Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εβραίοι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εβραίοι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 30 Ιουλίου 2019

Οι Ισραηλινοί, το κρασί και οι χειροβομβίδες


Ισραηλινοί ναύτες στην Κεφαλονιά, Αύγουστος 1953, φωτογραφία από Huffington Post

Δεν υπάρχει, ίσως, οικογένεια στη Ζάκυνθο, και φαντάζομαι ούτε στο μεγαλύτερο μέρος της Κεφαλονιάς, που να μην έχει κάποια ιστορία ή ιστορίες από τις τραγικές μέρες του Αυγούστου του 1953. Χιλιάδες μαρτυρίες συνέθεσαν το ψηφιδωτό του συλλογικού βιώματος της τρομερής καταστροφής που έφερε στα νησιά μας ο γιός του Τάρταρου και της Γαίας. Αλλά, καθώς ένας-ένας φεύγουν από τη ζωή οι μάρτυρες της συμφοράς, ξεκολλάνε σιγά-σιγά και χάνονται για πάντα οι ψηφίδες, ξεθωριάζει η ανάμνηση των γεγονότων. Καταθέτω λοιπόν εδώ μια τέτοια ιστορία, λίγο-πολύ όπως μου τη διηγήθηκε ο πατέρας μου, δύο-τρία χρόνια πριν ακολουθήσει την προσεισμική Ζάκυνθο και τους παλιούς Ζακυνθινούς που είχαν φύγει πριν από αυτόν. Με έβαλε και την έγραψα επειδή ο ίδιος δυσκολευόταν πια να γράψει. Το μελάνι ήταν το τσιμέντο της δικής του ψηφίδας.

Ο Σπύρος γεννήθηκε το ’32, σε ένα σπίτι που είχε νοικιάσει πριν μερικά χρόνια ο πατέρας του στον Άγιο Παύλο, κοντά στο στένωμα του δρόμου προς τους Αγίους Σαράντες. Εκεί είχε γεννηθεί τρία χρόνια νωρίτερα και ο αδερφός του ο Στάθης. Λίγο αργότερα νοικιάσανε ένα μεγαλύτερο σπίτι στην Ανάληψη, απέναντι από το τότε Ειρηνοδικείο. Μετά ήρθε ο πόλεμος, ο πατέρας του έφυγε για την Αλβανία, ημιονηγός. Οι υπόλοιποι πήγανε να μείνουνε στο Σκουληκάδο, στο πατρικό σπίτι. Στα μισά της Κατοχής πέθανε ο νόνος του Σπύρου από πνευμονία και μετά, για λόγους αδιευκρίνιστους, πήρανε τη νόνα και πήγανε να μείνουνε στον Αγγερικό, στο χωριό της μάνας του. Μετά την Κατοχή πάλι στη Χώρα επειδή εκεί ήταν η δουλειά του πατέρα του, στην Ένωση Γεωργικών Συνεταιρισμών – είχε τότε γραφεία στην Πλατεία Σολωμού, εκεί που είναι σήμερα το Μουσείο. Μένανε σε ιδιόκτητο σπίτι τώρα πλέον, ένα παλιό διώροφο κοντά στη Φανερωμένη. Εκεί τους βρήκαν οι σεισμοί.

Ο Σπύρος είχε τελειώσει τότε τις σπουδές του στην Παιδαγωγική Ακαδημία και περίμενε να πάει φαντάρος. Ο μεγαλύτερος αδερφός του έκανε ήδη τη θητεία του. Όπως και πολλοί άλλοι Ζακυνθινοί του καιρού του, ότι ελαττώματα και αν είχε, είχε φιλότιμο. Στα δύσκολα έδειχνε χαρακτήρα. Μέλος του Σώματος Ελλήνων Προσκόπων αψήφησε τον κίνδυνο και μαζί με τους άλλους Ζακυνθινούς Προσκόπους ανέλαβε σωστική δράση. Αν και ήταν υπερήφανος γι αυτή τη δράση δεν του άρεσε να δίνει λεπτομέρειες. Σίγουρα δεν ήταν ευχάριστες. Έτσι, η ιστορία που μου διηγήθηκε ξεκινάει δύο μέρες μετά τον τελευταίο και πιο καταστροφικό από τους τρεις σεισμούς, τη μέρα που κάηκε η Φανερωμένη.

Είχανε φύγει από την κόλαση της Χώρας και βρει καταφύγιο σε συγγενείς, πάνω στο δρόμο για το Γαϊτάνι. Εκεί έμενε ο Ζαχαρίας με την οικογένεια του και είχε και το εργαστήριο του. Ήτανε, απ’ όσο θυμάμαι, μπουτιέρης, δηλαδή βαρελάς, αλλά και πολύ καλός μάστορας στις οικοδομές. Το ανώι του σπιτιού της Χώρας το είχανε αφήσει ετοιμόρροπο, με τους τοίχους να χάσκουν ανοιχτοί. Το κατώι όμως άντεχε και εκεί, με κίνδυνο της ζωής τους, είχανε κατεβάσει όλα τα έπιπλα. Με τη Χώρα να καίγεται για δύο ολόκληρες μέρες και την πυρκαγιά να απλώνεται ανεξέλεγκτα από άκρη σε άκρη, ο νόνος μου πήρε το Σπύρο και πήγανε να δούνε σε τι κατάσταση βρισκότανε το σπίτι και τα υπάρχοντα τους.

Βρήκανε τη Φανερωμένη, με όλους σχεδόν τους καλλιτεχνικούς θησαυρούς της, με το χρυσάφι και το ασήμι της, παραδομένη στις φλόγες. Μια ομάδα Ισραηλινών ναυτών με μια αντλία προσπαθούσαν να τις σβήσουν με θαλασσινό νερό. Το ανώι του σπιτιού τους είχε γκρεμιστεί ολότελα. Το κατώι έστεκε ακόμα αλλά το πλησιάζανε οι φλόγες και σε λίγο έπιασε φωτιά η μία του γωνία. Ευτυχώς οι Ισραηλινοί είχαν στο μεταξύ καταφέρει να σβήσουν τη φωτιά στην εκκλησία – που όμως είχε προλάβει να κατακάψει όλο το εσωτερικό – και ο Σπύρος τους φώναξε και έσβησαν και το δικό τους σπίτι. Το σπίτι είχε αποθήκη και μέσα υπήρχαν δύο κρασοβάρελα. Για να τους ευχαριστήσουν τους έμπασαν μέσα και τους πρόσφεραν κρασί. Γεμίσανε και τα παγούρια τους και φύγανε για το καράβι τους επειδή νύχτωνε. Έφυγε και ο νόνος μου με το Σπύρο για το Γαϊτάνι.

Πρέπει εδώ να πούμε πως το Ισραηλινό ναυτικό ήταν το πρώτο που είχε φτάσει στην περιοχή του σεισμού για να παράσχει βοήθεια. Οι προσπάθειες για τη συγκρότηση του είχαν ξεκινήσει μόλις πέντε χρόνια νωρίτερα, ταυτόχρονα με την ανακήρυξη του κράτους του Ισραήλ, και κάποιες μονάδες του είχαν ήδη λάβει μέρος στις συγκρούσεις με τα Αραβικά κράτη της περιοχής. Την εποχή εκείνη, πέρα από κάποια περιπολικά και ένα ιστιοφόρο παγοθραυστικό, τη δύναμη του αποτελούσαν τρεις ελαφρές φρεγάτες συνοδείας και δύο κορβέτες, όλα πρώην Καναδικά σκάφη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.

Τα πλοία αυτά – με εκτόπισμα χίλιους με χίλιους πεντακόσιους τόνους μόνο και ενενήντα άτομα πλήρωμα το καθένα – είχαν μόλις τελειώσει εντατικές ασκήσεις  τεσσάρων εβδομάδων στα διεθνή ύδατα κοντά στην Ελλάδα και επέστρεφαν στο Ισραήλ. Μόλις έλαβαν το σήμα για βοήθεια έκαναν στροφή 180 μοιρών και προσέτρεξαν. Την ίδια στιγμή ο Ελληνικός στόλος, όπως και οι άλλοι της περιοχής, χρειάζονταν ώρες μέχρι να ανεβεί η πίεση στους ατμολέβητες και να μπορέσουν να σαλπάρουν. Οι Ισραηλινοί βρίσκονταν ήδη υπ’ ατμόν και έτσι έφτασαν πρώτοι.

Ξημερώνοντας της Παναγίας – με την Παναγία τη Φανερωμένη στάχτες και αποκαΐδια – επέστρεψε ο νόνος μου με το Σπύρο στη Χώρα για να μην τους κλέψουν τα πράγματα. Φτάνοντας βρήκαν Ισραηλινούς ναύτες ήδη εκεί απέξω από το σπίτι. Από το δρόμο ο νόνος μου είχε διψάσει και ο Σπύρος ζήτησε από τους ναύτες νερό. Αντί για νερό του βάλανε σε ένα ποτηράκι κρασί. Μόλις το δοκίμασε ο νόνος μου είπε ‘Ετούτο είναι από το δικό μας’. Μπήκανε στην αποθήκη και βρήκανε το ένα βουτσί αδειανό και το κρασί χυμένο στο πάτωμα. Είχε φαίνεται διαδοθεί το νέο στο καράβι πως βρέθηκε καλό κρασί και είχαν έρθει πρωί-πρωί να πιούνε και να γεμίσουνε τα παγούρια τους. Ξεχάσανε όμως την κάνουλα ανοιχτή και είχε πάει χαμένο το υπόλοιπο.

Κατά τις δέκα ήρθε ο Ζαχαρίας με ένα γαϊδούρι να τους βοηθήσει να πάνε τα πράγματα στο Γαϊτάνι. Δεν ήταν εύκολη υπόθεση αφού ο δρόμος, όπως όλοι οι δρόμοι και τα καντούνια, ήταν σχεδόν αδιάβατος από τους σωρούς των ερειπίων. Εκεί που ο Σπύρος με το Ζαχαρία προσπαθούσαν να κουβαλήσουνε ένα μπαούλο με γυαλικά, του λέει ο μπάρμπας του ‘Άστο χάμου’. Κοντά τους, ανάμεσα στα ερείπια ενός γειτονικού σπιτιού είχε δει δύο μεγάλες, αμυντικές χειροβομβίδες, Ιταλικής προέλευσης.

Σύμφωνα με τις αναμνήσεις τουλάχιστον δύο Βρετανών ναυτών που βρέθηκαν στη Ζάκυνθο εκείνες τις μέρες, δεν ήταν μόνο επικίνδυνα τα ερείπια έτσι όπως τα σώριαζαν κάθε τόσο στο δρόμο οι μετασεισμοί. Φόβο προκαλούσαν και οι συχνές εκρήξεις χειροβομβίδων, που τις είχαν κρυμμένες οι Ζακυνθινοί στα σπίτια τους για να τις χρησιμοποιούν στο ψάρεμα. Εσκάγανε μόλις τις έβρισκε η φωτιά.

Ο Ζαχαρίας πήρε ένα παραθυρόφυλλο, έγραψε πάνω του με ένα κομμάτι κεραμίδι ‘ΠΡΟΣΟΧΗ ΟΒΙΔΕΣ’ και το τοποθέτησε προσεκτικά κοντά στα εκρηκτικά. Το είπαν στους ναύτες και εκείνοι τους καθησύχασαν πως θα ερχότανε συνεργείο να τις ανατινάξει. Απομακρύνθηκαν μερικές δεκάδες μέτρα και περίμεναν. Καμιά ώρα αργότερα πέρασαν δύο αξιωματικοί. Ο Σπύρος τους έδειξε τις χειροβομβίδες. Ο ένας από αυτούς πήρε τη μία στα χέρια του και ξαφνικά, χωρίς προειδοποίηση, την πέταξε στα πόδια του πατέρα μου. Εκείνος αναπήδησε φοβισμένος αλλά έκρηξη δεν έγινε. Μόνο μερικές δεκάρες σκορπιστήκανε γύρω από τη χειροβομβίδα. Οι μπόμπες ετούτες ήταν εντελώς ακίνδυνες αφού ο ιδιοκτήτης τους τις είχε ξεβιδώσει, είχε αφαιρέσει το εκρηκτικό και τις είχε κάμει ... κουμπαράδες.

Δεν ξέρω τι απογίνανε αυτοί οι κουμπαράδες. Δεν τους θυμάμαι καθόλου. Υποθέτω πως τους επιστρέψανε στον γείτονα. Ίσως πάλι τους πετάξανε μόλις επιβλήθηκε η δικτατορία των συνταγματαρχών μαζί με άλλα ύποπτα αντικείμενα, όπως ένα αχρηστεμένο τριανταοχτάρι περίστροφο, που ανακάλυψα κάποτε παίζοντας κάτω από την εξωτερική σκάλα στο πίσω μέρος του σπιτιού. Του καινούργιου σπιτιού, που το έχτισε κατά ένα μεγάλο μέρος ο Ζαχαρίας, και που εξήντα χρόνια τώρα δεν έχει πάθει ούτε γρατζουνιά από σεισμό. Ούτε από το μεγάλο περσινό του Αγίου Δημητρίου. Τα σημαντικότερα από τα έπιπλα, αυτά που είχαν φτιαστεί για το γάμο το νόνου και της νόνας μου, υπάρχουν ακόμα. Χάρις οφείλεται γι αυτό στους Ισραηλινούς ναύτες. Χαλάλι τους το κρασί – και το πιωμένο και το χυμένο.

Κυριακή 11 Μαρτίου 2018

Από ‘του Μεσσαλά’ ως την Κύπρο του 1570



Η παραπάνω φωτογραφία δημοσιεύτηκε στην Αθηναϊκή εφημερίδα ‘Τα Νέα’ στις 19 του περασμένου Αυγούστου. Συνοδευόταν από ένα κείμενο του Φίλιππου Δ. Δρακονταειδή, στον οποίο υποθέτω ανήκει η φωτογραφία αφού σε αυτήν απεικονίζεται η μητέρα του Νανά και οι γονείς της. Το κείμενο ξεκινάει με τη φανταστική διήγηση μιας ημέρας στη ζωή του κόντε Στέφανο Μεσσάλα, όπως τον λέει, του κόντε Μεσσαλά των Ζακυνθινών, το 18ο αιώνα. Συνεχίζεται, με υποθέτω λίγο-πολύ πραγματικά περιστατικά, το 1928, όταν βγήκε αυτή η φωτογραφία. Πρόκειται για Τριβιζαίους, τους νέους ιδιοκτήτες των χτημάτων του κόντε Μεσσαλά στον κάμπο κάτω από το Γαλάρο.

Βρήκα τη φωτογραφία συναρπαστική, και ακόμα περισσότερο το κείμενο. Γιατί με το Φίλιππο Δρακονταειδή μας ενώνει αίμα Τριβιζαίικο και η νοσταλγία για εκείνο το κομμάτι του κάμπου που ακόμα λέγεται ‘του Μεσσαλά’. Η καρδιά ‘του Μεσσαλά’ είχε μείνει σε χέρια Τριβιζαίικα και μετά την πώληση του από το θείο του κ. Δρακονταειδή. Η μάνα μου γεννήθηκε τέσσερα χρόνια μετά τη φωτογραφία, Τριβιζοπούλα κι αυτή, η μάνα της δασκάλα όπως της Νανάς. Η οικογένεια της κουβαλιόταν κάθε καλοκαίρι από το χωριό ‘στου Μεσσαλά’.  Έτσι ήταν και για μένα ένας από τους μικρούς παραδείσους των παιδικών μου χρόνων, τη δεκαετία του 1960 πια.

Τα δικά μου όρια ήταν στενότερα – όχι ‘ανατολικά ώς το λιθάρι του Μπάμπη τση Γάτας, δυτικά ώς την ιτιά την κλαίουσα του Κουκουνάρα, νότια ώς την ταβέρνα του Καρμανιόλου, βόρεια ώς τις πέντε λεύκες του Κουκουλομάτη, δηλαδή του Τεμπονέρα’ αλλά μοναχά από το στιβαρό φοίνικα στα νότια μέχρι το μεγάλο ευκάλυπτο βόρεια και το ρεματάκι ανατολικά, αυτό που αν το ακολουθήσεις φτάνεις μέχρι τον Άγιο Χαράλαμπο, στη Χώρα. Εκεί μου επιτρεπόταν να τριγυρίζω.

Παρά τη νοσταλγία βρήκα κάτι που με ενόχλησε στο κείμενο, μία λέξη μοναχά, και με καίει τόσο που με ανάγκασε να γράψω ετούτες τις γραμμές και να πλατύνω την ιστορία, να τη φτάσω σχεδόν μέχρι το μεσαίωνα, να πάρει διαστάσεις τραγικές. Όχι, δεν πρόκειται για μυθοπλασία, στοιχεία που έχουν πέσει στην αντίληψη μου θα παραθέσω μαζί με τις σκέψεις και αμφιβολίες ενός αδιόρθωτα άπιστου Θωμά.

Έγραψε λοιπόν ο κύριος Δρακονταειδής για την κυρία Μαίρη, τη δασκάλα, τη μάνα της μάνας του:

... το οικογενειακό της όνομα ήταν Μόζερα, γερμανικής καταγωγής κατά τους ιστορικούς, το όνομα Μόζερ δεν έχει, ευτυχώς, καμία σχέση με τα εβραϊκά Μόσες, Μόζες και άλλα τέτοια ...

Και γιατί ευτυχώς; Έστω και η υποψία αντισημιτισμού – δημοσιευμένη από μία από τις μεγαλύτερες εφημερίδες της Ελλάδας (μα τι κάνουν επιτέλους οι συντάκτες τους;) – όχι από κάποιον ηλίθιο αλλά από έναν άνθρωπο καλλιεργημένο και ταξιδεμένο, μου έβρασε το αίμα. Η λέξη ‘ευτυχώς’ με στενοχώρησε, και παρά τα όσα μας ενώνουν με τον κύριο Δρακονταειδή, μας χώρισε. Χωρίς να έχουμε ποτέ συναντηθεί – ευτυχώς μάλλον. Μη φοβάστε αγαπητοί αναγνώστες, δεν θα σας κάνω διάλεξη περί ρατσισμού. Την αληθινή καταγωγή των Μοζεραίων – και όχι μόνο – θα φανερώσω, για όσους δεν την γνωρίζουν ήδη, επειδή οι μύθοι περί καταγωγής τρέφουν το ρατσισμό. Και επειδή η ιστορία των οικογενειών είναι Ιστορία της Ζακύνθου, της Ελλάδας και πάει λέγοντας. Ας πιάσουμε λοιπόν τα πράγματα ένα-ένα, πάμε πίσω στον κόντε Μεσσαλά.




Αν πιστέψει κανείς αυτά που γράφει ο Ευγένιος Ρίζος-Ραγκαβής και ο Λεωνίδας Ζώης για την οικογένεια Μεσσαλά τότε πρόκειται για έναν ‘Εκ των αρχαιοτέρων και επισημοτέρων οίκων της Ρώμης, επί της εποχής των Ταρκυνίου και Τιβερίου’. Από τη Ρώμη, άγνωστο πως και γιατί, η οικογένεια μετανάστεψε στην Κωνσταντινούπολη και μετά την πτώση της το 1453 βρέθηκε στο χωριό Κουτήφαρι της Μάνης. Από κει δε στη Ζάκυνθο, όπου η ευγένεια της καταγωγής τους δεν μπορούσε, υποτίθεται, παρά να αναδυθεί και πάλι.

Ο κατάλογος αποδείξεων της Ρωμαϊκής προέλευσης της οικογένειας είναι κάπως περιορισμένος. Δηλαδή, για να κυριολεκτούμε, η ένδοξη και αρχαία τους καταγωγή στηρίζεται μόνο στην ομοιότητα του ονόματος τους με αυτό της Ρωμαϊκής οικογένειας Messala. Ούτε εγώ όμως διαθέτω το παραμικρό στοιχείο που να διαψεύδει όσα ισχυριζόταν η ευγένεια τους. Και στο κάτω-κάτω της γραφής όταν δέκα εκατομμύρια Έλληνες και δύο εκατομμύρια Σκοπιανοί πιστεύουν ότι είναι απόγονοι του Μεγαλέξαντρου, του οποίου ο μοναχογιός δολοφονήθηκε σε παιδική ηλικία, η ματαιοδοξία μιας φαμελιάς με πείραξε;

Επειδή είμαι, όπως είπα, άπιστος Θωμάς, αναρωτιέμαι απλά μήπως το Μεσσαλάς δεν προέρχεται από το Messala αλλά από το μεσάλι ή την μεσσάλα (εκ του λατινικού mensale κατά τον Κριαρά), δηλαδή το μεσαιωνικό τραπεζομάντηλο. Με άλλα λόγια μήπως το Μεσσαλάς σημαίνει Τραπεζομαντηλάς, κατά το Τσουκαλάς ή το Αμπελάς – ή, μάλλον, για να χρησιμοποιήσω δύο γνωστά επώνυμα από το Κουτήφαρι, όπως το Δοξαράς και το Γεννηματάς. Αν τα πράγματα είναι έτσι, τότε ο πιο ένδοξος πρόγονος τους είναι κάποιος Ζακυνθινός ονόματι Γεώργιος Μεσσαλάς, απόγονος ανυφαντρών της Μάνης, λοχίας του Τσέρνιδου (Πολιτοφυλακής), που πριν από καμιά τριακοσαριά χρόνια προήχθη σε λοχαγό και πήρε ‘τίτλο ευγενείας’. Θου, Κύριε, φυλακήν τω στόματι μου, οι άνθρωποι είναι Ρωμαίοι πατρίκιοι, το έγραψε ο Ζώης, τε-λεί-ω-σε!

Αυτή είναι η οικογένεια Τριβιζά, ιταλικής καταγωγής κατά τους ιστορικούς, από την πόλη Τρεβίζο, κάποιοι υποστήριξαν πως το όνομα προέρχεται από τους Τρεβιζάν, δόγηδες της Βενετίας.

Έτσι έγραψε ο κ. Δρακονταειδής. Ναι, έτσι είναι, μόνο που οι Τριβιζαίοι είναι η ακριβώς αντίθετη περίπτωση. Παρά το ελληνοφανές του ονόματος τους – ιδιαίτερα όταν γράφεται Τριβυζάς – η απώτερη καταγωγή της οικογένειας φαίνεται πως είναι  ο μυχός της Αδριατικής. Το όνομα πάντα απαντιέται σε περιοχές και εποχές συνυφασμένες με τη Βενετική κυριαρχία από το 13ο αιώνα και μετά. Στους πρώτους αιώνες σαν Trevisan, Tervisan, Trivisan, Trivisano, ενώ από το 1500 και μετά κάνει δειλά την εμφάνιση του το Τριβιζάς. Μετά το 1600 το ελληνοποιημένο όνομα έχει πλέον γίνει κανόνας. Κάποιοι από αυτούς αναφέρονται σαν νόμπιλοι ενώ είναι βέβαιο, λόγω επαγγέλματος, πως κάποιοι άλλοι δεν λογαριάζονταν σαν ευγενείς.

Το πότε, το γιατί και από που ήρθαν στη Ζάκυνθο οι Τριβιζαίοι του Γαλάρου δεν είναι γνωστό. Δεν μπορούμε έτσι να γνωρίζουμε αν είχαν σχέση, οσοδήποτε μακρινή, με την παλιά και ευάριθμη φάρα των Trevisan ή Trivisan του Δόγη Marcantonio. Αν είναι δηλαδή, έστω και τραβηγμένη από τα μαλλιά, ‘φαμίλια ντουκάλε’ όπως θα έλεγε ο Ρώμας. Σημασία δεν έχει, αφού οι άνθρωποι αυτοί ποτέ δεν παινεύτηκαν για τέτοιες σχέσεις, ποτέ δεν χρησιμοποίησαν οικόσημο.  Ήταν πάντα υπερήφανοι για την οικογένεια τους χωρίς ανάγκη από τέτοια φτιασίδια.

Όταν ήμουν παιδί καμιά φορά αναρωτιόμουνα γιατί όλοι αναφέρονταν πάντα σε έναν συγκεκριμένο συγγενή με το επώνυμο του μοναχά. Δεν ρώτησα ποτέ ούτε ποιό ήταν το μικρό του όνομα ούτε γιατί δεν το χρησιμοποιούσαν. Το συνήθισα. Το λόγο τον έμαθα πριν μερικά χρόνια, όταν έτυχε να είμαι στη Ζάκυνθο και πήγα στην κηδεία του: ήταν περίπου την εποχή της φωτογραφίας όταν ένας από τους Τριβιζαίους, ο πατέρας του, κατάφερε επιτέλους, μετά από πολλές προσπάθειες, να αποχτήσει ένα γιό. Περιχαρής και περήφανος τον βάφτισε Τριβιζά, έτσι που να έχει το ίδιο όνομα και επώνυμο και να μην είναι τίποτα άλλο εκτός από Τριβιζάς.


Στρατιώτες, έφιπποι και οπλισμένοι με δόρατα ως συνήθως, έξω από τα τείχη της Αμμοχώστου. Λεπτομέρεια από σχέδιο του Simon Pinargenti, 1573.

Για την οικογένεια Μόζερα γνωρίζουμε, τώρα πλέον, περισσότερα πράγματα. Δεν είναι ίσως αρκετά για να ετυμολογήσουμε το όνομα, αλλά είναι νομίζω αρκετά για να πούμε πως προέλευση από τη Γερμανία είναι απίθανη. Πιο πιθανό είναι το όνομα να έχει σχέση με το Μούσουρας (ή Μόσουρας ή Μούσχουρας, δηλαδή Μοσχάρης στα Αρβανίτικα) παρά με το Μόζερ. Ας εξηγήσω όμως το γιατί.

Στο άρθρο της ‘ Έργα και ημέρες του Νικόλαου Μώζερα [16ος αι.]’ στην Κυπριακή εφημερίδα ‘Πολίτης’ το Σεπτέμβριο του 2014, η Νάσα Παταπίου, ιστορικός και ερευνήτρια των Βενετικών αρχείων, έγραψε:

Στις 12 Μαρτίου του 1575, η βενετική Γερουσία μετά από σύσκεψή της είχε εξετάσει και πήρε αποφάσεις για διάφορα αιτήματα κάποιων υπηκόων της. Μεταξύ αυτών των αιτημάτων είχε εξεταστεί και ένα αίτημα το οποίο είχε υποβληθεί από έναν υπερασπιστή της Λευκωσίας το 1570, κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της από τους Οθωμανούς. Επρόκειτο για τον stradioto Νικόλαο Μώζερα με καταγωγή από την Πελοπόννησο. Το περιεχόμενο του αιτήματός του ξεδιπλώνει τη δική του ιστορία, αλλά και αυτή της οικογένειάς του.
Ο Νικόλαος Μώζερας καταγόταν από μια μεγάλη οικογένεια Ελληνοαλβανών που υπηρετούσαν γενεές γενεών στα βενετικά στρατιωτικά σώματα του ελαφρού ιππικού, γι’ αυτό και ο ίδιος σημειώνει στο αίτημά του ότι ακολούθησε το παράδειγμα των προγόνων του και εντάχθηκε σ’ αυτά. Ήταν γιος του αείμνηστου Γκιώνη Μώσερα από το Ναύπλιο (
Napoli di Romania) και είχε εγκατασταθεί στην Κύπρο μαζί με τους αδελφούς του για να υπηρετήσει στο ελαφρύ ιππικό. Δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς είχε εγκατασταθεί στην Κύπρο, γιατί ο ίδιος δεν μνημονεύει κάτι σχετικό στο αίτημά του, αλλά φαίνεται να είχε έρθει αρκετά πριν γιατί στη μεγαλόνησο είχε ήδη και δική του οικογένεια. Ο Νικόλαος εντάχθηκε στον λόχο του ιππότη Παλαιολόγου και υπερασπίστηκε τη Λευκωσία. Ο αδελφός του Μαρτίνος υπηρέτησε στον λόχο του διοικητή Ανδρέα Ροντάκη και ο αδελφός του Κόντος στον λόχο του Κόντου Ροντάκη και υπερασπίστηκαν και οι δύο την Αμμόχωστο κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της από τους Οθωμανούς.

Αυτή είναι η καταγωγή των Μοζεραίων. Αρβανίτες της Αργολίδας, που με την παραχώρηση του Ναυπλίου στους Τούρκους το 1540 επέλεξαν τον εκπατρισμό. Κάποιοι από αυτούς, αν όχι όλοι, εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο. Ίσως μερικοί να πήγαν και στην Κρήτη, γιατί ο Ζώης γράφει πως στη Ζάκυνθο ήρθαν από εκεί και ότι βρίσκονταν πια στη Ζάκυνθο το 1589. Είναι χαρακτηριστικό πάντως  ότι ήρθαν μετά την κατάκτηση της Κύπρου από τους Οθωμανούς.

Ο Νικόλαος Μόζερας πήρε μέρος σε μάχες και στις 9 Σετεμβρίου 1570, ημέρα άλωσης της Λευκωσίας, τραυματισμένος από Τουρκικά βέλη, αιχμαλωτίστηκε. Επίσης αιχμαλωτίστηκαν η γυναίκα του και οι τρεις μικροί γιοί του. Ο ίδιος ρίχτηκε στα Τουρκικά κάτεργα από όπου απελευθερώθηκε, μαζί με χιλιάδες άλλους Χριστιανούς κωπηλάτες, κατά τη διάρκεια της Ναυμαχίας της Ναυπάκτου τον επόμενο χρόνο και του δόθηκε η ευκαιρία να πολεμήσει, πάραυτα, εναντίον των δυναστών του. Στο μεταξύ όμως είχαν αιχμαλωτιστεί στην Αμμόχωστο η μητέρα του, οι αδελφοί του και άλλοι συγγενείς. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε και πολέμησε στη Δαλματία, ώσπου διορίστηκε στη Στρατεία (σώμα των Στρατιωτών) της Κεφαλονιάς. Δεν είναι γνωστό πόσοι από τους συγγενείς του έγινε δυνατό να απελευθερωθούν.

Πέρα από τον ηρωισμό και τις θυσίες του Νικόλαου Μόζερα δεν μπορούμε να παραλείψουμε ότι πήρε μέρος και σε ένα φριχτό έγκλημα. Στα μάτια τα δικά του, των συμπολεμιστών του και της Βενετικής εξουσίας δεν ήταν τέτοιο. Εμείς όμως δεν μπορούμε να το χαρακτηρίσουμε διαφορετικά. Λεπτομέρειες για το περιστατικό δίνει πάλι η Νάσα Παταπίου, σε άλλο άρθρο της στην ίδια εφημερίδα το Φεβρουάριο του 2014.

Λίγες μέρες μετά την αρχική Οθωμανική απόβαση, στις 4 Ιουλίου του 1570, οι πρωτόγεροι  των Λευκάρων σύναψαν συνθήκη με τους εισβολείς για να γλυτώσουν το χωριό τους. Αυτό θεωρήθηκε προδοσία από το Βενετό τοποτηρητή Nicolo Dandolo, που διέταξε την παραδειγματική τιμωρία των Λευκαριτών. Πριν ξημερώσει η 9η Ιουλίου 100 Στρατιώτες και 600 τσέρνιδοι από τη Λευκωσία εισέβαλαν αιφνιδιαστικά στα Λεύκαρα. Ένας από τους Στρατιώτες ήταν ο Νικόλαος Μόζερας. Έσφαξαν όσους άντρες βρήκαν, τετρακόσιους τον αριθμό, εκκένωσαν το χωριό από τα γυναικόπαιδα και το έκαψαν.

Επικεφαλής του αποσπάσματος των σφαγέων ήταν ο Δημήτριος Λάσκαρης Μεγαδούκας, ένας από τους καπετάνιους της Στρατείας. Ήταν δισέγγονος του Ισαάκιου Λάσκαρη Παρασπόνδυλου, Πρωτοστράτορα του Μοριά τον προηγούμενο αιώνα, που είχε πάρει μέρος στον πόλεμο της Φερράρα. Παππούς του ήταν ο Δημήτριος Λάσκαρης Μεγαδούκας, που δοξάστηκε και αυτός στην Ιταλία, είχε χτήματα στη Ζάκυνθο και ήταν για χρόνια Governator της Κυπριακής Στρατείας . Ο πατέρας του Αλέξανδρος, που είχε πια πεθάνει, είχε και αυτός χρηματίσει διοικητής της Στρατείας.

Ο Δημήτριος έπεσε λίγο αργότερα πολεμώντας στη Λευκωσία, όπως επίσης οι αδελφοί του Ιωάννης και Φίλιππος, καπεταναίοι και αυτοί. Η μητέρα του, η Κύπρια Ιωάννα Συγκλητικού, ο μικρός αδελφός του Ευγένιος και οι αδελφές του αιχμαλωτίστηκαν. Έξι αδελφές λέει η Παταπίου, τρεις λέει ο Χιώτης, η Ελένη, η Θεοδώρα και η Λασκαρίνα. Η Ιωάννα και ο Ευγένιος εξαγοράστηκαν, και είναι αυτός ο Ευγένιος που βρέθηκε διάδικος στη Βενετία με το Θεοδόση από τις Βολίμες για ζητήματα περιουσιακά το 1575. Δολοφονήθηκε στη Ζάκυνθο στα 1612. Είκοσι δύο χρόνια μετά την αιχμαλωσία τους οι αδελφές του φαίνεται πως ήταν ακόμα σκλάβες.




Ένας άλλος καπετάνιος που πήρε μέρος στη σφαγή των Λευκάρων ήταν ο Θωμάς Μπλέσσας. Μπλέσσας ή Πλέσσας λέει η Νάσα Παταπίου, επηρεασμένη μάλλον από τον Κωνσταντίνο Σάθα, που δεν έβλεπε διαφορά ανάμεσα στα δύο ονόματα. Επειδή οι Πλεσσαίοι είναι σόι πολυάριθμο της Ζακύνθου – τυχαίνει μάλιστα να είμαι κι εγώ Πλέσσας εκτός από Τριβιζάς – να ξεκαθαρίσουμε ότι οι Μπλεσσαίοι δεν έχουν σχέση με τη Ζάκυνθο και αποτελούν χωριστό κλάδο εδώ και αιώνες.

Το 15ο αιώνα οι Πλεσσαίοι ήταν εγκατεστημένοι κυρίως στη δυτική Πελοπόννησο, στην Ωλένη, και μετακινήθηκαν στη Ζάκυνθο και την Κεφαλονιά στις αρχές του 16ου, μετά την πτώση της Μεθώνης και την παράδοση της Κορώνης. Πρώτη αναφορά στη Ζάκυνθο το 1514. Κάποιοι από αυτούς είχαν βρει απασχόληση σαν Στρατιώτες την ίδια εποχή στην Ιταλία, όπως ένας Τζώρτζης Πλέσσας, με τρία άλογα, το 1512.

Οι Μπλεσσαίοι φαίνεται πως είχαν εγκατασταθεί κυρίως στην Αργολίδα, από όπου ο Γκίνης Μπλέσσας ηγήθηκε μιας μεγάλης ομάδας Στρατιωτών που έφυγαν για τον πόλεμο της Φερράρα το 1482. Μπλεσσαίοι είχαν συμμετάσχει και στην άμυνα της Μεθώνης αλλά ο Θωμάς ήταν πιθανότατα Ναυπλιώτης, όπως οι περισσότεροι Στρατιώτες στην Κύπρο. Η τύχη του εκεί ήταν παρόμοια με του Μόζερα και πολλών άλλων. Τραυματίστηκε στη Λευκωσία αλλά κατάφερε να αποφύγει την αιχμαλωσία διαφεύγοντας στην Αμμόχωστο. Πολέμησε και εκεί και, όταν παραδόθηκε η καστρόπολη, αιχμαλωτίστηκε και έμεινε σκλάβος τρία χρόνια μέχρι να εξαγοραστεί. Κάποιος  Θωμάς Πλέσσας αναφέρεται από τον Αγαθάγγελο Ξηρουχάκη να είναι καπετάνιος Στρατιωτών στην Κέρκυρα το 1584. Ίσως είναι ο ίδιος ίσως όχι.

Οι Μπλεσσαίοι εγκαταστάθηκαν στη Κεφαλονιά, λίγοι από αυτούς πριν το 1567. Στον Στέφανο Μπλέσσα δόθηκε φέουδο το 17ο αιώνα. Ο ένας από τους γιούς του μάλιστα ονομαζόταν Θωμάς. Κανένας Μπλέσσας δεν εγκαταστάθηκε ποτέ στη Ζάκυνθο. Σήμερα μία πυραυλάκατος του Πολεμικού Ναυτικού φέρει το όνομα Μπλέσσας προς τιμήν του αείμνηστου Πλωτάρχη Γεωργίου Μπλέσσα, κυβερνήτη του αντιτορπιλικού Βασίλισσα Όλγα στο Δεύτερο Παγκόσμιο.  Όχι μόνο διακριτός κλάδος οι Μπλεσσαίοι αλλά και πιο διακεκριμένος. Κανείς από τους πολυάριθμους Πλεσσαίους δεν πήρε ‘τίτλο ευγενείας’. Και δεν έδωσαν το όνομα τους ούτε σε σωσίβιο. Ούτε οι μεν όμως ούτε οι δε έχουν σχέση με τον περίφημο Μανώλη Μπλέσση, που οι μπαρτζολέτες των κατορθωμάτων του τραγουδήθηκαν στη Βενετία το δεύτερο μισό του 16ου αιώνα. Κι αυτό γιατί, όπως φαίνεται, ο Μπλέσσης ήταν τόσο μυθικός όσο και τα κατορθώματα του.

Όποιος άντεξε να διαβάσει μέχρι εδώ μπορεί τώρα να ρωτήσει γιατί σας τάραξα στη γενεαλογία και στις ασήμαντες ιστορικές λεπτομέρειες. Γιατί, με αφορμή μια παλιά φωτογραφία, σας έφτασα ως τους θαλάμους του Ορφικού Άδη, να αφουγκραστείτε αντίλαλους ξεχασμένων οδυρμών. Υπάρχει λόγος; Μια στιγμή να φορέσω το απόλυτα κηδεμονευτικό μου ύφος και θα σας πω.

Ήθελα να δείξω πως, στη μεγάλη μας πλειοψηφία, άλλος λιγότερο άλλος περισσότερο, είμαστε απόγονοι προσφύγων και περιπλανώμενων. Γι αυτό δεν μας ταιριάζει η καταφρόνια για άλλους πλάνητες και κατατρεγμένους, όπως οι Εβραίοι, ή για τους απογόνους τους. Είναι ύβρις προς τους προγόνους μας. Και, επειδή εκεί που βρίσκονται αυτοί δεν τους πιάνει τίποτα, είναι τελικά φτυσιά στα μούτρα μας. Τόσο η δόξα όσο και η ατίμωση μπορεί να αγκαλιάσουν όλους τους θνητούς και μερικές φορές πάνε αντάμα, ακριβώς όπως έγινε με το Νικόλαο Μόζερα.

Πριν από 448 χρόνια ένας Μεγαδούκας εξόντωσε, τζάμπα και βερεσέ όπως αποδείχτηκε τελικά, 400 Χριστιανούς συμπατριώτες του. Σε ένα απίστευτο σκέρτσο της Ιστορίας,  374 χρόνια αργότερα ένας απόγονος των Μεγαδουκαίων, ο δήμαρχος Ζακύνθου Λουκάς Καρρέρ, έβαλε το κεφάλι του στο ντορβά για να γλυτώσει από την εξόντωση 275 Εβραίους συμπατριώτες του. Δεν είναι η καταγωγή που μετράει, είναι ο συγκεκριμένος άνθρωπος. Το έγκλημα του Δημήτριου Μεγαδούκα δεν βαραίνει κανέναν άλλο εκτός από τον ίδιο, ακριβώς όπως το Ολοκαύτωμα και όλα τα άλλα φοβερά εγλήματα του Ναζισμού δεν βαραίνουν τους σημερινούς Γερμανούς. Αντίθετα, το παράδειγμα του Λουκά Καρρέρ αποθέτει στο διηνεκές βαριά ευθύνη πράξεων, λόγων και συναισθημάτων στους ώμους όχι μόνο των Καρρέρηδων αλλά και όλων των συμπατριωτών του, όπου γης, τουλάχιστον όσων θέλουν να αισθάνονται υπερηφάνεια για την πράξη του. Είναι ακριβώς αυτή η ευθύνη που με οδήγησε, με πειθανάγκασε σχεδόν, να γράψω τα παραπάνω. Αυτά...


Δυστυχώς έχω προβλήματα με το λογαριασμό μου και δεν μου δίνει τη συνατότητα να απαντήσω σε σχόλια. Αν θέλετε απάντηση γράψτε μου στο pampalaea@gmail.com


15/03/18 Ευχαριστώ τους σχολιαστές για το καλωσόρισμα! Επειδή με κάνανε να επισκεφτώ πάλι την ανάρτηση βρήκα και ένα λάθος μου. Η Ωλένη είναι στη δυτική Πελοπόννησο, στην Ηλεία. Διορθώθηκε.

Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2014

Το Μαραθονήσι της Ζακύνθου – Μέρος Γ΄


Το Μαραθονήσι και η Λίμνη του Κεριού το 1741

Στα 1728, ένας καταζητούμενος Ζακυνθινός, που είχε καταφύγει στο Μοριά όπως συνηθιζόταν τότε, αρρώστησε ενόσω επισκεπτόταν κρυφά τους δικούς του στη Χώρα. Αυτοί ζήτησαν τη βοήθεια ενός γνωστού ζωγράφου και αγιογράφου, στον οποίο αποδίδονται κάποιες από τις παραστάσεις της Φανερωμένης, το Γερόλυμο Στράτη Πλακωτό (1), επειδή επιδιδόταν και στην πρακτική ιατρική. Σύντομα αρρώστησαν βαριά τόσο ο Γερόλυμος όσο και οι γιοί του. Σήμανε συναγερμός, αφού ο Μοριάς εκείνη την εποχή είχε πληγεί από την πανούκλα, αλλά παρά τις προειδοποιήσεις του βετεράνου Εβραίου γιατρού Ααρών Αλμπρόν τα ενδεδειγμένα μέτρα άργησαν να εφαρμοστούν λόγω της διαφωνίας των αστίατρων. Τελικά τα θύματα μεταφέρθηκαν στο Λοιμοκαθαρτήριο, όπου είναι γνωστό πως ο Γερόλυμος πέθανε, ενώ το σπίτι τους μαζί με το ζωγραφικό εργαστήριο πυρπολήθηκαν. Στο μεταξύ όμως η πανούκλα χτύπησε πολλές συνοικίες και αργότερα ξεπέρασε τα σύνορα της Χώρας, φτάνοντας στο Μπανάτο από τη μια πλευρά και στο Αργάσι από τη άλλη. Εντονότερο ήταν το πρόβλημα στο Γκέτο, όπου από το 1712 είχαν στριμωχτεί όλες οι Εβραϊκές οικογένειες (2).

Ήταν ανάγκη να μεταφερθεί ένας μεγάλος αριθμός οικογενειών στο Λοιμοκαθαρτήριο, γνωστό τότε σαν Λαζαρέτο, στην παραλία μεταξύ Κήπων και Αργασιού, την τοποθεσία δηλαδή που και σήμερα λέγεται Λαζαρέτα. Το Λοιμοκαθαρτήριο όμως βρισκόταν από χρόνια σε άθλια κατάσταση, αποτέλεσμα της απληστίας και της επί δεκαετίες κακοδιαχείρισης του γηραιού ισόβιου διοικητή του (priore) Antonio Cattarin. Επιπλέον πλησίαζε το καλοκαίρι και η εποχή του θερισμού. Η Ζακυνθινή ύπαιθρος, γεμάτη αμπέλια, ελαιώνες και περιβόλια, δεν μπορούσε να προμηθεύσει πάνω από το ένα τρίτο του απαιτούμενου σιταριού για τη διατροφή του πληθυσμού. Για το υπόλοιπο η Ζάκυνθος βασιζόταν σε εισαγωγές, κυρίως από το Μοριά. Τουλάχιστον χίλιες Ζακυνθινές οικογένειες αδυνατούσαν να αγοράσουν τις αναγκαίες ποσότητες και κάπου δυόμιση χιλιάδες χωρικοί πήγαιναν να θερίσουν στο Μοριά κάθε καλοκαίρι και να αμειφθούν σε είδος. Στο γυρισμό έπρεπε να μείνουν για μια βδομάδα στο Λαζαρέτο αν στο Μοριά υπήρχε επιδημία – και οι επιδημίες στις Οθωμανικές περιοχές ήταν συνεχείς.  

Για να αντιμετωπιστεί η έλλειψη χώρου, και ίσως για να πλήξει τα οικονομικά συμφέροντα του Antonio Cattarin, ο πρεβεδούρος γκενεράλες της θάλασσας Francesco Correr αποφάσισε τη μεταφορά των Εβραίων στο Μαραθονήσι. Είχε από πριν την εκδήλωση της επιδημίας προτείνει τη μεταφορά εκεί μελλοντικά και των θεριστών, αφού στη νησίδα υπήρχε χώρος, καθαρός αέρας και πόσιμο νερό, όπως είχε πει. Ξεκίνησε έτσι μια νέα φάση στην ιστορία του Μαραθονησιού, η χρήση του σαν λοιμοκαθαρτήριο. Δεν έχει δημοσιευτεί ως τώρα καμιά πληροφορία για το αν το μοναστήρι της Παναγίας Μαραθονησιώτισσας ήταν επανδρωμένο κατά τη διάρκεια εκείνης της περιόδου, ούτε για το ιδιοκτησιακό καθεστώς της νησίδας.

Ο Francesco Correr πάντως είχε φροντίσει ήδη από τον προηγούμενο χρόνο να βολέψει ισοβίως στη θέση του επικεφαλής (deputato) του νέου λοιμοκαθαρτηρίου τον Αντώνιο Καψοκέφαλο. Ο Αντώνιος Καψοκέφαλος δεν θα ήταν έμμισθος αλλά θα πληρωνόταν 25 άσπρα (3) από κάθε θεριστή. Ήταν γιός του κόντε Αναστασίου Καψοκέφαλου, ο οποίος είχε διακριθεί στον τελευταίο, ατυχή Βενετοτουρκικό πόλεμο μια δεκαετία νωρίτερα (4).

Ουσιαστικά ο διορισμός αυτός παρέκαμπτε πρόσφατη οδηγία της Βενετικής εξουσίας, η οποία αφορούσε τα συνηθισμένα, μη-εποχιακά λοιμοκαθαρτήρια, να εκλέγονται οι επικεφαλείς για συγκεκριμένη θητεία.  Απαγόρευε μάλιστα να είναι οι θητείες τους συνεχόμενες σε περίπτωση επανεκλογής. Σε εμάς, τέκνα της Ελλάδας του 20ου και 21ου αιώνα, όπου δεν έχει υπάρξει ποτέ διαπλοκή και δεν διανοείται κανείς να δημιουργήσει θέση για ημέτερο, όλα αυτά φαντάζουν αρκετά παρακμιακά. Ήταν όμως πολύ συνηθισμένες καταστάσεις τον τελευταίο αιώνα της Βενετοκρατίας.

Αφού καταπολεμήθηκε επιτυχώς η επιδημία μέχρι τα τέλη του 1728 οι Εβραίοι εγκατέλειψαν το Μαραθονήσι και επέστρεψαν στο Γκέτο. Επιστράφηκε στις δημόσιες αποθήκες και στους ιδιώτες η ξυλεία που είχε χρησιμοποιηθεί, και αφέθηκε για λίγο το νησάκι στις χελώνες και τα θαλασσοπούλια. Παρά τις αντιδράσεις από τους θεριστές και άλλες πλευρές το Μαραθονήσι χρησιμοποιήθηκε σαν εποχιακό Λαζαρέτο την πρώτη πενταετία της δεκαετίας του 1730. Οι δραπετεύσεις, κάποιες φορές ομαδικές, οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης και τα πλημμελή υγειονομικά μέτρα ανάγκασαν τις αρχές να εξετάσουν άλλες λύσεις, όπως την παράλληλη χρησιμοποίηση των βραχονησίδων Βόιδι και Άγιος Νικόλας ή την επέκταση του κυρίως Λοιμοκαθαρτηρίου (5). Από το 1735, και μέχρι το 1749, συνεχίστηκαν οι διαμάχες και οι παλινωδίες ώσπου το καλοκαίρι εκείνο λειτούργησε μόνιμα πια το Μαραθονήσι σαν Λαζαρέτο των θεριστών. Ωστόσο κάποιες χρονιές η καραντίνα γινόταν αλλού επειδή δεν υπήρχε διαθέσιμη βομβάρδα (6), η οποία θα συνόδευε τα πλοιάρια των θεριστών στη νησίδα.


Σχέδιο του Μαραθονησιού το 1747 όπου απεικονίζονται οι ‘εγκαταστάσεις’ του Λοιμοκαθαρτηρίου, δηλαδή 4 παραλληλόγραμμοι περιφραγμένοι χώροι, η Παναγία, ο αμυντικός πύργος, οικήματα και τρία πηγάδια.


Απεικόνιση βομβάρδας από το Μουσείο Correr της Βενετίας.

Η τραγωδία δεν άργησε. Το 1751 ένα πλοιάριο που μετέφερε αγρότες στο Μαραθονήσι ναυάγησε και πνίγηκαν 23 από αυτούς. Στις ταραχές που επακολούθησαν κινδύνεψε και ο ίδιος ο Αντώνιος Καψοκέφαλος. Την επόμενη χρονιά δραπέτευσαν 34 από τους θεριστές. Ίσως αυτό συνετέλεσε στην απόφαση τις τοπικής εξουσίας τον ίδιο χρόνο να δαπανήσει 1000 δουκάτα για υπόστεγα, ώστε να μη βρίσκονται όλη μέρα κάτω από τον καυτό ήλιο του καλοκαιριού οι υπό περιορισμό θεριστές. Ένα μέρος του ποσού διατέθηκε για την ανακαίνιση της κατοικίας του επικεφαλής, όπου θα έμεναν και οι μαρκουλίνοι της φρουράς για να τους έχει κοντά του. Ο Αντώνιος Καψοκέφαλος διατήρησε τη θέση του ως το θάνατο του το 1770.

Με το θάνατο του Αντωνίου η θέση θα έπρεπε να γίνει εκλόγιμη σύμφωνα με απόφαση του 1745 αλλά παρουσιάστηκε σαν διεκδικητής ο γιός του κατά 25 χρόνια μικρότερου αδελφού του Τζώρτζη, ο οποίος λεγόταν Γάμπαρας (7). Ο μικρός Γάμπαρας δεν είχε όπως φαίνεται κλείσει ακόμα τα 14 αλλά προσφέρθηκε να τον αντικαταστήσει μέχρι την ενηλικίωση του ο μπαμπάς του ο Τζώρτζης. Αυτός ήταν διοικητής της πολιτοφυλακής και χρησιμοποίησε το ανεκδιήγητο επιχείρημα πως δεν πείραζε που τα καλοκαίρια θα ήταν στο Μαραθονήσι επειδή την πολιτοφυλακή την αποτελούσαν χωρικοί και οι χωρικοί τα καλοκαίρια περνούσαν από το Μαραθονήσι. Επιπλέον ήταν άνθρωπος διορατικός και είχε φροντίσει να συνεισφέρει οικονομικά στο Λοιμοκαθαρτήριο σε ανύποπτο χρόνο. Τώρα είχε φτάσει η ώρα να εξαργυρώσει την ευεργεσία του. Με τέτοιες πλάτες πως να μην κερδίσει τη θέση το παιδί, μόνο που δεν του τη δώσανε ισόβια.

Όταν ο Γάμπαρας ήταν γύρω στα 28, δηλαδή στα 1784, παρουσιάστηκε άλλος διεκδικητής, ο Αλέξανδρος Νερούλης. Η οικογένεια Νερούλη ήταν παλιοί τσιταντίνοι, όπως και οι Καψοκέφαλοι, και είχαν γραφτεί στο Libro dOro πριν το 1580 (8). Ο Αλέξανδρος Νερούλης είχε διακριθεί σαν πρώην επικεφαλής της Σανιτάς, δηλαδή του Υγειονομείου, και κέρδισε τη θέση στο Μαραθονήσι αλλά ετεροχρονισμένα. Αποφασίστηκε ότι θα αναλάμβανε καθήκοντα αφού ο Γάμπαρας συμπλήρωνε μία ακόμα θητεία 8 ετών! Δεν διευκρινίζεται αν τελικά ανέλαβε ποτέ καθήκοντα ο Νερούλης ενώ, ακόμη και αν δεν εξέπνευσε ο ίδιος στην οκταετία, εξέπνευσε η Γαληνοτάτη Δημοκρατία λίγα χρόνια αργότερα. Το πιθανότερο είναι πως δεν ανέλαβε ποτέ. Με άγνωστο τρόπο, μετά το τέλος της Βενετοκρατίας βρέθηκε απόλυτος κύριος του Μαραθονησιού ο κόντε Πέτρος Μακρής, την οικογένεια του οποίου χώριζε πολύχρονη διαμάχη με τους Νερούληδες.

Οι Μακρήδες ήταν και αυτοί παλιά αρχοντική οικογένεια και το όνομα τους είχε δοξαστεί ένα αιώνα νωρίτερα, δηλαδή την εποχή του Μοροζίνι. Ο Ιωάννης Μακρής είχε πάρει τον τίτλο του κόμη το 1767 και μαζί του 800 στρέμματα από τον λεγόμενο Κάμπο του Νερούλη σαν φέουδο. Ο Κάμπος του Νερούλη ήταν μια βαλτώδης έκταση 2000 στρεμμάτων, που αργότερα έγινε γνωστή σαν Λίμνη Μακρή και για να τη βρεις σήμερα πρέπει να αναζητήσεις τον Κρατικό Αερολιμένα Διονύσιος Σολωμός. Οι Νερούληδες, οι οποίοι φαίνεται είχαν τίτλους για μέρος μόνο της περιοχής αλλά την εκμεταλλεύονταν ολόκληρη, δεν χώνεψαν ποτέ την απώλεια προς όφελος του Μακρή και η διαμάχη των δύο οικογενειών παρατάθηκε τουλάχιστον μέχρι το 1823 (9).

Το πότε ακριβώς και με ποιό τρόπο η οικογένεια Μακρή πήρε στην κατοχή της το Μαραθονήσι είναι ένα ζήτημα για το οποίο δεν έχουν παρουσιαστεί πληροφορίες, πολύ περισσότερο ντοκουμέντα. Ο Αλέξανδρος Νερούλης είναι πολύ απίθανο να διεκδίκησε τη διοίκηση του εποχιακού Λαζαρέτου επί μιας νησίδας η οποία ανήκε στην αντίπαλη και πολύ ισχυρή οικογένεια Μακρή, πολύ δε περισσότερο να το είχε κάνει με κάποιο βαθμό επιτυχίας. Μπορούμε λοιπόν να υποθέσουμε, όχι αβάσιμα, ότι το Μαραθονήσι άλλαξε χέρια μετά το 1784. Ποιός όμως το πούλησε ή με οποιοδήποτε τρόπο το μεταβίβασε στην οικογένεια Μακρή;

Αν αληθεύει, έστω και κατά ένα μέρος, η κατά την άγραφη παράδοση της οικογένειας Σιδηροκαστρίτη ιστορία που μου διηγήθηκε πριν λίγα χρόνια η Μαρία Σιδηροκαστρίτη – Κοντονή, τότε σίγουρα δεν το πήρε από αυτούς. Οι Σιδηροκαστρίτες, παλιοί κτήτορες της Μαραθονησιώτισσας, ήταν ελεύθεροι χωρικοί, άνθρωποι διαφορετικής κουλτούρας αλλά και δυνατοτήτων από την αρχοντική οικογένεια Νερούλη. Έλυναν λοιπόν τις διαφορές τους, όπως και  πολλοί άλλοι Ζακυνθινοί, όχι στα δικαστήρια αλλά με τα όπλα. Σύμφωνα με την οικογενειακή τους παράδοση, κάποιος Σιδηροκαστρίτης, εκφράζοντας τη δυσαρέσκεια του για την κατάληξη της νησίδας, έριξε ανεπιτυχώς μια κουμπουριά στον κόντε Μακρή. Γι αυτή την απόπειρα κρεμάστηκε, και το σώμα του, πισσωμένο, έμεινε εκτεθειμένο για τριήμερο στην πλατεία μέσα σε κλουβί. Το πότε έγινε αυτό δεν διασώθηκε αλλά ο τρόπος της εκτέλεσης, και ειδικά η πίσσα και το κλουβί, παραπέμπει όχι στη Βενετοκρατία αλλά στην Αγγλοκρατία, όταν εκτελέσεις αυτού του είδους ήταν σχεδόν καθημερινό φαινόμενο. Δείχνει δε ότι ακόμα και το 19ο αιώνα, όταν πλέον η Βενετία δεν υπήρχε σαν κρατική οντότητα, η οικογένεια Σιδηροκαστρίτη θεωρούσε ότι είχε δικαιώματα στο Μαραθονήσι και ότι αυτά είχαν καταπατηθεί από το Μακρή.

Η γενικευμένη παραδοχή ότι το Μαραθονήσι παραχωρήθηκε κάποτε από τους Βενετούς στην οικογένεια Μακρή δεν αποτελεί παρά αυθαίρετη εικασία και δεν στηρίζεται σε κανένα ντοκουμέντο ή μαρτυρία. Στην πραγματικότητα φαίνεται αρκετά απίθανη. Οι ανιψιοί του Ιωάννη Μακρή έφεραν τον τίτλο του σαν κληρονόμοι του φέουδου και όχι επειδή τιμήθηκαν από τη Βενετία ή τους παραχωρήθηκε κάποιο φέουδο. Αντίθετα, από το 1770 και μετά, οι Βενετικές αρχές είχαν λόγους να τους αντιμετωπίζουν με καχυποψία λόγω του ότι ήταν από τους πρωτεργάτες της Ζακυνθινής εκστρατείας στη Γαστούνη στα Ορλωφικά. Έκαναν μάλιστα και φυλακή γι αυτό το λόγο.

Από αυτούς ο Βασίλειος αποδείχτηκε όχι μόνο πολύ δραστήριος και φιλόδοξος πολιτικά αλλά και ιδιαίτερα ευέλικτος. Τόσο που το οικόσημο του θα έπρεπε να το στολίζει ανεμούριο. Αμέσως μετά την αποτυχία των συνομωσιών του αδελφού του Δραγανίγου για τη μαζική δολοφονία των Γαλλόφιλων Δημοκρατικών στη λιτανεία των Αγίων Πάντων, και αργότερα της Φανερωμένης, το 1796, εκδηλώθηκε ο ίδιος σαν Γαλλόφιλος (10). Αυτό δεν τον εμπόδισε δύο χρόνια αργότερα να βρεθεί έμπιστος του Ρώσου Πλωτάρχη Tisenghausen και από τους αρχηγούς της ‘Υψηλής Αστυνομίας’ μαζί με τον Αντώνιο Μαρτινέγκο. Στα ταραγμένα χρόνια που ακολούθησαν ο ισχυρός κομματάρχης, μεγαλοκτηματίας, νομικός και έμπορος ‘κόντε Μπαζίγιος’ συνέχισε την ίδια τακτική, και από συνεργάτης βρέθηκε αντίπαλος του Μαρτινέγκου, πότε εξυμνώντας το Βοναπάρτη και πότε υποκλινόμενος στο Βρετανικό Στέμμα, ανάλογα με τη φορά του ανέμου.

Αυτό που προβάλλει σαν η πιθανότερη εκδοχή για το Μαραθονήσι είναι ότι η προσπάθεια του Αλέξανδρου Νερούλη να εκλεγεί επικεφαλής του Λοιμοκαθαρτηρίου κέντρισε το ενδιαφέρον της αντίπαλης οικογένειας Μακρή για τη νησίδα. Το να περάσει το Μαραθονήσι στα χέρια των Μακρήδων στα πρώτα χρόνια του 19ου αιώνα, όταν βρίσκονταν στο απόγειο της δύναμης τους, και οι αδελφοί Καψοκέφαλοι ήταν διοικητές της Πολιτοφυλακής, μάλλον δεν ήταν δύσκολο. Το ότι ο Γάμπαρας Καψοκέφαλος δεν είχε κατά πάσα πιθανότητα δικαίωμα να το πουλήσει ήταν απλή λεπτομέρεια εκείνη τη χαοτική και ανώμαλη εποχή. Το σίγουρο πάντως είναι πως στα τέλη της δεκαετίας του 1810, όταν πια οι Βρετανοί είχαν εδραιωθεί στα Ιόνια Νησιά, ο Πέτρος Μακρής, γιός του Βασιλείου, αναφέρεται πια σαν ιδιοκτήτης του Μαραθονησιού.  

Χάρτης του 1821 όπου το Μαραθονήσι αναφέρεται σαν ιδιοκτησία του κόντε Πέτρου Μακρή.

Γνωρίζουμε πως το μοναστήρι λειτουργούσε εκείνη την εποχή, αν και ίσως όχι ολόκληρο το χρόνο. Σύμφωνα με μια πληροφορία οι μοναχοί ήταν δύο (11):

Το 1810 ζούσαν σε αυτό το μέρος δύο ερημίτες, και μένανε σε ένα τετράγωνο πύργο, χτισμένο μέσα σε ένα κήπο φυτεμένο με ελαιόδεντρα, ο οποίος προσφέρει εξαιρετική θέα της περιοχής. Η ψηλή και απότομη πρόσοψη του νησιού αποτελείται από πεζούλες φυτεμένες με σιτάρι, και εδώ κι εκεί ελιές. Ανάμεσα στα βράχια υπάρχουν πολλά περίεργα φυτά και λουλούδια.

Τον Ιανουάριο του 1817 ο William Turner έκανε καραντίνα στη Λίμνη του Κεριού, όπου λειτουργούσε τώρα πια λοιμοκαθαρτήριο, το οποίο μάλιστα διέθετε και μόνιμο ικρίωμα για να μη μένει αμφιβολία ως προς τις συνέπειες μη συμμόρφωσης. Μια μέρα επισκέφτηκε το ‘βράχο’, όπως αποκαλούσε το Μαραθονήσι, και έγραψε (12):

Το βραδάκι πήγα στο βράχο που προφυλάσσει την είσοδο του λιμανιού, και που στέκεται ακριβώς στο κέντρο της. Εδώ βρίσκεται μια μικρή Ελληνική εκκλησία και μοναστήρι, γύρω από τα οποία υπάρχουν λίγα ελαιόδεντρα και τρία ή τέσσερα καλλιεργημένα χωράφια. Βρήκαμε εδώ ένα σκύλο και δύο γάτες στα πρόθυρα της λιμοκτονίας, αφού δεν υπήρχε ψυχή στα νησί, γιατί φαίνεται πως οι παπάδες μένουν εδώ μόνο το καλοκαίρι. Ταΐσαμε τις γάτες και πήραμε μαζί μας το σκύλο, ο οποίος ήταν από την ίδια κοπρίτικη ράτσα με κοντά αυτιά όπως εκείνοι της Κωνσταντινούπολης.

Μια κατοπινή αναφορά, σχετικά απροσδιόριστη χρονικά αλλά πάντως την περίοδο της Βρετανικής ‘προστασίας’, δείχνει πως ο Πέτρος Μακρής, ο οποίος ήταν πιθανότατα αυτός που γλύτωσε από το σμπάρο του Σιδηροκαστρίτη, ίσως είχε κάποια συμμετοχή (13) και σε άλλο Μαραθονησιώτικο δράμα με πυροβολισμούς. Είναι το τελευταίο που θα αναφερθεί εδώ, και επαφίεται στον αναγνώστη να το χαρακτηρίσει, ανάλογα με την ευαισθησία του στα δικαιώματα των τράγων και γενικότερα των γιδιών, σαν τραγωδία, ιλαροτραγωδία ή απλή Ζακυνθινή ‘μάντσια’ (14).

Το ένα (από τα νησιά), που λέγεται Maratonisi, είναι ψηλό και εμφανές, και είναι σχεδόν απέναντι από τα πηγάδια (της πίσσας). Άλλα, πιο χαμηλά, βρίσκονται προς το μέσο και την ανατολική πλευρά του κόλπου. Το ψηλό νησί λέγεται τώρα Goat island λόγω ενός αστείου σε βάρος ενός αξιωματικού της φρουράς πριν από όχι πολύ καιρό. Σε αυτό τον κύριο άρεσε πολύ το κυνήγι, και μερικές φορές το εξασκούσε προκαλώντας ενόχληση στους κτηματίες. Μια μέρα κάποιος Ζακυνθινός βρήκε ευκαιρία στη Λέσχη να επαινέσει τη σκοπευτική του δεινότητα και να τον ρωτήσει αν είχε ποτέ σκοτώσει κάποιο από τα αγριοκάτσικα αυτού του μικρού νησιού. ‘Α! Όχι, δεν είχα ιδέα ότι υπήρχαν τέτοια.’ ‘Λοιπόν,’ είπε ο πονηρός Ζακυνθινός, ‘μην το κουβεντιάσεις με κανένα, διαφορετικά θα χάσεις την ευκαιρία, αλλά απλώς πήγαινε με μια βάρκα στο νησί μια μέρα και προσπάθησε.’ Ο αθλητής μας έπεσε στην παγίδα και πολύ σύντομα ετοιμάστηκε για ημερήσιο κυνήγι αγριοκάτσικου. Αποβιβάστηκε στο νησί και, σκαρφαλώνοντας τον μάλλον απότομο, βραχώδη γκρεμό, πολύ γρήγορα είδε μερικές γίδες να βόσκουν στην αραιή βλάστηση. Όπως είναι αρκετά φυσικό ήταν μάλλον συνεσταλμένες και προσπάθησαν να αποφύγουν την παρατήρηση του παρείσακτου. Εις μάτην. Σε λίγο μια από αυτές έπεσε θύμα. Οι άλλες όμως, ευτυχώς, γλύτωσαν προσωρινά. Επέστρεψε με το θήραμα του αλλά δεν είπε τίποτα για την τύχη του. Μια ή δύο μέρες αργότερα ένας κύριος (όχι ο πληροφοριοδότης του) τον σταμάτησε στο δρόμο και του είπε με μεγάλη ευγένεια, ‘Ευχαρίστως να πηγαίνετε στο νησί μου να περάσετε την ώρα σας όποτε επιθυμείτε, σας παρακαλώ όμως να μην πυροβολείτε τις γίδες.’ Ο ιδιοκτήτης είχε βάλει εκεί τις γίδες για καλοκαιρινή βοσκή, και ιδέα δεν είχε ότι θα αντιμετωπίζονταν σαν ferae naturae (15).’

Κάπως έτσι, όπως τα ιστορήσαμε, ο Ναός της Φύσης, ο μικρός προμαχώνας του Χριστιανισμού και της Ευρώπης, το ιερό ερημητήριο του Μαραθονησιού, έγινε καλοκαιρινό λοιμοκαθαρτήριο, και μετά βοσκοτόπι, για να καταλήξει σχετικά πρόσφατα φιλετάκι προς αξιοποίηση, με συρματοπλέγματα και απαγορευτικές πινακίδες. Υπήρξε κάποια αντίσταση, η λέπρα της αγοράς και της ζήτησης δεν έχει αφήσει τους πάντες κατάκοιτους, και έτσι η σημερινή ιδιοκτήτρια εταιρεία συμβιβάζεται με ‘ήπια’ αξιοποίηση, ‘αποκατάσταση’ των κτιρίων τη λένε, και άλλα εύηχα. Μόνο που σε κάποιους από μας τα εύηχα μας φέρνουν βήχα. Οι φωτογραφίες ντόπιων προσκυνητών και παπάδων, απογόνων των ‘χωρικών εγκατοίκων’ που κάποτε υπεράσπισαν το νησί, αλλά και αυτών που κάθε χρόνο πλήρωναν για μια βδομάδα αναγκαστική ηλιοθεραπεία εκεί, να είναι χωρισμένοι από το εκκλησάκι με συρματόπλεγμα, κάθε άλλο παρά καθησυχαστικές είναι. Μακάρι όμως ο βήχας να μας κοπεί.

------------------------------------------------------------------------------ 

1)  Βλέπε Λ. Ζώης, Λεξικόν, έκδοση 1963, λήμμα Στράτης, σσ. 617 -618.

2)  Οι περί πανώλης πληροφορίες, όπως και τα σχετικά με τη χρήση του Μαραθονησιού σαν εποχιακό λοιμοκαθαρτήριο, προέρχονται από το βιβλίο της Κατερίνας Κωνσταντινίδου ‘Το κακό οδεύει έρποντας ... Οι λοιμοί της πανώλης στα Ιόνια Νησιά (17ος – 18ος αι)’, Βενετία 2007. Θα ήθελα να ευχαριστήσω την Πηνελόπη Αβούρη που μου έδωσε την ευκαιρία να συμβουλευτώ το βιβλίο πριν το αγοράσω.

3)  Νόμισμα μικρής αξίας. Το πλήθος όμως των φιλοξενουμένων φαίνεται πως ήταν εγγύηση ενός πολύ καλού εισοδήματος.

4)  Σύμφωνα με το Λεωνίδα Ζώη η οικογένεια Καψοκέφαλου είχε εγκατασταθεί στη Ζάκυνθο στις αρχές του 16ου αιώνα και γράφτηκε στη Χρυσόβιβλο το 1598. Ο Αναστάσιος είχε αντικαταστήσει επανειλημμένα τον σοπρακόμιτο Καίσαρα Καπνίση, πιθανότατα γύρω στα 1698, και είχε επίσης διοικήσει τουλάχιστον δύο δικά του πλοιάρια με 34 άνδρες στον πόλεμο του 1715 - 1718. Μαζί του είχε και τον νεαρό τότε Αντώνιο. Ο Αναστάσιος τιμήθηκε για τις υπηρεσίες του με τον τίτλο του κόμη το 1718.

5)  Βλέπε και την εργασία του Διον. Ζήβα ‘Τα Λαζαρέτα της Ζακύνθου’ στον τόμο ‘Φιόρα Τιμής για τον Μητροπολίτη Ζακύνθου Χρυσόστομο Β΄ Συνετό’, Ζάκυνθος 2009, όπου στη σελίδα 346 δημοσιεύτηκε σχέδιο του 1735 με την προτεινόμενη επέκταση.

6)  Η βομβάρδα ήταν μικρό πολεμικό, κανονιοφόρος όπως θα λέγαμε σήμερα. Η ονομασία της προέρχεται από το ότι πολλές φορές, εκτός από τα συνηθισμένα ναυτικά πυροβόλα έφερε και βομβάρδες, δηλαδή πυροβόλα που έκαναν επισκηπτική βολή όπως οι όλμοι.

7)  Η Ιταλική οικογένεια Γάμπαρα είχε εγγραφεί στη Χρυσόβιβλο της Ζακύνθου το 1686 και είχε συγγενέψει με τους Καψοκέφαλους και τους Μακρήδες. Το τελευταίο αρσενικό μέλος της οικογένειας αποβίωσε το 1735 και έτσι το όνομα εξέλιπε. Για να διατηρηθεί η ανάμνηση του ονόματος ο Τζώρτζης Καψοκέφαλος, σύζυγος της Νικολέττας Γάμπαρα, βάφτισε το γιό του Γάμπαρα και ο Γάμπαρας έβγαλε το δικό του γιό Γαμπαράκη. Ο ‘εκλαμπρότατος και ευγενέστατος εξουσιαστής των αρμάτων Κυρ. κόμις Γάμπαρας Καψοκέφαλος’ δηλητηριάστηκε το 1811 λόγω των σχέσεων του με την Αυστρία κατά το Λεωνίδα Ζώη.

8)  Παναγιώτης Χιώτης, Ιστορικά Απομνημονεύματα, τ. 3ος, σ. 959.

9)  Το 1773 ο Βενετός πρεβεδούρος είχε μειώσει την παραχωρούμενη στον Ιωάννη Μακρή έκταση από 800 σε 550 στρέμματα επειδή τα υπόλοιπα ανήκαν σε άλλα πρόσωπα. Το 1823 οι αδελφοί Νερούλη είχαν προσπαθήσει να εγείρουν και πάλι αξιώσεις αλλά μετά από αλλεπάλληλες δίκες απέτυχαν. Όπως (1), λήμμα Λίμνη, σ. 356.

10)  Ντίνος Κονόμος, Ζάκυνθος Πεντακόσια Χρόνια (1478 – 1978), Τόμος Τρίτος, Πολιτική Ιστορία, (Τεύχος Α΄ 1478 – 1800), σ. 175.

11)  John Purdy, The New Sailing Directory for the Mediterranean Sea, Λονδίνο 1826, σ. 208.

12)  Journal of a tour in the Levant, τ. 3ος, Λονδίνο 1820, σ. 312.   

13)  Μπορεί όμως να πρόκειται και για το γιό του Κωνσταντίνο.

14)  David Thomas Ansted, The Ionian Islands in the year 1863, Λονδίνο 1863, σσ. 410 – 411.

15)  Νομικός όρος που περιγράφει άγρια ζώα.

Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2013

Ο Jan Struys (υποβοηθούμενος) για τη Ζάκυνθο του 17ου αιώνα


Άποψη της Ζακύνθου το 1682

Ο Jan Struys (1629 – 1694) ήταν Ολλανδός ναυτικός και πολύ πιθανόν να μην ήξερε να γράψει ούτε το όνομα του. Πανιά μπάλωνε ο άνθρωπος, αυτή ήταν η ειδικότητα του. Είναι πολύ πιθανό επίσης να δει κανείς σήμερα αναφορές στο πρόσωπο του στις οποίες χαρακτηρίζεται συγγραφέας, ακόμα και καλλιτέχνης. Το 1677 εκδόθηκε στο Άμστερνταμ ένα βιβλίο, το οποίο είχε υποτίθεται συγγράψει και που εξιστορούσε τα μακρινά ταξίδια και τις ατέλειωτες περιπέτειες του από το 1647 μέχρι το 1673. Το βιβλίο είχε τεράστια επιτυχία και μεταφράστηκε σε αρκετές γλώσσες τα επόμενα χρόνια. Όσοι σύγχρονοι μας όμως έχουν ασχοληθεί με τα αναφερόμενα στο βιβλίο αυτό έχουν σοβαρότατες αμφιβολίες:  όχι μόνο για το αν, και κατά πόσο, το έγραψε ο ίδιος και το αν μερικά από τα σχέδια που το διακοσμούν είναι δικά του αλλά και για το πόσες από τις περιπέτειες του είναι αληθινές.

Οι αμφιβολίες αυτές, για να μην πω η βεβαιότητα, είναι δικαιολογημένες σε μεγάλο βαθμό αλλά όχι πάντα. Είναι προφανές ότι αυτός που σχεδίασε τους Τατάρους και τους Ταϊλανδούς που παρουσιάζονται στο τρίτο μέρος του βιβλίου δεν τους είχε δει ούτε στον ύπνο του. Όσον όμως αφορά το δεύτερο μέρος, τα γεγονότα και οι τόποι που περιγράφονται είναι αρκετά πειστικά. Σε αυτό ο Struys εξιστορεί το πως πήρε μέρος στις θαλάσσιες επιχειρήσεις του Κρητικού Πολέμου στα 1656 – 1657 και περιγράφει τα μέρη που επισκέφτηκε. Αναφέρει πολλά για την πολεμική δράση του Βενετού ήρωα Lazzaro Mocenigo, τα οποία σε γενικές γραμμές συμπίπτουν τόσο με τα γνωστά ιστορικά γεγονότα όσο και με αυτά που έγραψε τότε ο Ζακυνθινός Θεόδωρος Μοντσελέζε (2). Θα έλεγα μάλιστα ότι ο Struys είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα.

Για παράδειγμα, λέει πως ο Mocenigo έχασε το μάτι του από σκλήθρα, κάτι που συνέβαινε πολύ συχνά στις ναυμαχίες εκείνου του καιρού, όταν τα θραύσματα του ίδιου του πληγέντος πλοίου δημιουργούσαν περισσότερες απώλειες από ότι οι μπάλες των εχθρικών κανονιών. Αν ο Mocenigo είχε χτυπηθεί από σφαίρα, όπως λένε άλλες πηγές περιλαμβανομένου του Μοντσελέζε, όχι μόνο δεν θα ήταν σε θέση να συνεχίσει να πολεμάει αλλά πιθανότατα δεν θα είχε ούτε καν επιβιώσει.

Μια από τις ιστορίες που έχουν προκαλέσει σχόλια δυσπιστίας είναι η επιτυχής αντιμετώπιση στη Λέσβο διακοσίων Τούρκων ιππέων από δώδεκα Ολλανδούς και δεκαπέντε Έλληνες, πειναλέους και χωρίς αξιωματικούς ή στοιχειώδη οργάνωση. Όταν όμως σκεφτεί κανείς πως σε όλη τη διάρκεια της συμπλοκής οι Χριστιανοί αμύνονταν, για ένα διάστημα μάλιστα ήταν οχυρωμένοι σε ένα εγκαταλειμμένο κάστρο, και ότι χρησιμοποιούσαν μουσκέτα, είχαν δηλαδή πλεονέκτημα βεληνεκούς και διαμετρήματος απέναντι στις ελαφριές καραμπίνες των Τούρκων, η έκβαση της αναμέτρησης δεν είναι και τόσο απροσδόκητη. Ειδικά αν ο Struys υπερέβαλλε κάπως στην εκτίμηση του αριθμού των αντιπάλων, οι οποίοι ας σημειωθεί πολεμούσαν έφιπποι.

Βέβαια, το να ψάχνει ο φουκαράς ο Jan σταφύλια σε ένα αμπέλι Μάη μήνα, με συνέπεια την αιχμαλωσία του, μόνο μειδιάματα δυσπιστίας μπορεί να προκαλέσει. Τι μπορεί όμως να περιμένει κανείς από έναν Ολλανδό που ερχόταν στην Ελλάδα για πρώτη φορά; Δεν είναι καθόλου σίγουρο πως ο Struys πρωταγωνίστησε σε όλα τα γεγονότα που διηγείται. Ίσως να μην ήταν καν αυτόπτης μάρτυρας, και ίσως ακόμη οι συγκυρίες και οι χρονικές στιγμές να ήταν λίγο διαφορετικές. Παρόλα αυτά η διήγηση παραμένει πειστική. Οι συνέπειες μιας αποτυχημένης απόδρασης (ακρωτηριασμός μύτης ή αυτιού), οι περιπλανήσεις από το ένα σκλαβοπάζαρο στο άλλο, τα παζάρια για τα λύτρα, είναι όλα απόλυτα ρεαλιστικά και δείχνουν εμπειρία αιχμαλωσίας. Οι διηγήσεις του δεύτερου ταξιδιού του Struys, ακόμα και αν δεν είναι πέρα για πέρα αληθινές, φαίνεται πως δεν είναι σκέτα παραμύθια.

Στη Ζάκυνθο ο Struys ήρθε δύο φορές. Την πρώτη, στις 20 Απριλίου του 1656, ταξιδεύοντας από τη Βενετία, όταν μετά δέκα μέρες σταμάτησαν για νερό. Με την ευκαιρία αγόρασαν και κρασί, το οποίο μας λέει ότι ήταν εξαιρετικό και αρκετά φτηνό: λίγο παραπάνω από πέντε γαλόνια κάνανε ένα σκούδο. Τη δεύτερη φορά, Ιούνιο του 1657, μας λέει περισσότερα (3):

Το νησί της Ζακύνθου βρίσκεται σε γεωγραφικό πλάτος 38 μοιρών, περίπου 13 Αγγλικές λεύγες από την Κεφαλονιά. Σε αυτό το νησί βρίσκεται μια πόλη με κάπου 4000 σπίτια, ή μάλλον σπιτάκια, χωρίς καμινάδες, το οποίο λέγεται πως οφείλεται στους σεισμούς, από τους οποίους κινδυνεύουν καθημερινά. Αλλά τα δημόσια κτίρια, τόσο από άποψη θέσης όσο και γερής κατασκευής είναι πολύ αξιόλογα. Για παράδειγμα το κάστρο είναι χτισμένο πάνω σε ένα ψηλό λόφο, και λόγω φυσικής θέσης  και τεχνικής κατασκευής φαίνεται σχεδόν απρόσιτο, και είναι εφοδιασμένο με πυροβολικό και κατάλληλα πολεμικά πυρομαχικά. Αυτό το νησί έχει αρκετά ακρωτήρια, το πιο σημαντικό είναι το Capo del Guardo (Σκοπός) στα νότια και Capo de Tiri (Ακρωτήρι) στα ανατολικά. Μεταξύ των δύο κείται ένα ευρύχωρο λιμάνι, που λέγεται Porto de Chietto (Χώρα), με ένα καλό αγκυροβόλιο στα 14,5 μέτρα βάθος. Η Ζάκυνθος έχει 45 χωριά και συνοικισμούς οι κυριότεροι από τους οποίους είναι κοντά στη θάλασσα, συγκεκριμένα, St. Chietto (4), Littachia (Λιθακιά), Pigalachia (Πηγαδάκια), Sculicado (Σκουληκάδο), Saint Nicholo (Άγιος Νικόλας) και Natte (5). Το τελευταίο έχει ένα λιμάνι ικανό να χωρέσει 100 γαλέες. Στο λοφώδες μέρος του νησιού υπάρχουν μονές, ασκητήρια και λατρευτικοί χώροι της Ελληνικής (Ορθόδοξης) Εκκλησίας, οι οποίοι έχουν ένα Επίσκοπο εδώ όπως και οι Ρωμαιοκαθολικοί, αλλά οι Έλληνες ξεπερνάνε τους Ιταλούς σε αριθμό, και κατά συνέπεια η θρησκεία τους έχει μεγαλύτερη λαμπρότητα. Αμέσως μόλις επιβιβαστείς σε προσεγγίζει μια ομάδα Εβραίων που σε ρωτάνε αν έχεις να αλλάξεις συνάλλαγμα. Αυτοί κάνουν οποιαδήποτε αξιοπεριφρόνητη συναλλαγή, αλλά ιδιαίτερα δουλεμπόριο, όταν οι Άγγλοι, οι Γάλλοι, ή οι Ολλανδοί φέρουν τίποτα σάικες (6) ή άλλα Τούρκικα πλοία. Η Ζάκυνθος έχει πολύ εύφορο χώμα και είναι πολύ παραγωγική, δεν υστερεί σε τίποτα από την Κεφαλονιά και την ξεπερνάει σε ποιότητα και ποσότητα κρασιού, έχει όμως ακόμα μεγαλύτερη έλλειψη νερού, τόσο που μερικές φορές οι κάτοικοι αναγκάζονται να ζυμώσουν με κρασί για να φτιάξουν το ψωμί τους. Φτιάχνουν και εδώ νοστιμότατο αυγοτάραχο (7), ιδιαίτερα τον Ιούλιο και τον Αύγουστο, όταν έρχονται οι μουρούνες (8) από το Αρχιπέλαγος. Οι κάτοικοι της εξοχής είναι πολυάριθμοι και κυκλοφορούν όλοι οπλισμένοι – έτσι που όταν οι Τούρκοι κουρσάροι στέλνουν στην ακτή μερικούς άνδρες για να πάρουν σκλάβους πολύ συχνά αιχμαλωτίζονται οι ίδιοι. Γι αυτό το σκοπό οι Βενετοί διατηρούν 70 ή 80 καβαλάρηδες, για να ιππεύουν κατά μήκος των παραλίων μέρα-νύχτα. Φέραμε μαζί μας μερικούς φρέσκους πεζικάριους για να αντικαταστήσουν τους παλιούς.

Τουρκική σάικα

Είναι φανερό ότι στα περί της Ζακύνθου του Struys έχουν παρεμβληθεί πληροφορίες που δεν είναι δικές του. Ο πραγματικός, ο σκιώδης συγγραφέας του βιβλίου είχε διαβάσει George Sandys, Johannes Cotovicus και ίσως και άλλους. Πιθανολογώ ότι το χεράκι του είχε βάλει στη συγγραφή ο Olfert Dapper, Ολλανδός ‘περιηγητής της πολυθρόνας’, ο οποίος είχε γράψει για όλο τον κόσμο, και είχε γεμίσει αρκετές σελίδες για τη Ζάκυνθο, χωρίς να έχει πάει ο ίδιος πουθενά. Πιστεύεται ότι ο Dapper και ο Struys γνωρίζονταν. Ενισχυτικό στοιχείο είναι ότι κάποια από τα σχέδια στο βιβλίο του Struys, ανυπόγραφα, είναι σχεδόν σίγουρα του Pieter Schei, του οποίου απεικόνιση της Ζακύνθου περιλαμβάνεται στο έργο του Dapper (9). Θα πρέπει λοιπόν να δούμε αυτό το κείμενο όχι τόσο σαν περιγραφή της Ζακύνθου από το Struys αλλά σαν μια περίληψη όσων ήταν γνωστά για τη Ζάκυνθο στην Ολλανδία των μέσων του 17ου αιώνα.

Ανάμεσα τους υπάρχουν αρκετές ανακρίβειες, με πρώτο και καλύτερο τον αρκετά διαδεδομένο αστικό μύθο του ζυμώματος με κρασί λόγω λειψυδρίας. Ούτε βέβαια στη Ζάκυνθο υπήρχε δεσπότης εκείνο τον καιρό, πρωτοπαπάς ήτανε, και μακάρι το Σκουληκάδο να είχε και αυτό παραλία. Υπάρχουν όμως και μερικά στοιχεία που αξίζουν προσοχής και οδηγούν σε κάποιο προβληματισμό.

Το ότι οι Εβραίοι ασχολούνταν με το δουλεμπόριο είναι απόλυτα λογικό. Από όλους τους Ζακυνθινούς οι Εβραίοι ήταν αυτοί που είχαν τις πλατύτερες διασυνδέσεις, οικογενειακές, κοινωνικές και εμπορικές σε όλη σχεδόν την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Τους ήταν λοιπόν πιο εύκολο να διαπραγματευτούν με τους συγγενείς ή ευεργέτες των αιχμαλώτων και επιπλέον, λόγω καλύτερης πληροφόρησης, να πετύχουν το μεγαλύτερο δυνατό περιθώριο κέρδους.

Ο αριθμός των 70 ή 80 Στρατιωτών σε υπηρεσία ανά πάσα στιγμή είναι επίσης τόσο λογικός όσο και διαφωτιστικός. Οι αναφορές στους Στρατιώτες της Ζακύνθου, στη διάρκεια 200 περίπου χρόνων, από την αρχή της Βενετοκρατίας μέχρι τα τέλη του 17ου αιώνα, οπότε και στερεύουν, δείχνουν ένα λίγο-πολύ σταθερό αριθμό 130 ιππέων. Από αυτούς, το 10% περίπου ήταν έμμισθοι (provisionati) και υπηρετούσαν όλο το χρόνο, εγκατεστημένοι στην προς Μπόχαλη περιοχή των τειχών του Κάστρου. Η καταγωγή τους δεν είναι γνωστή αλλά μάλλον δεν ήταν απαραίτητα Ζακυνθινοί. Οι υπόλοιποι ήταν ντόπιοι, άμισθοι, με μοναδική ‘αμοιβή’ την απαλλαγή τους από τη φορολογία τη χρονιά που υπηρετούσαν. Γι αυτό και αποκαλούνταν decimali, επειδή δεν πλήρωναν τη decima ή δεκάτη.

Είναι επίσης γνωστό πως τα παράλια φυλάγονταν για 8 μήνες το χρόνο, αφού το χειμώνα ήταν πολύ δύσκολο και επικίνδυνο για τους Τούρκους και τους Βορειοαφρικανούς να επιδοθούν σε επιδρομές. Πόσο καιρό πραγματικά ήταν υποχρεωμένοι αυτοί οι ελεύθεροι μικροκτηματίες, με εισόδημα αρκετό για την απόκτηση και διατήρηση αλόγου, να υπηρετούν; Ήταν δυνατό να εγκατέλειπαν τις περιουσίες τους για 8 ολόκληρους μήνες και να φυλάνε νύχτα-μέρα τις παραλίες με μοναδική αποζημίωση ίση με το ένα δέκατο του εισοδήματος τους; Μα τι εισόδημα θα είχαν εκείνο το χρόνο αν δεν όργωναν, δεν έσπερναν, δεν τρυγούσανε τις σταφίδες;

Αν ο αριθμός που δίνει ο Struys είναι σωστός, τότε, αφαιρώντας των αριθμό των έμμισθων, καταλήγουμε σε 60 περίπου καβαλάρηδες, πιθανότατα χωρισμένους σε τρεις εικοσαμελείς ομάδες, κάθε μία από τις οποίες φύλαγε έναν από τους τρεις αμυντικούς τομείς του νησιού: το βόρειο, βασικά τις Αλυκές και τον Αλυκανά, τον κεντρικό, μάλλον μαζί με τους έμμισθους, από τα Γερακαρία μέχρι το Βασιλικό, και το νότιο, τον κόλπο του Λαγανά. Οι μισοί δηλαδή από τους 120 υπόχρεους βάρδιας Στρατιώτες πρέπει να εναλλάσσονταν κάθε λίγες μέρες με τους άλλους μισούς, έτσι ώστε να τους δίνεται η ευκαιρία να κάνουν τις δουλειές τους και ταυτόχρονα να υπάρχει μια σημαντική δύναμη άμεσης επέμβασης, με στόχο την αποσόβηση ενός πειρατικού αιφνιδιασμού.

Γιατί όμως αυτοί οι άνθρωποι παρουσιάζονταν και υπηρετούσαν με τα άλογα τους; Γιατί να μην παρουσιαστούν πεζοί όταν έφτανε η σειρά τους, όπως και όλοι οι άλλοι χωρικοί, μικροκτηματίες και σέμπροι, να κάμουν τη βάρδια τους στην πολιτοφυλακή; Η αμοιβή ήταν ίδια, μόνο φοροαπαλλαγή. Γιατί να ρισκάρουν ένα τραυματισμό ή και θάνατο του πολύτιμου ζώου τους; Γιατί να μην το νοικιάσουν σε κάποιον για όσο διάστημα έκαναν βάρδια; Δεν μπορεί παρά να ήταν υποχρεωμένοι να έχουν άλογο. Και η υποχρέωση αυτή δεν μπορεί παρά να πήγαζε από την ίδια τη γη που έτρεφε αυτούς και τις οικογένειες τους. Οι πρόγονοι τους δεν την είχαν αγοράσει τη γη. Τους είχε παραχωρηθεί δωρεάν στην αρχή της Βενετοκρατίας επειδή ακριβώς ήταν Στρατιώτες. Αυτή η παραχώρηση ήταν δεμένη με την υποχρέωση να διατηρούν άλογα και να υπηρετούν με αυτά. Οι απόγονοι τους κληρονόμησαν, μαζί με τη γη, και την υποχρέωση. Κληρονόμησαν όμως και την παράδοση, την περηφάνια και την επιθετικότητα του καβαλάρη. Και αν οι Στρατιώτες σαν σώμα υπήρξαν στη Ζάκυνθο για δύο αιώνες – για τόσο μπορούμε να είμαστε σίγουροι – η αγάπη των Ζακυνθινών για τα άλογα και τα όπλα κρατάει μέχρι σήμερα. Ιδιαίτερα σε περιοχές όπου είχαν εγκατασταθεί Στρατιώτες, όπως για παράδειγμα το Σκουληκάδο.

Ένας άλλος Ολλανδός Jan, ο Jan Swart Van Groeningen, ζωγράφισε αυτό τον καβαλάρη γύρω στα 1550, εμπνευσμένο από τον τρόπο που ντύνονταν και ίππευαν οι Στρατιώτες αλλά με ένα τεράστιο, εξωπραγματικό καπέλο.
 

------------------------------------------------------------------------ 

1)  Drie aanmerkelijke en seer rampspoedige Reysen, Door Italien, Griekenlandt, Lijflandt, Moscovien, Tartarijen, Meden, Persien, Oost-Indien, Japan, en verscheyden andere Gewesten ... Nevens 2 Brieven, particulierlijk verhandelende het overgaan van Astracan, ... by D. Butler ... ; Met verscheydene curieuse koopere pl. ; Hier is noch by gevoeght Frans Jansz van der Heyden vervaarlijke Schipbreuk van't Oost-Indisch Jacht ter Schelling onder het Landt van Bengalen.

2)  Ανδραγαθίαν του Εκλαμπρωτάτου και Ανδρειωτάτου Λαζάρου Μητζηνίγου : Έτι δε και τα όσα εσυνέβησαν αναμεταξύ την Γαληνοτάτην, και Χριστιανικωτάτην Αφθεντίας των κλινών Ενετιών κατά του Ισμαήλ, επί της προστασίας του Εκλαμπρωτάτου Καπετάν Γενεράλε Λωρέντζου Μαρτζέλλου, Έως την προστασίαν του Καπετάν Γενεράλε Λαζάρου Μητζηνίγου, Προς τους αυτυχάνοντας τω παρόντι ποιήματι πάσαν χαράν, και ευφροσύνην παρά Θεού. / Ποιηθήσα υπό του Κυρού Θεοδώρου Μοντζελέζε, Λεγόμενος Λούστρος Τζακίνθιος, Βενετία, 1657.

3)  Το κείμενο το μετέφρασα από την Αγγλική μετάφραση του John Morisson, The voiages and travels of John Struys through Italy, Greece, Muscovy, Tartary, Media, Persia, East-India, Japan, and other countries in Europe, Africa and Asia : containing remarks and observations upon the manners, religion, polities, customs and laws of the inhabitants;, and a description of their several cities, towns, forts, and places of strength : together with an account of the authors many dangers by shipwreck, robbery, slavery, hunger, torture, and the like. : And two narratives of the taking of Astracan by the Cossacks, Λονδίνο, 1684.

4)  Οι Ολλανδοί τη Ζάκυθο την ακούσανε Σάνκιετο και νομίσανε πως πρόκειται για όνομα αγίου. Έτσι εφευρέθηκε ο Σαν Κιέτο.

5)  Η πίσσα που αναδύεται στη Λίμνη του Κεριού ήταν αφορμή να αποκαλείται Porto di Natta (Λιμάνι της Νάφθας). Η ονομασία επεκτάθηκε σε ολόκληρο τον κόλπο του Λαγανά. Εδώ ο συγγραφέας μπορεί να εννοεί τη Λίμνη του Κεριού, το πιθανότερο, ή και το μυχό του Λαγανά, όπου το ακρωτήριο του Αγίου Σώστη σχημάτιζε ένα αρκετά καλό λιμάνι μέχρι το 1633 που κατακρημνίσθηκε. Η κατακρήμνιση δεν σήμαινε και άμεση εξαφάνιση και τα συντρίμμια θα σχημάτιζαν ένα είδος λιμενοβραχίονα για κάμποσες δεκαετίες. Και οι δύο όρμοι σχημάτιζαν τόξα με χορδή πάνω από ένα χιλιόμετρο. Η θάλασσα είναι ρηχή και δεν ήταν πολύ κατάλληλη για μεγάλα εμπορικά αλλά μπορούσαν κάλλιστα να χωρέσουν 100 κάτεργα, των οποίων το βύθισμα συχνά δεν ξεπερνούσε και πολύ το ένα μέτρο.

6)  Τύπος εμπορικού πλοίου, σχετικά μικρού εκτοπίσματος.

7)  Το ίδιο είχε πει και για την Κέρκυρα.

8)  Δεν πρόκειται για μουρούνες αλλά για κεφάλους.

9)  Naukeurige Beschryving van Morea, eertijts Peloponnesus; en de Eilanden, gelegen onder de Kusten van Morea, en Binnen en Buiten de Golf van Venetien, Άμστερνταμ, 1688.
Άδεια Creative Commons
Αυτή η εργασία από το http://pampalaia.blogspot.com/ χορηγείται με άδειαCreative Commons Αναφορά προέλευσης - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 3.0 Μη εισαγόμενο .