Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Marino Sanudo. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Marino Sanudo. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 15 Οκτωβρίου 2015

Η πορεία έξι αιώνων μιας πολεμικής κραυγής


Ο Maxime Raybaud, Γάλλος στρατιωτικός και φιλέλληνας που πολέμησε στην Επανάσταση του 1821, περιέγραψε μια πολεμική κραυγή των επαναστατημένων Ελλήνων που του έκανε μεγάλη εντύπωση (1).

Οι Έλληνες έχουν μια ιδιότυπη κραυγή όταν πλησιάζουν τον εχθρό: ένα είδος λαρυγγικού ολολυγμού – αλλά αυτή η κραυγή παίρνει άλλο χαρακτήρα όταν υψώνουν το μαχαίρι ή το γιαταγάνι εναντίον ενός θύματος. Θα μπορούσε να πει κανείς πως η πικρή ειρωνεία της νίκης, η οργή της εκδίκησης, η απάνθρωπη χαρά του αίματος, όλα εκφράζονται ταυτόχρονα σε αυτή την κραυγή, που συνήθως συνοδεύεται από ένα σαρδόνιο και άγριο γέλιο όχι λιγότερο τρομερό. Αυτή την κραυγή του ανθρώπου-τίγρη, του ανθρώπου που καταβροχθίζει άνθρωπο, είναι φοβερό να την ακούς και πάντα μου προξενούσε την πιο οδυνηρή αίσθηση.

Δεν φρόντισε να καταγράψει αυτό το βρυχηθμό του ανθρώπου-τίγρη. Πιθανόν επειδή, νεοφερμένος στην Ελλάδα και γράφοντας στα Γαλλικά, δεν θεωρούσε ότι μπορούσε να τον αποδώσει ικανοποιητικά. Ακόμη περισσότερο ίσως επειδή δεν θα σήμαινε και πολλά στους Γαλλόφωνους αναγνώστες του. Από αυτά όμως που έγραψε εμείς μπορούμε σχετικά εύκολα να βγάλουμε μερικά ασφαλή συμπεράσματα. Το πρώτο είναι ότι υπήρχε σε χρήση κάποια συγκεκριμένη λέξη ή φράση και ότι οι επαναστάτες δεν έβγαζαν άναρθρες κραυγές, ούτε ο καθένας φώναζε μόνο όποια βρισιά του ερχόταν στο μυαλό. Το δεύτερο είναι πως ήταν διαδεδομένη ευρύτατα, σε σημείο που μπορεί να θεωρηθεί ότι ήταν η πολεμική κραυγή των Ελλήνων εκείνη την εποχή ή τουλάχιστον των επαναστατημένων.

Αυτά τα δύο συμπεράσματα υποστηρίζονται έμμεσα από το Γιαννιώτη επαναστάτη Αρτέμιο Μίχο, ο οποίος έκανε λόγο για ‘συνήθη αλαλαγμό’ των Ελλήνων στο Μεσολόγγι (2). Δεν μπήκε στον κόπο να μας πει ποιός ήτανε – πιθανότατα ήταν τόσο γνωστός που ήταν περιττό – ενώ αντίθετα μας έδωσε τους πολύ λιγότερο γνωστούς αλαλαγμούς των Σουλιωτών (3).

Το τρίτο συμπέρασμα είναι πως η κραυγή δεν ήταν κάποια προτροπή του τύπου ‘Απάνω τους’ ή ‘Φάτε τους’ αφού φωναζόταν ακόμη και μιαν ανάσα από τον εχθρό. Δεν ήταν τόσο, ή μόνο, για να ανυψώσει των ηθικό των ημετέρων αλλά για να εκφράσει το μένος των επιτιθέμενων και να τρομοκρατήσει τον αντίπαλο. Πρωταρχικός στόχος ήταν να το βάλει ο εχθρός στα πόδια ή, διαφορετικά, να του κοπούν τα γόνατα και να του κόψουν το λαιμό.

Το τέταρτο συμπέρασμα είναι ότι δεν επρόκειτο ούτε και για κάποιο σύνθημα όπως το ‘Ελευθερία ή θάνατος’. Δεν έδινε διάλεξη περί ελευθερίας ο πολεμιστής, ούτε έκανε διαδήλωση – ούρλιαζε. Η κραυγή του, βγαλμένη βαθιά από το λάρυγγα, θύμιζε βρυχηθμό αιλουροειδούς. Τέτοια κραυγή υπάρχει μόνο μία στον Ελληνικό χώρο και είναι από παλιά γνωστή σε όλα σχεδόν τα μήκη και πλάτη του, από την Ήπειρο ως την Κύπρο και από τη Ζάκυνθο ως τη Μικρά Ασία: Γιούργια! Δύο βαθιά λαρυγγικές συλλαβές ενωμένες με ένα ρο. Δύσκολα θα μπορούσε να βρεθεί λέξη, σε οποιαδήποτε γλώσσα, που, στο απόγειο της φωνής ενός μαινόμενου πολεμιστή να θυμίζει περισσότερο τίγρη.

Είναι θλιβερό, και οιωνός κάκιστος, το ότι η λέξη ‘γιούργια’ στη σημερινή αργκό – όπου είναι πιθανότερο να την πρωτοσυναντήσουν οι νεαροί Έλληνες – σημαίνει λεφτά, από την Αγγλική προφορά του Ευρώ, το Γιούρο. Αλλά τι πραγματικά σημαίνει η κραυγή ‘Γιούργια’; Ποια είναι η ετυμολογία της; Γιατί τη φωνάζανε την ώρα της ορμής;

Ψάχνοντας σε διάφορα λεξικά βρίσκει κανείς μια γενικότερη συναίνεση. Οι λεξικογράφοι μας τη συνδέουν με τη λέξη ‘γιουρούσι’, που σημαίνει έφοδος και με τη σειρά της προέρχεται από την Τουρκική ‘yürüyüş’. Στα Τουρκικά ‘yürüyüş’ σημαίνει πορεία, πορεία ειρήνης για παράδειγμα, αλλά σήμαινε και επέλαση. Ο Αρτέμιος Μίχος, περιγράφοντας ένα Τουρκικό συναγερμό έγραψε (4):

‘...έκρουσε συγχρόνως όλα τα κύμβαλα (ταβλαμπάζια) και με τας αγρίας φωνάς ‘γιούρουνους, γιούρουνους’ και αλλαλαγμούς και με τα ξίφη και λόγχας εις τας χείρας ...’

Είναι φανερό ότι το ‘γιούρουνους’ του Μίχου είναι το ‘yürüyüş’.  Όσοι γνωρίζουν πως προφέρεται το ‘ü’ στα Τουρκικά καταλαβαίνουν πως το ‘yürüyüş’ είναι εντελώς ακατάλληλο σαν πολεμική κραυγή και οι Τούρκοι το χρησιμοποιούσαν μόνο σαν πρόσταγμα. Αυτή τη λέξη λοιπόν τη δανείστηκαν οι Έλληνες, απλοποιώντας τη σε ‘γιουρούσι’. Από που και ως που όμως, από ποιά ανάγκη και με ποιές διεργασίες, βγήκε το ‘Γιούργια’ από το ‘γιουρούσι’ ή από το ‘yürüyüş’; Απάντηση σε αυτό δεν υπάρχει.

 Αντιλαμβανόμενοι ότι η θεωρία χώλαινε σοβαρά κάποιοι προσπάθησαν να τη βελτιώσουν. Όχι, έγραψαν, δεν προέρχεται από το ‘yürüyüş’ το ‘Γιούργια’ αλλά από το ‘yürü’, που σημαίνει περπάτα, προχώρα. Κάποιος μάλιστα προχώρησε ακόμα περισσότερο. Το ‘Γιούργια’, έγραψε, προέρχεται από την έκφραση  ‘yürü ya’, που σημαίνει ‘προχώρα λοιπόν’, και μπορεί και σήμερα να το ακούσει κανείς από ένα μπαϊλντισμένο ταξιτζή της Κωνσταντινούπολης όταν ο προπορευόμενος οδηγεί αργά.

Φυσικά ούτε αυτή η εξήγηση δίνει απάντηση στο εύλογο ερώτημα γιατί οι Έλληνες να φωνάζουν στα Τούρκικα ‘Άιντε προχώρα’. Τους έφραξε μήπως το δρόμο κάποιος Τούρκικος αραμπάς; Δεν λέω πως αυτή η εξήγηση είναι εντελώς αδύνατη. Η περίφημη ιαχή ‘Αέρα’ του 1940 είναι εξίσου απροσδόκητη, αν όχι περισσότερο, και υπάρχουν κάμποσες ιστορίες που προσπαθούν να εξηγήσουν το πως προέκυψε. Όμως στην περίπτωση του ‘Γιούργια’ υπάρχουν στοιχεία που δείχνουν προς μια κατεύθυνση πολύ μακριά από ένα Τουρκικό δάνειο. Πιο συγκεκριμένα, ας δούμε δύο λήμματα από την Επιτομή του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669) του Εμμανουήλ Κριαρά:

ουριάζω, (I γουριάζω. — Βλ. και γουριώ.  I. Ενεργ. 1) Θρηνώ, οδύρομαι: (Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Μάρκ. έ 38)· κείνη … ουριάζει, κλαίει, μαδιέται και φωνάζει (Συναξ. γυν. 991). 2) Ορμώ με φωνές, με αλαλαγμούς: ούριαξαν ολόγυρα απάνω εις τον Τόρνον με τα κοντάρια οι πεζοί τα άλογα να σφάζξουν (Χρον. Τόκκων 2349). 3) (Προκ. για ζώο) ουρλιάζω· (για κουρούνα ή κουκουβάγια) κράζω, (για σκύλο) αλυχτώ, (για γαϊδούρι) γκαρίζω: (Μαχ. 66821, 22, 20), (Συναξ. γαδ. 318). II. Μεσ. (με ενεργ. σημασ.) φωνάζω, ουρλιάζω: (Πόλ. Τρωάδ. 5245). [<αρχ. ωρύομαι. Ο τ. στο Meursius (λ. γουργιάζειν) και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και άλλοι τ. και σήμ. ιδιωμ.]

και ακόμη

γουριώ. Ουρλιάζω: ωσάν οι λύκοι που γουριούν πότε να βρουν να φάσι (Κορων., Μπούας 21). [<αόρ. του γουριάζω (βλ. ουριάζω (Ι))]

Έχουμε δηλαδή μεσαιωνικό ρήμα ‘ουριάζω’, ‘γουριάζω’ και ‘γουριώ’ καταγεγραμμένο από τις αρχές του 15ου αιώνα αφού τότε γράφτηκε το Χρονικό των Τόκκων. Αυτό σημαίνει ότι το ρήμα ήταν σε χρήση τουλάχιστον από το 14ο . Δεν χρειάζεται νομίζω να υποδείξω ότι στην πράξη μιλάμε για προφορά ‘ουργιάζω’, ‘γουργιάζω’ και ‘γουργιώ’. Άλλωστε γραφόταν και ‘γουργιάζω’(5). Η μία σημασία του ρήματος είναι ίδια με αυτή του αρχαιοελληνικού ‘ωρύομαι’ και η άλλη ταυτόσημη με το νεοελληνικό ρήμα ‘γιουργιάρω’. Το ‘γιουργιάρω’ ήταν σε χρήση στη Ζάκυνθο, όπου αναφέρεται από το Λεωνίδα Ζώη (6), όπως και στα Σφακιά (7). Σημαίνει ορμάω με φωνές.

Δύο ρήματα που έχουν ακριβώς την ίδια σημασία και ουσιαστικά διαφέρουν μόνο κατά ένα ιώτα δεν μπορεί να είναι άσχετα μεταξύ τους. Βέβαια ο Κριαράς ετυμολογεί το μεσαιωνικό ρήμα από το αρχαίο ‘ωρύομαι’ και έχει δίκιο. Όμως η ιστορία δεν τελειώνει εκεί. Το ‘ουριάζω’ απέκτησε στον ύστερο Μεσαίωνα μια παραπάνω σημασία, της επίθεσης, και ένα πρόσθετο αρχικό γάμμα επειδή επηρεάστηκε από την πολεμική κραυγή ‘Γιούργια’. Η κραυγή αυτή ήταν δηλαδή σε χρήση, σε κάποια μορφή, από το 14ο αιώνα τουλάχιστον. Εκείνη την εποχή η δυτική Ελλάδα δεν είχε ακόμη καταληφθεί από τους Οθωμανούς. Τόσο στο Χρονικό των Τόκκων όσο και στα του Μπούα Ανδραγαθήματα, γραμμένα από το Ζακυνθινό Τζάνε Κορωναίο κάπου εκατό χρόνια αργότερα, στις αρχές του 16ου αιώνα, οι λέξεις με Τουρκική προέλευση είναι σχεδόν ανύπαρκτες. Ειδικά το ‘γιουρούσι’ δεν υπάρχει ούτε στο λεξικό του Κριαρά. Είναι λέξη νεοελληνική και όχι μεσαιωνική. Έτσι, οι, ούτως ή άλλως μικρές, πιθανότητες το ‘Γιούργια’ να προέρχεται από το ‘γιουρούσι’ ή το ‘yürü’ εξανεμίζονται. Τότε όμως ποιά είναι η προέλευση του;

Στην Ελλάδα έχουμε επώνυμα Γιούργιας, Γιούργας, Γιούργος, Γιουργής, Γιουργάκης και πιθανόν άλλα παρόμοια που δεν τα γνωρίζω. Όλοι οι άνθρωποι που τα φέρουν δεν έχουν αναγκαστικά κάποιο πρόγονο που συνήθιζε να κάνει εφόδους.  Έχουν όμως κάποιο πρόγονο που σε νηπιακή ηλικία είχε βαφτιστεί Γεώργιος. Δεν είμαι φιλόλογος, ούτε γλωσσολόγος. Μην περιμένετε να σας πω για φωνητικούς κανόνες, για στένωση του έψιλον, κώφωση του ωμέγα ή ταυτόχρονη συνίζηση. Μπορώ όμως να σας θυμίσω με δύο στίχους, με βορειοελλαδίτικη προφορά, τι παθαίνουν κάποια φωνήεντα, σε ένα πολύ μεγάλο μέρος της Ελληνικής επικράτειας:

‘Άιντι γιούργια, γιούργια, γιούργια,
άιντι κι ου χουρός θέλει τραγούδια.’

Και τις σχέση έχει το όνομα Γεώργιος με τον πόλεμο θα μου πείτε. Απολύτως καμία! Όμως ο Άγιος Γεώργιος ο καβαλάρης, ο Τροπαιοφόρος, ο φονιάς του δράκου, έχει και παραέχει. Γι αυτό και θεωρείται προστάτης του Ελληνικού Στρατού. Κοντολογίς υποστηρίζω ότι η πολεμική κραυγή ‘Γιούργια’ ήταν επίκληση του Αγίου Γεωργίου και πως πήρε αυτή την τελική μορφή επειδή είναι πολύ ευκολότερο και δραστικότερο να φωνάζεις ‘Άι Γιώωωργιεεε’ παρά ‘Άαγιεε Γεώωωργιεε’. Από το ‘Γιώργιε’ στο ‘Γιούργια’, που κραυγάζεται ακόμα καλύτερα, η απόσταση είναι εξίσου ασήμαντη.

Η επίκληση ενός αγίου σαν πολεμική ιαχή δεν ήταν τίποτα παράξενο. Στην δίγλωσση Καινή Διαθήκη του Μάξιμου Καλλιουπολίτη το ‘γουργιάζω’ είναι μετάφραση στα Ελληνικά εκείνης της εποχής του αρχαίου ‘αλαλάζω’ (8). Το ρήμα ‘αλαλάζω’ προέρχεται από την πολεμική κραυγή ‘Αλαλά’ των αρχαίων. Στην Ελληνική Μυθολογία η Αλαλά ήταν κόρη του Πολέμου και της Ύβρεως. Ένα από τα επίθετα του ίδιου του Άρη ήταν αλαλάξιος. Οι αρχαίοι Έλληνες δεν ήταν οι μόνοι που φρόντισαν να συσχετίσουν, έμμεσα ή άμεσα, την πολεμική τους κραυγή με το θείο. Οι Μουσουλμάνοι, από το Μωάμεθ μέχρι σήμερα, χρησιμοποιούν το ‘Αλλάχ ου ακμπάρ’ (ο Θεός είναι μεγάλος), που λέγεται και ‘τακμπίρ’. Στους τελευταίους αιώνες του Μεσαίωνα – έτσι τουλάχιστον πιστεύεται επειδή συχνά δεν υπάρχουν συγκεκριμένες μαρτυρίες – ήταν πολύ συνηθισμένο οι διάφοροι στρατοί να χρησιμοποιούν σαν πολεμική κραυγή το όνομα του αγίου που θεωρούσαν προστάτη τους. Έτσι οι Γάλλοι χρησιμοποιούσαν τον Άγιο Διονύσιο, οι Ισπανοί τον Άγιο Ιάκωβο, οι Βενετοί τον Άγιο Μάρκο, οι Γενοβέζοι και οι Άγγλοι τον Άγιο Γεώργιο.

Οι Σουηδοί του Μεσαίωνα μάλιστα φαίνεται πως είχαν και αυτοί δημιουργήσει ένα ρήμα από το όνομα του Αγίου Γεωργίου, το οποίο σήμαινε την αναφώνηση πολεμικής κραυγής ακόμη και όταν ο άγιος του οποίου γινόταν επίκληση ήταν διαφορετικός, όπως παρακάτω (9):

‘Munsgoy wart mit schalle
Gegrosiit von den Christen’

Ή σε ελεύθερη μετάφραση, ‘Με την ιαχή Montjoie  Γιούργιαραν οι Χριστιανοί’. Τη λέξη ‘Montjoie’ ακολουθούσαν οι λέξεις ‘Saint Denis’ ή ‘Saint André’ ανάλογα με το ποιοί τη φώναζαν, Γάλλοι ή Βουργουνδοί.

Οι Βυζαντινοί τιμούσαν πληθώρα στρατιωτικών αγίων και ανάμεσα τους ο Άγιος Γεώργιος είχε θέση ξεχωριστή. Η ιδιαίτερα τιμητική θέση του είναι ευδιάκριτη κατά την Υστεροβυζαντινή ή Παλαιολόγεια περίοδο. Η ημέρα μνήμης του αγίου ήταν σημαντική γιορτή και ο αυτοκράτορας απερχόταν στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου των Μαγγάνων (10). Από τους στρατιωτικούς αγίους μόνο η μνήμη του Αγίου Δημητρίου γιορταζόταν ανάλογα. Όμως το 14ο αιώνα από τα έξι ζεύγη Βασιλικών Φλαμούλων, δηλαδή των πολεμικών σημαιών της αυτοκρατορίας, το ένα παρίστανε τον Άγιο Γεώργιο έφιππο (11). Κανένας άλλος στρατιωτικός άγιος εκτός από το Γεώργιο δεν είχε ξεχωριστό Βασιλικό Φλάμουλο. Τέτοια τιμή επιφυλασσόταν μόνο σε αυτόν και στην αρχιστράτηγο, την Παναγία. Στις διάφορες γιορτές τα Βασιλικά Φλάμουλα παρατάσσονταν μπροστά και πίσω τους αυτά των δεσποτών, των αρχόντων και των δημάρχων. Ούτε στις τελετές της στέψης νέου αυτοκράτορα δεν τον ξεχνούσαν: την ώρα που ένας αξιωματούχος έριχνε νομίσματα στο λαό ο αυτοκράτορας μοίραζε χρυσά νομίσματα στους άρχοντες στην αυλή του παλατιού, όπου υπήρχε εικόνισμα του μεγαλομάρτυρα Γεωργίου (12).

Αυτά ίσως δεν ήταν αποτέλεσμα μόνο της αυξημένης αίγλης του αγίου σε Ανατολή και Δύση από τις Σταυροφορίες και μετά. Σημαντικό ρόλο μπορεί να έπαιξε η στρατηγική συμμαχία των Παλαιολόγων με τη Γένοβα, της οποίας ο Γεώργιος ήταν προστάτης. Μέρος της Κωνσταντινούπολης, το Πέραν, στην απέναντι πλευρά του Κεράτιου, είχε παραχωρηθεί στους Γενοβέζους. Αυτή η παραχώρηση διατηρήθηκε μέχρι την άλωση το 1453 και έτσι για 180 χρόνια στην Πόλη ανέμιζαν δύο κρατικές σημαίες: η μία με το χρυσό σταυρό των Παλαιολόγων, και η άλλη με τον κόκκινο σταυρό της Γένοβας, ο οποίος από κάποιο σημείο και μετά καθιερώθηκε σαν σταυρός του Αγίου Γεωργίου (13).


Η σημαία του Βυζαντινού αυτοκράτορα με βάση Ισπανικό κώδικα του 14ου αιώνα.


Λεπτομέρεια του Καταλανικού Άτλαντα του 1375, όπου στη θέση της Κωνσταντινούπολης εμφανίζονται δύο σημαίες, των Παλαιολόγων και της Γένοβας. Η δεύτερη κυματίζει και στη Θεοδοσία της Κριμαίας.


Ανεξάρτητα από το αν ο Άγιος Γεώργιος είχε γίνει ή όχι εργαλείο στις διεθνείς σχέσεις των Παλαιολόγων δεν μπορούσε παρά να είναι ιδιαίτερα αγαπητός στις τάξεις του στρατού. Ήταν ένας δικός τους άγιος. Ακόμη περισσότερο στο ελαφρύ ιππικό, αφού σαν ελαφρός ιππέας απεικονιζόταν και εξακολουθεί να απεικονίζεται ο Γεώργιος στην Ορθόδοξη εικονογραφία. Στο Μοριά, λίγα χρόνια μετά την άλωση, και ενώ όλα είχαν πια χαθεί, ένα μεγάλο μέρος του ελαφρού ιππικού προτίμησε να καταφύγει στις Βενετικές κτήσεις της Μεθώνης, της Κορώνης και του Ναυπλίου, και να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους εκεί αντί στο Σουλτάνο, ελπίζοντας πάντα πως με χριστιανική βοήθεια από τη Δύση θα μπορούσαν να διωχτούν οι Οθωμανοί. Οι άνθρωποι αυτοί, γνωστοί στους Βενετούς αρχικά σαν stratioti, δηλαδή Στρατιώτες, και αργότερα stradioti, έφεραν μαζί τους τα άλογα και τον οπλισμό τους, και μια ολόκληρη κουλτούρα που βέβαια περιελάμβανε τις πολεμικές τους συνήθειες και τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις.

Λίγο μετά τη λήξη του δεκαεξάχρονου Βενετοτουρκικού πολέμου 1463 – 1479 αρκετοί από αυτούς, απογοητευμένοι από τη συνθήκη ειρήνης και εξαγριωμένοι από τον τρόπο που τους μεταχειρίστηκαν οι Βενετοί, πήραν μέρος σε αντι-Οθωμανική εξέγερση, στην οποία ηγήθηκε ένας από τους καπεταναίους τους, ο Κροκόνδυλος Κλαδάς. Μετά την ήττα της εξέγερσης το 1481 οι αντάρτες κατέφυγαν στα βουνά δημιουργώντας χάος με τις επιδρομές τους εναντίον των Τούρκων και σε ορισμένες περιπτώσεις εναντίων των Βενετών. Με Τουρκική προτροπή οι Βενετοί πρόσφεραν αμνηστία στους αντάρτες και τη δυνατότητα να υπηρετήσουν και πάλι τη Βενετία. Αρκετοί δέχτηκαν την προσφορά – ορισμένοι την είχαν επιδιώξει – ενώ άλλοι συνέχισαν τις επιδρομές (14). Ήταν οι πρώτοι Κλέφτες του Μοριά.

Όσοι επανεντάχτηκαν στις Βενετικές δυνάμεις αντιμετώπισαν καχυποψία, μάλλον δικαιολογημένη, και κατηγορίες για συνεργασία με τους συγγενείς τους που είχαν παραμείνει στα βουνά. Οι stratioti γενικότερα θεωρήθηκαν απειλή για την ειρήνη με το Σουλτάνο και επιδιώχθηκε η ελάττωση του αριθμού τους στο Μοριά. Έτσι πολλοί στάλθηκαν στην Ιταλία να πολεμήσουν και στην νεοαποκτημένη Ζάκυνθο σαν άποικοι και φρουροί.

Στη Βενετία εκείνη την εποχή οι Έλληνες ήταν πολλοί και ένα μεγάλο μέρος τους ήταν stratioti. Η εκκλησία που έχτισαν λέγεται ακόμα Άγιος Γεώργιος των Ελλήνων. Ο Θεόδωρος Παλαιολόγος, καπετάνιος των Στρατιωτών από τη Ζάκυνθο, ήταν μέλος της επιτροπής που φρόντισε για την οικοδόμηση της (15). Θάφτηκε εκεί έξι χρόνια αργότερα. Ο Μερκούριος Μπούας, ο διασημότερος από τους Στρατιώτες, απαθανατίστηκε σε πίνακα του Lorenzo Lotto όπου στο βάθος απεικονίζεται ο Άι Γιώργης να σκοτώνει το δράκοντα. Είναι γενικά παραδεκτό πως ο Γεώργιος ήταν ο προστάτης τους.


Λεπτομέρεια του πίνακα του Lotto με το Μερκούριο Μπούα. Ο Αι Γιώργης σκοτώνει το δράκοντα.

 Απτή απόδειξη των όσων υποστηρίζω είναι ότι οι Στρατιώτες πραγματικά κραύγαζαν το όνομα του αγίου στη μάχη. Όπως μας μεταφέρει ο σύγχρονος τους Marino Sanudo, το καλοκαίρι του 1495, σε μάχη εναντίον των Γάλλων κοντά στη Νοβάρα, οι stratioti φώναζαν τα ονόματα του Αγίου Μάρκου και του Αγίου Γεωργίου (16). Φυσικά ο Άγιος Μάρκος ήταν ο προστάτης της Βενετίας και για τα συμφέροντα της Βενετίας πολεμούσαν. Ο Άγιος Γεώργιος όμως δεν έχει καμία σχέση με τη Βενετία, ήταν ο δικός τους άγιος, η δική τους πολεμική ιαχή.

Δεν έκαναν τίποτε άλλο από το να φωνάζουν, όπως σε κάθε μάχη, την πολεμική κραυγή των παππούδων τους που υπηρέτησαν τους Παλαιολόγους – κυριολεκτώ εδώ αφού το επάγγελμα του ελαφρού ιππέα, του Στρατιώτη, ήταν σε μεγάλο βαθμό οικογενειακή κληρονομιά. Την ίδια ιαχή φώναζαν τα ξαδέλφια τους, οι Κλέφτες, όταν επέδραμαν από τα βουνά της Ελλάδας. Η ίδια τρομερή ιαχή μεταφέρθηκε, πάλι από Στρατιώτες, σε μέρη που δεν είχε εξουσιάσει το Βυζάντιο στους τελευταίους αιώνες της ύπαρξης του, όπως η Κεφαλονιά, Κρήτη και η Κύπρος. Ρίζωσε και εκεί, μέσα από τις μάχες εναντίον των πειρατών και των Τούρκων. Διατηρήθηκε όσο υπήρχαν Στρατιώτες στα νησιά και Κλέφτες στα βουνά, όσο τα τσούρμα ήταν έτοιμα για ρεσάλτο – όσο χρειαζόταν.

-------------------------------------------------------------------------   
1)  Maxime Raybaud, Mémoires sur la Grèce pour servir a l’Histoire de la guerre de l’indépendance, Παρίσι 1824, τ. Α΄, σ. 466. Η μετάφραση στα Ελληνικά του παρατιθέμενου εδώ αρχικού κειμένου είναι δική μου.

Les Grecs ont un cri particulier lorsqu’ils approchent de l’ennemi: c’est une sorte d’ululement guttural; mais ce cri prend un autre caractère lorsqu’ils lèvent le poignard ou l’atagan sur une victime. Il est tel alors qu’on ne pourrait en rendre l’expression: l’ironie amère de la victoire, la colère de la vengeance, la joie inhumaine du sang, sont à la fois exprimées dans ce cri, qu’accompagne ordinairement un rire sardonique et féroce non moins épouvantable. Ce cri de l’homme-tigre, de l’homme dévorant l’homme, est affreux à l’oreille et m’a toujours fait éprouver la plus pénible sensation.

2)  Αρτέμιος Ν. Μίχος, Απομνημονεύματα της δευτέρας πολιορκίας του Μεσολογγίου (1825-1826), Αθήνα 1883, σ. 52.
3)  ‘Ω ντέρα! Ω μπούρα! Μπιτάα!’, Μίχος, σ. 87.
4)  Μίχος, σ. 84.
5)  ‘χωρίς καμιάν ευλάβειαν φωνάζει και γουργιάζει’, Johannes Meursius, Glossarium Graeco-barbarum, Λέιντεν 1614, σ. 110.
6)  Λεξικόν, τ. Β΄, Αθήνα 1963, λήμμα γιούργια.
7)  ‘Μα αλλάσθ’ απάνω μπρε παιδιά στους Τούρκους να γιουργιάρω, Διατί δεν βγαίνω ’γω ’π’ εδά όξω και ν’ απεθάνω.Arnoldus Passow, Τραγούδια Ρωμαίικα, Popularia Carmina, Graeciae Recentioris, Λειψία 1860, σ. 181.
8)  ‘Και έρχεται εις τον οίκον του αρχισυναγώγου, και θεωρεί θόρυβον, κλαίοντας, και αλαλάζοντας πολλά. / Και έρχεται εις το σπίτι του αρχισυναγώγου· και βλέπει σύγχυσιν, και τους ανθρώπους όπου έκλαιγαν και εγούργιαζαν πολλά.’  Μάξιμος Καλλιουπολίτης, Η Καινή Διαθήκη Του Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού, Γενεύη 1638, κατά Μάρκον ε΄38.
9)  Johan Ihre, Glossarium Suiogothicum, τ. 2ος, Ουψάλα 1769, σ. 318.
10)  Γεώργιος Κωδινός (ψευδο-Κωδινός), Georgius Codinus Curopalata, De officiis magnae ecclesiae, et aulae Constantinopolitanae, έκδοση Sébastien Cramoisy, Παρίσι 1625, σ. 81.
11)  Κωδινός, σ. 46.
12)  Κωδινός, σ. 100.
13)  Στα μέσα του 14ου αιώνα ένα ανώνυμο χειρόγραφο, γνωστό σαν Libro del Conosçimiento de todos los rregnos, περιέγραψε τη σημαία του Βυζαντινού αυτοκράτορα, η οποία ήταν χωρισμένη στα τέσσερα. Δύο από τα τερταρτημόρια περιείχαν το σταυρό των Παλαιολόγων και δύο του Αγίου Γεωργίου, όπως στην εικόνα που παραθέτουμε, τμήμα της εικόνας 17, από το βιβλίο Book of Knowledge of All Kingdoms, μετάφραση στα Αγγλικά του Sir Clements Markham, Λονδίνο 1912. Το κατά πόσο η περιγραφή του ανώνυμου Ισπανού είναι ακριβής μου είναι άγνωστο. Πάντως στον περίπου σύγχρονο του Καταλανικό Άτλαντα του έτους 1375 στην Κωνσταντινούπολη κυματίζουν δύο σημαίες, των Παλαιολόγων και της Γένοβας. Η σημαία της Γένοβας περιείχε τον κόκκινο σταυρό σε λευκό ή αργυρό φόντο. Στον Καταλανικό Άτλαντα, που βρίσκεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας, το αργυρό χρώμα έχει σκουρύνει με τον καιρό.
14)  Diana Gilliland Wright, Bartolomeo Minio: Venetian Administration in 15th-Century Nauplion, EJOS III, No 5, ch. 4, σσ 139 – 169.
15)  Μαριάννα Κολυβά, Θεόδωρος Παλαιολόγος, αρχηγός μισθοφόρων «στρατιωτών» και διερμηνέας στην υπηρεσία της Βενετίας (1452 c.-1532), Θησαυρίσματα  10 (1973), σ. 160.

 16)  ‘... ed andavano cridando: Marco! Marco! San Zorzi! San Zorzi!’, Marino Sanuto, La Spedizione di Carlo VIII in Italia, Βενετία 1883, σ. 509.

Τετάρτη 25 Μαΐου 2011

Η κατούνα του Καιροφύλα

Σκηνές και καλύβες έξω από τα τείχη της Μεθώνης το 1486


Όσο καιρό μετάφραζε μικρά κομμάτια από το ογκώδες έργο του Marino SanudoI diarrii’ ο Κώστας Καιροφύλας ήταν σοχαδιασμένος (ζοχαδιασμένος). Η σοχάδα του χτύπησε κόκκινο όταν ήρθε αντιμέτωπος με τη λέξη catuna και αυτό αποτυπώθηκε στο κείμενο του άρθρου του ‘Η Ζάκυνθος κατά τας αρχάς του δεκάτου έκτου αιώνος’ (1).

Με καθυστέρηση 78 χρόνων θα ανταποκριθώ στην πρόσκληση του Καιροφύλα και θα εξηγήσω την ‘ακατανόητον λέξιν’ αφού προηγουμένως ασχοληθώ με τρεις άλλες λέξεις του κειμένου. Η πρώτη είναι η λέξη Αλβανοί ή Albanesi. Δεν πρόκειται εδώ για Αλβανούς αλλά για Αρβανίτες, τους οποίους οι Βενετοί αποκαλούσαν έτσι λόγω του ότι χρησιμοποιούσαν τα Αλβανικά σαν κύριο μέσο επικοινωνίας. Οι Αρβανίτες αποτελούσαν την κύρια δεξαμενή άντλησης Στρατιωτών για τους Βυζαντινούς Δεσπότες του Μοριά και τους Βενετούς. Το 1500 ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού της Ζακύνθου, αν όχι η πλειοψηφία, θα ήταν Αρβανίτες (2).
Η δεύτερη είναι η λέξη Cecilian. Οικογένεια Τσιτσιλιάνου μαρτυρείται στη Ζάκυνθο το 1478 (3) αλλά  νομίζω εδώ πρόκειται για δηλωτικό καταγωγής, κάποιο ανορθόγραφα γραμμένο Σικελό που, ποιός ξέρει πως, είχε καταλήξει στη Ζάκυνθο.
Η τρίτη είναι η λέξη Φλαμπουράρης. Πρόκειται για τον σαντζάκμπεη (διοικητή) του Μοριά, πασά με δικαίωμα να φέρει ένα tugh, το οποίο οι Ρωμιοί, κατ’ αναλογία προς τις Χριστιανικές σημαίες και λάβαρα, αποκαλούσαν φλάμπουρο. Στην πραγματικότητα δεν ήταν κάποιου είδους σημαία αλλά μια βαμμένη ουρά αλόγου προσαρμοσμένη σε ένα κοντάρι. Πασάδες υψηλότερου βαθμού είχαν το δικαίωμα να φέρουν περισσότερα του ενός τέτοια φλάμπουρα. Στην εικόνα δύο από αυτές τις ουρές από το Μουσείο Topkapi της Κωνσταντινούπολης.

Για την catuna ο Καιροφύλας μάντεψε σωστά. Πραγματικά σημαίνει συνοικισμός. Όχι όμως από σπίτια αλλά από καλύβες και σκηνές. Δεν θα ήταν δηλαδή αδόκιμος ο όρος καταυλισμός. Άδικα τα βάζει με τους Βενετούς, δεν είναι λέξη Βενετσιάνικη. Υπάρχει όμως σε όλες τις γλώσσες της Βαλκανικής, περιλαμβανομένης και της δικής μας. Αντιγράφω αυτούσιο το σχετικό λήμμα από την Επιτομή λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους γραμματείας του Εμμανουήλ Κριαρά.
κατούνα η· κατόνα.
·        1) Ενδιαίτημα:
o   επήγεν εις το σπίτιν του οπού είχεν την κατούναν (Ιμπ. 442
o   της ηδονής κατούνα (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1344).
·        2)
o   α) Δωμάτιο, (και προκ. για παλάτι) διαμέρισμα:
§  (Βέλθ. 1012), (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1262
o   β) σκηνή:
§  (Χρον. Μορ. H 7101
o   γ) παράγκα:
§  (Βαρούχ. 30816).
·        3) Οικισμός, κώμη:
o   χωρία και κατούνες (Χρον. Τόκκων 2380).
·        4) Στρατόπεδο:
o   ήλθαν εις την κατούναν, το λεγόμενον σιέζιν (Μαχ. 48816).
·        5)
o   α) Εξοπλισμός:
§  την κατούνα του δουκός …, άρματα και λογάρι, … εδώκασιν του πρίγκιπος (Χρον. Μορ. H 7103
o   β) εφόδια:
§  επήραμεν κατούνας, σκεύη και πράγματα πολλά προς την αποδημίαν (Καλλίμ. 2511
o   γ) αποσκευές:
§  η πραγματεία χάθηκε και όλη η κατούνα (Αιτωλ., Μύθ. 4810
o   δ) οικοσκευή:
§  (Συναδ. φ. 132r).
·        Φρ.
·        1) Βάζω ή θέτω ή πιάνω κατούνα = στρατοπεδεύω:
o   (Μαχ. 52417), (Βέλθ. 692), (Χρον. Μορ. H 4674).
·        2) Ορθώνω (την) κατούναν = «σηκώνω», διαλύω το στρατόπεδο (με σκοπό να μετακινηθώ κάπου αλλού):
o   (Χρον. Μορ. H 5146).
[αβέβ. ετυμ.· πβ. ρουμ. cătun, αρομ. cătùnă, κ.ά. Η λ. τον 11. αι. (Μηνάς 1994: 279), στο Meursius (‑αι) και σήμ. ιδιωμ.]
Συμπληρώνω και εγώ με τη σειρά μου πως η λέξη απαντάται σε σύνθετη μορφή στο ‘Χρονικόν της Αλώσεως’ του Γεωργίου Σφραντζή, την οποία μάλιστα επεξηγεί.
[39.13]      Ὃν δὴ δεσπότην καὶ ἐχθρὸν αὐτῶν κὺρ Θωμᾶν εἰς τὰ περὶ τὸ Λεοντάριν εὑρόντες καὶ διώξαντες κακῶς εἰσέβαλον εἰς τὸ κάστρον, πολλοὺς τῶν αὐτοῦ καὶ σκοτώσαντες καὶ αἰχμαλωτίσαντες· ἔπειτα φέροντες τὸ κατουνοτόπιον, ἤτοι τὰς τένδας αὐτῶν, πλησίον τῶν ὁσπιτίων τοῦ Λεονταρίου ἔθηκαν. Εἶτα ἐξελθόντες ἀπῆλθον εἰς τὰ περὶ τὸν Μυζηθρᾶν καὶ τὸν φίλον αὐτῶν δεσπότην· καὶ ἀπ' ἐκεῖ διέβησαν νικηταὶ καὶ μετὰ πολλοῦ κέρδους ζώων τε καὶ ἀνθρώπων.
Να συμπληρώσω ακόμη ότι στα Αλβανικά katund σημαίνει χωριό. Στα Σερβοκροατικά katun είναι η καλύβα του βοσκού, και κάποιος με πληροφόρησε ότι στα Βουλγαρικά σημαίνει τροχόσπιτο.
Σίγουρα δεν εκπλήσσεται κανείς ακούγοντας πως πολλοί έποικοι στα πρώτα χρόνια της Βενετοκρατίας έμεναν σε καλύβες. Το νησί ήταν κατεστραμμένο και εγκαταλειμμένο για χρόνια. Λίγα κτίρια θα ήταν εύκολα επιδιορθώσιμα. Στο ‘Χρονικό Γεωργιλά’ διαβάζουμε:
Οι Ποταμιτιάνοι ήλθανε από την Πύλαρο (4) και εσταθήκανε εις το μέρος της τραμουντάνας με καλύβια μονόρονα (5) ...
Αυτό που μάλλον δεν περιμένετε να σας πω είναι πως ίσως οι κατούνες αποτέλεσαν στοιχείο του Ζακυνθινού τοπίου για πολλά χρόνια και μετά το 1500. Οι Αρβανίτες του Μοριά που εγκαταστάθηκαν στη Ζάκυνθο σαν Στρατιώτες ήταν κατά κύριο λόγο κτηνοτρόφοι και έφεραν μαζί τους μια μακραίωνη παράδοση ημινομαδισμού. Η διαμονή σε πρόχειρους ή ημιμόνιμους καταυλισμούς εξυπηρετούσε τόσο τις βουκολικές όσο και τις πολεμικές τους ασχολίες. Μπορούσαν εύκολα να μετακινηθούν εκεί που υπήρχε τροφή για τα ζώα τους ή τους προσφερόταν στρατιωτική απασχόληση. Επιπλέον, κατά τη διάρκεια εχθρικών επιδρομών, όταν οι οικογένειες και τα κοπάδια τους έβρισκαν καταφύγιο σε βουνά, κάστρα και νησίδες, το κάψιμο των καλυβιών τους ήταν σχετικά μικρή απώλεια σε σχέση με το κάψιμο σπιτιών. Σε αυτή τη ζωή ήταν συνηθισμένοι και προσαρμοσμένοι. Θυμίζω τη ρήση του Philip de Comines για τους Στρατιώτες:
Είναι σκληραγωγημένοι άνθρωποι πού μένουν έξω στο ύπαιθρο όλο το χρόνο με τα άλογα τους.(6)
Όλα αυτά ίσχυαν λίγο πολύ και στη Ζάκυνθο. Στη συνέχεια του άρθρου του ο Καιροφύλας δίνει, μέσω των μεταφράσεων από το Sanudo, μια δραματική εικόνα της ανασφάλειας που επικρατούσε στο αραιοκατοικημένο νησί. Οι κάτοικοι – έτοιμοι να τα παρατήσουν όλα και να φύγουν ανά πάσα στιγμή – άλλοτε κρύβονταν στα βουνά και άλλοτε απειλούσαν να κάνουν τον πρεβεδούρο κομματάκια. Υπήρχε όμως τώρα και ένας παραπάνω λόγος που έκανε την καλύβα θελκτικότερη από το σπίτι – οι σεισμοί.
Μια τέτοια θεώρηση των αρχών του 16ου αιώνα – με μεγάλο μέρος των κατοίκων της υπαίθρου να μένουν σε καλύβες και όχι σπίτια – θα εξηγούσε μερικώς μια πλευρά της εξαφάνισης του χωριού του Λαμπέτη, ενός από τα άλυτα μυστήρια της Ζακυνθινής ιστορίας.
Το χωριό αυτό, στις υπώρειες του Σκοπού, πιστεύεται ότι φτιάχτηκε από το Γιάννη Λαμπέτη, έναν από τους Στρατιώτες που ζήτησαν να εγκατασταθούν στη Ζάκυνθο μετά την πτώση της Ναυπάκτου στους Τούρκους το 1499. (7) Το Λαμπέτι είναι κοινό τοπονύμιο της Ηλείας και μαρτυρείται χωριό και Αρβανίτικες οικογένειες με αυτό το όνομα στην περιοχή του Βούμερου (σημερινού Γούμερου) το 1461. Είναι νομίζω πιθανό η οικογένεια του Λαμπέτη να είχε εγκατασταθεί στη Ζάκυνθο, μαζί με τους άλλους πρόσφυγες του Βούμερου, στα τελευταία χρόνια της δυναστείας των Τόκκο. Όπως και οι υπόλοιποι θα είχαν αναγκαστεί να την εγκαταλείψουν το 1479. Ίσως γι αυτό να είχαν προτιμήσει τη Ζάκυνθο είκοσι χρόνια αργότερα, επειδή τους ήταν γνωστή. Όπως και να έχει το πράγμα το χωριό του Λαμπέτη γνώρισε γρήγορα μεγάλη ανάπτυξη. Παραθέτω εδώ ολόκληρο τον κατάλογο με τα χωριά της Ζακύνθου το 1527 από τον 6ο τόμο των ‘Μνημείων’ του Κ. Σάθα (αριστερό κλικ για μεγέθυνση).

Βλέπουμε εδώ ότι του Λαμπέτη ήταν το πέμπτο μεγαλύτερο χωριό, λίγο μεγαλύτερο από του Μπόχαλη, με 100 σπίτια και 479 κατοίκους. Εξήντα χρόνια αργότερα το χωριό ακολουθεί φθίνουσα πορεία και έχουν απομείνει μόνο 15 από τις 100 οικογένειες. Ήταν όμως σημειωμένο στο Βενετικό χάρτη του G. F. Camotti του 1571. Ο χάρτης του Porcacchi που βλέπετε κάθε φορά που επισκεπτόσαστε αυτές τις σελίδες είναι αντίγραφο του 1620 – όπως βλέπετε όμως δεν είναι καθόλου ακριβής. Το 1637 εξακολουθούσε να υπάρχει αλλά άγνωστο σε ποιά κατάσταση. Αναφέρονται τρεις εκκλησίες, από τις οποίες δύο του Στέφανου Στρούζα και μία του παπα-Δημήτρη Ρουκάνη (Il Reverendo Demetrio Rucani). Σε μία από τις τρείς περιπτώσεις αναφέρεται σαν χωριό ή συνοικισμός (casal). (8) Σε άγνωστο χρόνο και για άγνωστο λόγο, μέσα στα επόμενα σαράντα χρόνια, το χωριό εξαφανίστηκε από προσώπου γης. Εδώ το σχετικό λήμμα από το Λεξικό του Ζώη.


Οποιαδήποτε και αν ήταν η αιτία εγκατάλειψης του χωριού, δεν έχει βρεθεί κανένα ίχνος από τα 100 σπίτια του 1527 και η ακριβής τοποθεσία του παραμένει μέχρι σήμερα άγνωστη.  Ίσως οι γκρεμισμένοι τοίχοι των σπιτιών καλύφθηκαν τελείως από το χώμα και τη βλάστηση –  ή ίσως μεταφέρθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν σαν οικοδομικά υλικά κάπου αλλού. Και οι δύο αυτές εξηγήσεις είναι λογικές και πιθανές. Θα ήταν όμως, νομίζω, εξίσου λογικό να υποθέσουμε ότι τα 100 σπίτια στο έγγραφο του πρεβεδούρου Zuan Francesco Badoer δεν ήταν αποτέλεσμα οικοδομικού οργασμού – που διακόπηκε προσωρινά από το μεγάλο σεισμό του 1513 – και πως η πιο σωστή μετάφραση της λέξης case είναι νοικοκυριά και όχι σπίτια. Ίσως δηλαδή του Λαμπέτη ήταν περισσότερο μια μεγάλη κατούνα παρά ένα χωριό όπως το εννοούμε σήμερα.


Ενημέρωση 29/05/11  Ο Παναγιώτης μου έστειλε τα στατιστικά στοιχεία της Ζακύνθου του 1578 - 1583 από τις 'Ιστορικές Σελίδες και Ανέκδοτα Κείμενα' του Ντίνου Κονόμου που είχε αντιγράψει από τα Βενετικά αρχεία ο Ερμάννος Λούντζης. Στου Λαμπέτη αναφέρονται 45 άνδρες (14 - 60 χρονών), 24 παιδιά, και 4 γέροι. Αν και υπάρχουν αρκετά χωριά με μεγάλες αναντιστοιχίες ανδρών και γυναικών, κάτι που μαζί με τη μεγάλη μείωση του πληθυσμού μπορεί να αποδοθεί στη μεγάλη επιδρομή των Τούρκων λίγο πριν τη Ναυμαχία της Ναυπάκτου, στου Λαμπέτη δεν αναφέρεται ούτε μία γυναίκα, παντρεμένη ή ανύπαντρη. Αν εξαιρέσουμε την περίπτωση λάθους, η την έλλειψη στοιχείων για το γυναικείο πληθυσμό, πρόκειται για κάτι δυσεξήγητο. Αν υποθέσουμε ότι τα γυναικόπαιδα έπεσαν θύματα σφαγής ή αιχμαλωσίας, γιατί λείπουν μόνο οι γυναίκες και δεν πήραν και τα παιδιά;

-------------------------------------------------------------  
(1)  Ιόνιος Ανθολογία, έτος 37, 1933, τ. 78-80, σ. 195
(2)  Στα 1489, σύμφωνα με το Χρονικό Γεωργιλά, στη Ζάκυνθο υπήρχαν μόνο 136 οικογένειες. Πολλοί από τους αρχηγούς των οικογενειών αυτών ήταν Στρατιώτες στις κομπανίες του Θεόδωρου Παλαιολόγου και του αδελφού του. Δέκα χρόνια αργότερα εγκαταστάθηκαν στη Ζάκυνθο τουλάχιστον καμιά σαρανταριά ακόμη οικογένειες Στρατιωτών από τη Ναύπακτο σύμφωνα με το Λ. Ζώη στον ‘Ελληνικό Λόχο εν Ζακύνθω κατά τους χρόνους της δουλείας’.
(3)  Λ. Ζώης, Λεξικόν Ιστορικόν και Λαογραφικόν Ζακύνθου, τόμος Α΄, σελ. 668.
(4)  Περιοχή της Κεφαλονιάς.
(5)  Δεν ξέρω το νόημα της λέξης αλλά υποθέτω εννοεί ότι η σκεπή είχε κλίση μόνο προς τη μία πλευρά, δηλαδή είχε μία μοναδική ρονιά (ακρόστεγο ή υδρορροή). Ένα τέτοιο καλύβι φαίνεται στην πρώτη εικόνα της ανάρτησης, πάνω αριστερά και κάτω από τους καβαλάρηδες.
(6)  The Memoirs of Philip de Commines, Lord of Argenton: Containing the Histories of Louis XI and Chales VIII, Kings of France, and of Charles the Bold, Duke of Burgundy, μετ. του Anrew R. Scoble, τόμος 2, σελ. 201, εκδ. 1856.
(7)  Βλέπε Λ. Ζώη, Ο Ελληνικός Λόχος εν Ζακύνθω κατά τους χρόνους της δουλείας, Ελληνισμός, έτος ιδ΄, τ. 161-162, 1911 .
(8)  109. Steffano Strusa da in notta il Monastero di San Zorzi nel casal Lambeti fabricato dalli suoi antenati, affermando con juramento non haver entrata di fermo ben si di incerti ducati 6 all’ anno. Μαριάννα Κολυβά, Καταστίχωση των ορθόδοξων ναών και μονών της Ζακύνθου (το έτος 1637), Θησαυρίσματα 34 (2004), Istituto Ellenico di Venezia.

 
Άδεια Creative Commons
Αυτή η εργασία από το http://pampalaia.blogspot.com/ χορηγείται με άδειαCreative Commons Αναφορά προέλευσης - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 3.0 Μη εισαγόμενο .