατά το Τσουκαλάς ή το Αμπελάς – ή, μάλλον, για να χρησιμοποιήσω δύο γνωστά επώνυμα από το Κουτήφαρι, όπως το Δοξαράς και το Γεννηματάς. Αν τα πράγματα είναι έτσι, τότε ο πιο ένδοξος πρόγονος τους είναι κάποιος Ζακυνθινός ονόματι Γεώργιος Μεσσαλάς, απόγονος ανυφαντρών της Μάνης, λοχίας του Τσέρνιδου (Πολιτοφυλακής), που πριν από καμιά τριακοσαριά χρόνια προήχθη σε λοχαγό και πήρε ‘τίτλο ευγενείας’. Θου, Κύριε, φυλακήν τω στόματι μου, οι άνθρωποι είναι Ρωμαίοι πατρίκιοι, το έγραψε ο Ζώης, τε-λεί-ω-σε!

Αυτή είναι η οικογένεια Τριβιζά, ιταλικής καταγωγής κατά τους ιστορικούς, από την πόλη Τρεβίζο, κάποιοι υποστήριξαν πως το όνομα προέρχεται από τους Τρεβιζάν, δόγηδες της Βενετίας.

Έτσι έγραψε ο κ. Δρακονταειδής. Ναι, έτσι είναι, μόνο που οι Τριβιζαίοι είναι η ακριβώς αντίθετη περίπτωση. Παρά το ελληνοφανές του ονόματος τους – ιδιαίτερα όταν γράφεται Τριβυζάς – η απώτερη καταγωγή της οικογένειας φαίνεται πως είναι  ο μυχός της Αδριατικής. Το όνομα πάντα απαντιέται σε περιοχές και εποχές συνυφασμένες με τη Βενετική κυριαρχία από το 13ο αιώνα και μετά. Στους πρώτους αιώνες σαν Trevisan, Tervisan, Trivisan, Trivisano, ενώ από το 1500 και μετά κάνει δειλά την εμφάνιση του το Τριβιζάς. Μετά το 1600 το ελληνοποιημένο όνομα έχει πλέον γίνει κανόνας. Κάποιοι από αυτούς αναφέρονται σαν νόμπιλοι ενώ είναι βέβαιο, λόγω επαγγέλματος, πως κάποιοι άλλοι δεν λογαριάζονταν σαν ευγενείς.

Το πότε, το γιατί και από που ήρθαν στη Ζάκυνθο οι Τριβιζαίοι του Γαλάρου δεν είναι γνωστό. Δεν μπορούμε έτσι να γνωρίζουμε αν είχαν σχέση, οσοδήποτε μακρινή, με την παλιά και ευάριθμη φάρα των Trevisan ή Trivisan του Δόγη Marcantonio. Αν είναι δηλαδή, έστω και τραβηγμένη από τα μαλλιά, ‘φαμίλια ντουκάλε’ όπως θα έλεγε ο Ρώμας. Σημασία δεν έχει, αφού οι άνθρωποι αυτοί ποτέ δεν παινεύτηκαν για τέτοιες σχέσεις, ποτέ δεν χρησιμοποίησαν οικόσημο.  Ήταν πάντα υπερήφανοι για την οικογένεια τους χωρίς ανάγκη από τέτοια φτιασίδια.

Όταν ήμουν παιδί καμιά φορά αναρωτιόμουνα γιατί όλοι αναφέρονταν πάντα σε έναν συγκεκριμένο συγγενή με το επώνυμο του μοναχά. Δεν ρώτησα ποτέ ούτε ποιό ήταν το μικρό του όνομα ούτε γιατί δεν το χρησιμοποιούσαν. Το συνήθισα. Το λόγο τον έμαθα πριν μερικά χρόνια, όταν έτυχε να είμαι στη Ζάκυνθο και πήγα στην κηδεία του: ήταν περίπου την εποχή της φωτογραφίας όταν ένας από τους Τριβιζαίους, ο πατέρας του, κατάφερε επιτέλους, μετά από πολλές προσπάθειες, να αποχτήσει ένα γιό. Περιχαρής και περήφανος τον βάφτισε Τριβιζά, έτσι που να έχει το ίδιο όνομα και επώνυμο και να μην είναι τίποτα άλλο εκτός από Τριβιζάς.


Στρατιώτες, έφιπποι και οπλισμένοι με δόρατα ως συνήθως, έξω από τα τείχη της Αμμοχώστου. Λεπτομέρεια από σχέδιο του Simon Pinargenti, 1573.

Για την οικογένεια Μόζερα γνωρίζουμε, τώρα πλέον, περισσότερα πράγματα. Δεν είναι ίσως αρκετά για να ετυμολογήσουμε το όνομα, αλλά είναι νομίζω αρκετά για να πούμε πως προέλευση από τη Γερμανία είναι απίθανη. Πιο πιθανό είναι το όνομα να έχει σχέση με το Μούσουρας (ή Μόσουρας ή Μούσχουρας, δηλαδή Μοσχάρης στα Αρβανίτικα) παρά με το Μόζερ. Ας εξηγήσω όμως το γιατί.

Στο άρθρο της ‘ Έργα και ημέρες του Νικόλαου Μώζερα [16ος αι.]’ στην Κυπριακή εφημερίδα ‘Πολίτης’ το Σεπτέμβριο του 2014, η Νάσα Παταπίου, ιστορικός και ερευνήτρια των Βενετικών αρχείων, έγραψε:

Στις 12 Μαρτίου του 1575, η βενετική Γερουσία μετά από σύσκεψή της είχε εξετάσει και πήρε αποφάσεις για διάφορα αιτήματα κάποιων υπηκόων της. Μεταξύ αυτών των αιτημάτων είχε εξεταστεί και ένα αίτημα το οποίο είχε υποβληθεί από έναν υπερασπιστή της Λευκωσίας το 1570, κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της από τους Οθωμανούς. Επρόκειτο για τον stradioto Νικόλαο Μώζερα με καταγωγή από την Πελοπόννησο. Το περιεχόμενο του αιτήματός του ξεδιπλώνει τη δική του ιστορία, αλλά και αυτή της οικογένειάς του.
Ο Νικόλαος Μώζερας καταγόταν από μια μεγάλη οικογένεια Ελληνοαλβανών που υπηρετούσαν γενεές γενεών στα βενετικά στρατιωτικά σώματα του ελαφρού ιππικού, γι’ αυτό και ο ίδιος σημειώνει στο αίτημά του ότι ακολούθησε το παράδειγμα των προγόνων του και εντάχθηκε σ’ αυτά. Ήταν γιος του αείμνηστου Γκιώνη Μώσερα από το Ναύπλιο (
Napoli di Romania) και είχε εγκατασταθεί στην Κύπρο μαζί με τους αδελφούς του για να υπηρετήσει στο ελαφρύ ιππικό. Δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς είχε εγκατασταθεί στην Κύπρο, γιατί ο ίδιος δεν μνημονεύει κάτι σχετικό στο αίτημά του, αλλά φαίνεται να είχε έρθει αρκετά πριν γιατί στη μεγαλόνησο είχε ήδη και δική του οικογένεια. Ο Νικόλαος εντάχθηκε στον λόχο του ιππότη Παλαιολόγου και υπερασπίστηκε τη Λευκωσία. Ο αδελφός του Μαρτίνος υπηρέτησε στον λόχο του διοικητή Ανδρέα Ροντάκη και ο αδελφός του Κόντος στον λόχο του Κόντου Ροντάκη και υπερασπίστηκαν και οι δύο την Αμμόχωστο κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της από τους Οθωμανούς.

Αυτή είναι η καταγωγή των Μοζεραίων. Αρβανίτες της Αργολίδας, που με την παραχώρηση του Ναυπλίου στους Τούρκους το 1540 επέλεξαν τον εκπατρισμό. Κάποιοι από αυτούς, αν όχι όλοι, εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο. Ίσως μερικοί να πήγαν και στην Κρήτη, γιατί ο Ζώης γράφει πως στη Ζάκυνθο ήρθαν από εκεί και ότι βρίσκονταν πια στη Ζάκυνθο το 1589. Είναι χαρακτηριστικό πάντως  ότι ήρθαν μετά την κατάκτηση της Κύπρου από τους Οθωμανούς.

Ο Νικόλαος Μόζερας πήρε μέρος σε μάχες και στις 9 Σετεμβρίου 1570, ημέρα άλωσης της Λευκωσίας, τραυματισμένος από Τουρκικά βέλη, αιχμαλωτίστηκε. Επίσης αιχμαλωτίστηκαν η γυναίκα του και οι τρεις μικροί γιοί του. Ο ίδιος ρίχτηκε στα Τουρκικά κάτεργα από όπου απελευθερώθηκε, μαζί με χιλιάδες άλλους Χριστιανούς κωπηλάτες, κατά τη διάρκεια της Ναυμαχίας της Ναυπάκτου τον επόμενο χρόνο και του δόθηκε η ευκαιρία να πολεμήσει, πάραυτα, εναντίον των δυναστών του. Στο μεταξύ όμως είχαν αιχμαλωτιστεί στην Αμμόχωστο η μητέρα του, οι αδελφοί του και άλλοι συγγενείς. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε και πολέμησε στη Δαλματία, ώσπου διορίστηκε στη Στρατεία (σώμα των Στρατιωτών) της Κεφαλονιάς. Δεν είναι γνωστό πόσοι από τους συγγενείς του έγινε δυνατό να απελευθερωθούν.

Πέρα από τον ηρωισμό και τις θυσίες του Νικόλαου Μόζερα δεν μπορούμε να παραλείψουμε ότι πήρε μέρος και σε ένα φριχτό έγκλημα. Στα μάτια τα δικά του, των συμπολεμιστών του και της Βενετικής εξουσίας δεν ήταν τέτοιο. Εμείς όμως δεν μπορούμε να το χαρακτηρίσουμε διαφορετικά. Λεπτομέρειες για το περιστατικό δίνει πάλι η Νάσα Παταπίου, σε άλλο άρθρο της στην ίδια εφημερίδα το Φεβρουάριο του 2014.

Λίγες μέρες μετά την αρχική Οθωμανική απόβαση, στις 4 Ιουλίου του 1570, οι πρωτόγεροι  των Λευκάρων σύναψαν συνθήκη με τους εισβολείς για να γλυτώσουν το χωριό τους. Αυτό θεωρήθηκε προδοσία από το Βενετό τοποτηρητή Nicolo Dandolo, που διέταξε την παραδειγματική τιμωρία των Λευκαριτών. Πριν ξημερώσει η 9η Ιουλίου 100 Στρατιώτες και 600 τσέρνιδοι από τη Λευκωσία εισέβαλαν αιφνιδιαστικά στα Λεύκαρα. Ένας από τους Στρατιώτες ήταν ο Νικόλαος Μόζερας. Έσφαξαν όσους άντρες βρήκαν, τετρακόσιους τον αριθμό, εκκένωσαν το χωριό από τα γυναικόπαιδα και το έκαψαν.

Επικεφαλής του αποσπάσματος των σφαγέων ήταν ο Δημήτριος Λάσκαρης Μεγαδούκας, ένας από τους καπετάνιους της Στρατείας. Ήταν δισέγγονος του Ισαάκιου Λάσκαρη Παρασπόνδυλου, Πρωτοστράτορα του Μοριά τον προηγούμενο αιώνα, που είχε πάρει μέρος στον πόλεμο της Φερράρα. Παππούς του ήταν ο Δημήτριος Λάσκαρης Μεγαδούκας, που δοξάστηκε και αυτός στην Ιταλία, είχε χτήματα στη Ζάκυνθο και ήταν για χρόνια Governator της Κυπριακής Στρατείας . Ο πατέρας του Αλέξανδρος, που είχε πια πεθάνει, είχε και αυτός χρηματίσει διοικητής της Στρατείας.

Ο Δημήτριος έπεσε λίγο αργότερα πολεμώντας στη Λευκωσία, όπως επίσης οι αδελφοί του Ιωάννης και Φίλιππος, καπεταναίοι και αυτοί. Η μητέρα του, η Κύπρια Ιωάννα Συγκλητικού, ο μικρός αδελφός του Ευγένιος και οι αδελφές του αιχμαλωτίστηκαν. Έξι αδελφές λέει η Παταπίου, τρεις λέει ο Χιώτης, η Ελένη, η Θεοδώρα και η Λασκαρίνα. Η Ιωάννα και ο Ευγένιος εξαγοράστηκαν, και είναι αυτός ο Ευγένιος που βρέθηκε διάδικος στη Βενετία με το Θεοδόση από τις Βολίμες για ζητήματα περιουσιακά το 1575. Δολοφονήθηκε στη Ζάκυνθο στα 1612. Είκοσι δύο χρόνια μετά την αιχμαλωσία τους οι αδελφές του φαίνεται πως ήταν ακόμα σκλάβες.




Ένας άλλος καπετάνιος που πήρε μέρος στη σφαγή των Λευκάρων ήταν ο Θωμάς Μπλέσσας. Μπλέσσας ή Πλέσσας λέει η Νάσα Παταπίου, επηρεασμένη μάλλον από τον Κωνσταντίνο Σάθα, που δεν έβλεπε διαφορά ανάμεσα στα δύο ονόματα. Επειδή οι Πλεσσαίοι είναι σόι πολυάριθμο της Ζακύνθου – τυχαίνει μάλιστα να είμαι κι εγώ Πλέσσας εκτός από Τριβιζάς – να ξεκαθαρίσουμε ότι οι Μπλεσσαίοι δεν έχουν σχέση με τη Ζάκυνθο και αποτελούν χωριστό κλάδο εδώ και αιώνες.

Το 15ο αιώνα οι Πλεσσαίοι ήταν εγκατεστημένοι κυρίως στη δυτική Πελοπόννησο, στην Ωλένη, και μετακινήθηκαν στη Ζάκυνθο και την Κεφαλονιά στις αρχές του 16ου, μετά την πτώση της Μεθώνης και την παράδοση της Κορώνης. Πρώτη αναφορά στη Ζάκυνθο το 1514. Κάποιοι από αυτούς είχαν βρει απασχόληση σαν Στρατιώτες την ίδια εποχή στην Ιταλία, όπως ένας Τζώρτζης Πλέσσας, με τρία άλογα, το 1512.

Οι Μπλεσσαίοι φαίνεται πως είχαν εγκατασταθεί κυρίως στην Αργολίδα, από όπου ο Γκίνης Μπλέσσας ηγήθηκε μιας μεγάλης ομάδας Στρατιωτών που έφυγαν για τον πόλεμο της Φερράρα το 1482. Μπλεσσαίοι είχαν συμμετάσχει και στην άμυνα της Μεθώνης αλλά ο Θωμάς ήταν πιθανότατα Ναυπλιώτης, όπως οι περισσότεροι Στρατιώτες στην Κύπρο. Η τύχη του εκεί ήταν παρόμοια με του Μόζερα και πολλών άλλων. Τραυματίστηκε στη Λευκωσία αλλά κατάφερε να αποφύγει την αιχμαλωσία διαφεύγοντας στην Αμμόχωστο. Πολέμησε και εκεί και, όταν παραδόθηκε η καστρόπολη, αιχμαλωτίστηκε και έμεινε σκλάβος τρία χρόνια μέχρι να εξαγοραστεί. Κάποιος  Θωμάς Πλέσσας αναφέρεται από τον Αγαθάγγελο Ξηρουχάκη να είναι καπετάνιος Στρατιωτών στην Κέρκυρα το 1584. Ίσως είναι ο ίδιος ίσως όχι.

Οι Μπλεσσαίοι εγκαταστάθηκαν στη Κεφαλονιά, λίγοι από αυτούς πριν το 1567. Στον Στέφανο Μπλέσσα δόθηκε φέουδο το 17ο αιώνα. Ο ένας από τους γιούς του μάλιστα ονομαζόταν Θωμάς. Κανένας Μπλέσσας δεν εγκαταστάθηκε ποτέ στη Ζάκυνθο. Σήμερα μία πυραυλάκατος του Πολεμικού Ναυτικού φέρει το όνομα Μπλέσσας προς τιμήν του αείμνηστου Πλωτάρχη Γεωργίου Μπλέσσα, κυβερνήτη του αντιτορπιλικού Βασίλισσα Όλγα στο Δεύτερο Παγκόσμιο.  Όχι μόνο διακριτός κλάδος οι Μπλεσσαίοι αλλά και πιο διακεκριμένος. Κανείς από τους πολυάριθμους Πλεσσαίους δεν πήρε ‘τίτλο ευγενείας’. Και δεν έδωσαν το όνομα τους ούτε σε σωσίβιο. Ούτε οι μεν όμως ούτε οι δε έχουν σχέση με τον περίφημο Μανώλη Μπλέσση, που οι μπαρτζολέτες των κατορθωμάτων του τραγουδήθηκαν στη Βενετία το δεύτερο μισό του 16ου αιώνα. Κι αυτό γιατί, όπως φαίνεται, ο Μπλέσσης ήταν τόσο μυθικός όσο και τα κατορθώματα του.

Όποιος άντεξε να διαβάσει μέχρι εδώ μπορεί τώρα να ρωτήσει γιατί σας τάραξα στη γενεαλογία και στις ασήμαντες ιστορικές λεπτομέρειες. Γιατί, με αφορμή μια παλιά φωτογραφία, σας έφτασα ως τους θαλάμους του Ορφικού Άδη, να αφουγκραστείτε αντίλαλους ξεχασμένων οδυρμών. Υπάρχει λόγος; Μια στιγμή να φορέσω το απόλυτα κηδεμονευτικό μου ύφος και θα σας πω.

Ήθελα να δείξω πως, στη μεγάλη μας πλειοψηφία, άλλος λιγότερο άλλος περισσότερο, είμαστε απόγονοι προσφύγων και περιπλανώμενων. Γι αυτό δεν μας ταιριάζει η καταφρόνια για άλλους πλάνητες και κατατρεγμένους, όπως οι Εβραίοι, ή για τους απογόνους τους. Είναι ύβρις προς τους προγόνους μας. Και, επειδή εκεί που βρίσκονται αυτοί δεν τους πιάνει τίποτα, είναι τελικά φτυσιά στα μούτρα μας. Τόσο η δόξα όσο και η ατίμωση μπορεί να αγκαλιάσουν όλους τους θνητούς και μερικές φορές πάνε αντάμα, ακριβώς όπως έγινε με το Νικόλαο Μόζερα.

Πριν από 448 χρόνια ένας Μεγαδούκας εξόντωσε, τζάμπα και βερεσέ όπως αποδείχτηκε τελικά, 400 Χριστιανούς συμπατριώτες του. Σε ένα απίστευτο σκέρτσο της Ιστορίας,  374 χρόνια αργότερα ένας απόγονος των Μεγαδουκαίων, ο δήμαρχος Ζακύνθου Λουκάς Καρρέρ, έβαλε το κεφάλι του στο ντορβά για να γλυτώσει από την εξόντωση 275 Εβραίους συμπατριώτες του. Δεν είναι η καταγωγή που μετράει, είναι ο συγκεκριμένος άνθρωπος. Το έγκλημα του Δημήτριου Μεγαδούκα δεν βαραίνει κανέναν άλλο εκτός από τον ίδιο, ακριβώς όπως το Ολοκαύτωμα και όλα τα άλλα φοβερά εγλήματα του Ναζισμού δεν βαραίνουν τους σημερινούς Γερμανούς. Αντίθετα, το παράδειγμα του Λουκά Καρρέρ αποθέτει στο διηνεκές βαριά ευθύνη πράξεων, λόγων και συναισθημάτων στους ώμους όχι μόνο των Καρρέρηδων αλλά και όλων των συμπατριωτών του, όπου γης, τουλάχιστον όσων θέλουν να αισθάνονται υπερηφάνεια για την πράξη του. Είναι ακριβώς αυτή η ευθύνη που με οδήγησε, με πειθανάγκασε σχεδόν, να γράψω τα παραπάνω. Αυτά...


Δυστυχώς έχω προβλήματα με το λογαριασμό μου και δεν μου δίνει τη συνατότητα να απαντήσω σε σχόλια. Αν θέλετε απάντηση γράψτε μου στο pampalaea@gmail.com


15/03/18 Ευχαριστώ τους σχολιαστές για το καλωσόρισμα! Επειδή με κάνανε να επισκεφτώ πάλι την ανάρτηση βρήκα και ένα λάθος μου. Η Ωλένη είναι στη δυτική Πελοπόννησο, στην Ηλεία. Διορθώθηκε.

Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2014

Το Μαραθονήσι της Ζακύνθου – Μέρος Γ΄


Το Μαραθονήσι και η Λίμνη του Κεριού το 1741

Στα 1728, ένας καταζητούμενος Ζακυνθινός, που είχε καταφύγει στο Μοριά όπως συνηθιζόταν τότε, αρρώστησε ενόσω επισκεπτόταν κρυφά τους δικούς του στη Χώρα. Αυτοί ζήτησαν τη βοήθεια ενός γνωστού ζωγράφου και αγιογράφου, στον οποίο αποδίδονται κάποιες από τις παραστάσεις της Φανερωμένης, το Γερόλυμο Στράτη Πλακωτό (1), επειδή επιδιδόταν και στην πρακτική ιατρική. Σύντομα αρρώστησαν βαριά τόσο ο Γερόλυμος όσο και οι γιοί του. Σήμανε συναγερμός, αφού ο Μοριάς εκείνη την εποχή είχε πληγεί από την πανούκλα, αλλά παρά τις προειδοποιήσεις του βετεράνου Εβραίου γιατρού Ααρών Αλμπρόν τα ενδεδειγμένα μέτρα άργησαν να εφαρμοστούν λόγω της διαφωνίας των αστίατρων. Τελικά τα θύματα μεταφέρθηκαν στο Λοιμοκαθαρτήριο, όπου είναι γνωστό πως ο Γερόλυμος πέθανε, ενώ το σπίτι τους μαζί με το ζωγραφικό εργαστήριο πυρπολήθηκαν. Στο μεταξύ όμως η πανούκλα χτύπησε πολλές συνοικίες και αργότερα ξεπέρασε τα σύνορα της Χώρας, φτάνοντας στο Μπανάτο από τη μια πλευρά και στο Αργάσι από τη άλλη. Εντονότερο ήταν το πρόβλημα στο Γκέτο, όπου από το 1712 είχαν στριμωχτεί όλες οι Εβραϊκές οικογένειες (2).

Ήταν ανάγκη να μεταφερθεί ένας μεγάλος αριθμός οικογενειών στο Λοιμοκαθαρτήριο, γνωστό τότε σαν Λαζαρέτο, στην παραλία μεταξύ Κήπων και Αργασιού, την τοποθεσία δηλαδή που και σήμερα λέγεται Λαζαρέτα. Το Λοιμοκαθαρτήριο όμως βρισκόταν από χρόνια σε άθλια κατάσταση, αποτέλεσμα της απληστίας και της επί δεκαετίες κακοδιαχείρισης του γηραιού ισόβιου διοικητή του (priore) Antonio Cattarin. Επιπλέον πλησίαζε το καλοκαίρι και η εποχή του θερισμού. Η Ζακυνθινή ύπαιθρος, γεμάτη αμπέλια, ελαιώνες και περιβόλια, δεν μπορούσε να προμηθεύσει πάνω από το ένα τρίτο του απαιτούμενου σιταριού για τη διατροφή του πληθυσμού. Για το υπόλοιπο η Ζάκυνθος βασιζόταν σε εισαγωγές, κυρίως από το Μοριά. Τουλάχιστον χίλιες Ζακυνθινές οικογένειες αδυνατούσαν να αγοράσουν τις αναγκαίες ποσότητες και κάπου δυόμιση χιλιάδες χωρικοί πήγαιναν να θερίσουν στο Μοριά κάθε καλοκαίρι και να αμειφθούν σε είδος. Στο γυρισμό έπρεπε να μείνουν για μια βδομάδα στο Λαζαρέτο αν στο Μοριά υπήρχε επιδημία – και οι επιδημίες στις Οθωμανικές περιοχές ήταν συνεχείς.  

Για να αντιμετωπιστεί η έλλειψη χώρου, και ίσως για να πλήξει τα οικονομικά συμφέροντα του Antonio Cattarin, ο πρεβεδούρος γκενεράλες της θάλασσας Francesco Correr αποφάσισε τη μεταφορά των Εβραίων στο Μαραθονήσι. Είχε από πριν την εκδήλωση της επιδημίας προτείνει τη μεταφορά εκεί μελλοντικά και των θεριστών, αφού στη νησίδα υπήρχε χώρος, καθαρός αέρας και πόσιμο νερό, όπως είχε πει. Ξεκίνησε έτσι μια νέα φάση στην ιστορία του Μαραθονησιού, η χρήση του σαν λοιμοκαθαρτήριο. Δεν έχει δημοσιευτεί ως τώρα καμιά πληροφορία για το αν το μοναστήρι της Παναγίας Μαραθονησιώτισσας ήταν επανδρωμένο κατά τη διάρκεια εκείνης της περιόδου, ούτε για το ιδιοκτησιακό καθεστώς της νησίδας.

Ο Francesco Correr πάντως είχε φροντίσει ήδη από τον προηγούμενο χρόνο να βολέψει ισοβίως στη θέση του επικεφαλής (deputato) του νέου λοιμοκαθαρτηρίου τον Αντώνιο Καψοκέφαλο. Ο Αντώνιος Καψοκέφαλος δεν θα ήταν έμμισθος αλλά θα πληρωνόταν 25 άσπρα (3) από κάθε θεριστή. Ήταν γιός του κόντε Αναστασίου Καψοκέφαλου, ο οποίος είχε διακριθεί στον τελευταίο, ατυχή Βενετοτουρκικό πόλεμο μια δεκαετία νωρίτερα (4).

Ουσιαστικά ο διορισμός αυτός παρέκαμπτε πρόσφατη οδηγία της Βενετικής εξουσίας, η οποία αφορούσε τα συνηθισμένα, μη-εποχιακά λοιμοκαθαρτήρια, να εκλέγονται οι επικεφαλείς για συγκεκριμένη θητεία.  Απαγόρευε μάλιστα να είναι οι θητείες τους συνεχόμενες σε περίπτωση επανεκλογής. Σε εμάς, τέκνα της Ελλάδας του 20ου και 21ου αιώνα, όπου δεν έχει υπάρξει ποτέ διαπλοκή και δεν διανοείται κανείς να δημιουργήσει θέση για ημέτερο, όλα αυτά φαντάζουν αρκετά παρακμιακά. Ήταν όμως πολύ συνηθισμένες καταστάσεις τον τελευταίο αιώνα της Βενετοκρατίας.

Αφού καταπολεμήθηκε επιτυχώς η επιδημία μέχρι τα τέλη του 1728 οι Εβραίοι εγκατέλειψαν το Μαραθονήσι και επέστρεψαν στο Γκέτο. Επιστράφηκε στις δημόσιες αποθήκες και στους ιδιώτες η ξυλεία που είχε χρησιμοποιηθεί, και αφέθηκε για λίγο το νησάκι στις χελώνες και τα θαλασσοπούλια. Παρά τις αντιδράσεις από τους θεριστές και άλλες πλευρές το Μαραθονήσι χρησιμοποιήθηκε σαν εποχιακό Λαζαρέτο την πρώτη πενταετία της δεκαετίας του 1730. Οι δραπετεύσεις, κάποιες φορές ομαδικές, οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης και τα πλημμελή υγειονομικά μέτρα ανάγκασαν τις αρχές να εξετάσουν άλλες λύσεις, όπως την παράλληλη χρησιμοποίηση των βραχονησίδων Βόιδι και Άγιος Νικόλας ή την επέκταση του κυρίως Λοιμοκαθαρτηρίου (5). Από το 1735, και μέχρι το 1749, συνεχίστηκαν οι διαμάχες και οι παλινωδίες ώσπου το καλοκαίρι εκείνο λειτούργησε μόνιμα πια το Μαραθονήσι σαν Λαζαρέτο των θεριστών. Ωστόσο κάποιες χρονιές η καραντίνα γινόταν αλλού επειδή δεν υπήρχε διαθέσιμη βομβάρδα (6), η οποία θα συνόδευε τα πλοιάρια των θεριστών στη νησίδα.


Σχέδιο του Μαραθονησιού το 1747 όπου απεικονίζονται οι ‘εγκαταστάσεις’ του Λοιμοκαθαρτηρίου, δηλαδή 4 παραλληλόγραμμοι περιφραγμένοι χώροι, η Παναγία, ο αμυντικός πύργος, οικήματα και τρία πηγάδια.


Απεικόνιση βομβάρδας από το Μουσείο Correr της Βενετίας.

Η τραγωδία δεν άργησε. Το 1751 ένα πλοιάριο που μετέφερε αγρότες στο Μαραθονήσι ναυάγησε και πνίγηκαν 23 από αυτούς. Στις ταραχές που επακολούθησαν κινδύνεψε και ο ίδιος ο Αντώνιος Καψοκέφαλος. Την επόμενη χρονιά δραπέτευσαν 34 από τους θεριστές. Ίσως αυτό συνετέλεσε στην απόφαση τις τοπικής εξουσίας τον ίδιο χρόνο να δαπανήσει 1000 δουκάτα για υπόστεγα, ώστε να μη βρίσκονται όλη μέρα κάτω από τον καυτό ήλιο του καλοκαιριού οι υπό περιορισμό θεριστές. Ένα μέρος του ποσού διατέθηκε για την ανακαίνιση της κατοικίας του επικεφαλής, όπου θα έμεναν και οι μαρκουλίνοι της φρουράς για να τους έχει κοντά του. Ο Αντώνιος Καψοκέφαλος διατήρησε τη θέση του ως το θάνατο του το 1770.

Με το θάνατο του Αντωνίου η θέση θα έπρεπε να γίνει εκλόγιμη σύμφωνα με απόφαση του 1745 αλλά παρουσιάστηκε σαν διεκδικητής ο γιός του κατά 25 χρόνια μικρότερου αδελφού του Τζώρτζη, ο οποίος λεγόταν Γάμπαρας (7). Ο μικρός Γάμπαρας δεν είχε όπως φαίνεται κλείσει ακόμα τα 14 αλλά προσφέρθηκε να τον αντικαταστήσει μέχρι την ενηλικίωση του ο μπαμπάς του ο Τζώρτζης. Αυτός ήταν διοικητής της πολιτοφυλακής και χρησιμοποίησε το ανεκδιήγητο επιχείρημα πως δεν πείραζε που τα καλοκαίρια θα ήταν στο Μαραθονήσι επειδή την πολιτοφυλακή την αποτελούσαν χωρικοί και οι χωρικοί τα καλοκαίρια περνούσαν από το Μαραθονήσι. Επιπλέον ήταν άνθρωπος διορατικός και είχε φροντίσει να συνεισφέρει οικονομικά στο Λοιμοκαθαρτήριο σε ανύποπτο χρόνο. Τώρα είχε φτάσει η ώρα να εξαργυρώσει την ευεργεσία του. Με τέτοιες πλάτες πως να μην κερδίσει τη θέση το παιδί, μόνο που δεν του τη δώσανε ισόβια.

Όταν ο Γάμπαρας ήταν γύρω στα 28, δηλαδή στα 1784, παρουσιάστηκε άλλος διεκδικητής, ο Αλέξανδρος Νερούλης. Η οικογένεια Νερούλη ήταν παλιοί τσιταντίνοι, όπως και οι Καψοκέφαλοι, και είχαν γραφτεί στο Libro dOro πριν το 1580 (8). Ο Αλέξανδρος Νερούλης είχε διακριθεί σαν πρώην επικεφαλής της Σανιτάς, δηλαδή του Υγειονομείου, και κέρδισε τη θέση στο Μαραθονήσι αλλά ετεροχρονισμένα. Αποφασίστηκε ότι θα αναλάμβανε καθήκοντα αφού ο Γάμπαρας συμπλήρωνε μία ακόμα θητεία 8 ετών! Δεν διευκρινίζεται αν τελικά ανέλαβε ποτέ καθήκοντα ο Νερούλης ενώ, ακόμη και αν δεν εξέπνευσε ο ίδιος στην οκταετία, εξέπνευσε η Γαληνοτάτη Δημοκρατία λίγα χρόνια αργότερα. Το πιθανότερο είναι πως δεν ανέλαβε ποτέ. Με άγνωστο τρόπο, μετά το τέλος της Βενετοκρατίας βρέθηκε απόλυτος κύριος του Μαραθονησιού ο κόντε Πέτρος Μακρής, την οικογένεια του οποίου χώριζε πολύχρονη διαμάχη με τους Νερούληδες.

Οι Μακρήδες ήταν και αυτοί παλιά αρχοντική οικογένεια και το όνομα τους είχε δοξαστεί ένα αιώνα νωρίτερα, δηλαδή την εποχή του Μοροζίνι. Ο Ιωάννης Μακρής είχε πάρει τον τίτλο του κόμη το 1767 και μαζί του 800 στρέμματα από τον λεγόμενο Κάμπο του Νερούλη σαν φέουδο. Ο Κάμπος του Νερούλη ήταν μια βαλτώδης έκταση 2000 στρεμμάτων, που αργότερα έγινε γνωστή σαν Λίμνη Μακρή και για να τη βρεις σήμερα πρέπει να αναζητήσεις τον Κρατικό Αερολιμένα Διονύσιος Σολωμός. Οι Νερούληδες, οι οποίοι φαίνεται είχαν τίτλους για μέρος μόνο της περιοχής αλλά την εκμεταλλεύονταν ολόκληρη, δεν χώνεψαν ποτέ την απώλεια προς όφελος του Μακρή και η διαμάχη των δύο οικογενειών παρατάθηκε τουλάχιστον μέχρι το 1823 (9).

Το πότε ακριβώς και με ποιό τρόπο η οικογένεια Μακρή πήρε στην κατοχή της το Μαραθονήσι είναι ένα ζήτημα για το οποίο δεν έχουν παρουσιαστεί πληροφορίες, πολύ περισσότερο ντοκουμέντα. Ο Αλέξανδρος Νερούλης είναι πολύ απίθανο να διεκδίκησε τη διοίκηση του εποχιακού Λαζαρέτου επί μιας νησίδας η οποία ανήκε στην αντίπαλη και πολύ ισχυρή οικογένεια Μακρή, πολύ δε περισσότερο να το είχε κάνει με κάποιο βαθμό επιτυχίας. Μπορούμε λοιπόν να υποθέσουμε, όχι αβάσιμα, ότι το Μαραθονήσι άλλαξε χέρια μετά το 1784. Ποιός όμως το πούλησε ή με οποιοδήποτε τρόπο το μεταβίβασε στην οικογένεια Μακρή;

Αν αληθεύει, έστω και κατά ένα μέρος, η κατά την άγραφη παράδοση της οικογένειας Σιδηροκαστρίτη ιστορία που μου διηγήθηκε πριν λίγα χρόνια η Μαρία Σιδηροκαστρίτη – Κοντονή, τότε σίγουρα δεν το πήρε από αυτούς. Οι Σιδηροκαστρίτες, παλιοί κτήτορες της Μαραθονησιώτισσας, ήταν ελεύθεροι χωρικοί, άνθρωποι διαφορετικής κουλτούρας αλλά και δυνατοτήτων από την αρχοντική οικογένεια Νερούλη. Έλυναν λοιπόν τις διαφορές τους, όπως και  πολλοί άλλοι Ζακυνθινοί, όχι στα δικαστήρια αλλά με τα όπλα. Σύμφωνα με την οικογενειακή τους παράδοση, κάποιος Σιδηροκαστρίτης, εκφράζοντας τη δυσαρέσκεια του για την κατάληξη της νησίδας, έριξε ανεπιτυχώς μια κουμπουριά στον κόντε Μακρή. Γι αυτή την απόπειρα κρεμάστηκε, και το σώμα του, πισσωμένο, έμεινε εκτεθειμένο για τριήμερο στην πλατεία μέσα σε κλουβί. Το πότε έγινε αυτό δεν διασώθηκε αλλά ο τρόπος της εκτέλεσης, και ειδικά η πίσσα και το κλουβί, παραπέμπει όχι στη Βενετοκρατία αλλά στην Αγγλοκρατία, όταν εκτελέσεις αυτού του είδους ήταν σχεδόν καθημερινό φαινόμενο. Δείχνει δε ότι ακόμα και το 19ο αιώνα, όταν πλέον η Βενετία δεν υπήρχε σαν κρατική οντότητα, η οικογένεια Σιδηροκαστρίτη θεωρούσε ότι είχε δικαιώματα στο Μαραθονήσι και ότι αυτά είχαν καταπατηθεί από το Μακρή.

Η γενικευμένη παραδοχή ότι το Μαραθονήσι παραχωρήθηκε κάποτε από τους Βενετούς στην οικογένεια Μακρή δεν αποτελεί παρά αυθαίρετη εικασία και δεν στηρίζεται σε κανένα ντοκουμέντο ή μαρτυρία. Στην πραγματικότητα φαίνεται αρκετά απίθανη. Οι ανιψιοί του Ιωάννη Μακρή έφεραν τον τίτλο του σαν κληρονόμοι του φέουδου και όχι επειδή τιμήθηκαν από τη Βενετία ή τους παραχωρήθηκε κάποιο φέουδο. Αντίθετα, από το 1770 και μετά, οι Βενετικές αρχές είχαν λόγους να τους αντιμετωπίζουν με καχυποψία λόγω του ότι ήταν από τους πρωτεργάτες της Ζακυνθινής εκστρατείας στη Γαστούνη στα Ορλωφικά. Έκαναν μάλιστα και φυλακή γι αυτό το λόγο.

Από αυτούς ο Βασίλειος αποδείχτηκε όχι μόνο πολύ δραστήριος και φιλόδοξος πολιτικά αλλά και ιδιαίτερα ευέλικτος. Τόσο που το οικόσημο του θα έπρεπε να το στολίζει ανεμούριο. Αμέσως μετά την αποτυχία των συνομωσιών του αδελφού του Δραγανίγου για τη μαζική δολοφονία των Γαλλόφιλων Δημοκρατικών στη λιτανεία των Αγίων Πάντων, και αργότερα της Φανερωμένης, το 1796, εκδηλώθηκε ο ίδιος σαν Γαλλόφιλος (10). Αυτό δεν τον εμπόδισε δύο χρόνια αργότερα να βρεθεί έμπιστος του Ρώσου Πλωτάρχη Tisenghausen και από τους αρχηγούς της ‘Υψηλής Αστυνομίας’ μαζί με τον Αντώνιο Μαρτινέγκο. Στα ταραγμένα χρόνια που ακολούθησαν ο ισχυρός κομματάρχης, μεγαλοκτηματίας, νομικός και έμπορος ‘κόντε Μπαζίγιος’ συνέχισε την ίδια τακτική, και από συνεργάτης βρέθηκε αντίπαλος του Μαρτινέγκου, πότε εξυμνώντας το Βοναπάρτη και πότε υποκλινόμενος στο Βρετανικό Στέμμα, ανάλογα με τη φορά του ανέμου.

Αυτό που προβάλλει σαν η πιθανότερη εκδοχή για το Μαραθονήσι είναι ότι η προσπάθεια του Αλέξανδρου Νερούλη να εκλεγεί επικεφαλής του Λοιμοκαθαρτηρίου κέντρισε το ενδιαφέρον της αντίπαλης οικογένειας Μακρή για τη νησίδα. Το να περάσει το Μαραθονήσι στα χέρια των Μακρήδων στα πρώτα χρόνια του 19ου αιώνα, όταν βρίσκονταν στο απόγειο της δύναμης τους, και οι αδελφοί Καψοκέφαλοι ήταν διοικητές της Πολιτοφυλακής, μάλλον δεν ήταν δύσκολο. Το ότι ο Γάμπαρας Καψοκέφαλος δεν είχε κατά πάσα πιθανότητα δικαίωμα να το πουλήσει ήταν απλή λεπτομέρεια εκείνη τη χαοτική και ανώμαλη εποχή. Το σίγουρο πάντως είναι πως στα τέλη της δεκαετίας του 1810, όταν πια οι Βρετανοί είχαν εδραιωθεί στα Ιόνια Νησιά, ο Πέτρος Μακρής, γιός του Βασιλείου, αναφέρεται πια σαν ιδιοκτήτης του Μαραθονησιού.  

Χάρτης του 1821 όπου το Μαραθονήσι αναφέρεται σαν ιδιοκτησία του κόντε Πέτρου Μακρή.

Γνωρίζουμε πως το μοναστήρι λειτουργούσε εκείνη την εποχή, αν και ίσως όχι ολόκληρο το χρόνο. Σύμφωνα με μια πληροφορία οι μοναχοί ήταν δύο (11):

Το 1810 ζούσαν σε αυτό το μέρος δύο ερημίτες, και μένανε σε ένα τετράγωνο πύργο, χτισμένο μέσα σε ένα κήπο φυτεμένο με ελαιόδεντρα, ο οποίος προσφέρει εξαιρετική θέα της περιοχής. Η ψηλή και απότομη πρόσοψη του νησιού αποτελείται από πεζούλες φυτεμένες με σιτάρι, και εδώ κι εκεί ελιές. Ανάμεσα στα βράχια υπάρχουν πολλά περίεργα φυτά και λουλούδια.

Τον Ιανουάριο του 1817 ο William Turner έκανε καραντίνα στη Λίμνη του Κεριού, όπου λειτουργούσε τώρα πια λοιμοκαθαρτήριο, το οποίο μάλιστα διέθετε και μόνιμο ικρίωμα για να μη μένει αμφιβολία ως προς τις συνέπειες μη συμμόρφωσης. Μια μέρα επισκέφτηκε το ‘βράχο’, όπως αποκαλούσε το Μαραθονήσι, και έγραψε (12):

Το βραδάκι πήγα στο βράχο που προφυλάσσει την είσοδο του λιμανιού, και που στέκεται ακριβώς στο κέντρο της. Εδώ βρίσκεται μια μικρή Ελληνική εκκλησία και μοναστήρι, γύρω από τα οποία υπάρχουν λίγα ελαιόδεντρα και τρία ή τέσσερα καλλιεργημένα χωράφια. Βρήκαμε εδώ ένα σκύλο και δύο γάτες στα πρόθυρα της λιμοκτονίας, αφού δεν υπήρχε ψυχή στα νησί, γιατί φαίνεται πως οι παπάδες μένουν εδώ μόνο το καλοκαίρι. Ταΐσαμε τις γάτες και πήραμε μαζί μας το σκύλο, ο οποίος ήταν από την ίδια κοπρίτικη ράτσα με κοντά αυτιά όπως εκείνοι της Κωνσταντινούπολης.

Μια κατοπινή αναφορά, σχετικά απροσδιόριστη χρονικά αλλά πάντως την περίοδο της Βρετανικής ‘προστασίας’, δείχνει πως ο Πέτρος Μακρής, ο οποίος ήταν πιθανότατα αυτός που γλύτωσε από το σμπάρο του Σιδηροκαστρίτη, ίσως είχε κάποια συμμετοχή (13) και σε άλλο Μαραθονησιώτικο δράμα με πυροβολισμούς. Είναι το τελευταίο που θα αναφερθεί εδώ, και επαφίεται στον αναγνώστη να το χαρακτηρίσει, ανάλογα με την ευαισθησία του στα δικαιώματα των τράγων και γενικότερα των γιδιών, σαν τραγωδία, ιλαροτραγωδία ή απλή Ζακυνθινή ‘μάντσια’ (14).

Το ένα (από τα νησιά), που λέγεται Maratonisi, είναι ψηλό και εμφανές, και είναι σχεδόν απέναντι από τα πηγάδια (της πίσσας). Άλλα, πιο χαμηλά, βρίσκονται προς το μέσο και την ανατολική πλευρά του κόλπου. Το ψηλό νησί λέγεται τώρα Goat island λόγω ενός αστείου σε βάρος ενός αξιωματικού της φρουράς πριν από όχι πολύ καιρό. Σε αυτό τον κύριο άρεσε πολύ το κυνήγι, και μερικές φορές το εξασκούσε προκαλώντας ενόχληση στους κτηματίες. Μια μέρα κάποιος Ζακυνθινός βρήκε ευκαιρία στη Λέσχη να επαινέσει τη σκοπευτική του δεινότητα και να τον ρωτήσει αν είχε ποτέ σκοτώσει κάποιο από τα αγριοκάτσικα αυτού του μικρού νησιού. ‘Α! Όχι, δεν είχα ιδέα ότι υπήρχαν τέτοια.’ ‘Λοιπόν,’ είπε ο πονηρός Ζακυνθινός, ‘μην το κουβεντιάσεις με κανένα, διαφορετικά θα χάσεις την ευκαιρία, αλλά απλώς πήγαινε με μια βάρκα στο νησί μια μέρα και προσπάθησε.’ Ο αθλητής μας έπεσε στην παγίδα και πολύ σύντομα ετοιμάστηκε για ημερήσιο κυνήγι αγριοκάτσικου. Αποβιβάστηκε στο νησί και, σκαρφαλώνοντας τον μάλλον απότομο, βραχώδη γκρεμό, πολύ γρήγορα είδε μερικές γίδες να βόσκουν στην αραιή βλάστηση. Όπως είναι αρκετά φυσικό ήταν μάλλον συνεσταλμένες και προσπάθησαν να αποφύγουν την παρατήρηση του παρείσακτου. Εις μάτην. Σε λίγο μια από αυτές έπεσε θύμα. Οι άλλες όμως, ευτυχώς, γλύτωσαν προσωρινά. Επέστρεψε με το θήραμα του αλλά δεν είπε τίποτα για την τύχη του. Μια ή δύο μέρες αργότερα ένας κύριος (όχι ο πληροφοριοδότης του) τον σταμάτησε στο δρόμο και του είπε με μεγάλη ευγένεια, ‘Ευχαρίστως να πηγαίνετε στο νησί μου να περάσετε την ώρα σας όποτε επιθυμείτε, σας παρακαλώ όμως να μην πυροβολείτε τις γίδες.’ Ο ιδιοκτήτης είχε βάλει εκεί τις γίδες για καλοκαιρινή βοσκή, και ιδέα δεν είχε ότι θα αντιμετωπίζονταν σαν ferae naturae (15).’

Κάπως έτσι, όπως τα ιστορήσαμε, ο Ναός της Φύσης, ο μικρός προμαχώνας του Χριστιανισμού και της Ευρώπης, το ιερό ερημητήριο του Μαραθονησιού, έγινε καλοκαιρινό λοιμοκαθαρτήριο, και μετά βοσκοτόπι, για να καταλήξει σχετικά πρόσφατα φιλετάκι προς αξιοποίηση, με συρματοπλέγματα και απαγορευτικές πινακίδες. Υπήρξε κάποια αντίσταση, η λέπρα της αγοράς και της ζήτησης δεν έχει αφήσει τους πάντες κατάκοιτους, και έτσι η σημερινή ιδιοκτήτρια εταιρεία συμβιβάζεται με ‘ήπια’ αξιοποίηση, ‘αποκατάσταση’ των κτιρίων τη λένε, και άλλα εύηχα. Μόνο που σε κάποιους από μας τα εύηχα μας φέρνουν βήχα. Οι φωτογραφίες ντόπιων προσκυνητών και παπάδων, απογόνων των ‘χωρικών εγκατοίκων’ που κάποτε υπεράσπισαν το νησί, αλλά και αυτών που κάθε χρόνο πλήρωναν για μια βδομάδα αναγκαστική ηλιοθεραπεία εκεί, να είναι χωρισμένοι από το εκκλησάκι με συρματόπλεγμα, κάθε άλλο παρά καθησυχαστικές είναι. Μακάρι όμως ο βήχας να μας κοπεί.

------------------------------------------------------------------------------ 

1)  Βλέπε Λ. Ζώης, Λεξικόν, έκδοση 1963, λήμμα Στράτης, σσ. 617 -618.

2)  Οι περί πανώλης πληροφορίες, όπως και τα σχετικά με τη χρήση του Μαραθονησιού σαν εποχιακό λοιμοκαθαρτήριο, προέρχονται από το βιβλίο της Κατερίνας Κωνσταντινίδου ‘Το κακό οδεύει έρποντας ... Οι λοιμοί της πανώλης στα Ιόνια Νησιά (17ος – 18ος αι)’, Βενετία 2007. Θα ήθελα να ευχαριστήσω την Πηνελόπη Αβούρη που μου έδωσε την ευκαιρία να συμβουλευτώ το βιβλίο πριν το αγοράσω.

3)  Νόμισμα μικρής αξίας. Το πλήθος όμως των φιλοξενουμένων φαίνεται πως ήταν εγγύηση ενός πολύ καλού εισοδήματος.

4)  Σύμφωνα με το Λεωνίδα Ζώη η οικογένεια Καψοκέφαλου είχε εγκατασταθεί στη Ζάκυνθο στις αρχές του 16ου αιώνα και γράφτηκε στη Χρυσόβιβλο το 1598. Ο Αναστάσιος είχε αντικαταστήσει επανειλημμένα τον σοπρακόμιτο Καίσαρα Καπνίση, πιθανότατα γύρω στα 1698, και είχε επίσης διοικήσει τουλάχιστον δύο δικά του πλοιάρια με 34 άνδρες στον πόλεμο του 1715 - 1718. Μαζί του είχε και τον νεαρό τότε Αντώνιο. Ο Αναστάσιος τιμήθηκε για τις υπηρεσίες του με τον τίτλο του κόμη το 1718.

5)  Βλέπε και την εργασία του Διον. Ζήβα ‘Τα Λαζαρέτα της Ζακύνθου’ στον τόμο ‘Φιόρα Τιμής για τον Μητροπολίτη Ζακύνθου Χρυσόστομο Β΄ Συνετό’, Ζάκυνθος 2009, όπου στη σελίδα 346 δημοσιεύτηκε σχέδιο του 1735 με την προτεινόμενη επέκταση.

6)  Η βομβάρδα ήταν μικρό πολεμικό, κανονιοφόρος όπως θα λέγαμε σήμερα. Η ονομασία της προέρχεται από το ότι πολλές φορές, εκτός από τα συνηθισμένα ναυτικά πυροβόλα έφερε και βομβάρδες, δηλαδή πυροβόλα που έκαναν επισκηπτική βολή όπως οι όλμοι.

7)  Η Ιταλική οικογένεια Γάμπαρα είχε εγγραφεί στη Χρυσόβιβλο της Ζακύνθου το 1686 και είχε συγγενέψει με τους Καψοκέφαλους και τους Μακρήδες. Το τελευταίο αρσενικό μέλος της οικογένειας αποβίωσε το 1735 και έτσι το όνομα εξέλιπε. Για να διατηρηθεί η ανάμνηση του ονόματος ο Τζώρτζης Καψοκέφαλος, σύζυγος της Νικολέττας Γάμπαρα, βάφτισε το γιό του Γάμπαρα και ο Γάμπαρας έβγαλε το δικό του γιό Γαμπαράκη. Ο ‘εκλαμπρότατος και ευγενέστατος εξουσιαστής των αρμάτων Κυρ. κόμις Γάμπαρας Καψοκέφαλος’ δηλητηριάστηκε το 1811 λόγω των σχέσεων του με την Αυστρία κατά το Λεωνίδα Ζώη.

8)  Παναγιώτης Χιώτης, Ιστορικά Απομνημονεύματα, τ. 3ος, σ. 959.

9)  Το 1773 ο Βενετός πρεβεδούρος είχε μειώσει την παραχωρούμενη στον Ιωάννη Μακρή έκταση από 800 σε 550 στρέμματα επειδή τα υπόλοιπα ανήκαν σε άλλα πρόσωπα. Το 1823 οι αδελφοί Νερούλη είχαν προσπαθήσει να εγείρουν και πάλι αξιώσεις αλλά μετά από αλλεπάλληλες δίκες απέτυχαν. Όπως (1), λήμμα Λίμνη, σ. 356.

10)  Ντίνος Κονόμος, Ζάκυνθος Πεντακόσια Χρόνια (1478 – 1978), Τόμος Τρίτος, Πολιτική Ιστορία, (Τεύχος Α΄ 1478 – 1800), σ. 175.

11)  John Purdy, The New Sailing Directory for the Mediterranean Sea, Λονδίνο 1826, σ. 208.

12)  Journal of a tour in the Levant, τ. 3ος, Λονδίνο 1820, σ. 312.   

13)  Μπορεί όμως να πρόκειται και για το γιό του Κωνσταντίνο.

14)  David Thomas Ansted, The Ionian Islands in the year 1863, Λονδίνο 1863, σσ. 410 – 411.

15)  Νομικός όρος που περιγράφει άγρια ζώα.

Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2013

Το Μαραθονήσι της Ζακύνθου – Μέρος B΄


Ο Βενετικός στόλος του Φραντσέσκο Μοροζίνι καταδιώκει τον Τουρκικό.

Από το 1494 και για πολλές γενιές, άγνωστο πόσες, το Μαραθονήσι ανήκε στο μικρό μοναστήρι που φιλοξενούσε, και αυτό με τη σειρά του στην οικογένεια Σιδηροκαστρίτη από τον Πισινόντα. Πλούτο δεν είχε, λίγα μόνο στρέμματα καλλιεργήσιμης γης χωράγανε στο βατό, βόρειο τμήμα του. Το κρατούσανε όμως, το αφήνανε κληρονομιά στους νεότερους και συντηρούσανε ολοένα το μοναστήρι της Παναγίας της Μαραθονησιώτισσας, κάτι που πρέπει να ήτανε όρος απαράβατος για να μην το πάρει πίσω η Βενετική εξουσία και το παραχωρήσει σε κάποιον άλλο. Ήταν χρήσιμα τέτοια μικρά μοναστήρια, κάθε νησίδα γύρω από τη Ζάκυνθο είχε κι από ένα, προκεχωρημένα φυλάκια και παρατηρητήρια που λειτουργούσανε όσο αντέχανε στις πειρατικές επιθέσεις.

Πολλάκις το νησύδριον υπέστη καταστροφάς εκ πειρατών, αλλ’ εύρον εκεί εκ τούτων τον τάφον πέντε τω 1530, τη ανδρεία χωρικών εγκατοίκων’ μας πληροφορεί ο Σπυρίδων Δε Βιάζης (1). Εκείνες τις μέρες το Μαραθονήσι ανήκε σε κάποιο Νικόλαο Σιδηροκαστρίτη και την αδελφή του. Εφημέριος το 1531 ήταν ο Φιλόθεος Ραζής (2). Η οικογένεια Ραζή ήταν και αυτή από τον Πισινόντα, όπου κατείχαν άλλο μοναστήρι, του Σωτήρος, και έχουν δέσει επανειλημμένα το όνομα τους σαν ιερομόναχοι και ηγούμενοι με το μεγάλο μοναστήρι των Στροφάδων. Η καταγωγή τους είναι από την Κεφαλονιά και μακρύτερα στο χρόνο, τον 13ο αιώνα, από την Πολωνία. ‘Όχι ακριβή’ χαρακτηρίζει την πληροφορία περί Πολωνίας ο Λεωνίδας Ζώης (3), χωρίς όμως να εξηγεί το λόγο της αμφισβήτησης αυτής. Και μπορεί ο Ζώης να είχε δίκιο, μπορεί όμως και όχι, μιας και το όνομα Ραζής απαντάται αυτούσιο ακόμα και σήμερα στις ακτές της Βαλτικής. Σλαβικό βέβαια δεν είναι, η απώτερη καταγωγή του φαίνεται πως είναι Λιθουανική.

Το καλοκαίρι του 1571 οι λιγοστοί καλόγεροι ή όποιοι άλλοι έτυχε να βρίσκονται στο νησάκι, πρέπει να αντίκρισαν τη μεγάλη αρμάδα του Ουλούτζαλη καθώς έκανε απόβαση στον Υψόλιθο, στην απέναντι μεριά του κόλπου του Λαγανά. Είναι άγνωστο αν οι Οθωμανοί – Μπαρμπαρέζοι κυρίως αλλά και αρνησίθρησκοι κουρσάροι σαν το ναύαρχο τους – επιτέθηκαν στο μικρό μοναστήρι ή αν οι μοναχοί και οι κτήτορες έμειναν για να το υπερασπίσουν. Στην αρχή οι επιτιθέμενοι είχαν μεγαλύτερους και ευκολότερους στόχους, όπως η σχετικά ανοχύρωτη πόλη και το λιμάνι. Αργότερα, όταν είχαν πια ρημάξει τη Χώρα και τον κάμπο γύρω της, ίσως να προσπάθησαν να το λεηλατήσουν. Το μόνο που γνωρίζουμε είναι πως 13 χρόνια αργότερα η Παναγία αναφερόταν στη διαθήκη του ιερομόναχου Δαμασκηνού Σιδηροκαστρίτη(4). 

Δύο γενιές ακόμα περάσανε και το 1637 κάποιος Αντώνιος Σιδηροκαστρίτης (Antonio Sidherocastriti) βεβαίωνε (5) ότι είχε στην κατοχή του, παραχωρημένη από τη Βενετία με επίσημα έγγραφα, τη βραχονησίδα του Μαραθονησιού, όπου ήταν χτισμένη μια εκκλησία της Παναγίας (6). Είναι φανερό ότι οι απόγονοι των αδελφών Σιδηροκαστρίτη του 1494, σχεδόν ενάμιση αιώνα αργότερα, κρατούσαν ακόμη τα κτητορικά δικαιώματα (jus patronatus) της Παναγίας της Μαραθονησιώτισσας, τα οποία ήταν κληρονομήσιμα. Τα δικαιώματα αυτά επεκτείνονταν σε ολόκληρη τη νησίδα, που είναι λογικό να αποτελούσε μοναστηριακή περιουσία. Τα εισοδήματα όμως της Παναγίας, σύμφωνα με τη δήλωση του Αντωνίου Σιδηροκαστρίτη, ήταν πενιχρά (6 δουκάτα).

Ο Αντώνιος πιθανότατα ζούσε ακόμα όταν ξέσπασε ο Κρητικός Πόλεμος στα 1645. Για 24 χρόνια αιμορραγούσαν ακατάσχετα τα Ιόνια νησιά, μαζί και η Ζάκυνθος. Σε μεγάλους αριθμούς τα καλύτερα παλληκάρια μπαρκάρανε στο στόλο της Γαληνοτάτης ή επανδρώνανε τα τείχη της Κάντιας, απ’ όπου πολύ λίγοι γυρίσανε. Και τον πληρώνανε διπλά αυτό τον πόλεμο, γιατί όσο κρατούσανε οι εχθροπραξίες πολλαπλασιάζονταν οι επιδρομές των Τούρκων κουρσάρων – όπως αυτή του 1658 εναντίον της Λιθακιάς, δίπλα ακριβώς από τον Πισινόντα – χωρίς ανάγκη προσχημάτων πια. Παραδόθηκε στο τέλος υπό όρους η Κάντια, όμως η ειρήνη κράτησε μόνο 15 χρόνια.

Κατά τη διάρκεια αυτής της ειρηνικής περιόδου, το 1675, επισκέφτηκαν τη Ζάκυνθο ο Άγγλος ιερέας George Wheler μαζί με το Γάλλο γιατρό Jacob Spon. Πήγαν στις πηγές της πίσσας δια θαλάσσης και έτσι επισκέφτηκαν το Μαραθονήσι. Ο Wheler έγραψε λίγες γραμμές (7):

Σε αυτό τον κόλπο υπάρχουν δύο άλλοι μικροί βράχοι, ή νησιά∙ το ένα από τα οποία λέγεται Marathronesa, ή το Νησί του Μάραθου, λόγω της αφθονίας αυτού του φυτού, το οποίο φυτρώνει εκεί και λέγεται στα Ελληνικά μάραθρον. Σε αυτό υπάρχει μόνο μια μικρή εκκλησία με ένα ή δύο καλογέρους, οι οποίοι προσέχουν μια γυναίκα που υποστηρίζουν ότι κατέχεται από ένα Διάβολο. Αλλά, όπως είπε ο σύντροφος μου, αυτός ο Διάβολος είναι ανόητος. Μας είπε ότι είναι από την Πάδουα ενώ δεν γνώριζε ούτε λέξη Ιταλικά∙ ούτε μπορούσε να μας πει από ποιά χώρα είμαστε, ή αν είμαστε παντρεμένοι ή ελεύθεροι∙ και ούτε μπορούσε να απαντήσει σε τίποτα με συνάφεια, αλλά μιλούσε μόνο με στιχάκια, στην πραγματικότητα άσχετα.

Η Ζάκυνθος κατά τον George Wheler. Αγνόησε ότι δεν είδε, δηλαδή τα τρία τέταρτα του νησιού. Σημείωσε όμως το Μαραθονήσι αλλά και το Βροντόνερο.

Νέος πόλεμος, ο 6ος Βενετοτουρκικός, ξέσπασε το 1684 και κράτησε μέχρι το τέλος του αιώνα. Ζωστήκανε πάλι τα όπλα για τη Χριστιανοσύνη οι Ζακυνθινοί, που λέει ο λόγος, γιατί δεν τα είχανε ποτέ τους ξεζωσμένα, κι ακολουθήσανε το Μοροζίνι.

Σε αυτούς τους δύο πολέμους του 17ου αιώνα διακρίθηκαν μέλη της οικογένειας Μακρή, οικογένεια που ήταν ήδη γραμμένη στο Ζακυνθινό Libro dOro από το 1572. Δύο από αυτούς – και οι δύο φέροντας το όνομα Παύλος και γι αυτό δεν αποκλείεται να πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο – πολέμησαν, στην Κρήτη ο ένας, σαν κυβερνήτης πλοίου, και στη Λευκάδα και στο Μοριά ο άλλος (8). Ο Ζακυνθινός κλάδος της πολυσχιδούς οικογένειας Μακρή, η οποία λέγεται ότι έλκει την καταγωγή της από την Κωνσταντινούπολη, έμελλε να συνδεθεί αργότερα με το Μαραθονήσι.

Μπαίνοντας στον τρίτο χρόνο του πολέμου επέδραμαν οι Τούρκοι στο νησάκι. ‘1686, Ιουλίου 5, επάτησε ο Τούρκος το Μαραθονήσι, και επήρανε σκλάβους καλόγηρους τρεις και τον εφημέριο, οπού ήτουν του καιρού εκείνου ο παπάς Ρουματζάς, με τα παιδιά του και με την κουνιάδα του, και το κόνισμα της Παναγίας,’ αναφέρεται σε σημείωση ανωνύμου ενσωματωμένη στο Ημερολόγιον (Χρονικό) του Μάτεση (9). Μια πολύ παρόμοια εκδοχή της επιδρομής αυτής δημοσίευσε ο Ντίνος Κονόμος (10). ‘1686, Ιουλίου 5, ημέρα Δευτέρα∙ μία φελούκα Τούρκικη επήγε εις το Μαραθονήσι και έπιασε τέσσερους καλογέρους και του παπά Ρουμαντζά τη γυναίκα και την κουνιάδα του συμβία του Ευγενή Sp. Φραντζέσκου Βλαστού και επήρανε και την εικόνα της Θεοτόκου, ως καθώς ήτον. Και εις τας 27 του αυτού Ιουλίου επήγε άλλη μία φελούκα Τούρκικη στου Ψαρού και επήρε τρεις σκλάβους και εκόψανε το κεφάλι ενού παπά.’ Η γενικότερη λειψανδρία είναι πιθανό πως δεν επέτρεπε πλέον την αδιάκοπη φύλαξη και την άμυνα της νησίδας όπως παλιότερα. Επιπλέον, όπως διαφαίνεται, επρόκειτο για απόλυτο αιφνιδιασμό διαφορετικά δεν θα υπήρχαν εκεί γυναικόπαιδα. Τρεις ή τέσσερεις καλόγεροι δεν ήταν οπωσδήποτε δυνατό να τα βάλουν με πειρατική φελούκα.

Στις μέρες μας η λέξη φελούκα φέρνει στο μυαλό κάποιο τρισάθλιο καΐκι ή τα πλοιάρια που ανεβοκατεβαίνουν το Νείλο αλλά δεν ήταν το ίδιο τον 17ο αιώνα. Η φελούκα ήταν μικρό πολεμικό, ταχύτατο, ευέλικτο και καλά οπλισμένο. Ήταν απόγονος της πειρατικής, και όχι μόνο, φούστας ή γαλιότας του 15ου και 16ου αιώνα, προσαρμοσμένη στις απαιτήσεις των καιρών. Η φούστα, όπως και η γαλέα ή γαλέρα, ήταν πλοίο που είχε κουπιά στις δύο του πλευρές και έτσι μπορούσε να έχει κανόνια μόνο στην πλώρη, σε πολύ μικρό αριθμό. Δεν μπορούσε συχνά να τα βγάλει πέρα ούτε με συνηθισμένα εμπορικά σκάφη, τα οποία ήταν πλέον εξοπλισμένα με σημαντικό αριθμό κανονιών περιμετρικά. Η φελούκα είχε, για λόγους ευελιξίας και προσαρμοστικότητας, διατηρήσει τα κουπιά αλλά είχε μειώσει τον αριθμό τους στο μισό περίπου, έτσι που ανάμεσα τους να χωράνε θυρίδες για κανόνια.
Φελούκα στην Κεφαλονιά το 18ο αιώνα.

Τόσο οι Ρουμαντζάδες ή Ρωμαντζάδες όσο και οι Βλαστοί ήταν οικογένειες γραμμένες στο Libro dOro από πολλές γενιές. Μάλιστα, λίγα μόνο χρόνια πριν την τραγωδία του Μαραθονησιού κάποιος Σταμάτιος Ρωμαντζάς ήταν Πρωτοπαπάς Ζακύνθου (11). Οι Βλαστοί, όπως είναι αρκετά γνωστό, ήταν απόγονοι αρχόντων της Κρήτης, που υποστήριζαν πως είχαν εγκατασταθεί εκεί με χρυσόβουλλο του Βυζαντινού αυτοκράτορα. Η Μαραθονησιώτισσα μπορεί λοιπόν να ήταν μικρό μοναστήρι αλλά η ακτινοβολία της σε τοπικό επίπεδο δεν ήταν μικρή.

Ο σπετάμπιλε Φραντζέσκος Βλαστός, απόγονος του καπετάνιου της πολιτοφυλακής Κωνσταντίνου Βλαστού, ο οποίος είχε απωθήσει τους πειρατές στα βόρεια της Ζακύνθου το 1571, λιγότερο από ένα χρόνο μετά την απαγωγή της γυναίκας του εξόπλισε πλοίο με 20 άνδρες και μαζί με τον αδελφό του Ευστάθιο ρίχτηκαν στον πόλεμο. Διακρίθηκαν σε ναυμαχία κοντά στο Ρίο και το ίδιο καλοκαίρι ο Ευστάθιος δέχτηκε εκ μέρους της Βενετίας την παράδοση του κάστρου της Γλαρέντζας (12). Εντύπωση προκαλεί το γεγονός πως, όπως γράφει ο Κονόμος, στα τέλη του αιώνα τρείς κόρες του Φραντζέσκου εκάρησαν ταυτόχρονα μοναχές στον Άγιο Ιωάννη της Τέρρας του Κάστρου (13). Ο Φραντζέσκος παραχώρησε στο μοναστήρι 3000 δουκάτα. Η εισαγωγή των κοριτσιών στη μονή έγινε με τη συγκατάθεση της συζύγου του Μαρίας Νομικού. Είναι άγνωστο αν αυτή ήταν η απαχθείσα από το Μαραθονήσι και είχε στο μεταξύ απελευθερωθεί αλλά είναι πιθανό ότι οι δύο ιστορίες δεν είναι άσχετες. Μοναχός έγινε και ο ένας από τους δύο γιούς του.

Αυτή ήταν η τελευταία επιδρομή εναντίον του Μαραθονησιού, από όσο τουλάχιστον είναι γνωστό, όμως, όπως θα δούμε, δεν ήταν δυστυχώς η τελευταία τραγωδία που διαδραματίστηκε εκεί.

 

----------------------------------------------------------------------------- 

1)  Ντίνος Κονόμος, Ζακυνθινά χρονικά (1485-1953), Αθήνα 1970, σ. 178.

2)  Ντίνος Κονόμος, Εκκλησίες και μοναστήρια στη Ζάκυνθο, Αθήνα 1967, σ. 84.

3)  Λεωνίδας Ζώης, Λεξικόν Ιστορικόν και Λαογραφικόν Ζακύνθου, τ. Α΄, Αθήνα 1963, σ. 556.

4)  Βλέπε (1).

5)  Μαριάννα Κολυβά, Cattastico delle Chiese Greche / Καταστίχωση των ορθόδοξων Ναών και Μονών της Ζακύνθου (το έτος 1637), Θησαυρίσματα 34, Βενετία 2004, σ. 230.

6)  Είναι φανερό από αυτό ότι ολόκληρη η νησίδα του ανήκε.

7)  George Wheler, A journey into Greece, Λονδίνο 1682, σ. 43.

8)  Όπως (3), σ. 383. Επίσης Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια του Παύλου Δρανδάκη, λήμμα Μακρής.

9)  Κωνσταντίνος Σάθας, Ελληνικά Ανέκδοτα, τ. 1ος, Αθήνα 1867, σ. 228.

10)  Βλέπε (1). Επίσης σ. 92.

11)  Όπως (3), σ. 572.

12)  Παναγιώτης Χιώτης, Ιστορικά Απομνημονεύματα Επτανήσου, τ. 6ος, Ζάκυνθος 1887, σσ. 337 – 338.

13)  Όπως (1), σσ. 178 – 179.
Άδεια Creative Commons
Αυτή η εργασία από το http://pampalaia.blogspot.com/ χορηγείται με άδειαCreative Commons Αναφορά προέλευσης - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 3.0 Μη εισαγόμενο .