Πέμπτη 24 Μαρτίου 2011

Κλέφτες στα Εφτάνησα

Ο Κολοκοτρώνης του Karl Pavlovich Briullov


Είναι  λυπηρό – αλλά όχι ολότελα απρόσμενο στη χώρα των ξύπνιων με τη μαστουρωμένη συνείδηση – πως πλασάρεται από κάποιους – που θα ’πρεπε να ξέρουν καλύτερα – η παρουσίαση των Κλεφτών της Τουρκοκρατίας σαν κοινών εγκληματιών. Είναι ταυτόχρονα μουσική που χαϊδεύει τα αυτιά όσων κλέβουν την εφορία – και παντοιοτρόπως τους συμπολίτες τους – αφού τους επιτρέπει να αισθάνονται λίγο ... Κολοκοτρωναίοι. Επειδή είμαι από αυτούς που ξεβολεύονται από τέτοιες βολικές σκηνοθεσίες, επικαλούμαι τη μαρτυρία του Ιρλανδού περιηγητή Edward Dodwell(1), παρόντα στην Ελλάδα πριν τη μετεπαναστατική δήθεν ηρωοποίηση των Κλεφτών. Πιο συγκεκριμένα στα 1801, όταν ξεκινώντας από τη Βενετία έφτασε μέχρι την Κεφαλονιά.
Για την Κεφαλονιά δίνει τόσο λίγες πληροφορίες που αναρωτιέμαι αν πραγματικά πάτησε το πόδι του εκεί. Απόλυτα κατανοητό το να μην πάει, αφού το νησί βρισκόταν σε κατάσταση εμφυλίου πολέμου. Στη Ζάκυνθο σίγουρα δεν πήγε σε κείνο το πρώτο ταξίδι. Δεν ήταν πολύ καλύτερα τα πράγματα εκεί, οι Ζακυνθινοί είχανε σηκώσει δικό τους μπαϊράκι, κηρύσσοντας αυτονομία από την Επτάνησο Πολιτεία. Στην Κέρκυρα παραλίγο να την πατήσει. Εκεί που έκανε τη βόλτα του στο Λιστόν – ή κάπου αλλού – βγήκαν τα πιστόλια και έγινε η πόλη πεδίο μάχης μεταξύ Τούρκων λεβέντηδων και Κερκυραίων ποπολάρων. Δεκαεφτά στον τόπο και κάμποσους ετοιμοθάνατους μέτρησαν οι Τούρκοι, λιγότερους από τους μισούς οι Κερκυραίοι. Πλακώσανε και μερικές χιλιάδες ένοπλοι χωριάτες και έβγαλε ο Θεοτόκης, πρόεδρος της Γερουσίας τότε, το Ρώσικο στρατό στους δρόμους. Όχι τόσο γιατί φοβήθηκε μη χαλάσουνε οι χωριάτες τους Τούρκους αλλά για να να μη χαλάσουνε το αρχοντολόι.
Είχανε βλέπετε αρπάξει την εξουσία οι ευγενείς, με τις πλάτες των Ρώσων και Τούρκων νταβατζήδων του νεότευκτου προτεκτοράτου, και ακυρώνανε όσες δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις είχαν κάνει οι Γάλλοι πριν λίγα χρόνια. Εκτός από αυτό, ο κόσμος φοβότανε ξεπούλημα στο Σουλτάνο και βρισκόταν σε αναβρασμό. Μέσα σ’ αυτό το γενικό μπάχαλο οι πολιτικές διαφορές λύνονταν με ξένες επεμβάσεις, φονικά, ληστείες, και εμπρησμούς. Αναρωτιέμαι, παρεμπιπτόντως, μέσα σε τέτοιες συνθήκες, πόση βαρύτητα μπορεί να έχει ο χαρακτηρισμός των αδελφών Καμπασαίων (2) από το Λεωνίδα Ζώη σαν ‘ληστοσυμμορία’(3), προφανώς βασιζόμενος σε έγγραφα της εποχής από το πάλαι ποτέ Αρχειοφυλακείο Ζακύνθου.
Στην Ιθάκη φαίνεται πως ο Dodwell βρήκε μια σχετική ηρεμία που αντικατοπτρίζεται στο έργο του. Έτσι είδε το Βαθύ.

Η μαρτυρία του τώρα, σε δική μου μετάφραση και συγχωρείστε μου τις υπογραμμίσεις. Οι Ελληνικές λέξεις είναι ακριβώς όπως τις έγραψε, εγώ απλώς τις  έβαλα σε <<>>.
Δεν ήταν μικρή η έκπληξη μας, μια μέρα, όταν ο υπηρέτης του σπιτιού ήρθε μέσα να αναγγείλει τον καπετάνιο των κλεφτών και τους άνδρες του, οι οποίοι ήθελαν να κάνουν τη γνωριμία μας. Η πόρτα άνοιξε, και μια ντουζίνα Αλβανοί, με την αγριότερη και τρομερότερη εμφάνιση, παρέλασαν μέσα (στο δωμάτιο), ντυμένοι στο βελούδο και το χρυσάφι, και οπλισμένοι σαν να πήγαιναν στο πεδίο της μάχης. Μας χαιρέτησαν με μια ελαφρή κλίση του κεφαλιού, με το δεξί χέρι στο στήθος, και τις συνηθισμένες φιλοφρονήσεις όπως <<ο δουλος σας>> και <<πολυκρονια>>. Κατόπιν καθίσανε και χωρίς άλλη τσιριμόνια άρχισαν να καπνίζουν τα τσιμπούκια τους. Μετά από μερικά λεπτά σιωπής, και αλληλοκοιτάγματος, ο καπετάνιος των κλεφτών άνοιξε τη συζήτηση, και μας είπε ότι πρώτα ήρθε να υποβάλλει τα σέβη του στους Μυλόρδους, και μετά να προσφέρει τις υπηρεσίες του, και αυτές αρκετών εκατοντάδων <<παλικαρι>> , ή γενναίων, που είχε υπό τις διαταγές του, οι οποίοι θα μας ακολουθούσαν όπου και αν αποφασίζαμε να τους οδηγήσουμε – όντας προς το παρόν αδρανείς και άνεργοι, αφού είχαν τελευταία λεηλατήσει τους Τούρκους στην απέναντι ακτή, και αρπάξει οτιδήποτε ήταν κάποιας αξίας. Εκφράσαμε όλες τις πρέπουσες απαντήσεις στις ευγενικές προσφορές του καπετάνιου, τις οποίες παρά ταύτα αρνηθήκαμε.
Αυτοί οι κλέφτες είναι Αλβανοί Χριστιανοί, οι οποίοι από παλιά εξασκούσαν το αρπακτικό τους ταλέντο στην περιοχή του Πασά των Ιωαννίνων. Αλλά λόγω της επαγρύπνησης της αστυνομίας του έχουν υποχρεωθεί να καταφύγουν στα γειτονικά νησιά, όπου έχουν βρει άσυλο κάτω από την προστασία της Επτανήσου Πολιτείας. Δηλώνουν ότι ληστεύουν μόνο Μωαμεθανούς, εναντίον των οποίων έχουν εξαπολύσει αιώνιο και θρησκευτικό πόλεμο, μιμούμενοι ισχυρότερους σταυροφόρους. Καταδέχονται να ληστεύουν ακόμα και στα πελάγη, και η Ιθάκη ήταν ο τόπος όπου εναπόθεταν τη λεία τους. Ο καπετάν Γιάννος (Jano), ο αρχηγός τους, είναι Ακαρνάνας, και έχει έναν αδελφό, επίσης καπετάνιο μιας άλλης ομάδας, και τόσο σπουδαίο κλέφτη όσο και ο ίδιος.
Είναι αναγκαίο να εξηγήσω ότι στην Ελλάδα ντροπή και αίσχος δεν συνδέονται καθόλου με το όνομα του κλέφτη, και το επάγγελμα της ληστείας, όταν γίνεται με ύφος μεγαλοπρεπές, και με αφθονία απελπισμένων ανθρώπων, που λεηλατούν απροκάλυπτα στους δημόσιους δρόμους, παίρνουν αιχμαλώτους που ανταλλάσσουν με λύτρα, υποχρεώνουν χωριά να συνεισφέρουν, και αψηφούν την κυβέρνηση. Όταν καταδιώκονται από ισχυρότερη δύναμη καταφεύγουν στα νησιά και ακονίζουν τα όπλα τους για μελλοντικές επιδρομές.
Θεωρώντας ότι ο καπετάν Γιάννος δεν ήταν κοινός κλέφτης, και θέλοντας να τα έχουμε καλά μαζί του, του ανταποδώσαμε την επίσκεψη, και γίναμε δεκτοί με εγκάρδια ευγένεια, και μας προσφέρθηκαν πλούσια διακοσμημένα τσιμπούκια, καφές σε χρυσά φλιτζάνια και τα καλύτερα ροσόλια, τα προϊόντα των αρπαγών του, που μας τα σερβίρισαν κατώτεροι κλέφτες. Με το που θαυμάσαμε τον πλούτο και τη μεγαλοπρέπεια της φορεσιάς του, έδωσε την άδεια στον καλλιτέχνη μου να του κάνει το πορτραίτο, και έστειλε τα ρούχα και τα όπλα του στο σπίτι μας, για να τα σχεδιάσουμε με την ησυχία μας με ακρίβεια και λεπτομέρεια.
Όσο ασυμβίβαστο και να φαίνεται το σύστημα πολέμου του καπετάν Γιάννου προς τα αισθήματα μας, και τις αντιλήψεις μας περί δικαίου και αδίκου, γνωρίζουμε ότι στα πρώιμα χρόνια της Ελλάδας το ακολουθούσαν ολόκληρα έθνη, που ζούσαν με λεηλασία, πειρατεία και σφαγή. Ο Θουκυδίδης μας λέει ότι στον καιρό του το εξασκούσαν οι Οζολοί Λοκροί, οι Αιτωλοί, οι Ακαρνάνες, και οι Ηπειρώτες. Και θεωρούνταν ένδοξο να λεηλατείς ανοχύρωτες πόλεις και σκόρπια χωριά. Ο Πολύβιος αναφέρει σχεδόν το ίδιο πράγμα για τους Αιτωλούς.

Το πρώτο πράγμα που πρέπει ίσως να παρατηρήσουμε είναι ότι αποκαλεί τους Κλέφτες Αλβανούς, και φαίνεται ότι δεν τους ξεχωρίζει από τους Αρβανίτες – τυπικό για ξένο συγγραφέα. Στο ότι οι Κλέφτες αυτοί ήταν Αλβανοί ή Αρβανίτες υπάρχουν πολλές ενστάσεις, κατά τη γνώμη μου δικαιολογημένες. Οι Αρβανίτες είχαν εγκαταλείψει την Ακαρνανία στις αρχές του 15ου αιώνα. Το γιατί τους είπε έτσι θα το εξηγήσουμε λίγο πιο κάτω.
Η πρώτη φράση που έχω υπογραμμίσει λέει ότι οι Κλέφτες είχαν βρει άσυλο από την Επτάνησο Πολιτεία. Παραθέτω εδώ ένα κομμάτι από μια περίληψη του Χιώτη για τους όρους ίδρυσης (4) αυτού του Ρωσοτουρκικού προτεκτοράτου.

Σύμφωνα με αυτό οι Κλέφτες θα έπρεπε να είχαν συλληφθεί και παραδοθεί στους Τούρκους, ενώ βλέπουμε να κυκλοφορούν ελεύθερα και άφοβα. Κάποιος καχύποπτος θα μπορούσε να σκεφτεί πως ένα μερτικό από τα λάφυρα είχε περάσει στα χέρια σημαινόντων προσώπων της Ιθάκης. Θα ήταν όμως αδύνατο να μη γνωρίζουν στην Κέρκυρα τη διαμονή των Κλεφτών. Θα έπρεπε, για να μη βάλουν σε κίνδυνο την ίδια την ύπαρξη του κράτους τους, να είχε στείλει ένα στρατιωτικό απόσπασμα η Γερουσία και να τους διώξει, αν όχι να τους συλλάβει. Όμως όχι μόνο δεν το έκαναν από δική τους πρωτοβουλία αλλά ούτε και κατ’ απαίτηση των προστατών τους. Τα παρακάτω, παρμένα πάλι από το Χιώτη (5), είναι επιστολές του Ρώσου ναύαρχου και του Αλή Πασά Τεπελενλή, η δεύτερη προς τους κατοίκους της Λευκάδας.


Στο πρώτο βλέπουμε το γιατί ο Dodwell αποκαλούσε τον Καπετάν Γιάννο και τα παλληκάρια του Αλβανούς. Οι καπεταναίοι που αναφέρονται δεν ήταν βέβαια Αλβανοί, και πολύ περισσότερο δεν ήταν από την Αλβανία. ‘Αλβανιτία’ ονομάζανε τότε οι Επτανήσιοι την περιοχή που έλεγχε ο Αλή Πασάς και οι Αλβανοί του, και που έφτανε νότια μέχρι τον Πατραϊκό Κόλπο. Από κει και κάτω, δηλαδή ο Μοριάς, ήτανε σκέτη Τουρκία. Τέτοια άκουσε ο Dodwell και, γνωρίζοντας ότι η Ακαρνανία δεν ήταν στην Αλβανία, υπέθεσε ότι επρόκειτο για Αρβανίτες. Πέταξε μάλιστα και μια αναφορά στη γνώμη του Σφραντζή γι αυτούς, σε σημείωση στον πάτο της σελίδας.
Μετά από αυτή την παρένθεση ας αναρωτηθούμε γιατί η Γερουσία δεν έδιωχνε τους Κλέφτες. Η γνώμη μου είναι ότι ίσως δεν ήθελε και ότι σίγουρα δεν μπορούσε. Οι άνθρωποι αυτοί ήταν αποδεκτοί από τον πληθυσμό, όχι σαν ληστές αλλά σαν αγωνιστές και σαν τιμωροί του αλλόθρησκου δυνάστη. Κρατούσαν ανοιχτό το μέτωπο με τον κατακτητή, και στα χέρια τους την τιμή, όση τέλος πάντων είχε απομείνει, των Ρωμιών. Το να στραφεί η Πολιτεία εναντίον τους σήμαινε ενίσχυση του φόβου ξεπουλήματος στους Τούρκους, παραπέρα αποξένωση της εξουσίας από τον πληθυσμό και λάδι στη φωτιά της εξέγερσης. Τελικά και ο ίδιος ο Dodwell παραδέχεται πως δεν ήταν κοινοί ληστές.
Θα μπορούσε να αντιτάξει κάποιος από τους καλοθελητές που φιλοδοξούν να ανασκευάσουν την Ιστορία πως, καλά, ο κόσμος τους αποδεχόταν και τους επιδοκίμαζε, οι ίδιοι όμως οι Κλέφτες πολεμούσαν για το κούρσος. Εγώ θα απαντούσα πως, όσοι προσπαθούν να ερμηνεύσουν την Ιστορία μόνο μέσα από το λούκι των δικών τους κακομοίρικων εμπειριών, θα ήταν καλύτερα να μην ασχολούνται μαζί της. Διαφορετικά θα τα βάλουν και με το γερο-Όμηρο σε λίγο, που έγραψε για το θυμό του Αχιλλέα, δηλαδή έναν Ομηρικό καυγά για τη μοιρασιά του πλιάτσικου.
Το διαγούμισμα των αγαθών του ηττημένου ήταν, στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, άγραφος νόμος τόσο παλιός όσο και ο πόλεμος. Τα λάφυρα πάντα, από τον καιρό του Ομήρου και παλιότερα, ανήκαν στους πολεμιστές. Μέρος τους μόνο δινόταν στον ηγεμόνα και κάποιες φορές και στο Θείον. Στο Ισλάμ μάλιστα ήταν ιερός κανόνας, με το ένα πέμπτο να πηγαίνει στον Προφήτη ή τον αντιπρόσωπο του, πχ το Σουλτάνο. Οι Κλέφτες ήταν απλώς πολεμιστές αβασίλευτοι, χωρίς σημαία, και σχεδόν χωρίς ελπίδα. Έτσι τους έλαχε. Δεν ήταν επάγγελμα το να είσαι Κλέφτης, αλλά ούτε και παροδική ευκαιρία για ‘να πιάσουν την καλή’. Ήταν τρόπος ζωής. Μεγάλωναν, ζούσαν, και συχνά πέθαιναν, με το όπλο στο χέρι.
Δεν ήταν άγιοι – αν και πολλοί άγιοι, οι λεγόμενοι στρατιωτικοί, θα συμμερίζονταν τις μεθόδους τους. Μεθόδους που πολλά αντάρτικα κινήματα μεταχειρίζονται ακόμα και σήμερα. Ούτε ήταν βέβαια Ρομπέν των Δασών, αφού ο ίδιος ο Ρομπέν δεν ήταν ... ο εαυτός του. Λήστευαν αλλά και πολεμούσαν επί πληρωμή – έτσι συντηρούνταν. Στη στεριά αλλά και στη θάλασσα. Στην Ελλάδα αλλά και έξω απ’ αυτήν. Μαζί με τους Ρώσους στη Μεσόγειο, το Ναπολέοντα στην Αίγυπτο, τους Αμερικανούς πεζοναύτες στη Λιβύη. Και εμείς, που δεν πολεμήσαμε ποτέ για τίποτα, που παραδώσαμε την Ελλάδα σε κλέφτες του κοινού ποινικού δικαίου, το λιγότερο που χρωστάμε είναι σεβασμός σε αυτούς που πολέμησαν για την ανεξαρτησία της.

------------------------------------------------------------------------------------------ 
 (1)  Edward Dodwell, A Classical and Topographical Tour through Greece, during the years 1801, 1805, and 1806, Λονδίνο 1819, σσ. 72-74.
(2)  Οι Ζακυνθινοί αδελφοί Καμπασαίοι, Δημήτριος και Παναγιώτης κατά το Φωτάκο, Θεόδωρος και Ιωάννης κατά το Ζώη, ήταν καπεταναίοι το 1821 και έπεσαν μαχόμενοι. Η δράση τους ξεκίνησε πριν το 1803, ίσως όταν καταργήθηκε η ντε φάκτο αυτονομία της Ζακύνθου, και, σύμφωνα με τον υπασπιστή του Κολοκοτρώνη Φωτάκο, είχαν δράσει και εναντίον των Άγγλων αργότερα. ‘Τί κακὸν ἔκαμον εἰς τὴν Γαστούνην καὶ ἐσκοτώθησαν ἀτρόμητα παληκάρια; Ὁ τόπος ἔκλαψεν αὐτοὺς διὰ τὴν παληκαριά των. Σὰν τοὺς Καμπασαίους, λέγουν, καὶ δὲ τοὺς λησμονοῦνέγραψε.
(3) Λεωνίδας Ζώης, Λεξικόν, σ. 261.
(4) Παναγιώτης Χιώτης, Ιστορικά Απομνημονεύματα, τόμος 3ος, σ. 774.
(5) Ο. π., σελ. 792.

 

Παρασκευή 18 Μαρτίου 2011

Απεικονίσεις Στρατιωτών – μέρος Γ΄


Οι εικονιζόμενοι δεν είναι Στρατιώτες. Τυπικά τουλάχιστον. Ο τίτλος του σχεδίου του Jörg Breu του πρεσβύτερου, φτιαγμένου το 1530, είναι ‘Δέκα Ούγγροι λογχοφόροι’.  Το κατά πόσον οι άνθρωποι αυτοί είχαν πραγματικά κάποια κοινά πολιτιστικά στοιχεία με τους Μαγυάρους είναι, κατά τη γνώμη μου, συζητήσιμο. Οι Μαγυάροι της εποχής εκείνης ντύνονταν με τρόπο που έδειχνε τόσο δυτικές όσο και ανατολικές επιρροές. Δεν υπάρχει όμως τίποτα το δυτικό στην εμφάνιση αυτών των ιππέων.
Έχουμε δει αρκετές απεικονίσεις στις προηγούμενες αναρτήσεις, τόσο Στρατιωτών όσο και απλών Ελλήνων – Έλληνας εδώ σημαίνει ορθόδοξος Βαλκάνιος – για να πούμε ότι τρία μόνο πράγματα υπάρχουν σε αυτό το πολύ καλό σχέδιο που ίσως δεν έχουμε ξαναδεί. Το πρώτο είναι τα σπιρούνια, αλλά νομίζω κανείς δεν τα θεωρεί πρωτοτυπία. Το δεύτερο είναι η αιχμηρή μεταλλική βάση του κονταριού. Αυτή είναι που οδήγησε κάποιους να γράψουν ότι τα κοντάρια των Στρατιωτών είχαν αιχμές και στα δύο άκρα. Στην πραγματικότητα κάθε καλό κοντάρι χρειάζεται μια τέτοια βάση, όχι για να χρησιμοποιηθεί στη μάχη αλλά για να στέκεται καρφωμένο κατακόρυφα στο έδαφος. Έτσι δεν χρειαζόταν να το παρατήσουν μέσα στις λάσπες αν δεν υπήρχε κάποιο δέντρο, ας πούμε, να το ακουμπήσουν, αλλά ούτε και να σκεβρώσει ακριβώς επειδή έμεινε ακουμπισμένο σε ένα δέντρο. Το τρίτο είναι το κυψελοειδές καπέλο που φορούν τρεις από τους καβαλάρηδες. Και αυτό έχει προέλευση βυζαντινή.

Σε αυτή την απεικόνιση, από μία διακοσμημένη κασέλα των Marco del Buono Giamberti και Apollonio di Giovanni di Tomaso, φτιαγμένη στα μέσα της δεκαετίας του 1460, Τραπεζούντιοι μάχονται Τούρκους φορώντας τέτοια καπέλα. Υπάρχει και απεικόνιση Στρατιώτη με τέτοιο στο βιβλίο ‘A Cyclopaedia of Costume’ του 1879 αλλά δεν γνωρίζω την αρχική πηγή.

Ήδη από 15ο αιώνα, πρόσφυγες-μισθοφόροι από τα Βαλκάνια είχαν σχηματίσει σώματα ελαφρού ιππικού στην Ουγγαρία και στις αρχές του 16ου πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους μέχρι τις ακτές της Βαλτικής. Η παρακάτω εικόνα είναι τμήμα δημιουργίας του 1518 που τιτλοφορείται ‘Τρόπαιο από την Ουγγαρία’. Είναι μέρος του κύκλου ‘Ο θρίαμβος του αυτοκράτορα Μαξιμιλιανού Α΄’ που φιλοτέχνησε ο Albrecht Dürer και άλλοι σημαντικοί καλλιτέχνες της εποχής. Ήταν ένας κατά φαντασίαν θρίαμβος του αυτοκράτορα, ή αν θέλετε ένας θρίαμβος της έντυπης προπαγάνδας που ακολούθησε την ανακάλυψη της τυπογραφίας.

Την έβαλα εδώ γιατί μου θυμίζει πως ο Μανιάτης Θεόδωρος Μελισσηνός από το Πραστείο, από μια από τις πρώτες οικογένειες Στρατιωτών που εγκαταστάθηκαν στη Ζάκυνθο, άφησε στην διαθήκη του το 1509 στη γυναίκα και το γιό του το ‘δοξάρι, ταρκάσι (φαρέτρα), το σπαθί και το σκουτάρι (ασπίδα)’ (1). Ο Θεόδωρος πέθανε το 1527 (2).
Ήδη από τα μέσα του 16ου αιώνα οι αλλαγές στην εμφάνιση των Στρατιωτών ήταν σημαντικότατες, με εμφανείς πια τις δυτικές επιρροές αλλά και την ανάγκη αντιμετώπισης του συνεχώς αυξανόμενου ρόλου των πυροβόλων όπλων.

Εικάζεται ότι ο γονυπετής άνδρας αυτής της λεπτομέρειας της ‘Δέησης’ (3) που αφιερώθηκε στον Άγιο Γεώργιο των Ελλήνων στη Βενετία το 1546 είναι ο Κομίνης (4) Μάνεσης (5). Παρακάτω οι γιοί του Ιωάννης και Γεώργιος, αφιερωτές της εικόνας.



Και οι τρεις φοράνε ένα είδος στολής, ίσως οικογενειακής. Έχουν ευρωπαϊκά σπαθιά (spada da lato a striscia) και μάλλον δεν ήταν για μόστρα (6). Είχαν περισσότερες πιθανότητες να εισχωρήσουν στις αρθρώσεις μιας πανοπλίας από ότι η κυρτή σπάθη. Οι δύο νεώτεροι σέρνουν άλογα με διπλά γκέμια, στολισμένα με χρωματιστά φτερά στρουθοκαμήλου. Προσέξτε τις ουρές δεμένες κόμπο. Ο Ιωάννης κρατάει λόγχη που δεν παρουσιάζεται στις αληθινές της διαστάσεις – στην πραγματικότητα είχε μήκος πάνω από τρία μέτρα. Φοράει δυτικό κράνος με προσωπίδα, κάτι που υποδηλώνει τη χρήση θώρακα στη μάχη και πιθανότατα κνημίδων. Παρ’ όλες τις αλλαγές, ο Κομίνης φοράει το συνηθισμένο καπέλο των Στρατιωτών με χρυσή φούντα και τον απαραίτητο σκούφο. Τα μαλλιά του όμως, όπως και των γιών του, είναι κοντά. Τα μακριά μανίκια του επενδύτη έχουν πια αποκτήσει αποκλειστικά διακοσμητικό ρόλο και θυμίζουν τα μανίκια της φέρμελης των ευζώνων.
Η παρακάτω απεικόνιση ενός Γάλλου estradiot και ενός έφιππου αρκεμπουζιέρου το 1548, φτιαγμένη από τον Gustav David γύρω στα 1830, μπορεί να μην είναι ιδιαίτερα ακριβής, είναι όμως ενδεικτική των τάσεων που επικρατούσαν.

Από τα μέσα του 16ου αιώνα ολόκληρα τα Βαλκάνια, εκτός από τη Δαλματία, βρίσκονταν υπό Οθωμανική κυριαρχία. Το 1571 κατελήφθη και η Κύπρος. Οι Βενετοί αναγκάστηκαν να στρατολογούν σαν Στρατιώτες Δαλματούς, κυρίως Μορλάκους (7). Στη Γαλλία στα σώματα των estradiots και των argoulets (8) κατατάσσονταν πλέον ντόπιοι. Οι περισσότεροι στρατοί άρχισαν να δημιουργούν σώματα ουσάρων. Μόνο στα Επτάνησα συνέχισαν τη δράση τους οι Στρατιώτες ως το τέλος της Βενετοκρατίας.
Σε αυτές τις τρεις αναρτήσεις για τους Στρατιώτες χρησιμοποίησα σχεδόν αποκλειστικά απεικονίσεις της εποχής τους. Υπάρχουν αρκετές σύγχρονες αλλά όπως είναι φυσικό οι αιώνες που έχουν μεσολαβήσει μειώνουν την αξιοπιστία τους. Επί πλέον μπαίνει ζήτημα copyright και δεν θέλω να πατήσω κανενός τον κάλο. Έτσι κι αλλιώς η εντυπωσιακότερη όλων είναι αναμφίβολα αυτή που κοσμεί το εξώφυλλο του βιβλίου ‘Cavalry: The History of a Fighting Elite’. Τη βάζω λοιπόν εδώ, διαφήμιση τους κάνουμε, δεν νομίζω να τους πειράζει. Πρόκειται, κατά πάσα πιθανότητα, για Δαλματό Στρατιώτη με ενδυμασία επίδειξης.

---------------------------------------------------------------------------------------------    
(1)  Δικαίος Βαγιακάκος, ‘Μανιάται εις Ζάκυνθον επί τη βάσει ανεκδότων εγγράφων του Αρχειοφυλακείου Ζακύνθου, σελ.5, Επετηρίς του Αρχείου της Ιστορίας του Ελληνικού Δικαίου’, Τεύχος 5, 1954.
(2)  Λεωνίδα Ζώη, ‘Λεξικόν Ιστορικόν και Λαογραφικόν Ζακύνθου, σελ. 413.
(3)  Πιστεύεται ότι είναι έργο του Κρητικού Μάρκου Στρελίτζα-Μπαθά και σήμερα βρίσκεται στο Istituto Ellenico di Venezia.
(4)  Το Κομίνης ή Κομίνος νομίζω είναι παραφθορά του Κομνηνός. Την εποχή εκείνη ήταν συνηθισμένο φαινόμενο να δίνονται επώνυμα συγγενών σαν κύρια ονόματα. Υπάρχουν πάρα πολλά παραδείγματα μεταξύ των Στρατιωτών, όπως Καλέντζης Μπούας, Παλαιολόγος Ροντάκης ή Κροκόνδυλος Κλαδάς.
(5)  Οι Μανεσαίοι ήταν Αρβανίτες που έμεναν στο Ναύπλιο μέχρι το 1540. Μετά σκορπίστηκαν στην Κέρκυρα, την Ιταλία και τη Ζάκυνθο. Στα Βενετικά έγγραφα το Μάνεσης γράφεται με δύο ‘s’ (Manessi) όπως όλα τα Αρβανίτικα επώνυμα με την ίδια κατάληξη – Ρένεσης, Λυκούρεσης, Μάτεσης, για να αναφέρω μερικά γνωστά στη Ζάκυνθο. Το διπλό ‘s’ προφερόταν παχύ όπως το Αγγλικό ‘sh’.
(6)  Η επίδειξη στα Επτάνησα, από το Ιταλικό mostra. Για τους Στρατιώτες η μόστρα ήταν κάτι σαν την αναφορά, μόνο που δε γινόταν καθημερινά αλλά 8 με 10 φορές το χρόνο, την ημέρα της πληρωμής.
(7)  Οι Μορλάκοι, ή Μαυρόβλαχοι, ήταν ένας νομαδικός πληθυσμός των Δειναρικών Άλπεων που μιλούσαν μια Λατινογενή γλώσσα συγγενή με τα Βλάχικα. Οι ορεσίβιοι ποιμενικοί πληθυσμοί των Βαλκανίων ήταν οι κύριες δεξαμενές στρατολογίας Στρατιωτών λόγω της συνάφειας τους με τα άλογα και τα όπλα. Όταν οι Βυζαντινοί παραχώρησαν τη Θεσσαλονίκη στους Βενετούς το 1423 οι τελευταίοι έκαναν προσπάθειες να στρατολογήσουν χίλιους Βλάχους Στρατιώτες.
(8)  Έφιπποι αρκεβουζιοφόροι του Γαλλικού στρατού. Η ετυμολογία του είναι άγνωστη αλλά μάλλον παραπέμπει στην Αργολίδα.

Πέμπτη 10 Μαρτίου 2011

Απεικονίσεις Στρατιωτών – μέρος Β΄


Η παραπάνω εικόνα είναι μία από τις πολλές ξυλογραφίες του βιβλίου Der Weiß-Kunig (1) ή του Λευκού Βασιλιά, δηλαδή του Αψβούργου αυτοκράτορα Μαξιμιλιανού Α΄. Στην εικονογράφηση συνεργάστηκαν τουλάχιστον τέσσερεις διαφορετικοί καλλιτέχνες, μάλλον στη δεύτερη δεκαετία του 16ου αιώνα, αλλά το βιβλίο δεν εκδόθηκε παρά 250 χρόνια αργότερα.  Πρόκειται για μια εξιστόρηση της ζωής του Μαξιμιλιανού με περιεχόμενο ρομαντικό, προπαγανδιστικό και αλληγορικό. Οι εικόνες ωστόσο δίνουν ένα μεγάλο όγκο πληροφοριών για την εποχή εκείνη. Υπάρχουν και μερικές απεικονίσεις Στρατιωτών, από τις οποίες διάλεξα τις πιο ενδιαφέρουσες.
Δεν υπάρχει αμφιβολία για το τί βλέπουμε σε αυτή την πρώτη εικόνα. Στην αριστερή πλευρά, Βενετσιάνικο βαρύ ιππικό, με το λέοντα του Αγίου Μάρκου στη σημαία τους, είναι πλαισιωμένοι από τρεις Στρατιώτες που διασταυρώνουν τις λόγχες τους με τις αλαβάρδες και τα μακρύτατα κοντάρια Γερμανών Landsknechte.
Η εμφάνιση των Στρατιωτών διαφέρει από όλων των άλλων. Χαρακτηριστικά ημίψηλα καπέλα, γενειάδες, φαρδιοί γιακάδες, μακριά ανατολίτικα μανίκια που κρέμονται στα πλευρά του αλόγου τους (2).  Παρ’ όλα αυτά μην εκπλαγείτε αν κάπου δείτε οι άνθρωποι αυτοί να αναφέρονται σαν ουσάροι. Αυτό βέβαια δεν είναι σωστό. Οι Βενετοί δεν χρησιμοποιούσαν ουσάρους αλλά μόνο stradioti, και το Βενετσιάνικο λιοντάρι σε αυτή την εικόνα είναι απόδειξη της ταυτότητας τους. Η σύγχυση όμως είναι κατανοητή. Η περιβολή των Στρατιωτών ουσιαστικά δεν ήταν παρά η σχεδόν παμβαλκανική, και σίγουρα διαβαλκανική, ενδυμασία της εποχής. Οι πρώτοι ουσάροι ήταν ορθόδοξοι Βαλκάνιοι, κυρίως Σέρβοι, που κατέφυγαν στην Ουγγαρία από όπου συνέχισαν την αντίσταση στην Οθωμανική επέκταση. Δεν ήταν δηλαδή παρά Στρατιώτες που στην νέα τους πατρίδα έγιναν γνωστοί με το Σερβικό όνομα gusar ή husar, δηλαδή κουρσάροι. Η λέξη κουρσάρος εκείνα τα χρόνια σήμαινε και το στεριανό επιδρομέα, όχι μόνο το θαλασσινό. Αφού δεν μπορούμε να είμαστε πάντα σίγουροι για το αν αυτός που βλέπουμε είναι Στρατιώτης θα ήταν ίσως ασφαλέστερο να μιλάμε για κάποιον με περιβολή Στρατιώτη. Ωστόσο θεωρώ την προσπάθεια διαχωρισμού Στρατιωτών και ουσάρων γύρω στα 1500 μάταιη και στερούμενη νοήματος. Θα τους αποκαλώ λοιπόν Στρατιώτες.

Σε αυτή την εικόνα βλέπουμε μια μικρή λεπτομέρεια που μάλλον ξέχασε ο καλλιτέχνης της προηγούμενης: την ουρά του αλόγου δεμένη κόμπο. Ο Στρατιώτης αυτός είναι στην υπηρεσία του αυτοκράτορα. Το σημαιάκι στο κοντάρι του φέρει ένα Χ. Είναι ο Βουργουνδιανός σταυρός του Αγίου Ανδρέα που χρησιμοποιούσε ο Μαξιμιλιανός – ανάμεσα στους πολλούς τίτλους του ήταν και Δούκας της Βουργουνδίας. Στο Μερκούριο Μπούα, ο οποίος είχε υπηρετήσει το Μαξιμιλιανό από το 1508 μέχρι το 1513 παίρνοντας τον τίτλο του κόμη, ο αυτοκράτορας είχε παραχωρήσει αυτή τη σημαία (3).

Και στις δύο προηγούμενες εικόνες οι Στρατιώτες ιππεύουν με κοντούς αναβολείς και λυγισμένα γόνατα. Είναι ο ανατολίτικος τρόπος ιππασίας. Συγκρίνετε με το δυτικό τρόπο του Α και Β παρακάτω.

Ο Δ φοράει καπέλο με πολλά φτερά που σημαίνει ότι είναι μάλλον Ούγγρος άρχοντας. Ο Ε φοράει το επίπεδο καπέλο που συνήθιζαν οι Κροάτες και οι Πολωνοί, αλλά το φορούσαν συχνά και οι Ούγγροι, κάποτε και οι Σέρβοι. Επειδή έχει μαλλιά και γένια τείνω να αποκλείσω την πιθανότητα να είναι Κροάτης ή Πολωνός. Αυτοί ξύριζαν το πρόσωπο και τις πλευρές του κεφαλιού αφήνοντας μόνο το μουστάκι. Όσοι εξακολουθούν να βρίσκουν το παρουσιαστικό των Στρατιωτών παράξενο ας ρίξουν μια ματιά στον Γ! Τόσο οι Τούρκοι όσο και οι Χριστιανοί της ανατολικής Ευρώπης στολίζονταν με προβιές αγρίων ζώων και φτερά για εντυπωσιασμό των φίλων και εκφοβισμό των εχθρών. Το έκαναν κατά κόρον οι ουσάροι. Δεν γνωρίζω καμιά σχετική αναφορά  για τους Στρατιώτες, χωρίς όμως να το αποκλείω. Ο συγκεκριμένος θα έλεγα ότι μάλλον είναι Μαγυάρος τοξότης.
Στην επόμενη εικόνα ο Στρατιώτης φοράει καπέλο που θυμίζει την απεικόνιση από τους ‘Έλληνας Στρατιώτας εν τη Δύσει’ του Σάθα. Υπάρχουν και απεικονίσεις Τούρκων με παρόμοιο καπέλο.

Τώρα μια εικόνα που είναι, νομίζω, μοναδική. Αυτή τη φορά ο Στρατιώτης, καπετάνιος μάλιστα,  είναι πεζός και φαίνεται να φοράει περισκελίδες, δίνοντας μας μια ξεκάθαρη εικόνα της εξέλιξης της εθνικής μας ενδυμασίας.

Στο ζωνάρι του έχει περασμένο ένα Pugnale ad orecchie ή pugnale alla stradioti ή estradiot – το γνωστό εγχειρίδιο των Στρατιωτών. Μπορούμε να το δούμε απαθανατισμένο από τον Dürer πάνω σε ένα τοξότη στην επόμενη εικόνα. Πάνω σε Στρατιώτη όμως, εγώ τουλάχιστον, δεν το έχω ξαναδεί.

Φοράει το καπέλο του στραβά, με έντονη κλίση, και έτσι μπορούμε να δούμε κάτι πού έπρεπε να περιμένουμε αλλά δεν ήταν φανερό στις προηγούμενες εικόνες: το Βυζαντινό ‘κουκούλιον’, τη σκούφια κάτω από το καπέλο που είχαμε δει και αλλού. Μία από τις λιγότερο γνωστές περιγραφές Στρατιωτών, από ένα Γάλλο, αντίπαλο τους στη μάχη του Fornovo και σύμμαχο αργότερα, μιλάει για αυτήν ακριβώς τη σκούφια (4).
Αυτοί φορούσαν ένα παράξενο κάλυμμα της κεφαλής, γιατί ήταν σαν την σκούφια νέας γυναίκας. Και εκεί που βάζανε το κεφάλι ήταν εφοδιασμένο με πέντε ή έξι χοντρά χαρτιά κολλημένα μεταξύ τους, με τέτοιο τρόπο που ένα ξίφος δεν έκανε μεγαλύτερη ζημιά από ότι σε ένα θώρακα.
Η αναφορά αυτή είναι μεν άκρως ενδιαφέρουσα αλλά ταυτόχρονα και προβληματική έτσι όπως είναι διατυπωμένη. Δυστυχώς οι πολεμιστές της εποχής διακρίνονταν για την οξύτητα του ξίφους τους αλλά όχι της πένας τους. Δίνει έτσι την εντύπωση ότι στο εσωτερικό της σκούφιας υπήρχε χαρτί. Θα εξηγήσω τώρα γιατί πιστεύω ότι δεν μπορεί να ήταν έτσι.
Ακόμη και αν η κόλλα που χρησιμοποιούσαν δεν ήταν υδροδιαλυτή, το χαρτί είναι κάθε άλλο παρά ανθεκτικό στην τριβή και καταστρέφεται αμέσως σε συνθήκες υγρασίας. Εξ άλλου η χρήση του σκούφου είχε, νομίζω, σαν πρωταρχικό στόχο την προστασία του καπέλου από τον ιδρώτα και τις άλλες εκκρίσεις του τριχωτού της κεφαλής. Ο σκούφος πλένεται εύκολα, το καπέλο όχι. Το να βάλεις χαρτί στο σκούφο, ακόμη και επικαλυμμένο με κερί ή άλλο υλικό αδιαβροχοποίησης, θα δημιουργούσε σημαντικά προβλήματα και στο καθάρισμα και στο φόρεμα.
Επιπλέον, από μόνη της αυτή η θωράκιση θα ήταν ανθεκτική στη διάτρηση αλλά δεν θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμη στην απορρόφηση βίαιων πληγμάτων. Μια σπαθιά στο κεφάλι μπορεί να μην προξενούσε θλαστικό τραύμα και αιμορραγία αλλά θα μπορούσε να προξενήσει κάταγμα, αιμάτωμα ή διάσειση και γενικά να σε κάνει να δεις τον ουρανό σφοντύλι. Αν δεν πέθαινες από το πρώτο χτύπημα θα σε ξέκανε το δεύτερο. Έπρεπε δηλαδή να υπάρχει κάποιο υλικό που να απορροφάει και να αναδιανέμει την ενέργεια των πληγμάτων. Αυτό το υλικό, ένα είδος μαξιλαριού ικανού πάχους, δεν μπορούσε να είναι μέσα στη σκούφια. Πρέπει να ήταν μέσα στο καπέλο. Αυτός ίσως ήταν ο λόγος που τα καπέλα των Στρατιωτών ήταν ψηλά, για να υπάρχει δηλαδή χώρος για τέτοια υλικά. Η χάρτινη θωράκιση πρέπει να ήταν και αυτή στο εσωτερικό του καπέλου, πάνω από τη σκούφια και το ‘μαξιλαράκι’. Όσοι έχουν φορέσει τα παλιά ατσάλινα κράνη στο στρατό καταλαβαίνουν τι εννοώ. Έξω πάει το ατσάλινο κράνος και μέσα το εσωτερικό για την απορρόφηση των κραδασμών.
Η χάρτινη θωράκιση των Στρατιωτών δεν ήταν καθόλου νέα σαν ιδέα. Είναι βασικά η ίδια μέθοδος με την οποία κατασκευαζόταν ο αρχαίος λινοθώραξ. Απλώς το λινό ύφασμα είχε αντικατασταθεί από χαρτί, το οποίο μάλλον πρόσφερε πλεονέκτημα στη σχέση βάρους και διατρητότητας. Ο αρχαίος λινοθώραξ ήταν εξαιρετικά ανθεκτικός. Σε πάχος ενός εκατοστού πρόσφερε απόλυτη προστασία από βέλη ριγμένα από ισχυρά τόξα ακόμη και από πολύ μικρή απόσταση.
Φυσικά οι Στρατιώτες δεν ενδιαφέρονταν μόνο για την προστασία της κεφαλής τους. Όπως είδαμε στο πρώτο μέρος χρησιμοποιούσαν ‘εφαπλωματοποιημένους’ επενδύτες.

Παρόμοιο επενδύτη παρουσιάζει ο Cesare Vecellio το 16ο αιώνα σε χρήση από ένα Μοσχοβίτη. Η σχέση των Ρώσων με το Βυζάντιο είναι σημαντική εδώ. ‘Εφαπλωματοποιημένοι’ επενδύτες ήταν σε χρήση από τους Βυζαντινούς αρκετούς αιώνες πριν.

Φροντίζει μάλιστα ο Vecellio να μας πληροφορήσει ότι ο επενδύτης αυτός άντεχε σε οποιοδήποτε χτύπημα. Μιας και μιλάμε για Μοσχοβίτες, να πούμε ότι τυχόν πλεονέκτημα του αδιαβροχοποιημένου χαρτιού στη θερμομόνωση θα ήταν επίσης σημαντικό. Ο Philip de Comines είχε πει για τους Στρατιώτες (5): Είναι σκληραγωγημένοι άνθρωποι πού μένουν έξω στο ύπαιθρο όλο το χρόνο με τα άλογα τους.
Οι Στρατιώτες χρησιμοποιούσαν κατά κανόνα δικά τους άλογα και οπλισμό, δεν τους τα παρείχαν οι εργοδότες τους. Στη μεγάλη τους πλειοψηφία ήταν φτωχοί άνθρωποι και οι ατσάλινες αρθρωτές πανοπλίες κόστιζαν τον ουρανό με τ’ άστρα. Χρησιμοποιούσαν λοιπόν ένα μέσο προστασίας που ήταν πολύ φτηνότερο, πολύ ελαφρύτερο, δεν τηγάνιζες πάνω του αυγά στον ήλιο και σταματούσε τον παγωμένο άνεμο από τις χιονισμένες κορυφές των βουνών. Μπορούσαν έτσι να κινούνται γρήγορα, με σχεδόν οποιοδήποτε καιρό, να καλύπτουν αποστάσεις μεγαλύτερες, να περνάνε φουσκωμένα ποτάμια και να σκαρφαλώνουν σε βουνίσια μονοπάτια όπου ιππείς με πανοπλία δεν θα το διανοούνταν καν.
Δεν θέλω να δημιουργήσω την εντύπωση ότι οι Στρατιώτες μπορούσαν με τις χάρτινες πανοπλίες τους να αντιμετωπίσουν εκ παρατάξεως σιδερόφραχτους ιππότες. Χρησιμοποιούσαν ιδιαίτερες τακτικές καταπόνησης και διάσπασης τους για να τούς εξουδετερώσουν. Σε αυτές τις περιπτώσεις τα συνηθισμένα τους όπλα, η λόγχη και η σπάθη δεν ήταν πολύ αποτελεσματικά. Τόξα θα τους ήταν χρήσιμα για παρενόχληση εκ του μακρόθεν και κεφαλοθραύστες (απελατίκια ή ματζούκια) απαραίτητοι για μάχη εκ του συστάδην. Ξέρουμε θετικά από μια αναφορά του Marino Sanudo ότι πράγματι χρησιμοποιούσαν κεφαλοθραύστες και εδώ, από το Niklas Stoer, η εικόνα ενός ‘stradioth’ που τοξεύει έφιππος.

Έχουμε και Γ΄ μέρος.

------------------------------------------------------------------------------------------ 
(1)  Der Weiß-Kunig: eine Erzählung von den Thaten Kaiser Maximilian des Ersten, herausgegeben aus dem Manuscripte der kaiserl. königl. Hofbibliothek von Marx Treitzsaurwein auf dessen Angeben zsgetragen, nebst d. von Hannsen Burgmair dazu verfertigten Holzschnitten, Βιέννη 1775.  
(2)  Η απεικόνιση είναι πολύ ακριβής και είναι φανερό ότι ο καλλιτέχνης είχε δει Στρατιώτες. Μάλλον όχι στη μάχη όμως, γιατί τότε τα μανίκια συνήθως δένονταν μεταξύ τους πίσω από την πλάτη για να μην εμποδίζουν.
(3)  Κ. Σάθας, Ελληνικά Ανέκδοτα, τόμος 1ος , Αθήνα 1867, σ. 19.
(4)  Ils avoient un estrange habillement de teste , car il estoit comme ung chapperon de damoiselle; et où ils mettoient la teste, cela estoit garny de cinq ou six gros papiers  collés ensemble , de sorte que un espée n’y faisoit non plus de mal que sur une quirasse. Από τοChoix de chroniques et mémoires sur l'histoire de France avec notices biographiques par J. A. C. Buchon, Histoire du gentil seigneur de Bayard, composée par le Loyal Serviteur’, Παρίσι 1836, σελ. 62.
(5)  The Memoirs of Philip de Commines, Lord of Argenton: Containing the Histories of Louis XI and Chales VIII, Kings of France, and of Charles the Bold, Duke of Burgundy, μετ. του Anrew R. Scoble, τόμος 2, σελ. 201, εκδ. 1856.

Πέμπτη 3 Μαρτίου 2011

Απεικονίσεις Στρατιωτών – μέρος Α΄



Η παραπάνω εικόνα είναι τμήμα τοιχογραφίας στην εκκλησία του Αγίου Αντωνίου της Πάδουας, έργο του Filippo Da Verona, φτιαγμένο το 1510. Απεικονίζει μια πολιορκία της Πάδουας το 13ο αιώνα αλλά οι πολιορκητές είναι ντυμένοι και οπλισμένοι όπως οι σύγχρονοι με το ζωγράφο στρατοί. Ανάμεσα τους διάφοροι ‘εξωτικοί’. Στη μέση της εικόνας, ένας Στρατιώτης με κόκκινο μακρυμάνικο επενδύτη και μαύρο καπέλο συνομιλεί με ένα γενίτσαρο που φοράει στο κεφάλι του το χαρακτηριστικό ‘μανίκι του Χατζή-Μπεκτάς’ σε κόκκινο χρώμα. Άλλοι Στρατιώτες, πανομοιότυπα ντυμένοι, απεικονίζονται πιο πέρα έφιπποι και φέροντας λόγχες με σημαιάκια.
Οι Στρατιώτες έχουν ήδη αναφερθεί σε κάμποσες αναρτήσεις και αυτό θα γίνει και σε μελλοντικές. Γι αυτό μάζεψα όσες απεικονίσεις σύγχρονων τους καλλιτεχνών βρήκα εδώ κι εκεί, σε μια προσπάθεια ξαναζωντανέματος τους στη φαντασία όποιου ενδιαφέρεται για το θέμα. Επιπλέον δίνουν μια ιδέα για το πως έμοιαζαν εκείνοι οι ‘πρώτοι’ Ζακυνθινοί, αυτοί που εγκαταστάθηκαν στη Ζάκυνθο μετά τη μεγάλη καταστροφή του 1479. Θα πρέπει εδώ να παρατηρήσουμε ότι οι Στρατιώτες  δεν διέφεραν ουσιαστικά από τους  Έλληνες του 15ου αιώνα που είδαμε σε προηγούμενη ανάρτηση. Η μόνη διαφορά φαίνεται να είναι ότι το καπέλο των Στρατιωτών ήταν ψηλότερο. Είχε αλλάξει άραγε η μόδα ή μήπως υπήρχε κάποιος λόγος για αυτό; Μια πιθανή εξήγηση θα δοθεί στο Β΄ μέρος.

Σε αυτή τη λεπτομέρεια μιας Ολλανδικής ‘Προσκύνησης των Μάγων’ του πρώτου μισού του 16ου αιώνα, από το Μουσείο Fitzwilliam στο Cambridge, βλέπουμε ένα Στρατιώτη στο ρόλο Μάγου. Το μαύρο καπέλο του είναι στολισμένο με φτερό.

Εδώ, σε μια λεπτομέρεια απεικόνισης της μάχης του Fornovo (λέγεται και του Taro) το 1495 ενός ανώνυμου καλλιτέχνη που πιστεύεται ότι τη φιλοτέχνησε γύρω στα 1500, γενειοφόροι Στρατιώτες με ψηλά καπέλα και κυρτές σπάθες μάχονται εναντίον των Γάλλων. Στη συγκεκριμένη μάχη οι Στρατιώτες κατηγορήθηκαν ότι με την απειθαρχία τους και την αγάπη τους για το πλιάτσικο συμπεριφέρθηκαν σαν την αγελάδα που κλώτσησε τον κουβά με το γάλα. Για να πούμε όμως και του στραβού το δίκιο το πλιάτσικο το ξεκίνησαν οι Ιταλοί, ενώ ορισμένοι Γάλλοι ήταν τόσο πειθαρχικοί που λεηλάτησαν και κατάστρεψαν ... τις δικές τους άμαξες*!
Σκηνές τώρα από μια παρόμοια απεικόνιση, μάλλον της ίδιας περίπου εποχής, επίσης ανωνύμου, που αναπαριστά το ίδιο επεισόδιο.
Λεηλασία των υπαρχόντων του Γάλλου βασιλιά Καρόλου Η΄
Στρατιώτες οπλισμένοι με λόγχες
Εδώ με κυρτή σπάθη
Και στα δύο έργα οι Στρατιώτες πολεμούν εναντίον βαριά θωρακισμένων με την τελευταία λέξη της πολεμικής τεχνολογίας Γάλλων, έχοντας σαν μόνη προστασία μια ελαφρή ασπίδα και αυτό που φαίνεται σαν ένας ‘εφαπλωματοποιημένος’ επενδύτης.  Ή μήπως τα φαινόμενα απατούν; Περισσότερα στην επόμενη ανάρτηση.

Λεπτομέρεια άλλης μάχης εδώ, του Marignano το 1515, στην οποία οι Στρατιώτες ήταν σύμμαχοι των Γάλλων. Έφιπποι Στρατιώτες επιτίθενται εναντίον φάλαγγας Ελβετών, των θεωρούμενων ως το καλύτερο πεζικό της εποχής. Η επέμβαση τους ήταν καθοριστική για την έκβαση της μάχης. Παρακάτω ολόκληρο το σχέδιο – νομίζω αξίζει να το βάλουμε γιατί είναι μια εξαιρετικά πρώιμη έκφραση αντιπολεμικής τέχνης (αριστερό κλικ στην εικόνα για μεγέθυνση).

Είναι του Ελβετού Urs Graff, που, μισθοφόρος και ο ίδιος κατά περιόδους, πρέπει να γνώριζε τους Στρατιώτες. Παρακάτω ένα άλλο έργο του, η ‘Στρατολογία’ του 1521.

Η σκηνή σε ένα καπηλειό της Ελβετίας, όπου ένας σκυθρωπός Στρατιώτης, με τον επενδύτη του ριγμένο στον ώμο, συζητάει με ένα καθολικό παπά και διάφορους μισθοφόρους ένα γύρω. Στην άκρη του τραπεζιού ο Γάλλος εργοδότης βάζει το χέρι στο ευμέγεθες πουγκί του και πίσω του ένας γελωτοποιός χαχανίζει. Το κρασί ρέει άφθονο και δίπλα τους χορεύει ο Θάνατος.
Τελειώνουμε για σήμερα με ένα Στρατιώτη που έχει την ασπίδα του ριγμένη στην πλάτη, από ένα από τα εφτά κομμάτια ταπετσαρίας, φτιαγμένης από τον Bernard van Orley γύρω στα 1530, που εξιστορεί τη μάχη της Παβίας το 1525.

---------------------------------------------------------------------------------------------- 
* The Memoirs of Philip de Commines, Lord of Argenton: Containing the Histories of Louis XI and Chales VIII, Kings of France, and of Charles the Bold, Duke of Burgundy, μετ. του Anrew R. Scoble, τόμος 2, εκδ. 1856, σελ. 216.
Άδεια Creative Commons
Αυτή η εργασία από το http://pampalaia.blogspot.com/ χορηγείται με άδειαCreative Commons Αναφορά προέλευσης - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 3.0 Μη εισαγόμενο .