Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα πλοία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα πλοία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2014

Το Μαραθονήσι της Ζακύνθου – Μέρος Γ΄


Το Μαραθονήσι και η Λίμνη του Κεριού το 1741

Στα 1728, ένας καταζητούμενος Ζακυνθινός, που είχε καταφύγει στο Μοριά όπως συνηθιζόταν τότε, αρρώστησε ενόσω επισκεπτόταν κρυφά τους δικούς του στη Χώρα. Αυτοί ζήτησαν τη βοήθεια ενός γνωστού ζωγράφου και αγιογράφου, στον οποίο αποδίδονται κάποιες από τις παραστάσεις της Φανερωμένης, το Γερόλυμο Στράτη Πλακωτό (1), επειδή επιδιδόταν και στην πρακτική ιατρική. Σύντομα αρρώστησαν βαριά τόσο ο Γερόλυμος όσο και οι γιοί του. Σήμανε συναγερμός, αφού ο Μοριάς εκείνη την εποχή είχε πληγεί από την πανούκλα, αλλά παρά τις προειδοποιήσεις του βετεράνου Εβραίου γιατρού Ααρών Αλμπρόν τα ενδεδειγμένα μέτρα άργησαν να εφαρμοστούν λόγω της διαφωνίας των αστίατρων. Τελικά τα θύματα μεταφέρθηκαν στο Λοιμοκαθαρτήριο, όπου είναι γνωστό πως ο Γερόλυμος πέθανε, ενώ το σπίτι τους μαζί με το ζωγραφικό εργαστήριο πυρπολήθηκαν. Στο μεταξύ όμως η πανούκλα χτύπησε πολλές συνοικίες και αργότερα ξεπέρασε τα σύνορα της Χώρας, φτάνοντας στο Μπανάτο από τη μια πλευρά και στο Αργάσι από τη άλλη. Εντονότερο ήταν το πρόβλημα στο Γκέτο, όπου από το 1712 είχαν στριμωχτεί όλες οι Εβραϊκές οικογένειες (2).

Ήταν ανάγκη να μεταφερθεί ένας μεγάλος αριθμός οικογενειών στο Λοιμοκαθαρτήριο, γνωστό τότε σαν Λαζαρέτο, στην παραλία μεταξύ Κήπων και Αργασιού, την τοποθεσία δηλαδή που και σήμερα λέγεται Λαζαρέτα. Το Λοιμοκαθαρτήριο όμως βρισκόταν από χρόνια σε άθλια κατάσταση, αποτέλεσμα της απληστίας και της επί δεκαετίες κακοδιαχείρισης του γηραιού ισόβιου διοικητή του (priore) Antonio Cattarin. Επιπλέον πλησίαζε το καλοκαίρι και η εποχή του θερισμού. Η Ζακυνθινή ύπαιθρος, γεμάτη αμπέλια, ελαιώνες και περιβόλια, δεν μπορούσε να προμηθεύσει πάνω από το ένα τρίτο του απαιτούμενου σιταριού για τη διατροφή του πληθυσμού. Για το υπόλοιπο η Ζάκυνθος βασιζόταν σε εισαγωγές, κυρίως από το Μοριά. Τουλάχιστον χίλιες Ζακυνθινές οικογένειες αδυνατούσαν να αγοράσουν τις αναγκαίες ποσότητες και κάπου δυόμιση χιλιάδες χωρικοί πήγαιναν να θερίσουν στο Μοριά κάθε καλοκαίρι και να αμειφθούν σε είδος. Στο γυρισμό έπρεπε να μείνουν για μια βδομάδα στο Λαζαρέτο αν στο Μοριά υπήρχε επιδημία – και οι επιδημίες στις Οθωμανικές περιοχές ήταν συνεχείς.  

Για να αντιμετωπιστεί η έλλειψη χώρου, και ίσως για να πλήξει τα οικονομικά συμφέροντα του Antonio Cattarin, ο πρεβεδούρος γκενεράλες της θάλασσας Francesco Correr αποφάσισε τη μεταφορά των Εβραίων στο Μαραθονήσι. Είχε από πριν την εκδήλωση της επιδημίας προτείνει τη μεταφορά εκεί μελλοντικά και των θεριστών, αφού στη νησίδα υπήρχε χώρος, καθαρός αέρας και πόσιμο νερό, όπως είχε πει. Ξεκίνησε έτσι μια νέα φάση στην ιστορία του Μαραθονησιού, η χρήση του σαν λοιμοκαθαρτήριο. Δεν έχει δημοσιευτεί ως τώρα καμιά πληροφορία για το αν το μοναστήρι της Παναγίας Μαραθονησιώτισσας ήταν επανδρωμένο κατά τη διάρκεια εκείνης της περιόδου, ούτε για το ιδιοκτησιακό καθεστώς της νησίδας.

Ο Francesco Correr πάντως είχε φροντίσει ήδη από τον προηγούμενο χρόνο να βολέψει ισοβίως στη θέση του επικεφαλής (deputato) του νέου λοιμοκαθαρτηρίου τον Αντώνιο Καψοκέφαλο. Ο Αντώνιος Καψοκέφαλος δεν θα ήταν έμμισθος αλλά θα πληρωνόταν 25 άσπρα (3) από κάθε θεριστή. Ήταν γιός του κόντε Αναστασίου Καψοκέφαλου, ο οποίος είχε διακριθεί στον τελευταίο, ατυχή Βενετοτουρκικό πόλεμο μια δεκαετία νωρίτερα (4).

Ουσιαστικά ο διορισμός αυτός παρέκαμπτε πρόσφατη οδηγία της Βενετικής εξουσίας, η οποία αφορούσε τα συνηθισμένα, μη-εποχιακά λοιμοκαθαρτήρια, να εκλέγονται οι επικεφαλείς για συγκεκριμένη θητεία.  Απαγόρευε μάλιστα να είναι οι θητείες τους συνεχόμενες σε περίπτωση επανεκλογής. Σε εμάς, τέκνα της Ελλάδας του 20ου και 21ου αιώνα, όπου δεν έχει υπάρξει ποτέ διαπλοκή και δεν διανοείται κανείς να δημιουργήσει θέση για ημέτερο, όλα αυτά φαντάζουν αρκετά παρακμιακά. Ήταν όμως πολύ συνηθισμένες καταστάσεις τον τελευταίο αιώνα της Βενετοκρατίας.

Αφού καταπολεμήθηκε επιτυχώς η επιδημία μέχρι τα τέλη του 1728 οι Εβραίοι εγκατέλειψαν το Μαραθονήσι και επέστρεψαν στο Γκέτο. Επιστράφηκε στις δημόσιες αποθήκες και στους ιδιώτες η ξυλεία που είχε χρησιμοποιηθεί, και αφέθηκε για λίγο το νησάκι στις χελώνες και τα θαλασσοπούλια. Παρά τις αντιδράσεις από τους θεριστές και άλλες πλευρές το Μαραθονήσι χρησιμοποιήθηκε σαν εποχιακό Λαζαρέτο την πρώτη πενταετία της δεκαετίας του 1730. Οι δραπετεύσεις, κάποιες φορές ομαδικές, οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης και τα πλημμελή υγειονομικά μέτρα ανάγκασαν τις αρχές να εξετάσουν άλλες λύσεις, όπως την παράλληλη χρησιμοποίηση των βραχονησίδων Βόιδι και Άγιος Νικόλας ή την επέκταση του κυρίως Λοιμοκαθαρτηρίου (5). Από το 1735, και μέχρι το 1749, συνεχίστηκαν οι διαμάχες και οι παλινωδίες ώσπου το καλοκαίρι εκείνο λειτούργησε μόνιμα πια το Μαραθονήσι σαν Λαζαρέτο των θεριστών. Ωστόσο κάποιες χρονιές η καραντίνα γινόταν αλλού επειδή δεν υπήρχε διαθέσιμη βομβάρδα (6), η οποία θα συνόδευε τα πλοιάρια των θεριστών στη νησίδα.


Σχέδιο του Μαραθονησιού το 1747 όπου απεικονίζονται οι ‘εγκαταστάσεις’ του Λοιμοκαθαρτηρίου, δηλαδή 4 παραλληλόγραμμοι περιφραγμένοι χώροι, η Παναγία, ο αμυντικός πύργος, οικήματα και τρία πηγάδια.


Απεικόνιση βομβάρδας από το Μουσείο Correr της Βενετίας.

Η τραγωδία δεν άργησε. Το 1751 ένα πλοιάριο που μετέφερε αγρότες στο Μαραθονήσι ναυάγησε και πνίγηκαν 23 από αυτούς. Στις ταραχές που επακολούθησαν κινδύνεψε και ο ίδιος ο Αντώνιος Καψοκέφαλος. Την επόμενη χρονιά δραπέτευσαν 34 από τους θεριστές. Ίσως αυτό συνετέλεσε στην απόφαση τις τοπικής εξουσίας τον ίδιο χρόνο να δαπανήσει 1000 δουκάτα για υπόστεγα, ώστε να μη βρίσκονται όλη μέρα κάτω από τον καυτό ήλιο του καλοκαιριού οι υπό περιορισμό θεριστές. Ένα μέρος του ποσού διατέθηκε για την ανακαίνιση της κατοικίας του επικεφαλής, όπου θα έμεναν και οι μαρκουλίνοι της φρουράς για να τους έχει κοντά του. Ο Αντώνιος Καψοκέφαλος διατήρησε τη θέση του ως το θάνατο του το 1770.

Με το θάνατο του Αντωνίου η θέση θα έπρεπε να γίνει εκλόγιμη σύμφωνα με απόφαση του 1745 αλλά παρουσιάστηκε σαν διεκδικητής ο γιός του κατά 25 χρόνια μικρότερου αδελφού του Τζώρτζη, ο οποίος λεγόταν Γάμπαρας (7). Ο μικρός Γάμπαρας δεν είχε όπως φαίνεται κλείσει ακόμα τα 14 αλλά προσφέρθηκε να τον αντικαταστήσει μέχρι την ενηλικίωση του ο μπαμπάς του ο Τζώρτζης. Αυτός ήταν διοικητής της πολιτοφυλακής και χρησιμοποίησε το ανεκδιήγητο επιχείρημα πως δεν πείραζε που τα καλοκαίρια θα ήταν στο Μαραθονήσι επειδή την πολιτοφυλακή την αποτελούσαν χωρικοί και οι χωρικοί τα καλοκαίρια περνούσαν από το Μαραθονήσι. Επιπλέον ήταν άνθρωπος διορατικός και είχε φροντίσει να συνεισφέρει οικονομικά στο Λοιμοκαθαρτήριο σε ανύποπτο χρόνο. Τώρα είχε φτάσει η ώρα να εξαργυρώσει την ευεργεσία του. Με τέτοιες πλάτες πως να μην κερδίσει τη θέση το παιδί, μόνο που δεν του τη δώσανε ισόβια.

Όταν ο Γάμπαρας ήταν γύρω στα 28, δηλαδή στα 1784, παρουσιάστηκε άλλος διεκδικητής, ο Αλέξανδρος Νερούλης. Η οικογένεια Νερούλη ήταν παλιοί τσιταντίνοι, όπως και οι Καψοκέφαλοι, και είχαν γραφτεί στο Libro dOro πριν το 1580 (8). Ο Αλέξανδρος Νερούλης είχε διακριθεί σαν πρώην επικεφαλής της Σανιτάς, δηλαδή του Υγειονομείου, και κέρδισε τη θέση στο Μαραθονήσι αλλά ετεροχρονισμένα. Αποφασίστηκε ότι θα αναλάμβανε καθήκοντα αφού ο Γάμπαρας συμπλήρωνε μία ακόμα θητεία 8 ετών! Δεν διευκρινίζεται αν τελικά ανέλαβε ποτέ καθήκοντα ο Νερούλης ενώ, ακόμη και αν δεν εξέπνευσε ο ίδιος στην οκταετία, εξέπνευσε η Γαληνοτάτη Δημοκρατία λίγα χρόνια αργότερα. Το πιθανότερο είναι πως δεν ανέλαβε ποτέ. Με άγνωστο τρόπο, μετά το τέλος της Βενετοκρατίας βρέθηκε απόλυτος κύριος του Μαραθονησιού ο κόντε Πέτρος Μακρής, την οικογένεια του οποίου χώριζε πολύχρονη διαμάχη με τους Νερούληδες.

Οι Μακρήδες ήταν και αυτοί παλιά αρχοντική οικογένεια και το όνομα τους είχε δοξαστεί ένα αιώνα νωρίτερα, δηλαδή την εποχή του Μοροζίνι. Ο Ιωάννης Μακρής είχε πάρει τον τίτλο του κόμη το 1767 και μαζί του 800 στρέμματα από τον λεγόμενο Κάμπο του Νερούλη σαν φέουδο. Ο Κάμπος του Νερούλη ήταν μια βαλτώδης έκταση 2000 στρεμμάτων, που αργότερα έγινε γνωστή σαν Λίμνη Μακρή και για να τη βρεις σήμερα πρέπει να αναζητήσεις τον Κρατικό Αερολιμένα Διονύσιος Σολωμός. Οι Νερούληδες, οι οποίοι φαίνεται είχαν τίτλους για μέρος μόνο της περιοχής αλλά την εκμεταλλεύονταν ολόκληρη, δεν χώνεψαν ποτέ την απώλεια προς όφελος του Μακρή και η διαμάχη των δύο οικογενειών παρατάθηκε τουλάχιστον μέχρι το 1823 (9).

Το πότε ακριβώς και με ποιό τρόπο η οικογένεια Μακρή πήρε στην κατοχή της το Μαραθονήσι είναι ένα ζήτημα για το οποίο δεν έχουν παρουσιαστεί πληροφορίες, πολύ περισσότερο ντοκουμέντα. Ο Αλέξανδρος Νερούλης είναι πολύ απίθανο να διεκδίκησε τη διοίκηση του εποχιακού Λαζαρέτου επί μιας νησίδας η οποία ανήκε στην αντίπαλη και πολύ ισχυρή οικογένεια Μακρή, πολύ δε περισσότερο να το είχε κάνει με κάποιο βαθμό επιτυχίας. Μπορούμε λοιπόν να υποθέσουμε, όχι αβάσιμα, ότι το Μαραθονήσι άλλαξε χέρια μετά το 1784. Ποιός όμως το πούλησε ή με οποιοδήποτε τρόπο το μεταβίβασε στην οικογένεια Μακρή;

Αν αληθεύει, έστω και κατά ένα μέρος, η κατά την άγραφη παράδοση της οικογένειας Σιδηροκαστρίτη ιστορία που μου διηγήθηκε πριν λίγα χρόνια η Μαρία Σιδηροκαστρίτη – Κοντονή, τότε σίγουρα δεν το πήρε από αυτούς. Οι Σιδηροκαστρίτες, παλιοί κτήτορες της Μαραθονησιώτισσας, ήταν ελεύθεροι χωρικοί, άνθρωποι διαφορετικής κουλτούρας αλλά και δυνατοτήτων από την αρχοντική οικογένεια Νερούλη. Έλυναν λοιπόν τις διαφορές τους, όπως και  πολλοί άλλοι Ζακυνθινοί, όχι στα δικαστήρια αλλά με τα όπλα. Σύμφωνα με την οικογενειακή τους παράδοση, κάποιος Σιδηροκαστρίτης, εκφράζοντας τη δυσαρέσκεια του για την κατάληξη της νησίδας, έριξε ανεπιτυχώς μια κουμπουριά στον κόντε Μακρή. Γι αυτή την απόπειρα κρεμάστηκε, και το σώμα του, πισσωμένο, έμεινε εκτεθειμένο για τριήμερο στην πλατεία μέσα σε κλουβί. Το πότε έγινε αυτό δεν διασώθηκε αλλά ο τρόπος της εκτέλεσης, και ειδικά η πίσσα και το κλουβί, παραπέμπει όχι στη Βενετοκρατία αλλά στην Αγγλοκρατία, όταν εκτελέσεις αυτού του είδους ήταν σχεδόν καθημερινό φαινόμενο. Δείχνει δε ότι ακόμα και το 19ο αιώνα, όταν πλέον η Βενετία δεν υπήρχε σαν κρατική οντότητα, η οικογένεια Σιδηροκαστρίτη θεωρούσε ότι είχε δικαιώματα στο Μαραθονήσι και ότι αυτά είχαν καταπατηθεί από το Μακρή.

Η γενικευμένη παραδοχή ότι το Μαραθονήσι παραχωρήθηκε κάποτε από τους Βενετούς στην οικογένεια Μακρή δεν αποτελεί παρά αυθαίρετη εικασία και δεν στηρίζεται σε κανένα ντοκουμέντο ή μαρτυρία. Στην πραγματικότητα φαίνεται αρκετά απίθανη. Οι ανιψιοί του Ιωάννη Μακρή έφεραν τον τίτλο του σαν κληρονόμοι του φέουδου και όχι επειδή τιμήθηκαν από τη Βενετία ή τους παραχωρήθηκε κάποιο φέουδο. Αντίθετα, από το 1770 και μετά, οι Βενετικές αρχές είχαν λόγους να τους αντιμετωπίζουν με καχυποψία λόγω του ότι ήταν από τους πρωτεργάτες της Ζακυνθινής εκστρατείας στη Γαστούνη στα Ορλωφικά. Έκαναν μάλιστα και φυλακή γι αυτό το λόγο.

Από αυτούς ο Βασίλειος αποδείχτηκε όχι μόνο πολύ δραστήριος και φιλόδοξος πολιτικά αλλά και ιδιαίτερα ευέλικτος. Τόσο που το οικόσημο του θα έπρεπε να το στολίζει ανεμούριο. Αμέσως μετά την αποτυχία των συνομωσιών του αδελφού του Δραγανίγου για τη μαζική δολοφονία των Γαλλόφιλων Δημοκρατικών στη λιτανεία των Αγίων Πάντων, και αργότερα της Φανερωμένης, το 1796, εκδηλώθηκε ο ίδιος σαν Γαλλόφιλος (10). Αυτό δεν τον εμπόδισε δύο χρόνια αργότερα να βρεθεί έμπιστος του Ρώσου Πλωτάρχη Tisenghausen και από τους αρχηγούς της ‘Υψηλής Αστυνομίας’ μαζί με τον Αντώνιο Μαρτινέγκο. Στα ταραγμένα χρόνια που ακολούθησαν ο ισχυρός κομματάρχης, μεγαλοκτηματίας, νομικός και έμπορος ‘κόντε Μπαζίγιος’ συνέχισε την ίδια τακτική, και από συνεργάτης βρέθηκε αντίπαλος του Μαρτινέγκου, πότε εξυμνώντας το Βοναπάρτη και πότε υποκλινόμενος στο Βρετανικό Στέμμα, ανάλογα με τη φορά του ανέμου.

Αυτό που προβάλλει σαν η πιθανότερη εκδοχή για το Μαραθονήσι είναι ότι η προσπάθεια του Αλέξανδρου Νερούλη να εκλεγεί επικεφαλής του Λοιμοκαθαρτηρίου κέντρισε το ενδιαφέρον της αντίπαλης οικογένειας Μακρή για τη νησίδα. Το να περάσει το Μαραθονήσι στα χέρια των Μακρήδων στα πρώτα χρόνια του 19ου αιώνα, όταν βρίσκονταν στο απόγειο της δύναμης τους, και οι αδελφοί Καψοκέφαλοι ήταν διοικητές της Πολιτοφυλακής, μάλλον δεν ήταν δύσκολο. Το ότι ο Γάμπαρας Καψοκέφαλος δεν είχε κατά πάσα πιθανότητα δικαίωμα να το πουλήσει ήταν απλή λεπτομέρεια εκείνη τη χαοτική και ανώμαλη εποχή. Το σίγουρο πάντως είναι πως στα τέλη της δεκαετίας του 1810, όταν πια οι Βρετανοί είχαν εδραιωθεί στα Ιόνια Νησιά, ο Πέτρος Μακρής, γιός του Βασιλείου, αναφέρεται πια σαν ιδιοκτήτης του Μαραθονησιού.  

Χάρτης του 1821 όπου το Μαραθονήσι αναφέρεται σαν ιδιοκτησία του κόντε Πέτρου Μακρή.

Γνωρίζουμε πως το μοναστήρι λειτουργούσε εκείνη την εποχή, αν και ίσως όχι ολόκληρο το χρόνο. Σύμφωνα με μια πληροφορία οι μοναχοί ήταν δύο (11):

Το 1810 ζούσαν σε αυτό το μέρος δύο ερημίτες, και μένανε σε ένα τετράγωνο πύργο, χτισμένο μέσα σε ένα κήπο φυτεμένο με ελαιόδεντρα, ο οποίος προσφέρει εξαιρετική θέα της περιοχής. Η ψηλή και απότομη πρόσοψη του νησιού αποτελείται από πεζούλες φυτεμένες με σιτάρι, και εδώ κι εκεί ελιές. Ανάμεσα στα βράχια υπάρχουν πολλά περίεργα φυτά και λουλούδια.

Τον Ιανουάριο του 1817 ο William Turner έκανε καραντίνα στη Λίμνη του Κεριού, όπου λειτουργούσε τώρα πια λοιμοκαθαρτήριο, το οποίο μάλιστα διέθετε και μόνιμο ικρίωμα για να μη μένει αμφιβολία ως προς τις συνέπειες μη συμμόρφωσης. Μια μέρα επισκέφτηκε το ‘βράχο’, όπως αποκαλούσε το Μαραθονήσι, και έγραψε (12):

Το βραδάκι πήγα στο βράχο που προφυλάσσει την είσοδο του λιμανιού, και που στέκεται ακριβώς στο κέντρο της. Εδώ βρίσκεται μια μικρή Ελληνική εκκλησία και μοναστήρι, γύρω από τα οποία υπάρχουν λίγα ελαιόδεντρα και τρία ή τέσσερα καλλιεργημένα χωράφια. Βρήκαμε εδώ ένα σκύλο και δύο γάτες στα πρόθυρα της λιμοκτονίας, αφού δεν υπήρχε ψυχή στα νησί, γιατί φαίνεται πως οι παπάδες μένουν εδώ μόνο το καλοκαίρι. Ταΐσαμε τις γάτες και πήραμε μαζί μας το σκύλο, ο οποίος ήταν από την ίδια κοπρίτικη ράτσα με κοντά αυτιά όπως εκείνοι της Κωνσταντινούπολης.

Μια κατοπινή αναφορά, σχετικά απροσδιόριστη χρονικά αλλά πάντως την περίοδο της Βρετανικής ‘προστασίας’, δείχνει πως ο Πέτρος Μακρής, ο οποίος ήταν πιθανότατα αυτός που γλύτωσε από το σμπάρο του Σιδηροκαστρίτη, ίσως είχε κάποια συμμετοχή (13) και σε άλλο Μαραθονησιώτικο δράμα με πυροβολισμούς. Είναι το τελευταίο που θα αναφερθεί εδώ, και επαφίεται στον αναγνώστη να το χαρακτηρίσει, ανάλογα με την ευαισθησία του στα δικαιώματα των τράγων και γενικότερα των γιδιών, σαν τραγωδία, ιλαροτραγωδία ή απλή Ζακυνθινή ‘μάντσια’ (14).

Το ένα (από τα νησιά), που λέγεται Maratonisi, είναι ψηλό και εμφανές, και είναι σχεδόν απέναντι από τα πηγάδια (της πίσσας). Άλλα, πιο χαμηλά, βρίσκονται προς το μέσο και την ανατολική πλευρά του κόλπου. Το ψηλό νησί λέγεται τώρα Goat island λόγω ενός αστείου σε βάρος ενός αξιωματικού της φρουράς πριν από όχι πολύ καιρό. Σε αυτό τον κύριο άρεσε πολύ το κυνήγι, και μερικές φορές το εξασκούσε προκαλώντας ενόχληση στους κτηματίες. Μια μέρα κάποιος Ζακυνθινός βρήκε ευκαιρία στη Λέσχη να επαινέσει τη σκοπευτική του δεινότητα και να τον ρωτήσει αν είχε ποτέ σκοτώσει κάποιο από τα αγριοκάτσικα αυτού του μικρού νησιού. ‘Α! Όχι, δεν είχα ιδέα ότι υπήρχαν τέτοια.’ ‘Λοιπόν,’ είπε ο πονηρός Ζακυνθινός, ‘μην το κουβεντιάσεις με κανένα, διαφορετικά θα χάσεις την ευκαιρία, αλλά απλώς πήγαινε με μια βάρκα στο νησί μια μέρα και προσπάθησε.’ Ο αθλητής μας έπεσε στην παγίδα και πολύ σύντομα ετοιμάστηκε για ημερήσιο κυνήγι αγριοκάτσικου. Αποβιβάστηκε στο νησί και, σκαρφαλώνοντας τον μάλλον απότομο, βραχώδη γκρεμό, πολύ γρήγορα είδε μερικές γίδες να βόσκουν στην αραιή βλάστηση. Όπως είναι αρκετά φυσικό ήταν μάλλον συνεσταλμένες και προσπάθησαν να αποφύγουν την παρατήρηση του παρείσακτου. Εις μάτην. Σε λίγο μια από αυτές έπεσε θύμα. Οι άλλες όμως, ευτυχώς, γλύτωσαν προσωρινά. Επέστρεψε με το θήραμα του αλλά δεν είπε τίποτα για την τύχη του. Μια ή δύο μέρες αργότερα ένας κύριος (όχι ο πληροφοριοδότης του) τον σταμάτησε στο δρόμο και του είπε με μεγάλη ευγένεια, ‘Ευχαρίστως να πηγαίνετε στο νησί μου να περάσετε την ώρα σας όποτε επιθυμείτε, σας παρακαλώ όμως να μην πυροβολείτε τις γίδες.’ Ο ιδιοκτήτης είχε βάλει εκεί τις γίδες για καλοκαιρινή βοσκή, και ιδέα δεν είχε ότι θα αντιμετωπίζονταν σαν ferae naturae (15).’

Κάπως έτσι, όπως τα ιστορήσαμε, ο Ναός της Φύσης, ο μικρός προμαχώνας του Χριστιανισμού και της Ευρώπης, το ιερό ερημητήριο του Μαραθονησιού, έγινε καλοκαιρινό λοιμοκαθαρτήριο, και μετά βοσκοτόπι, για να καταλήξει σχετικά πρόσφατα φιλετάκι προς αξιοποίηση, με συρματοπλέγματα και απαγορευτικές πινακίδες. Υπήρξε κάποια αντίσταση, η λέπρα της αγοράς και της ζήτησης δεν έχει αφήσει τους πάντες κατάκοιτους, και έτσι η σημερινή ιδιοκτήτρια εταιρεία συμβιβάζεται με ‘ήπια’ αξιοποίηση, ‘αποκατάσταση’ των κτιρίων τη λένε, και άλλα εύηχα. Μόνο που σε κάποιους από μας τα εύηχα μας φέρνουν βήχα. Οι φωτογραφίες ντόπιων προσκυνητών και παπάδων, απογόνων των ‘χωρικών εγκατοίκων’ που κάποτε υπεράσπισαν το νησί, αλλά και αυτών που κάθε χρόνο πλήρωναν για μια βδομάδα αναγκαστική ηλιοθεραπεία εκεί, να είναι χωρισμένοι από το εκκλησάκι με συρματόπλεγμα, κάθε άλλο παρά καθησυχαστικές είναι. Μακάρι όμως ο βήχας να μας κοπεί.

------------------------------------------------------------------------------ 

1)  Βλέπε Λ. Ζώης, Λεξικόν, έκδοση 1963, λήμμα Στράτης, σσ. 617 -618.

2)  Οι περί πανώλης πληροφορίες, όπως και τα σχετικά με τη χρήση του Μαραθονησιού σαν εποχιακό λοιμοκαθαρτήριο, προέρχονται από το βιβλίο της Κατερίνας Κωνσταντινίδου ‘Το κακό οδεύει έρποντας ... Οι λοιμοί της πανώλης στα Ιόνια Νησιά (17ος – 18ος αι)’, Βενετία 2007. Θα ήθελα να ευχαριστήσω την Πηνελόπη Αβούρη που μου έδωσε την ευκαιρία να συμβουλευτώ το βιβλίο πριν το αγοράσω.

3)  Νόμισμα μικρής αξίας. Το πλήθος όμως των φιλοξενουμένων φαίνεται πως ήταν εγγύηση ενός πολύ καλού εισοδήματος.

4)  Σύμφωνα με το Λεωνίδα Ζώη η οικογένεια Καψοκέφαλου είχε εγκατασταθεί στη Ζάκυνθο στις αρχές του 16ου αιώνα και γράφτηκε στη Χρυσόβιβλο το 1598. Ο Αναστάσιος είχε αντικαταστήσει επανειλημμένα τον σοπρακόμιτο Καίσαρα Καπνίση, πιθανότατα γύρω στα 1698, και είχε επίσης διοικήσει τουλάχιστον δύο δικά του πλοιάρια με 34 άνδρες στον πόλεμο του 1715 - 1718. Μαζί του είχε και τον νεαρό τότε Αντώνιο. Ο Αναστάσιος τιμήθηκε για τις υπηρεσίες του με τον τίτλο του κόμη το 1718.

5)  Βλέπε και την εργασία του Διον. Ζήβα ‘Τα Λαζαρέτα της Ζακύνθου’ στον τόμο ‘Φιόρα Τιμής για τον Μητροπολίτη Ζακύνθου Χρυσόστομο Β΄ Συνετό’, Ζάκυνθος 2009, όπου στη σελίδα 346 δημοσιεύτηκε σχέδιο του 1735 με την προτεινόμενη επέκταση.

6)  Η βομβάρδα ήταν μικρό πολεμικό, κανονιοφόρος όπως θα λέγαμε σήμερα. Η ονομασία της προέρχεται από το ότι πολλές φορές, εκτός από τα συνηθισμένα ναυτικά πυροβόλα έφερε και βομβάρδες, δηλαδή πυροβόλα που έκαναν επισκηπτική βολή όπως οι όλμοι.

7)  Η Ιταλική οικογένεια Γάμπαρα είχε εγγραφεί στη Χρυσόβιβλο της Ζακύνθου το 1686 και είχε συγγενέψει με τους Καψοκέφαλους και τους Μακρήδες. Το τελευταίο αρσενικό μέλος της οικογένειας αποβίωσε το 1735 και έτσι το όνομα εξέλιπε. Για να διατηρηθεί η ανάμνηση του ονόματος ο Τζώρτζης Καψοκέφαλος, σύζυγος της Νικολέττας Γάμπαρα, βάφτισε το γιό του Γάμπαρα και ο Γάμπαρας έβγαλε το δικό του γιό Γαμπαράκη. Ο ‘εκλαμπρότατος και ευγενέστατος εξουσιαστής των αρμάτων Κυρ. κόμις Γάμπαρας Καψοκέφαλος’ δηλητηριάστηκε το 1811 λόγω των σχέσεων του με την Αυστρία κατά το Λεωνίδα Ζώη.

8)  Παναγιώτης Χιώτης, Ιστορικά Απομνημονεύματα, τ. 3ος, σ. 959.

9)  Το 1773 ο Βενετός πρεβεδούρος είχε μειώσει την παραχωρούμενη στον Ιωάννη Μακρή έκταση από 800 σε 550 στρέμματα επειδή τα υπόλοιπα ανήκαν σε άλλα πρόσωπα. Το 1823 οι αδελφοί Νερούλη είχαν προσπαθήσει να εγείρουν και πάλι αξιώσεις αλλά μετά από αλλεπάλληλες δίκες απέτυχαν. Όπως (1), λήμμα Λίμνη, σ. 356.

10)  Ντίνος Κονόμος, Ζάκυνθος Πεντακόσια Χρόνια (1478 – 1978), Τόμος Τρίτος, Πολιτική Ιστορία, (Τεύχος Α΄ 1478 – 1800), σ. 175.

11)  John Purdy, The New Sailing Directory for the Mediterranean Sea, Λονδίνο 1826, σ. 208.

12)  Journal of a tour in the Levant, τ. 3ος, Λονδίνο 1820, σ. 312.   

13)  Μπορεί όμως να πρόκειται και για το γιό του Κωνσταντίνο.

14)  David Thomas Ansted, The Ionian Islands in the year 1863, Λονδίνο 1863, σσ. 410 – 411.

15)  Νομικός όρος που περιγράφει άγρια ζώα.

Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2013

Το Μαραθονήσι της Ζακύνθου – Μέρος B΄


Ο Βενετικός στόλος του Φραντσέσκο Μοροζίνι καταδιώκει τον Τουρκικό.

Από το 1494 και για πολλές γενιές, άγνωστο πόσες, το Μαραθονήσι ανήκε στο μικρό μοναστήρι που φιλοξενούσε, και αυτό με τη σειρά του στην οικογένεια Σιδηροκαστρίτη από τον Πισινόντα. Πλούτο δεν είχε, λίγα μόνο στρέμματα καλλιεργήσιμης γης χωράγανε στο βατό, βόρειο τμήμα του. Το κρατούσανε όμως, το αφήνανε κληρονομιά στους νεότερους και συντηρούσανε ολοένα το μοναστήρι της Παναγίας της Μαραθονησιώτισσας, κάτι που πρέπει να ήτανε όρος απαράβατος για να μην το πάρει πίσω η Βενετική εξουσία και το παραχωρήσει σε κάποιον άλλο. Ήταν χρήσιμα τέτοια μικρά μοναστήρια, κάθε νησίδα γύρω από τη Ζάκυνθο είχε κι από ένα, προκεχωρημένα φυλάκια και παρατηρητήρια που λειτουργούσανε όσο αντέχανε στις πειρατικές επιθέσεις.

Πολλάκις το νησύδριον υπέστη καταστροφάς εκ πειρατών, αλλ’ εύρον εκεί εκ τούτων τον τάφον πέντε τω 1530, τη ανδρεία χωρικών εγκατοίκων’ μας πληροφορεί ο Σπυρίδων Δε Βιάζης (1). Εκείνες τις μέρες το Μαραθονήσι ανήκε σε κάποιο Νικόλαο Σιδηροκαστρίτη και την αδελφή του. Εφημέριος το 1531 ήταν ο Φιλόθεος Ραζής (2). Η οικογένεια Ραζή ήταν και αυτή από τον Πισινόντα, όπου κατείχαν άλλο μοναστήρι, του Σωτήρος, και έχουν δέσει επανειλημμένα το όνομα τους σαν ιερομόναχοι και ηγούμενοι με το μεγάλο μοναστήρι των Στροφάδων. Η καταγωγή τους είναι από την Κεφαλονιά και μακρύτερα στο χρόνο, τον 13ο αιώνα, από την Πολωνία. ‘Όχι ακριβή’ χαρακτηρίζει την πληροφορία περί Πολωνίας ο Λεωνίδας Ζώης (3), χωρίς όμως να εξηγεί το λόγο της αμφισβήτησης αυτής. Και μπορεί ο Ζώης να είχε δίκιο, μπορεί όμως και όχι, μιας και το όνομα Ραζής απαντάται αυτούσιο ακόμα και σήμερα στις ακτές της Βαλτικής. Σλαβικό βέβαια δεν είναι, η απώτερη καταγωγή του φαίνεται πως είναι Λιθουανική.

Το καλοκαίρι του 1571 οι λιγοστοί καλόγεροι ή όποιοι άλλοι έτυχε να βρίσκονται στο νησάκι, πρέπει να αντίκρισαν τη μεγάλη αρμάδα του Ουλούτζαλη καθώς έκανε απόβαση στον Υψόλιθο, στην απέναντι μεριά του κόλπου του Λαγανά. Είναι άγνωστο αν οι Οθωμανοί – Μπαρμπαρέζοι κυρίως αλλά και αρνησίθρησκοι κουρσάροι σαν το ναύαρχο τους – επιτέθηκαν στο μικρό μοναστήρι ή αν οι μοναχοί και οι κτήτορες έμειναν για να το υπερασπίσουν. Στην αρχή οι επιτιθέμενοι είχαν μεγαλύτερους και ευκολότερους στόχους, όπως η σχετικά ανοχύρωτη πόλη και το λιμάνι. Αργότερα, όταν είχαν πια ρημάξει τη Χώρα και τον κάμπο γύρω της, ίσως να προσπάθησαν να το λεηλατήσουν. Το μόνο που γνωρίζουμε είναι πως 13 χρόνια αργότερα η Παναγία αναφερόταν στη διαθήκη του ιερομόναχου Δαμασκηνού Σιδηροκαστρίτη(4). 

Δύο γενιές ακόμα περάσανε και το 1637 κάποιος Αντώνιος Σιδηροκαστρίτης (Antonio Sidherocastriti) βεβαίωνε (5) ότι είχε στην κατοχή του, παραχωρημένη από τη Βενετία με επίσημα έγγραφα, τη βραχονησίδα του Μαραθονησιού, όπου ήταν χτισμένη μια εκκλησία της Παναγίας (6). Είναι φανερό ότι οι απόγονοι των αδελφών Σιδηροκαστρίτη του 1494, σχεδόν ενάμιση αιώνα αργότερα, κρατούσαν ακόμη τα κτητορικά δικαιώματα (jus patronatus) της Παναγίας της Μαραθονησιώτισσας, τα οποία ήταν κληρονομήσιμα. Τα δικαιώματα αυτά επεκτείνονταν σε ολόκληρη τη νησίδα, που είναι λογικό να αποτελούσε μοναστηριακή περιουσία. Τα εισοδήματα όμως της Παναγίας, σύμφωνα με τη δήλωση του Αντωνίου Σιδηροκαστρίτη, ήταν πενιχρά (6 δουκάτα).

Ο Αντώνιος πιθανότατα ζούσε ακόμα όταν ξέσπασε ο Κρητικός Πόλεμος στα 1645. Για 24 χρόνια αιμορραγούσαν ακατάσχετα τα Ιόνια νησιά, μαζί και η Ζάκυνθος. Σε μεγάλους αριθμούς τα καλύτερα παλληκάρια μπαρκάρανε στο στόλο της Γαληνοτάτης ή επανδρώνανε τα τείχη της Κάντιας, απ’ όπου πολύ λίγοι γυρίσανε. Και τον πληρώνανε διπλά αυτό τον πόλεμο, γιατί όσο κρατούσανε οι εχθροπραξίες πολλαπλασιάζονταν οι επιδρομές των Τούρκων κουρσάρων – όπως αυτή του 1658 εναντίον της Λιθακιάς, δίπλα ακριβώς από τον Πισινόντα – χωρίς ανάγκη προσχημάτων πια. Παραδόθηκε στο τέλος υπό όρους η Κάντια, όμως η ειρήνη κράτησε μόνο 15 χρόνια.

Κατά τη διάρκεια αυτής της ειρηνικής περιόδου, το 1675, επισκέφτηκαν τη Ζάκυνθο ο Άγγλος ιερέας George Wheler μαζί με το Γάλλο γιατρό Jacob Spon. Πήγαν στις πηγές της πίσσας δια θαλάσσης και έτσι επισκέφτηκαν το Μαραθονήσι. Ο Wheler έγραψε λίγες γραμμές (7):

Σε αυτό τον κόλπο υπάρχουν δύο άλλοι μικροί βράχοι, ή νησιά∙ το ένα από τα οποία λέγεται Marathronesa, ή το Νησί του Μάραθου, λόγω της αφθονίας αυτού του φυτού, το οποίο φυτρώνει εκεί και λέγεται στα Ελληνικά μάραθρον. Σε αυτό υπάρχει μόνο μια μικρή εκκλησία με ένα ή δύο καλογέρους, οι οποίοι προσέχουν μια γυναίκα που υποστηρίζουν ότι κατέχεται από ένα Διάβολο. Αλλά, όπως είπε ο σύντροφος μου, αυτός ο Διάβολος είναι ανόητος. Μας είπε ότι είναι από την Πάδουα ενώ δεν γνώριζε ούτε λέξη Ιταλικά∙ ούτε μπορούσε να μας πει από ποιά χώρα είμαστε, ή αν είμαστε παντρεμένοι ή ελεύθεροι∙ και ούτε μπορούσε να απαντήσει σε τίποτα με συνάφεια, αλλά μιλούσε μόνο με στιχάκια, στην πραγματικότητα άσχετα.

Η Ζάκυνθος κατά τον George Wheler. Αγνόησε ότι δεν είδε, δηλαδή τα τρία τέταρτα του νησιού. Σημείωσε όμως το Μαραθονήσι αλλά και το Βροντόνερο.

Νέος πόλεμος, ο 6ος Βενετοτουρκικός, ξέσπασε το 1684 και κράτησε μέχρι το τέλος του αιώνα. Ζωστήκανε πάλι τα όπλα για τη Χριστιανοσύνη οι Ζακυνθινοί, που λέει ο λόγος, γιατί δεν τα είχανε ποτέ τους ξεζωσμένα, κι ακολουθήσανε το Μοροζίνι.

Σε αυτούς τους δύο πολέμους του 17ου αιώνα διακρίθηκαν μέλη της οικογένειας Μακρή, οικογένεια που ήταν ήδη γραμμένη στο Ζακυνθινό Libro dOro από το 1572. Δύο από αυτούς – και οι δύο φέροντας το όνομα Παύλος και γι αυτό δεν αποκλείεται να πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο – πολέμησαν, στην Κρήτη ο ένας, σαν κυβερνήτης πλοίου, και στη Λευκάδα και στο Μοριά ο άλλος (8). Ο Ζακυνθινός κλάδος της πολυσχιδούς οικογένειας Μακρή, η οποία λέγεται ότι έλκει την καταγωγή της από την Κωνσταντινούπολη, έμελλε να συνδεθεί αργότερα με το Μαραθονήσι.

Μπαίνοντας στον τρίτο χρόνο του πολέμου επέδραμαν οι Τούρκοι στο νησάκι. ‘1686, Ιουλίου 5, επάτησε ο Τούρκος το Μαραθονήσι, και επήρανε σκλάβους καλόγηρους τρεις και τον εφημέριο, οπού ήτουν του καιρού εκείνου ο παπάς Ρουματζάς, με τα παιδιά του και με την κουνιάδα του, και το κόνισμα της Παναγίας,’ αναφέρεται σε σημείωση ανωνύμου ενσωματωμένη στο Ημερολόγιον (Χρονικό) του Μάτεση (9). Μια πολύ παρόμοια εκδοχή της επιδρομής αυτής δημοσίευσε ο Ντίνος Κονόμος (10). ‘1686, Ιουλίου 5, ημέρα Δευτέρα∙ μία φελούκα Τούρκικη επήγε εις το Μαραθονήσι και έπιασε τέσσερους καλογέρους και του παπά Ρουμαντζά τη γυναίκα και την κουνιάδα του συμβία του Ευγενή Sp. Φραντζέσκου Βλαστού και επήρανε και την εικόνα της Θεοτόκου, ως καθώς ήτον. Και εις τας 27 του αυτού Ιουλίου επήγε άλλη μία φελούκα Τούρκικη στου Ψαρού και επήρε τρεις σκλάβους και εκόψανε το κεφάλι ενού παπά.’ Η γενικότερη λειψανδρία είναι πιθανό πως δεν επέτρεπε πλέον την αδιάκοπη φύλαξη και την άμυνα της νησίδας όπως παλιότερα. Επιπλέον, όπως διαφαίνεται, επρόκειτο για απόλυτο αιφνιδιασμό διαφορετικά δεν θα υπήρχαν εκεί γυναικόπαιδα. Τρεις ή τέσσερεις καλόγεροι δεν ήταν οπωσδήποτε δυνατό να τα βάλουν με πειρατική φελούκα.

Στις μέρες μας η λέξη φελούκα φέρνει στο μυαλό κάποιο τρισάθλιο καΐκι ή τα πλοιάρια που ανεβοκατεβαίνουν το Νείλο αλλά δεν ήταν το ίδιο τον 17ο αιώνα. Η φελούκα ήταν μικρό πολεμικό, ταχύτατο, ευέλικτο και καλά οπλισμένο. Ήταν απόγονος της πειρατικής, και όχι μόνο, φούστας ή γαλιότας του 15ου και 16ου αιώνα, προσαρμοσμένη στις απαιτήσεις των καιρών. Η φούστα, όπως και η γαλέα ή γαλέρα, ήταν πλοίο που είχε κουπιά στις δύο του πλευρές και έτσι μπορούσε να έχει κανόνια μόνο στην πλώρη, σε πολύ μικρό αριθμό. Δεν μπορούσε συχνά να τα βγάλει πέρα ούτε με συνηθισμένα εμπορικά σκάφη, τα οποία ήταν πλέον εξοπλισμένα με σημαντικό αριθμό κανονιών περιμετρικά. Η φελούκα είχε, για λόγους ευελιξίας και προσαρμοστικότητας, διατηρήσει τα κουπιά αλλά είχε μειώσει τον αριθμό τους στο μισό περίπου, έτσι που ανάμεσα τους να χωράνε θυρίδες για κανόνια.
Φελούκα στην Κεφαλονιά το 18ο αιώνα.

Τόσο οι Ρουμαντζάδες ή Ρωμαντζάδες όσο και οι Βλαστοί ήταν οικογένειες γραμμένες στο Libro dOro από πολλές γενιές. Μάλιστα, λίγα μόνο χρόνια πριν την τραγωδία του Μαραθονησιού κάποιος Σταμάτιος Ρωμαντζάς ήταν Πρωτοπαπάς Ζακύνθου (11). Οι Βλαστοί, όπως είναι αρκετά γνωστό, ήταν απόγονοι αρχόντων της Κρήτης, που υποστήριζαν πως είχαν εγκατασταθεί εκεί με χρυσόβουλλο του Βυζαντινού αυτοκράτορα. Η Μαραθονησιώτισσα μπορεί λοιπόν να ήταν μικρό μοναστήρι αλλά η ακτινοβολία της σε τοπικό επίπεδο δεν ήταν μικρή.

Ο σπετάμπιλε Φραντζέσκος Βλαστός, απόγονος του καπετάνιου της πολιτοφυλακής Κωνσταντίνου Βλαστού, ο οποίος είχε απωθήσει τους πειρατές στα βόρεια της Ζακύνθου το 1571, λιγότερο από ένα χρόνο μετά την απαγωγή της γυναίκας του εξόπλισε πλοίο με 20 άνδρες και μαζί με τον αδελφό του Ευστάθιο ρίχτηκαν στον πόλεμο. Διακρίθηκαν σε ναυμαχία κοντά στο Ρίο και το ίδιο καλοκαίρι ο Ευστάθιος δέχτηκε εκ μέρους της Βενετίας την παράδοση του κάστρου της Γλαρέντζας (12). Εντύπωση προκαλεί το γεγονός πως, όπως γράφει ο Κονόμος, στα τέλη του αιώνα τρείς κόρες του Φραντζέσκου εκάρησαν ταυτόχρονα μοναχές στον Άγιο Ιωάννη της Τέρρας του Κάστρου (13). Ο Φραντζέσκος παραχώρησε στο μοναστήρι 3000 δουκάτα. Η εισαγωγή των κοριτσιών στη μονή έγινε με τη συγκατάθεση της συζύγου του Μαρίας Νομικού. Είναι άγνωστο αν αυτή ήταν η απαχθείσα από το Μαραθονήσι και είχε στο μεταξύ απελευθερωθεί αλλά είναι πιθανό ότι οι δύο ιστορίες δεν είναι άσχετες. Μοναχός έγινε και ο ένας από τους δύο γιούς του.

Αυτή ήταν η τελευταία επιδρομή εναντίον του Μαραθονησιού, από όσο τουλάχιστον είναι γνωστό, όμως, όπως θα δούμε, δεν ήταν δυστυχώς η τελευταία τραγωδία που διαδραματίστηκε εκεί.

 

----------------------------------------------------------------------------- 

1)  Ντίνος Κονόμος, Ζακυνθινά χρονικά (1485-1953), Αθήνα 1970, σ. 178.

2)  Ντίνος Κονόμος, Εκκλησίες και μοναστήρια στη Ζάκυνθο, Αθήνα 1967, σ. 84.

3)  Λεωνίδας Ζώης, Λεξικόν Ιστορικόν και Λαογραφικόν Ζακύνθου, τ. Α΄, Αθήνα 1963, σ. 556.

4)  Βλέπε (1).

5)  Μαριάννα Κολυβά, Cattastico delle Chiese Greche / Καταστίχωση των ορθόδοξων Ναών και Μονών της Ζακύνθου (το έτος 1637), Θησαυρίσματα 34, Βενετία 2004, σ. 230.

6)  Είναι φανερό από αυτό ότι ολόκληρη η νησίδα του ανήκε.

7)  George Wheler, A journey into Greece, Λονδίνο 1682, σ. 43.

8)  Όπως (3), σ. 383. Επίσης Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια του Παύλου Δρανδάκη, λήμμα Μακρής.

9)  Κωνσταντίνος Σάθας, Ελληνικά Ανέκδοτα, τ. 1ος, Αθήνα 1867, σ. 228.

10)  Βλέπε (1). Επίσης σ. 92.

11)  Όπως (3), σ. 572.

12)  Παναγιώτης Χιώτης, Ιστορικά Απομνημονεύματα Επτανήσου, τ. 6ος, Ζάκυνθος 1887, σσ. 337 – 338.

13)  Όπως (1), σσ. 178 – 179.

Πέμπτη 28 Μαρτίου 2013

Οι επιδρομή του Τουράμπεη


Τουρκική γαλιότα

Κανίστρι μυριοπλούμιστο, γαρούφαλα γιομάτο,

που μοσκοβόλαες τη γη, τσι στράτες που επροβάτειες,

σε ποία χέρια θα βρεθείς, σε τι πόρτο θ’ αράξεις,

για να ’ρθει η μανούλα σου να σε ξαναγοράσει;

Ας ήτανε το βολετό το αίμα μου να χύσω

τα μάτια μου τα έδινα να σε ξαναγυρίσω.

Τα μάτια μου εγινήκανε δύο βρύσες, δύο ποτάμια,

και όσο ζω θα τρέχουνε, κ’ έχω πνοή στο στόμα

θα δέουμαι τση Δέσποινας και του Εσταυρωμένου

να σου χαρίσει λευτεριά, τσ’ άλυσες να σου λύσει.

Ορπίδα εχώ στην Παναγιά γλήγορα να γυρίσεις

στην αγκαλιά τση μάνας σου να σε γλυκοφιλήσει.

 

Έτσι μοιρολογούσανε ζωντανούς τους σκλαβωμένους γιούς τους οι Ζακυνθινές μανάδες, τότε που οι πειρατικές επιδρομές ήτανε πληγή πραγματική και όχι μισοξεχασμένες ιστορίες του παλιού καιρού (1). Για αιώνες, η απειλή μιας ξαφνικής επίθεσης δεν ήταν ποτέ πολύ μακριά. Όταν η αντιπαράθεση Βενετίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έπαιρνε διαστάσεις ανοιχτού πολέμου οι επιθέσεις πολλαπλασιάζονταν και μεγεθύνονταν. Τέτοια ήταν και η περίοδος του Κρητικού πολέμου 1645 – 1669. Σαν να μην έφτανε η επιδημία της πανούκλας που είχε ξεσπάσει, εκείνα τα μαύρα χρόνια πολλά από τα καλύτερα παλληκάρια του νησιού είχαν πάει να πολεμήσουν για την Κάντια – 800 νοματαίοι πήγανε και μόνο 80 γυρίσανε ζωντανοί (2).

Από εκείνο τον καιρό υπάρχουνε δύο μαρτυρίες για μεγάλες Τουρκικές επιδρομές στη Ζάκυνθο. Η πρώτη είναι από ένα σημείωμα ανωνύμου, το οποίο ενσωματώθηκε στο Χρονικό του Μάτεση (3).

1658, Φλεβαρίου 17, επάτησε ο Τουράμπεης το χωριό της Λιθακιάς και επήρε σκλάβους άντρες, γυναίκες, και παιδιά, τρακόσιους, και ήτανε γαλιόταις δώδεκα.

Ένας Άγγλος έμπορος, ο Bernard Randolph, που πέρασε αρκετά χρόνια στην Ελλάδα στη δεκαετία του 1670, περιγράφοντας τη Ναύπακτο, την οποία χαρακτηρίζει φωλιά πειρατών, λέει (4):

 Τον καιρό του πολέμου με τους Βενετούς τα μπριγκαντίνια αυτού του μέρους ήταν συνεχής μάστιγα για τους κατοίκους της Ζακύνθου και της Κεφαλονιάς. Ένας φημισμένος κουρσάρος αυτού του μέρους, ονόματι Durach Μπέης, πήγε με έντεκα μπριγκαντίνια και τη νύχτα αποβιβάστηκε στο Κερί, στο νότιο τμήμα του νησιού της Ζακύνθου, παίρνοντας πάνω από 200 σκλάβους, και τα χαράματα εμφανίστηκε μπροστά στο λιμάνι της Ζακύνθου, με αναρτημένες σημαίες και κανονιοβολισμούς, καθορίζοντας το ποσό των λύτρων, σχεδόν αμέσως μόλις είχαν πάρει τα νέα δια ξηράς – έτσι επέστρεψε ασφαλής στο λιμάνι του με τη μεγάλη αυτή επιτυχία. Την προηγούμενη μέρα είχε μεγάλη γιορτή στο Κερί, και πολλοί άνθρωποι είχαν πάει από την πόλη της Ζακύνθου για να προσκυνήσουν την Παναγία. Από τότε που έγινε ειρήνη με τους Βενετούς πάνε προς την ακτή της Απουλίας, και αρπάζουν φτωχούς χωρικούς, ρίχνοντας τους στη δυστυχισμένη σκλαβιά.

Είναι φανερό πως ο Τουράμπεης του ανώνυμου Ζακυνθινού και ο Durach Μπέης του Randolph είναι το ίδιο πρόσωπο. Εντύπωση προκαλεί το γεγονός πως ο Randolph άκουσε στη Ναύπακτο μόνο για την μεγάλη επιδρομή στο Κερί. Κουβέντα δεν αναφέρει για την τουλάχιστον εξίσου επιτυχημένη επίθεση στη Λιθακιά. Γεννιέται έτσι η υποψία πως ίσως πρόκειται για την ίδια επιδρομή. Η Λιθακιά και το Κερί είναι χωριά γειτονικά, ο αριθμός των πλοίων ήταν σχεδόν ο ίδιος, ο τύπος τους μάλλον ήταν ο ίδιος – πιθανότατα μεγάλες φούστες, οι οποίες συχνά αναφέρονταν σαν γαλιότες, ενώ ο Randolph με τον όρο μπριγκαντίνια εννοεί απλώς πειρατικά (5) – και ο αριθμός των αιχμαλώτων δεν διαφέρει πολύ.

 
Ο Randolph δεν μας λέει ποιά χρονιά έγινε η επίθεση του Τουράμπεη. Είναι όμως γνωστό πως ο τρομερός κουρσάρος έκανε την εμφάνιση του γύρω στα 1656 και για πολλά χρόνια τριγύριζε τη Ζάκυνθο σαν καρχαρίας. Στα τελευταία χρόνια του πολέμου της Κάντιας οι επιχειρησιακές ανάγκες του Οθωμανικού στόλου τον τράβηξαν προς το κύριο μέτωπο των επιχειρήσεων και εκεί, κοντά στο ακρωτήριο της Αγίας Πελαγίας το Μάρτη του 1668, τα 12 πλοία του Τουράμπεη συγκρούστηκαν με 5 γαλέες υπό τον Lorenzo Corner. Ο αρχικουρσάρος σκοτώθηκε και ο στολίσκος του καταστράφηκε. Στο χρονικό διάστημα μεταξύ 1656 και 1668 λοιπόν έγινε η επιχείρηση στην οποία αναφέρεται ο Άγγλος έμπορος. Δίνει πάντως την εντύπωση πως έγινε σε γιορτή της Παναγίας, ίσως το Δεκαπενταύγουστο στο πανηγύρι της Κεριώτισσας.

Μόνο που το Κερί δεν πατιόταν με αστραπιαία επιχείρηση μιας νύχτας γιατί βρίσκεται σε εδάφη δύσβατα και οι κοντινές ακτές είναι απρόσιτες. Γι αυτό και έχει υποτεθεί πως οι αιχμάλωτοι πάρθηκαν από την περιοχή ‘του πόρτου του Κεριού’, δηλαδή τη Λίμνη (6). Τι να κάνανε όμως διακόσια τόσα άτομα, συγκεντρωμένα έτσι ώστε να συλληφθούν σε ελάχιστο χρόνο, νυχτιάτικα στην ερημιά της Λίμνης; Παρέα στα κουνούπια; Το κοντινότερο χωριό, πάνω στα υψώματα, ήταν η Άμπελος αλλά ποτέ ο πληθυσμός της δεν φαίνεται να πλησίασε τις 200 ψυχές. Από γύρω στα 150 άτομα το 16ο αιώνα είχε φτάσει να έχει μόνο 19 κατοίκους στις αρχές του 19ου, κι αυτοί άρρωστοι από τους πυρετούς της κοντινής Λίμνης. Ακόμα, πως είναι δυνατό να μπήκε ολόκληρος στόλος στον κόλπο του Λαγανά, χωρίς να τον δουν από μίλια μακριά οι βαρδιάνοι αφού το καλοκαίρι η νύχτα διαρκεί λίγο και τα παράλια φυλάγονταν άγρυπνα;

Σε αντίθεση με τη υποτιθέμενη επιδρομή στο Κερί αυτή της Λιθακιάς φανερώνει μια καταδρομική επιχείρηση τολμηρή αλλά άρτια σχεδιασμένη. Έγινε χειμώνα, πριν ξεκινήσουν οι βάρδιες κατά το Μάρτη. Ο Τουράμπεης ρισκάρισε αλλά τον βοήθησε ο καιρός και τα κατάφερε. Ήταν επιδρομή νυχτερινή, και αυτό το προδίνει η προσεκτικά επιλεγμένη ημερομηνία. Στις 17 Φεβρουαρίου δεν ήταν μόνο μακριά η νύχτα, είχε και πανσέληνο (7) – γιατί επιδρομή τελείως στα τυφλά δεν γίνεται. Ενώ στην περιοχή του Κεριού οι μέχρι και χίλιοι πειρατές θα είχαν πρόβλημα συνοχής, και μπορεί ακόμα και να χάνονταν στους λόγγους και στα λαγκάδια, τα δυόμισι χιλιόμετρα από την παραλία  ως τη Λιθακιά ήταν πεδινά, και μπορούσαν να προχωρήσουν γρήγορα και απρόσκοπτα μέσα από τα αμπέλια και τα λιόφτα.

Φαίνεται πως οι πληροφορίες του Randolph περιέχουν αρκετές ανακρίβειες και πρόκειται για μία και την αυτή επιδρομή. Άλλωστε δεν μπορεί να έπιασε ο Τουράμπεης στον ύπνο τους Ζακυνθινούς δύο φορές, στην ίδια περιοχή και με τον ίδιο τρόπο. Όταν ο Άγγλος μιλάει για Κερί εννοείται η ευρύτερη περιοχή της χερσονήσου του Κεριού. Οι κανονιοβολισμοί τα χαράματα στο Πόρτο είναι σε οποιαδήποτε περίπτωση υπερβολή – πρέπει να κόντευε γιόμα και η Χώρα να ήταν ανάστατη από ώρα. Όσο για τη γιορτή της Παναγίας, αυτή ήταν μεν εφεύρεση του Randolph αλλά όχι τελείως αβάσιμη. Ο Τουράμπεης είχε φροντίσει να πιάσει τους Ζακυνθινούς όχι μόνο κοιμισμένους αλλά και όσο γίνεται περισσότερο πιωμένους. Το Πάσχα του 1658 έπεσε στις 21 Απριλίου (8). Στις 17 Φεβρουαρίου ήταν Κυριακή του Ασώτου, που στη Ζάκυνθο λέγεται Γουρουνοκυριακή και ήταν η αρχή του δεκαπενθήμερου αποκριάτικου ξεφαντώματος. Αυτό το Καρναβάλι του 1658 πρέπει να ήταν το χειρότερο στην ιστορία του νησιού.

Βαρκούλες οπού φεύγετε, βαρκούλες σταματήστε·

αυτό το νιό που πήρατε τάχα μην τον πουλείτε;

Χίλια έδινα να τον ιδώ, χίλια να του μιλήσω,

χίλια έδινε η μανούλα του και χίλια η αδρεφή του.

Κι ο νιός απηλογήθηκε με το γλυκό το στόμα:

Έχετε γρόσια; φάτε τα· φλωρία; φυλάξετε τα·

κι όταν ασπρίσει ο κόρακας και γένει περιστέρι

τότε και συ μανούλα μου εμένανε ακαρτέρει.

 

 

 

--------------------------------------------------------------- 

(1)  Διασώθηκε από τον Αρχιεπίσκοπο Νικόλαο Κατραμή στα Φιλολογικά Ανάλεκτα Ζακύνθου, Ζάκυνθος 1880, σσ. 477 – 478.

(2)  Παναγιώτης Χιώτης, Ιστορικά Απομνημονεύματα, τ. 3ος, σ. 222, και William Miller, Essays on the Latin Orient, Κέιμπριτζ 1921, σ. 221. Υπάρχει πάντως κάποιο πρόβλημα με την παραπομπή που δίνει ο Χιώτης αφού δεν υπήρξε προβλεπτής Ζακύνθου με το όνομα Antonio Venier.

(3)  Κωνσταντίνος Σάθας, Ελληνικά Ανέκδοτα, τ. 1ος, Αθήνα 1867, σ. 228. Ο Λεωνίδας Ζώης, στο Λεξικόν του, τ. 1ος, σ. 354, γράφει πως οι απαχθέντες ήταν 103. Είναι πιθανό η επιδρομή αυτή να σχετίζεται με το θρύλο της Ανθρώπινης Σπηλιάς, σύμφωνα με τον οποίο 150 Λιθακιώτες κρυμμένοι εκεί πέθαναν από ασφυξία όταν πειρατές άναψαν φωτιά στην είσοδο.

(4)  Bernard Randolph, The present state of the Morea, έκδοση 3η, Λονδίνο 1689, σ. 13.

(5)  Με τον όρο brigantine οι Άγγλοι περιέγραφαν σχετικά μικρά και ευέλικτα πολεμικά που συνήθιζαν να χρησιμοποιούν οι brigands, δηλαδή οι ληστές ή πειρατές, πριν η λέξη χρησιμοποιηθεί για να δηλώσει συγκεκριμένο τύπο πλοίου.

(6)  Ντίνος Κονόμος, Ζάκυνθος Πεντακόσια Χρόνια (1478 -1978), τόμος 3ος, Πολιτική Ιστορία (Τεύχος Α΄ 1478 – 1800), Αθήνα 1981, σ. 141.

(7)  Η πληροφορία προέρχεται από σχετικό πίνακα της NASA: http://eclipse.gsfc.nasa.gov/phase/phases1601.html

(8)  Ο αλγόριθμος για την ταύτιση των ημερομηνιών προήλθε από την ιστοσελίδα:
http://www.smart.net/~mmontes/ec-cal.html

Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2013

Ο Jan Struys (υποβοηθούμενος) για τη Ζάκυνθο του 17ου αιώνα


Άποψη της Ζακύνθου το 1682

Ο Jan Struys (1629 – 1694) ήταν Ολλανδός ναυτικός και πολύ πιθανόν να μην ήξερε να γράψει ούτε το όνομα του. Πανιά μπάλωνε ο άνθρωπος, αυτή ήταν η ειδικότητα του. Είναι πολύ πιθανό επίσης να δει κανείς σήμερα αναφορές στο πρόσωπο του στις οποίες χαρακτηρίζεται συγγραφέας, ακόμα και καλλιτέχνης. Το 1677 εκδόθηκε στο Άμστερνταμ ένα βιβλίο, το οποίο είχε υποτίθεται συγγράψει και που εξιστορούσε τα μακρινά ταξίδια και τις ατέλειωτες περιπέτειες του από το 1647 μέχρι το 1673. Το βιβλίο είχε τεράστια επιτυχία και μεταφράστηκε σε αρκετές γλώσσες τα επόμενα χρόνια. Όσοι σύγχρονοι μας όμως έχουν ασχοληθεί με τα αναφερόμενα στο βιβλίο αυτό έχουν σοβαρότατες αμφιβολίες:  όχι μόνο για το αν, και κατά πόσο, το έγραψε ο ίδιος και το αν μερικά από τα σχέδια που το διακοσμούν είναι δικά του αλλά και για το πόσες από τις περιπέτειες του είναι αληθινές.

Οι αμφιβολίες αυτές, για να μην πω η βεβαιότητα, είναι δικαιολογημένες σε μεγάλο βαθμό αλλά όχι πάντα. Είναι προφανές ότι αυτός που σχεδίασε τους Τατάρους και τους Ταϊλανδούς που παρουσιάζονται στο τρίτο μέρος του βιβλίου δεν τους είχε δει ούτε στον ύπνο του. Όσον όμως αφορά το δεύτερο μέρος, τα γεγονότα και οι τόποι που περιγράφονται είναι αρκετά πειστικά. Σε αυτό ο Struys εξιστορεί το πως πήρε μέρος στις θαλάσσιες επιχειρήσεις του Κρητικού Πολέμου στα 1656 – 1657 και περιγράφει τα μέρη που επισκέφτηκε. Αναφέρει πολλά για την πολεμική δράση του Βενετού ήρωα Lazzaro Mocenigo, τα οποία σε γενικές γραμμές συμπίπτουν τόσο με τα γνωστά ιστορικά γεγονότα όσο και με αυτά που έγραψε τότε ο Ζακυνθινός Θεόδωρος Μοντσελέζε (2). Θα έλεγα μάλιστα ότι ο Struys είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα.

Για παράδειγμα, λέει πως ο Mocenigo έχασε το μάτι του από σκλήθρα, κάτι που συνέβαινε πολύ συχνά στις ναυμαχίες εκείνου του καιρού, όταν τα θραύσματα του ίδιου του πληγέντος πλοίου δημιουργούσαν περισσότερες απώλειες από ότι οι μπάλες των εχθρικών κανονιών. Αν ο Mocenigo είχε χτυπηθεί από σφαίρα, όπως λένε άλλες πηγές περιλαμβανομένου του Μοντσελέζε, όχι μόνο δεν θα ήταν σε θέση να συνεχίσει να πολεμάει αλλά πιθανότατα δεν θα είχε ούτε καν επιβιώσει.

Μια από τις ιστορίες που έχουν προκαλέσει σχόλια δυσπιστίας είναι η επιτυχής αντιμετώπιση στη Λέσβο διακοσίων Τούρκων ιππέων από δώδεκα Ολλανδούς και δεκαπέντε Έλληνες, πειναλέους και χωρίς αξιωματικούς ή στοιχειώδη οργάνωση. Όταν όμως σκεφτεί κανείς πως σε όλη τη διάρκεια της συμπλοκής οι Χριστιανοί αμύνονταν, για ένα διάστημα μάλιστα ήταν οχυρωμένοι σε ένα εγκαταλειμμένο κάστρο, και ότι χρησιμοποιούσαν μουσκέτα, είχαν δηλαδή πλεονέκτημα βεληνεκούς και διαμετρήματος απέναντι στις ελαφριές καραμπίνες των Τούρκων, η έκβαση της αναμέτρησης δεν είναι και τόσο απροσδόκητη. Ειδικά αν ο Struys υπερέβαλλε κάπως στην εκτίμηση του αριθμού των αντιπάλων, οι οποίοι ας σημειωθεί πολεμούσαν έφιπποι.

Βέβαια, το να ψάχνει ο φουκαράς ο Jan σταφύλια σε ένα αμπέλι Μάη μήνα, με συνέπεια την αιχμαλωσία του, μόνο μειδιάματα δυσπιστίας μπορεί να προκαλέσει. Τι μπορεί όμως να περιμένει κανείς από έναν Ολλανδό που ερχόταν στην Ελλάδα για πρώτη φορά; Δεν είναι καθόλου σίγουρο πως ο Struys πρωταγωνίστησε σε όλα τα γεγονότα που διηγείται. Ίσως να μην ήταν καν αυτόπτης μάρτυρας, και ίσως ακόμη οι συγκυρίες και οι χρονικές στιγμές να ήταν λίγο διαφορετικές. Παρόλα αυτά η διήγηση παραμένει πειστική. Οι συνέπειες μιας αποτυχημένης απόδρασης (ακρωτηριασμός μύτης ή αυτιού), οι περιπλανήσεις από το ένα σκλαβοπάζαρο στο άλλο, τα παζάρια για τα λύτρα, είναι όλα απόλυτα ρεαλιστικά και δείχνουν εμπειρία αιχμαλωσίας. Οι διηγήσεις του δεύτερου ταξιδιού του Struys, ακόμα και αν δεν είναι πέρα για πέρα αληθινές, φαίνεται πως δεν είναι σκέτα παραμύθια.

Στη Ζάκυνθο ο Struys ήρθε δύο φορές. Την πρώτη, στις 20 Απριλίου του 1656, ταξιδεύοντας από τη Βενετία, όταν μετά δέκα μέρες σταμάτησαν για νερό. Με την ευκαιρία αγόρασαν και κρασί, το οποίο μας λέει ότι ήταν εξαιρετικό και αρκετά φτηνό: λίγο παραπάνω από πέντε γαλόνια κάνανε ένα σκούδο. Τη δεύτερη φορά, Ιούνιο του 1657, μας λέει περισσότερα (3):

Το νησί της Ζακύνθου βρίσκεται σε γεωγραφικό πλάτος 38 μοιρών, περίπου 13 Αγγλικές λεύγες από την Κεφαλονιά. Σε αυτό το νησί βρίσκεται μια πόλη με κάπου 4000 σπίτια, ή μάλλον σπιτάκια, χωρίς καμινάδες, το οποίο λέγεται πως οφείλεται στους σεισμούς, από τους οποίους κινδυνεύουν καθημερινά. Αλλά τα δημόσια κτίρια, τόσο από άποψη θέσης όσο και γερής κατασκευής είναι πολύ αξιόλογα. Για παράδειγμα το κάστρο είναι χτισμένο πάνω σε ένα ψηλό λόφο, και λόγω φυσικής θέσης  και τεχνικής κατασκευής φαίνεται σχεδόν απρόσιτο, και είναι εφοδιασμένο με πυροβολικό και κατάλληλα πολεμικά πυρομαχικά. Αυτό το νησί έχει αρκετά ακρωτήρια, το πιο σημαντικό είναι το Capo del Guardo (Σκοπός) στα νότια και Capo de Tiri (Ακρωτήρι) στα ανατολικά. Μεταξύ των δύο κείται ένα ευρύχωρο λιμάνι, που λέγεται Porto de Chietto (Χώρα), με ένα καλό αγκυροβόλιο στα 14,5 μέτρα βάθος. Η Ζάκυνθος έχει 45 χωριά και συνοικισμούς οι κυριότεροι από τους οποίους είναι κοντά στη θάλασσα, συγκεκριμένα, St. Chietto (4), Littachia (Λιθακιά), Pigalachia (Πηγαδάκια), Sculicado (Σκουληκάδο), Saint Nicholo (Άγιος Νικόλας) και Natte (5). Το τελευταίο έχει ένα λιμάνι ικανό να χωρέσει 100 γαλέες. Στο λοφώδες μέρος του νησιού υπάρχουν μονές, ασκητήρια και λατρευτικοί χώροι της Ελληνικής (Ορθόδοξης) Εκκλησίας, οι οποίοι έχουν ένα Επίσκοπο εδώ όπως και οι Ρωμαιοκαθολικοί, αλλά οι Έλληνες ξεπερνάνε τους Ιταλούς σε αριθμό, και κατά συνέπεια η θρησκεία τους έχει μεγαλύτερη λαμπρότητα. Αμέσως μόλις επιβιβαστείς σε προσεγγίζει μια ομάδα Εβραίων που σε ρωτάνε αν έχεις να αλλάξεις συνάλλαγμα. Αυτοί κάνουν οποιαδήποτε αξιοπεριφρόνητη συναλλαγή, αλλά ιδιαίτερα δουλεμπόριο, όταν οι Άγγλοι, οι Γάλλοι, ή οι Ολλανδοί φέρουν τίποτα σάικες (6) ή άλλα Τούρκικα πλοία. Η Ζάκυνθος έχει πολύ εύφορο χώμα και είναι πολύ παραγωγική, δεν υστερεί σε τίποτα από την Κεφαλονιά και την ξεπερνάει σε ποιότητα και ποσότητα κρασιού, έχει όμως ακόμα μεγαλύτερη έλλειψη νερού, τόσο που μερικές φορές οι κάτοικοι αναγκάζονται να ζυμώσουν με κρασί για να φτιάξουν το ψωμί τους. Φτιάχνουν και εδώ νοστιμότατο αυγοτάραχο (7), ιδιαίτερα τον Ιούλιο και τον Αύγουστο, όταν έρχονται οι μουρούνες (8) από το Αρχιπέλαγος. Οι κάτοικοι της εξοχής είναι πολυάριθμοι και κυκλοφορούν όλοι οπλισμένοι – έτσι που όταν οι Τούρκοι κουρσάροι στέλνουν στην ακτή μερικούς άνδρες για να πάρουν σκλάβους πολύ συχνά αιχμαλωτίζονται οι ίδιοι. Γι αυτό το σκοπό οι Βενετοί διατηρούν 70 ή 80 καβαλάρηδες, για να ιππεύουν κατά μήκος των παραλίων μέρα-νύχτα. Φέραμε μαζί μας μερικούς φρέσκους πεζικάριους για να αντικαταστήσουν τους παλιούς.

Τουρκική σάικα

Είναι φανερό ότι στα περί της Ζακύνθου του Struys έχουν παρεμβληθεί πληροφορίες που δεν είναι δικές του. Ο πραγματικός, ο σκιώδης συγγραφέας του βιβλίου είχε διαβάσει George Sandys, Johannes Cotovicus και ίσως και άλλους. Πιθανολογώ ότι το χεράκι του είχε βάλει στη συγγραφή ο Olfert Dapper, Ολλανδός ‘περιηγητής της πολυθρόνας’, ο οποίος είχε γράψει για όλο τον κόσμο, και είχε γεμίσει αρκετές σελίδες για τη Ζάκυνθο, χωρίς να έχει πάει ο ίδιος πουθενά. Πιστεύεται ότι ο Dapper και ο Struys γνωρίζονταν. Ενισχυτικό στοιχείο είναι ότι κάποια από τα σχέδια στο βιβλίο του Struys, ανυπόγραφα, είναι σχεδόν σίγουρα του Pieter Schei, του οποίου απεικόνιση της Ζακύνθου περιλαμβάνεται στο έργο του Dapper (9). Θα πρέπει λοιπόν να δούμε αυτό το κείμενο όχι τόσο σαν περιγραφή της Ζακύνθου από το Struys αλλά σαν μια περίληψη όσων ήταν γνωστά για τη Ζάκυνθο στην Ολλανδία των μέσων του 17ου αιώνα.

Ανάμεσα τους υπάρχουν αρκετές ανακρίβειες, με πρώτο και καλύτερο τον αρκετά διαδεδομένο αστικό μύθο του ζυμώματος με κρασί λόγω λειψυδρίας. Ούτε βέβαια στη Ζάκυνθο υπήρχε δεσπότης εκείνο τον καιρό, πρωτοπαπάς ήτανε, και μακάρι το Σκουληκάδο να είχε και αυτό παραλία. Υπάρχουν όμως και μερικά στοιχεία που αξίζουν προσοχής και οδηγούν σε κάποιο προβληματισμό.

Το ότι οι Εβραίοι ασχολούνταν με το δουλεμπόριο είναι απόλυτα λογικό. Από όλους τους Ζακυνθινούς οι Εβραίοι ήταν αυτοί που είχαν τις πλατύτερες διασυνδέσεις, οικογενειακές, κοινωνικές και εμπορικές σε όλη σχεδόν την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Τους ήταν λοιπόν πιο εύκολο να διαπραγματευτούν με τους συγγενείς ή ευεργέτες των αιχμαλώτων και επιπλέον, λόγω καλύτερης πληροφόρησης, να πετύχουν το μεγαλύτερο δυνατό περιθώριο κέρδους.

Ο αριθμός των 70 ή 80 Στρατιωτών σε υπηρεσία ανά πάσα στιγμή είναι επίσης τόσο λογικός όσο και διαφωτιστικός. Οι αναφορές στους Στρατιώτες της Ζακύνθου, στη διάρκεια 200 περίπου χρόνων, από την αρχή της Βενετοκρατίας μέχρι τα τέλη του 17ου αιώνα, οπότε και στερεύουν, δείχνουν ένα λίγο-πολύ σταθερό αριθμό 130 ιππέων. Από αυτούς, το 10% περίπου ήταν έμμισθοι (provisionati) και υπηρετούσαν όλο το χρόνο, εγκατεστημένοι στην προς Μπόχαλη περιοχή των τειχών του Κάστρου. Η καταγωγή τους δεν είναι γνωστή αλλά μάλλον δεν ήταν απαραίτητα Ζακυνθινοί. Οι υπόλοιποι ήταν ντόπιοι, άμισθοι, με μοναδική ‘αμοιβή’ την απαλλαγή τους από τη φορολογία τη χρονιά που υπηρετούσαν. Γι αυτό και αποκαλούνταν decimali, επειδή δεν πλήρωναν τη decima ή δεκάτη.

Είναι επίσης γνωστό πως τα παράλια φυλάγονταν για 8 μήνες το χρόνο, αφού το χειμώνα ήταν πολύ δύσκολο και επικίνδυνο για τους Τούρκους και τους Βορειοαφρικανούς να επιδοθούν σε επιδρομές. Πόσο καιρό πραγματικά ήταν υποχρεωμένοι αυτοί οι ελεύθεροι μικροκτηματίες, με εισόδημα αρκετό για την απόκτηση και διατήρηση αλόγου, να υπηρετούν; Ήταν δυνατό να εγκατέλειπαν τις περιουσίες τους για 8 ολόκληρους μήνες και να φυλάνε νύχτα-μέρα τις παραλίες με μοναδική αποζημίωση ίση με το ένα δέκατο του εισοδήματος τους; Μα τι εισόδημα θα είχαν εκείνο το χρόνο αν δεν όργωναν, δεν έσπερναν, δεν τρυγούσανε τις σταφίδες;

Αν ο αριθμός που δίνει ο Struys είναι σωστός, τότε, αφαιρώντας των αριθμό των έμμισθων, καταλήγουμε σε 60 περίπου καβαλάρηδες, πιθανότατα χωρισμένους σε τρεις εικοσαμελείς ομάδες, κάθε μία από τις οποίες φύλαγε έναν από τους τρεις αμυντικούς τομείς του νησιού: το βόρειο, βασικά τις Αλυκές και τον Αλυκανά, τον κεντρικό, μάλλον μαζί με τους έμμισθους, από τα Γερακαρία μέχρι το Βασιλικό, και το νότιο, τον κόλπο του Λαγανά. Οι μισοί δηλαδή από τους 120 υπόχρεους βάρδιας Στρατιώτες πρέπει να εναλλάσσονταν κάθε λίγες μέρες με τους άλλους μισούς, έτσι ώστε να τους δίνεται η ευκαιρία να κάνουν τις δουλειές τους και ταυτόχρονα να υπάρχει μια σημαντική δύναμη άμεσης επέμβασης, με στόχο την αποσόβηση ενός πειρατικού αιφνιδιασμού.

Γιατί όμως αυτοί οι άνθρωποι παρουσιάζονταν και υπηρετούσαν με τα άλογα τους; Γιατί να μην παρουσιαστούν πεζοί όταν έφτανε η σειρά τους, όπως και όλοι οι άλλοι χωρικοί, μικροκτηματίες και σέμπροι, να κάμουν τη βάρδια τους στην πολιτοφυλακή; Η αμοιβή ήταν ίδια, μόνο φοροαπαλλαγή. Γιατί να ρισκάρουν ένα τραυματισμό ή και θάνατο του πολύτιμου ζώου τους; Γιατί να μην το νοικιάσουν σε κάποιον για όσο διάστημα έκαναν βάρδια; Δεν μπορεί παρά να ήταν υποχρεωμένοι να έχουν άλογο. Και η υποχρέωση αυτή δεν μπορεί παρά να πήγαζε από την ίδια τη γη που έτρεφε αυτούς και τις οικογένειες τους. Οι πρόγονοι τους δεν την είχαν αγοράσει τη γη. Τους είχε παραχωρηθεί δωρεάν στην αρχή της Βενετοκρατίας επειδή ακριβώς ήταν Στρατιώτες. Αυτή η παραχώρηση ήταν δεμένη με την υποχρέωση να διατηρούν άλογα και να υπηρετούν με αυτά. Οι απόγονοι τους κληρονόμησαν, μαζί με τη γη, και την υποχρέωση. Κληρονόμησαν όμως και την παράδοση, την περηφάνια και την επιθετικότητα του καβαλάρη. Και αν οι Στρατιώτες σαν σώμα υπήρξαν στη Ζάκυνθο για δύο αιώνες – για τόσο μπορούμε να είμαστε σίγουροι – η αγάπη των Ζακυνθινών για τα άλογα και τα όπλα κρατάει μέχρι σήμερα. Ιδιαίτερα σε περιοχές όπου είχαν εγκατασταθεί Στρατιώτες, όπως για παράδειγμα το Σκουληκάδο.

Ένας άλλος Ολλανδός Jan, ο Jan Swart Van Groeningen, ζωγράφισε αυτό τον καβαλάρη γύρω στα 1550, εμπνευσμένο από τον τρόπο που ντύνονταν και ίππευαν οι Στρατιώτες αλλά με ένα τεράστιο, εξωπραγματικό καπέλο.
 

------------------------------------------------------------------------ 

1)  Drie aanmerkelijke en seer rampspoedige Reysen, Door Italien, Griekenlandt, Lijflandt, Moscovien, Tartarijen, Meden, Persien, Oost-Indien, Japan, en verscheyden andere Gewesten ... Nevens 2 Brieven, particulierlijk verhandelende het overgaan van Astracan, ... by D. Butler ... ; Met verscheydene curieuse koopere pl. ; Hier is noch by gevoeght Frans Jansz van der Heyden vervaarlijke Schipbreuk van't Oost-Indisch Jacht ter Schelling onder het Landt van Bengalen.

2)  Ανδραγαθίαν του Εκλαμπρωτάτου και Ανδρειωτάτου Λαζάρου Μητζηνίγου : Έτι δε και τα όσα εσυνέβησαν αναμεταξύ την Γαληνοτάτην, και Χριστιανικωτάτην Αφθεντίας των κλινών Ενετιών κατά του Ισμαήλ, επί της προστασίας του Εκλαμπρωτάτου Καπετάν Γενεράλε Λωρέντζου Μαρτζέλλου, Έως την προστασίαν του Καπετάν Γενεράλε Λαζάρου Μητζηνίγου, Προς τους αυτυχάνοντας τω παρόντι ποιήματι πάσαν χαράν, και ευφροσύνην παρά Θεού. / Ποιηθήσα υπό του Κυρού Θεοδώρου Μοντζελέζε, Λεγόμενος Λούστρος Τζακίνθιος, Βενετία, 1657.

3)  Το κείμενο το μετέφρασα από την Αγγλική μετάφραση του John Morisson, The voiages and travels of John Struys through Italy, Greece, Muscovy, Tartary, Media, Persia, East-India, Japan, and other countries in Europe, Africa and Asia : containing remarks and observations upon the manners, religion, polities, customs and laws of the inhabitants;, and a description of their several cities, towns, forts, and places of strength : together with an account of the authors many dangers by shipwreck, robbery, slavery, hunger, torture, and the like. : And two narratives of the taking of Astracan by the Cossacks, Λονδίνο, 1684.

4)  Οι Ολλανδοί τη Ζάκυθο την ακούσανε Σάνκιετο και νομίσανε πως πρόκειται για όνομα αγίου. Έτσι εφευρέθηκε ο Σαν Κιέτο.

5)  Η πίσσα που αναδύεται στη Λίμνη του Κεριού ήταν αφορμή να αποκαλείται Porto di Natta (Λιμάνι της Νάφθας). Η ονομασία επεκτάθηκε σε ολόκληρο τον κόλπο του Λαγανά. Εδώ ο συγγραφέας μπορεί να εννοεί τη Λίμνη του Κεριού, το πιθανότερο, ή και το μυχό του Λαγανά, όπου το ακρωτήριο του Αγίου Σώστη σχημάτιζε ένα αρκετά καλό λιμάνι μέχρι το 1633 που κατακρημνίσθηκε. Η κατακρήμνιση δεν σήμαινε και άμεση εξαφάνιση και τα συντρίμμια θα σχημάτιζαν ένα είδος λιμενοβραχίονα για κάμποσες δεκαετίες. Και οι δύο όρμοι σχημάτιζαν τόξα με χορδή πάνω από ένα χιλιόμετρο. Η θάλασσα είναι ρηχή και δεν ήταν πολύ κατάλληλη για μεγάλα εμπορικά αλλά μπορούσαν κάλλιστα να χωρέσουν 100 κάτεργα, των οποίων το βύθισμα συχνά δεν ξεπερνούσε και πολύ το ένα μέτρο.

6)  Τύπος εμπορικού πλοίου, σχετικά μικρού εκτοπίσματος.

7)  Το ίδιο είχε πει και για την Κέρκυρα.

8)  Δεν πρόκειται για μουρούνες αλλά για κεφάλους.

9)  Naukeurige Beschryving van Morea, eertijts Peloponnesus; en de Eilanden, gelegen onder de Kusten van Morea, en Binnen en Buiten de Golf van Venetien, Άμστερνταμ, 1688.
Άδεια Creative Commons
Αυτή η εργασία από το http://pampalaia.blogspot.com/ χορηγείται με άδειαCreative Commons Αναφορά προέλευσης - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 3.0 Μη εισαγόμενο .