Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2020

Καλό κουράγιο

Χριστούγεννα και κοντεύει χρόνος. Χωρίς να μπορούμε να τα πούμε σαν άνθρωποι, να δουλέψουμε όπως πρώτα, να ταξιδέψουμε. Είπα να σας στείλω μερικές εικόνες από τη ζωή εδώ. Δεν είναι όλα μαύρα. 23 Δεκεμβρίου χτές, πήγαμε βόλτα στο ποτάμι, τον Τάμεση. Δεν έκανε κρύο, είχε καμιά δεκαριά βαθμούς. Όμως η καλοκαιρινή πράσινη πανδαισία έχει εξαφανιστεί. Κι έτσι όμως είναι όμορφα.
Το ποτάμι έχει πολύ νερό αλλά ο κόσμος είναι λίγος, τουλάχιστον στο Richmond. Τα μαγαζιά βέβαια είναι κλειστά, τα περισσότερα.
Γλάροι, πάπιες και ερωδιοί ξεκουράζονται πάνω στις βάρκες.
Ένα από τα λίγα ανοιχτά μαγαζιά.
Πουλάει και λάδι και άλλα καλά από την Ελλάδα. Δεν χρειάζεται να ρωτήσεις τόπο καταγωγής των ιδιοκτητών. Σίγουρα Κρητικοί.
Πιο κάτω, σ' ένα δέντρο που φυτρώνει σ΄ένα νησάκι, υπάρχουνε πέντε με έξι μεγάλες φωλιές. Οι ένοικοι; Ερωδιοί.
Στο επόμενο νησάκι άλλο δέντρο, με καμιά δωδεκαριά κορμοράνους. Μεγάλα πουλιά αλλά όχι τόσο όσο οι ερωδιοί. Έρχονται και προσγειώνονται ατζαμήδικα. Η ώρα είναι περασμένες τρεις, σκοτάδι σε λιγότερο από ώρα. Μέχρι τότε το δέντρο θα έχει γεμίσει.
Με τίποτα δεν φτάνουν τους ερωδιούς.
Συνεχίζουμε τον περίπατο θαυμάζοντας τη φύση. Εδώ Λιβανέζικοι κέδροι στη βορεινή πλευρά του ποταμού.
Λίγο πιο πέρα διάφορα σκάφη αραγμένα. Και μερικά πλωτά σπίτια. Ανάμεσα τους κυματίζει περήφανα η σημαία της Καταλωνίας.
Συνεχίζουμε, σε ένα στενό παραποτάμιο δρόμο. Από τη μια το ποτάμι και από την άλλη μια αντιπλημυρική τάφρος. Σχεδόν γεμάτη κι αυτή.
Απέναντι μας το Isleworth. Λίγο αριστερά, δεν φαίνεται, είναι η pub London Apprentice. Αρκετά πιο μέσα είναι το σπίτι μου. Νυχτώνει, ώρα για επιστροφή.
Και τσουπ, να κι άλλος ένας μετανάστης. Είχα πρωτοδεί παπαγαλάκια στην ίδια περιοχή πριν πάνω από είκοσι χρόνια. Τότε δεν τα ήξερε κανείς. Τώρα το Λονδίνο είναι γεμάτο. Κι ένας κορμοράνος πάει βιαστικός για το δέντρο.
Αυτό το τελευταίο είναι σημερινό. Πιο ωραία μέρα, με ήλιο αλλά πολύ πιο κρύα. Ο σκίουρος όμως είναι καλά προστατευμένος.
Καλά Χριστούγεννα και νά είστε καλά. Ο επόμενος χρόνος, δεν μπορεί, θα είναι καλύτερος.

Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2020

Ο Μουχτάρ Πασάς, ο Κωλέττης, ο Μπάυρον και η Ρούσσω

 


Στις 28 Νοεμβρίου του 1993, στο ένθετο της Καθημερινής Επτά Ημέρες, δημοσιεύτηκε η παραπάνω φωτογραφία με την εξής λεζάντα: Η πρώτη Ελληνίδα κάτοικος του Σίδνεϊ, η Αικατερίνη Πλέσσα-Κράμερ, ήταν η κόρη της περίφημης Κυρά-Βασιλικής του Αλή Πασά! Έφτασε στην Αυστραλία ακολουθώντας το σύζυγο της, που υπηρετούσε αρχικά στον Αγγλικό στρατό κατοχής, στα Επτάνησα. Επρόκειτο για ένα αφιέρωμα στον Ελληνισμό της Αυστραλίας και το συγκεκριμένο άρθρο ήταν γραμμένο από τον Hugh Gilchrist (1916 – 2010), συγγραφέα, ερευνητή, πρώην πρέσβη της Αυστραλίας στην Αθήνα, και θερμό φιλέλληνα. Καμία όμως παραπέρα αναφορά δεν γινόταν στο άρθρο για αυτή τη γυναίκα.

Έτυχε και το διάβασα, μία ή δύο μέρες αργότερα, τόσο κάνανε να έρθουνε στο εξωτερικό οι χρυσοπληρωμένες ελληνικές εφημερίδες. Δεν ξέρω τι επίδραση είχε η λεζάντα της φωτογραφίας σε άλλους, εγώ όμως, όντας Ζακυνθινός, έμεινα αποσβολωμένος. Έχουμε μάθει, όχι εντελώς αδικαιολόγητα, το επώνυμο Πλέσσας να το θεωρούμε Ζακυνθινό. Στη Ζάκυνθο αυτοί που το φέρουν, μαζί με αυτούς που λανθασμένα το γράφουν Πλαίσας, μετριούνται σε εκατοντάδες. Υπάρχουν μερικοί στην Κεφαλονιά και ίσως στην Κέρκυρα, αλλά πολύ λίγοι. Το πρόβλημα όμως ήταν κυρίως ότι η Κυρά-Βασιλική δεν έζησε ποτέ στα Εφτάνησα. Πως στην ευχή βρέθηκε στα Εφτάνησα η κόρη της; Αν υποθέσουμε ότι είχε κόρη, γιατί απ’ όσο ξέρουμε δεν έκανε παιδιά. Έτσι ξεκίνησα να βρω την αλήθεια ή μάλλον το λάθος.

Το λάθος ήταν πως η μητέρα της Αικατερίνης Πλέσσα-Κράμερ ήταν η Κυρά Βασιλική αλλά όχι του Αλή Πασά. Του Μουχτάρ Πασά ήταν, πρωτότοκου γιού του Αλή. Και η κόρη της καμία σχέση δεν είχε με τη Ζάκυνθο. Η ιστορία της όμως είναι απόλυτα συναρπαστική, σχεδόν μαγική, και αξίζει να την πούμε. Είναι η ιστορία μιας κοπέλας που μεγάλωσε μπαινοβγαίνοντας στο παλάτι του Μουχτάρ στα Γιάννενα, αρραβωνιάστηκε τον μετέπειτα πρωθυπουργό της Ελλάδας, γνώρισε το Λόρδο Μπάυρον στο σπίτι του θείου της στο Μεσολόγγι και τελικά έφυγε από την Ελλάδα για να μη γυρίσει πίσω ποτέ.

Η Κυρά Βασιλική του Αλή Πασά, κόρη του Κίτσου Κονταξή, γεννήθηκε σε ένα χωριό που σήμερα βρίσκεται πολύ κοντά στα Ελληνοαλβανικά σύνορα, την Πλεσίβιτσα. Την Πλεσίβιτσα, που μερικές φορές τη λέγανε και Πλέσσα, σήμερα τη λένε Πλαίσιο, σύμφωνα με την κακομοιριά του 20ου αιώνα. Η λέξη Πλεσίβιτσα δεν έχει νόημα ούτε στα Ελληνικά ούτε στα Αλβανικά. Η καταγωγή της λέξης είναι μάλλον σλαβική και σημαίνει τόπος ακάλυπτος, καραφλός. Είναι παράξενο το πως τόσα χωριά Ελληνικά, Αλβανικά και Βλάχικα βρέθηκαν με ονόματα σλαβικά. Ίσως κάποιου Σέρβου κτηματία. Όπως φαίνεται υπήρχαν τότε αρκετοί Πλεσσαίοι στην Πλεσίβιτσα, αν και τώρα πια δεν υπάρχει κανένας. Και στ’ αλήθεια δεν ξέρει κανείς αν αυτοί ονόμασαν έτσι το χωριό ή το χωριό τους έδωσε το όνομα του. Προσωπικά πιστεύω ότι έγινε το δεύτερο. Όπως και αν ήταν κάποιος γνωστός σε ένα χωριό συχνά έπαιρνε το όνομα του χωριού του όταν μετανάστευε.

Η Πλεσίβιτσα ήταν χωριό Ελληνόφωνο αν και κοντά σε Αλβανόφωνα χωριά. Στον παρακάτω χάρτη οι κίτρινες περιοχές είναι αυτές όπου μιλιόντουσαν και οι δύο γλώσσες. Στις υπόλοιπες μιλιόντουσαν μόνο Ελληνικά. Έτσι τουλάχιστον μας λέει ο Ηπειρώτης Παναγιώτης Αραβαντινός το 19ο αιώνα.



Δεν ξέρω αν κάτοικοι της Πλεσίβιτσας κατέβηκαν νότια πριν από εφτακόσια περίπου χρόνια μαζί με τους Αρβανίτες. Όμως νομίζω πως δεν έχουν σχέση με τους Πλεσσαίους της Ζακύνθου. Πιστεύω πως αυτοί οι τελευταίοι κατάγονται από την άλλη Πλέσσα, τη σημερινή Αγία Αναστασία, στα δεξιά του χάρτη. Το λέω αυτό επειδή πολύ κοντά σε αυτή την Πλέσσα υπάρχει ένα άλλο χωριό που λέγεται ακόμα Ψήνα. Τώρα πια τα χωρίζει η Εγνατία, με την Πλέσσα στην μεριά του Μαντείου και την Ψήνα αντίθετα, αλλά είναι πολύ κοντά. Λοιπόν, ένα από τα σόγια των Ζακυνθινών Πλεσσαίων, που το γνωρίζω πολύ καλά, λέγονται ακόμα και σήμερα Ψηναίοι.

Κλείνει η παρένθεση, πίσω στην Πλεσίβιτσα. Κατά διαβολική σύμπτωση από το ίδιο χωριό προερχόταν και μια άλλη Κυρά Βασιλική, συγγενής της Κονταξή και επίσης πολύ όμορφη. Δεν ξέρω σίγουρα ποιά ήταν μεγαλύτερη, έχω δει διαφορετικές χρονολογίες για την Κονταξή, όμως νομίζω πως ήταν αυτή πιο μεγάλη κατά πέντε χρόνια περίπου. Η άλλη ήταν κόρη κάποιου Αναστάση Πλέσσου, έμπορου, που την πάντρεψε με έναν άλλο Πλέσσο, Γεώργιο Χατζηκώστα, μπακάλη στις Σέρρες της Μακεδονίας, στα δεκατέσσερα της.

Η Βασιλική Πλέσσου είχε πέντε αδελφούς αλλά οι τρεις ήταν ξενιτεμένοι. Δεν είναι γνωστό που γεννήθηκε, μάλλον στην Πλεσίβιτσα, όμως παντρεμένη έμενε στα Γιάννενα. Το λέω αυτό με σιγουριά παρόλο που ξέρουμε πως το σπίτι της ήταν κοντά στην εκκλησία της Αγίας Μαρίνας. Είχε εκκλησία της Αγίας Μαρίνας στην Πλεσίβιτσα αλλά είχε και στα Γιάννενα, στην αρχή της Καλούτσιανης, ανάμεσα στα Λιθαρίτσια και τη λίμνη για όσους ξέρουν. Εκεί λοιπόν την επισκεπτόταν ο σύζυγος της, συχνά-πυκνά ερχόμενος από τις Σέρρες και η Κυρά Βασιλική ήταν πανέμορφη. Σας δίνω την περιγραφή της από τον σύγχρονο της Γιαννιώτη Αθανάσιο Π. Ψαλίδα:

 

Ή περίφημη Βασιλική του Μουχτάρ πασά ήταν / πολλά ώμορφη, μέ ανάστημα μέτριο, λιγυρό / καί παχουλό, πρόσωπο φεγκάρι, μάτια μάβρα σχιστά / καί γλυκά, όπου έπνεαν τον' έρωτα, φρύδια μάβρα / καί καμαρωτά, τζίνορα μάβρα, μακριά καί δοξαρωτά, / μίτη κοντηλένια, στόμα δακτυλίδι, δόντια μαργα/ριταρένια, αχείλια κοραλενια, άστήθι πλατύ καί / κρεβατωτό, βυζιά ορθά καί μικρά, χέρια μικρά / καί γρουμπουλά, καθώς καί ποδάρια, φωνή γλυκή καί / μελωδική, πνεύμα πεταχτό καί διαπεραστικό, καί σύν/τομα νά είπώ αριστούργημα τής φύσης' έτραγουδού/σε αγγελικά, καί εχόρευε τεχνικώτατα, καί έπαιζε τό / ταμπούρι άρμονικώτατα’ καί ήταν τέτοια, οπού όχι τον / Μουχτάρ πασσάν, αλλά καί κάθε έναν ήμπορούσε νά / αιχμαλω τεύση μέ τά κάλλη της, καί τέτοια εφυλάχθη/κε ώς τά τριάντα χρόνια, καί ύστερα έπάχηνε καί / έχόντρηνε πολύ, καί έξέπεσαν τά θέλγητρά της.

Γέννησε πρώτα ένα κορίτσι, σε ηλικία 15 χρονών, μας λέει, την Αικατερίνη. Τη φωνάζανε όμως Ρούσσω χαϊδευτικά. Πιθανόν επειδή ήταν κοκκινομάλλα. Τον άλλο χρόνο έκαμε αγόρι, τον Αναστάσιο, έτσι πάλι μας λέει ο Ψαλίδας. Κάνει όμως λάθος. Ο Αναστάσης ή Τασούλας ήταν ο μεγαλύτερος, γεννημένος στις 17 Μαρτίου 1808.  Η Ρούσσω γεννήθηκε το 1809. Κάποια στιγμή από εκεί και πέρα η Βασιλική άρχισε να νταραβερίζεται με το Μουχτάρ. Πρέπει να ήταν 16 ή 17 χρονών. Ο Μουχτάρ ήταν γεννημένος περίπου το 1768, ήταν δηλαδή πάνω από 40. Ήρθε ο άντρας της και τη βρήκε γκαστρωμένη μας λέει ο Ψαλίδας. Έφυγε χωρίς να πει τίποτα και σε εφτά μήνες γεννήθηκε ο Κωστάκης ή Κωστούλας, γύρω στα 1813.

Ο Μουχτάρ έβαλε φρουρούς να φυλάνε την ερωμένη του. Δεν άφηνε πια να τη δει κανένας εκτός από τα αδέλφια της. Έκαμε κι άλλο παιδί, ένα κοριτσάκι, αλλά τούτο το έστειλε στο τσιφλίκι του, στους Δραμεσιούς κοντά στο Μαντείο, «με βυζάχτρα και τροφό». Έδωσε στη Βασιλική χάνια, σπίτια και λεφτά. Της έφτιαξε σπίτι δίπλα στο καινούργιο του μέγαρο. Μήνυσε και στον άντρα της, μέσω του αδελφού της, να μην πάει στα Γιάννενα γιατί θα βάλει να τον σκοτώσουν.

Η Ρούσσω στο μεταξύ μεγάλωνε και την αρραβωνιάσανε με τον Ιωάννη Κωλέττη, γιατρό του Μουχτάρ.  Ήταν δεν ήταν 11 χρονών τότε. Ο Κωλέττης, ο οποίος ήταν πάνω από 45 χρονών και δεν παντρεύτηκε ποτέ, δεν την ήθελε βέβαια αλλά δεν μπορούσε να πει όχι στον πασά. Ο Μουχτάρ φρόντισε για τα προικιά της μικρής, περιλαμβανομένου και σπιτιού με κόστος 20000 γρόσια. Σύμφωνα με τον Ψαλίδα η Ρούσσω ήταν 12 χρονών και η μάνα της είχε ασχημύνει. Έτσι ο Μουχτάρ εκμεταλλευόταν και την κόρη και δεν την έδινε στο γιατρό του. Θα μου επιτρέψετε να διαφωνήσω με το πρώτο, ούτε 11 δεν ήταν,  και για το δεύτερο να πω ότι, όπως είδαμε, ο Ψαλίδας λέει πως η Βασιλική χόντρυνε και ασχήμυνε μετά τα 30. Δεν είχε όμως φτάσει καλά ούτε στα 28 το 1821, τη χρονιά που έγραφε ο Ψαλίδας. Θεωρώ πολύ πιθανότερο αυτό που έγραψε ο Γιαννιώτης συγγραφέας Αναστάσιος Γούδας, ομολογουμένως νεώτερος του Ψαλίδα, ότι ήταν ο Κωλέττης που ανέβαλε συνέχεια το γάμο και σε πρώτη ευκαιρία ακύρωσε τον αρραβώνα.

                                                   O Ιωάννης Κωλέττης

Το καλοκαίρι του 1820 ο Αλή Πασάς διέταξε τα χαρέμια των παιδιών του να πάνε στο Τεπελένι. Ο Μουχτάρ βρισκόταν στο Μπεράτι. Η Ρούσσω με τη μάνα της βρέθηκαν λοιπόν στο Τεπελένι ενώ τα αγόρια δόθηκαν στο θείο τους. Ο Τούρκικος στρατός έφτασε στα Γιάννενα και διαγούμισε τις περιουσίες του Αλή και όλων των συγγενών του. Ο θείος της Ρούσσως έγραψε στον πατέρα της το Νοέμβριο να έρθει να πάρει τα παιδιά του. Ο πατέρας της, ο Γεώργιος Πλέσσος, έφτασε στην Ήπειρο το Φεβρουάριο και πήρε τα αγόρια. Μετά πήγε στο Τεπελένι και πήρε την κόρη του μαζί με μία ψυχοκόρη για να την πάει στον πατέρα της στην Άρτα. Η γυναίκα του αρνήθηκε να τον ακολουθήσει.

Ο Γεώργιος δεν έμεινε στα Γιάννενα ούτε πήγε πίσω στις Σέρρες ή όπου αλλού έκανε δουλειές. Σύμφωνα με τη νεκρολογία του Κωστούλα ήταν μυημένος στη Φιλική Εταιρεία. Ξέρουμε ότι υπήρχαν τρεις Πλεσσαίοι στην Εταιρεία. Οι δύο ήταν Πλεσιβιτσιώτες, Κωνσταντίνος και Νικόλαος,  και ο άλλος ήταν ένας 32χρονος Γιαννιώτης έμπορος που έμενε στην Κωνσταντινούπολη όταν έγινε μέλος το 1818. Έτσι μας λέει η Επιθεώρηση Χωροφυλακής, έτος 1982, τεύχος 148. Ίσως ήταν αυτός. Εγκαταστάθηκε στο Μεσολόγγι μαζί με τα παιδιά του. Εκεί είχε εγκατασταθεί και ο συγγενής του Γεώργιος Κίτσος (Κονταξής), αδελφός της Κυράς Βασιλικής του Αλή Πασά και αρχηγός των Ηπειρωτών. Ο Γεώργιος υπηρέτησε υπό τις διαταγές του. Το ίδιο και ο μεγαλύτερος του γιός, ο Τασούλας, που είχε πιάσει το καριοφίλι από τα δεκατρία του.

Στο σπίτι του Κίτσου η Ρούσσω γνώρισε το Μπάυρον, στους τρεισήμισι μήνες που βρισκόταν εκεί. Η θύμηση του φιλέλληνα ποιητή  τη συντρόφεψε μέχρι τα βαθειά της γεράματα και ήταν ένα όνομα γνωστό στη μακρινή Αυστραλία. Μετά το θάνατο του Λόρδου, κάποια στιγμή πριν την τρίτη πολιορκία του Μεσολογγιού, η Ρούσσω με το μικρότερο αδελφό της, τον Κωστούλα, κατάφεραν να φτάσουν στον Κάλαμο, ένα νησάκι της Λευκάδας πολύ κοντά στη Ρούμελη. Σε αυτό το νησάκι, που ο σημερινός πληθυσμός του δεν φτάνει ούτε τους 500 ανθρώπους είχαν μαζευτεί πάνω από δέκα χιλιάδες πρόσφυγες.



Ο πατέρας της και ο μεγαλύτερος αδελφός της είχαν μείνει στο Μεσολόγγι για να το υπερασπιστούν. Ειδικά ο πατέρας της είχε σημαντική θέση ανάμεσα στους Ηπειρώτες και ήδη από το Σεπτέμβριο του 1824 βρισκόταν σε επαφή με Βρετανούς τραπεζίτες για δάνειο. Πραγματικά, μείνανε μέχρι τη δραματική έξοδο και μάλιστα γλυτώσανε και οι δύο.

Στο μεταξύ, στον Κάλαμο η Ρούσσω γνώρισε το διοικητή του νησιού, έναν Ιρλανδό λοχαγό, που στα 33 του χρόνια είχε λάβει μέρος σε πολλές μάχες και μάλλον κούτσαινε αφού είχε τραυματιστεί σοβαρά δύο φορές στο ίδιο πόδι. Ο James Henry Crummer, παλαίμαχος του Βατερλό, παντρεύτηκε τη δεκαεξάχρονη Ελληνίδα το 1825, ή στις 17 Φεβρουαρίου 1827 σύμφωνα με δίγλωσσο έγγραφο που σώζεται. Είναι πιθανόν και οι δύο χρονολογίες να είναι σωστές, δηλαδή να παντρεύτηκαν πρώτη φορά με ορθόδοξο και δεύτερη με διαμαρτυρόμενο γάμο. Το 1829 φύγανε για Αγγλία και μετά Ιρλανδία μαζί με τα πρώτα δίδυμα, την Amelia και τη Helen. Εκείνο το χρόνο ήρθαν τα επόμενα δίδυμα Vasilikos και John.

Το 1832 ο James προσπάθησε να παραιτηθεί λόγω προβλημάτων με το χτυπημένο του πόδι όμως είχε περάσει πολύς καιρός από τον τραυματισμό του. Έτσι τρία χρόνια αργότερα η οικογένεια αποβιβάστηκε στην Αυστραλία με το σύνταγμα του James. Από όσο γνωρίζουμε η Ρούσσω, που τώρα πια λεγόταν Catherine Crummer, ήταν η πρώτη Ελληνίδα που εγκαταστάθηκε εκεί. Άλλα οχτώ παιδιά ακολούθησαν μέχρι το 1847: Robert Sherer, Eliza Bettina, Juliana Catinca, Augusta Louisa, Henry Samuel, Mary, που πέθανε μωρό, Κatharine και Theresa Alexandria. Το 1840 ο άντρας της έγινε ταγματάρχης και επειδή το σύνταγμα έφευγε για Ινδίες αποφάσισε να αποστρατευτεί. Από τότε μέχρι το 1864 έκανε τον αστυνομικό. Πέθανε τρία χρόνια αργότερα και θάφτηκε με στρατιωτικές τιμές δίπλα στην κόρη του Augusta Louisa και τον αβάπτιστο γιό της. Η Augusta Louisa είχε πεθάνει εκείνο το καλοκαίρι, στη γέννα του πρώτου της παιδιού.

                             Ο James Henry Crummer σε προχωρημένη ηλικία

                                                    Η Eliza και η Augusta το 1864

Ανάμεσα στα πράγματα που άφησε ο άντρας της βρίσκονται δύο γράμματα στα Ελληνικά, για τα οποία δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι η Catherine ήξερε το περιεχόμενο τους ή αν απάντησε. Είναι πολύ πιθανό ότι δεν ήξερε ανάγνωση και γραφή. Το πρώτο είναι από τον αδελφό της Κωστούλα, το 1829. Το γράμμα στάλθηκε στον Κάλαμο αλλά πρέπει να τους βρήκε στη Βρετανία. Είναι φανερό ότι η οικογένεια της δεν είχε ιδέα για το γάμο της και φαίνεται επίσης ότι ο Κωστούλας, που είχε πάει στον Κάλαμο με την αδερφή του, είχε φύγει από χρόνια πριν. Η δεύτερη επιστολή, γραμμένη το 1834, είναι από τον Τασούλα, όπου της λέει πως έφερε τη μάνα τους από τη Θεσσαλονίκη και ότι θα μετακομίσει από το Ναύπλιο στην Αθήνα.

Δεν γνωρίζουμε τίποτα για την Κυρά Βασιλική όλα αυτά τα χρόνια, όμως δεν άντεξε πολύ ακόμη. Πέθανε στην Αθήνα σε ηλικία γύρω στα σαράντα. Ο άντρας της, ο Γεώργιος Πλέσσος, έζησε μερικά χρόνια ακόμη. Ήταν Ελεγκτής του Ελεγκτικού Συνεδρίου και αντιπρόσωπος στην Δ΄ Εθνική των Ελλήνων Συνέλευση. Η άλλη της κόρη, από το Μουχτάρ, φαίνεται πως είχε σχέσεις με τους αδελφούς της αλλά τίποτε περισσότερο δεν είναι γνωστό. Ο Κωστούλας  σπούδασε στην Ιόνιο Ακαδημία και ήταν κρατικός υπάλληλος από το 1833 ως το 1850. Μετά έμπορος στην Κωσταντινούπολη. Πέθανε το 1864.

Για τον Τασούλα γνωρίζουμε πολύ περισσότερα. Μετά την Επανάσταση αφιέρωσε τη ζωή του στην Ελληνική Χωροφυλακή. Ήταν για μερικά χρόνια βουλευτής με τον Κουμουνδούρο αλλά μετά, το 1872, έχασε τη δουλειά του και φυλακίστηκε από την κυβέρνηση του Δεληγιώργη. Μετά από δύο χρόνια επανήλθε στη Χωροφυλακή δικαιωμένος και αποστρατεύτηκε μόλις το 1883 με το βαθμό του Υποστρατήγου. Πέθανε τον επόμενο χρόνο. Στην κηδεία του ήταν ο πρωθυπουργός Χαρίλαος Τρικούπης, ο καθηγητής Πανεπιστημίου Π. Παπαρηγόπουλος και άλλες προσωπικότητες. Από το σπίτι του, στην οδό Σόλωνος, τον συνόδευσαν μόνο δύο εξαδέλφες του και ένας ανιψιός. Δεν είχε κάνει δική του οικογένεια.

Η Catherine έζησε ως τα 1907. Η είδηση του θανάτου της δημοσιεύτηκε σε πολλές Αυστραλιανές εφημερίδες αναφέροντας την σαν τον τελευταίο άνθρωπο που είχε συναντήσει το Λόρδο Βύρωνα. Δεν είναι γνωστό αν έμαθε πως ο πρώην αρραβωνιαστικός της, ο Βλάχος γιατρός Κωλέττης, έγινε πρωθυπουργός. Τη σχέση της μητέρας της με το Μουχτάρ δεν τη συζήτησε ποτέ. Αν και τα περισσότερα παιδιά της είχαν πεθάνει νωρίτερα άφησε απογόνους, οι οποίοι υπάρχουν ακόμη.

                             Η Catherine Crummer ή Αικατερίνη Πλέσσου το 1864

Κυριακή 1 Μαρτίου 2020

Οι Στρατιώτες του Saint-Denis και οι τσάγδαροι




Η Βασιλική του Saint-Denis είναι ένα από τα ιστορικότερα κτίρια της Γαλλίας. Χτίστηκε το 12ο αιώνα στη ομώνυμη πόλη, που σήμερα αποτελεί ένα από τα βόρεια προάστια του Παρισιού. Καθολικό αβαείου είναι μια από τις πρώτες εκκλησίες γοτθικού ρυθμού και ήταν ο τόπος ταφής των Γάλλων βασιλιάδων. Ένα από τα εντυπωσιακότερα ταφικά μνημεία είναι του Λουδοβίκου του 12ου (Louis XII), ενός σχετικά λαοφιλή μονάρχη, που βασίλεψε από το 1498 μέχρι το 1515. Βρίσκεται μάλιστα στο εσωτερικό του ναού και όχι στην υπόγεια κρύπτη.
Φωτογραφία από Myrabella / Wikimedia Commons, CC BY-SA 3.0, https://commons.wikimedia.org/w/index.php?curid=18611160

Στη βάση του το μνημείο περιβάλλεται από ένα είδος ανάγλυφου διαζώματος. Αναπαριστά το μεγαλύτερο θρίαμβο του Λουδοβίκου, τη μάχη του Agnadello. Εκεί, το Μάιο του 1509, ο Γάλλος βασιλιάς τσάκισε στρατιωτικά τη Βενετία. Ήταν μια νίκη που του χαρίστηκε στο πιάτο αφού οι κοντοτιέροι διοικητές των Βενετικών δυνάμεων, δύο εξάδελφοι καταγόμενοι από την οικογένεια Ορσίνι, χώρισαν τον ήδη μειονεκτούντα αριθμητικά στρατό τους στα δύο και ο ένας τους ενεπλάκη χρησιμοποιώντας μόνο το μισό. Η άλλη φάλαγγα δεν έσπευσε να βοηθήσει τον υπόλοιπο στρατό με αποτέλεσμα να κατανικηθεί με τεράστιες απώλειες. Όταν δε αυτοί που δεν είχαν πολεμήσει έμαθαν το αποτέλεσμα φρόντισαν να λιποτακτήσουν μαζικά, αφήνοντας το μεγαλύτερο μέρος της βόρειας Ιταλίας στα χέρια των Γάλλων.

Το στρατό της Βενετίας ως συνήθως αποτελούσαν κυρίως μισθοφόροι, πολλοί από τους οποίους προέρχονταν από της Βενετικές κτήσεις. Ειδικά οι Στρατιώτες, ελαφροί ιππείς που είχαν ρόλο αντίστοιχο με τους σημερινούς καταδρομείς, θεωρούνταν ιδιαίτερα επικίνδυνοι. Ήταν γνωστοί και στους Γάλλους, ήδη από τη μάχη του Fornovo to 1495. Eίχαν μάλιστα φροντίσει να προσλάβουν και αυτοί Στρατιώτες τουλάχιστον δέκα χρόνια πριν τη μάχη του Agnadello. Έτσι σε πολλά σημεία της σύνθεσης βλέπουμε τα χαρακτηριστικά καπέλα, τα καφτάνια μέχρι τον αστράγαλο, τα κυρτά σπαθιά και τον ανατολίτικο τρόπο ιππασίας των Στρατιωτών.



Και βέβαια είχαν απώλειες. Όπως αυτός που κείτεται κάτω από το άλογο του, χτυπημένοι και οι δύο πιθανότατα από την ίδια ομοβροντία Γάλλων αρκεβουζιέρων. Προκαλούσαν τόσο φόβο και ανησυχία οι ξαφνικές επιδρομές τους που οι στρατοί της εποχής εξόπλιζαν τις οπισθοφυλακές τους με αρκεβούζια και πυροβολικό για να τους αντιμετωπίσουν.

                

Στην παρακάτω εικόνα φαίνεται πως υποχωρούν. Ίσως είναι υποχώρηση πραγματική, ίσως όμως είναι μια από τις γνωστές δήθεν υποχωρήσεις τους για να παρασύρουν τον εχθρό σε καταδίωξη και διάσπαση της παρατάξεως του. Ενέδρες, πλαγιοκοπήσεις και επιθέσεις στα μετόπισθεν ήταν οι συνήθεις τακτικές τους. Οι Βενετοί διέθεταν ένα εξαιρετικό εργαλείο για πόλεμο φθοράς και αυτό ακριβώς είχε διαταγή να κάνει ο κοντοτιέρος Bartolomeo dAlviano. Παράκουσε τη διαταγή, ηττήθηκε και αιχμαλωτίστηκε. Ακόμα χειρότερα οι μισοί από τους άνδρες του σκοτώθηκαν.
 

Εδώ Στρατιώτες σε παράταξη. Ακριβώς απέναντι τους, κοντά σε ένα γεφύρι και ένα νερόμυλο, άλλη παράταξη Στρατιωτών (φαίνεται στην αρχική φωτογραφία). Δεν είναι ξεκάθαρο αν απεικονίζουν αντίπαλους σχηματισμούς Στρατιωτών ή αν πρόκειται για κάποιο ελιγμό λαβίδας. Πιο πίσω το πυροβολικό. Οι Βενετοί εγκατέλειψαν 30 κανόνια στο πεδίο της μάχης.







Θα πρέπει να πούμε πως οι Στρατιώτες δεν ήταν οι μόνοι Ρωμιοί μισθοφόροι που βρέθηκαν στην Ιταλία εκείνη την εποχή. Οι Βενετοί είχαν φέρει σε κάμποσες περιπτώσεις και τους λεγόμενους τσαγδάρους ή τζαγδάρους (Zagdari). Πολύ λιγότερο γνωστοί από τους Στρατιώτες, οι τσάγδαροι αποτελούν ένα μικρό ιστορικό μυστήριο. Εκεί που συμφωνούν οι ιστορικοί είναι πως οι τσάγδαροι προέρχονταν από τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα. Ήδη από το Χρονικόν του Μορέως, δηλαδή δύο αιώνες νωρίτερα, ο όρος σήμαινε αυτόν που δεν έχει στον ήλιο μοίρα.
Ο Κωνσταντίνος Σάθας στο Έλληνες Στρατιώται εν τη Δύσει ισχυρίζεται, χωρίς να αρνείται τη χαμηλή κοινωνική και οικονομική θέση των τσαγδάρων, ότι ονομάστηκαν έτσι επειδή ήταν οπλισμένοι με ακόντιο που ονομαζόταν ζάγδα. Λέει επίσης ότι συνεργάζονταν στενά με τους Στρατιώτες. Το δεύτερο σίγουρα δεν στέκει αφού το πλεονέκτημα των Στρατιωτών ήταν η ταχύτητα. Κανένας πεζός δεν μπορούσε να τους ακολουθήσει. Και το πρώτο όμως είναι πολύ αμφίβολο. Στη μάχη του Agnadello μάλιστα οι τσάγδαροι δεν ήταν καν οπλισμένοι με ακόντια. Ο Andreas Mocenigo που περιέγραψε τη μάχη αυτή στο Belli memorabilis Cameracensis adversus Venetos historiae libri vi, λέει:

Από την Κρήτη ήρθαν Τσάγδαροι, μισοάγριοι τοξότες, και από την Πελοπόννησο, και από όλη την Ελλάδα, την Ιλλυρία, τη Λιβουρνία, τη Δαλματία, τη Μυσία, τη Μακεδονία, (ήρθαν) Στρατιώτες, ελαφροί ιππείς που φορούσαν πίλους και έφεραν δόρατα ...
Οι τσάγδαροι δυστυχώς δεν απεικονίζονται στον τάφο του Λουδοβίκου. Δεν είχαν ποτέ τη φήμη των Στρατιωτών στην Ευρωπαϊκή ήπειρο αν και οι Κρητικοί τοξότες συνέχισαν να υπηρετούν τη Βενετία για πολλές γενιές ακόμα. Αλλά ας μη ζητάμε πολλά. Ακόμα και οι Στρατιώτες δεν είναι δοσμένοι με απόλυτη πιστότητα. Είναι φανερό πως ο Φλωρεντινής καταγωγής καλλιτέχνης στον οποίο αποδίδεται το μνημείο, ο Jean Juste, δεν είχε ο ίδιος δει ποτέ Στρατιώτες. Η απεικόνιση τους είναι εμπνευσμένη από κάποιο άλλο έργο, άγνωστο σε μας.
Άδεια Creative Commons
Αυτή η εργασία από το http://pampalaia.blogspot.com/ χορηγείται με άδειαCreative Commons Αναφορά προέλευσης - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 3.0 Μη εισαγόμενο .