Τρίτη 30 Ιουλίου 2019

Οι Ισραηλινοί, το κρασί και οι χειροβομβίδες


Ισραηλινοί ναύτες στην Κεφαλονιά, Αύγουστος 1953, φωτογραφία από Huffington Post

Δεν υπάρχει, ίσως, οικογένεια στη Ζάκυνθο, και φαντάζομαι ούτε στο μεγαλύτερο μέρος της Κεφαλονιάς, που να μην έχει κάποια ιστορία ή ιστορίες από τις τραγικές μέρες του Αυγούστου του 1953. Χιλιάδες μαρτυρίες συνέθεσαν το ψηφιδωτό του συλλογικού βιώματος της τρομερής καταστροφής που έφερε στα νησιά μας ο γιός του Τάρταρου και της Γαίας. Αλλά, καθώς ένας-ένας φεύγουν από τη ζωή οι μάρτυρες της συμφοράς, ξεκολλάνε σιγά-σιγά και χάνονται για πάντα οι ψηφίδες, ξεθωριάζει η ανάμνηση των γεγονότων. Καταθέτω λοιπόν εδώ μια τέτοια ιστορία, λίγο-πολύ όπως μου τη διηγήθηκε ο πατέρας μου, δύο-τρία χρόνια πριν ακολουθήσει την προσεισμική Ζάκυνθο και τους παλιούς Ζακυνθινούς που είχαν φύγει πριν από αυτόν. Με έβαλε και την έγραψα επειδή ο ίδιος δυσκολευόταν πια να γράψει. Το μελάνι ήταν το τσιμέντο της δικής του ψηφίδας.

Ο Σπύρος γεννήθηκε το ’32, σε ένα σπίτι που είχε νοικιάσει πριν μερικά χρόνια ο πατέρας του στον Άγιο Παύλο, κοντά στο στένωμα του δρόμου προς τους Αγίους Σαράντες. Εκεί είχε γεννηθεί τρία χρόνια νωρίτερα και ο αδερφός του ο Στάθης. Λίγο αργότερα νοικιάσανε ένα μεγαλύτερο σπίτι στην Ανάληψη, απέναντι από το τότε Ειρηνοδικείο. Μετά ήρθε ο πόλεμος, ο πατέρας του έφυγε για την Αλβανία, ημιονηγός. Οι υπόλοιποι πήγανε να μείνουνε στο Σκουληκάδο, στο πατρικό σπίτι. Στα μισά της Κατοχής πέθανε ο νόνος του Σπύρου από πνευμονία και μετά, για λόγους αδιευκρίνιστους, πήρανε τη νόνα και πήγανε να μείνουνε στον Αγγερικό, στο χωριό της μάνας του. Μετά την Κατοχή πάλι στη Χώρα επειδή εκεί ήταν η δουλειά του πατέρα του, στην Ένωση Γεωργικών Συνεταιρισμών – είχε τότε γραφεία στην Πλατεία Σολωμού, εκεί που είναι σήμερα το Μουσείο. Μένανε σε ιδιόκτητο σπίτι τώρα πλέον, ένα παλιό διώροφο κοντά στη Φανερωμένη. Εκεί τους βρήκαν οι σεισμοί.

Ο Σπύρος είχε τελειώσει τότε τις σπουδές του στην Παιδαγωγική Ακαδημία και περίμενε να πάει φαντάρος. Ο μεγαλύτερος αδερφός του έκανε ήδη τη θητεία του. Όπως και πολλοί άλλοι Ζακυνθινοί του καιρού του, ότι ελαττώματα και αν είχε, είχε φιλότιμο. Στα δύσκολα έδειχνε χαρακτήρα. Μέλος του Σώματος Ελλήνων Προσκόπων αψήφησε τον κίνδυνο και μαζί με τους άλλους Ζακυνθινούς Προσκόπους ανέλαβε σωστική δράση. Αν και ήταν υπερήφανος γι αυτή τη δράση δεν του άρεσε να δίνει λεπτομέρειες. Σίγουρα δεν ήταν ευχάριστες. Έτσι, η ιστορία που μου διηγήθηκε ξεκινάει δύο μέρες μετά τον τελευταίο και πιο καταστροφικό από τους τρεις σεισμούς, τη μέρα που κάηκε η Φανερωμένη.

Είχανε φύγει από την κόλαση της Χώρας και βρει καταφύγιο σε συγγενείς, πάνω στο δρόμο για το Γαϊτάνι. Εκεί έμενε ο Ζαχαρίας με την οικογένεια του και είχε και το εργαστήριο του. Ήτανε, απ’ όσο θυμάμαι, μπουτιέρης, δηλαδή βαρελάς, αλλά και πολύ καλός μάστορας στις οικοδομές. Το ανώι του σπιτιού της Χώρας το είχανε αφήσει ετοιμόρροπο, με τους τοίχους να χάσκουν ανοιχτοί. Το κατώι όμως άντεχε και εκεί, με κίνδυνο της ζωής τους, είχανε κατεβάσει όλα τα έπιπλα. Με τη Χώρα να καίγεται για δύο ολόκληρες μέρες και την πυρκαγιά να απλώνεται ανεξέλεγκτα από άκρη σε άκρη, ο νόνος μου πήρε το Σπύρο και πήγανε να δούνε σε τι κατάσταση βρισκότανε το σπίτι και τα υπάρχοντα τους.

Βρήκανε τη Φανερωμένη, με όλους σχεδόν τους καλλιτεχνικούς θησαυρούς της, με το χρυσάφι και το ασήμι της, παραδομένη στις φλόγες. Μια ομάδα Ισραηλινών ναυτών με μια αντλία προσπαθούσαν να τις σβήσουν με θαλασσινό νερό. Το ανώι του σπιτιού τους είχε γκρεμιστεί ολότελα. Το κατώι έστεκε ακόμα αλλά το πλησιάζανε οι φλόγες και σε λίγο έπιασε φωτιά η μία του γωνία. Ευτυχώς οι Ισραηλινοί είχαν στο μεταξύ καταφέρει να σβήσουν τη φωτιά στην εκκλησία – που όμως είχε προλάβει να κατακάψει όλο το εσωτερικό – και ο Σπύρος τους φώναξε και έσβησαν και το δικό τους σπίτι. Το σπίτι είχε αποθήκη και μέσα υπήρχαν δύο κρασοβάρελα. Για να τους ευχαριστήσουν τους έμπασαν μέσα και τους πρόσφεραν κρασί. Γεμίσανε και τα παγούρια τους και φύγανε για το καράβι τους επειδή νύχτωνε. Έφυγε και ο νόνος μου με το Σπύρο για το Γαϊτάνι.

Πρέπει εδώ να πούμε πως το Ισραηλινό ναυτικό ήταν το πρώτο που είχε φτάσει στην περιοχή του σεισμού για να παράσχει βοήθεια. Οι προσπάθειες για τη συγκρότηση του είχαν ξεκινήσει μόλις πέντε χρόνια νωρίτερα, ταυτόχρονα με την ανακήρυξη του κράτους του Ισραήλ, και κάποιες μονάδες του είχαν ήδη λάβει μέρος στις συγκρούσεις με τα Αραβικά κράτη της περιοχής. Την εποχή εκείνη, πέρα από κάποια περιπολικά και ένα ιστιοφόρο παγοθραυστικό, τη δύναμη του αποτελούσαν τρεις ελαφρές φρεγάτες συνοδείας και δύο κορβέτες, όλα πρώην Καναδικά σκάφη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.

Τα πλοία αυτά – με εκτόπισμα χίλιους με χίλιους πεντακόσιους τόνους μόνο και ενενήντα άτομα πλήρωμα το καθένα – είχαν μόλις τελειώσει εντατικές ασκήσεις  τεσσάρων εβδομάδων στα διεθνή ύδατα κοντά στην Ελλάδα και επέστρεφαν στο Ισραήλ. Μόλις έλαβαν το σήμα για βοήθεια έκαναν στροφή 180 μοιρών και προσέτρεξαν. Την ίδια στιγμή ο Ελληνικός στόλος, όπως και οι άλλοι της περιοχής, χρειάζονταν ώρες μέχρι να ανεβεί η πίεση στους ατμολέβητες και να μπορέσουν να σαλπάρουν. Οι Ισραηλινοί βρίσκονταν ήδη υπ’ ατμόν και έτσι έφτασαν πρώτοι.

Ξημερώνοντας της Παναγίας – με την Παναγία τη Φανερωμένη στάχτες και αποκαΐδια – επέστρεψε ο νόνος μου με το Σπύρο στη Χώρα για να μην τους κλέψουν τα πράγματα. Φτάνοντας βρήκαν Ισραηλινούς ναύτες ήδη εκεί απέξω από το σπίτι. Από το δρόμο ο νόνος μου είχε διψάσει και ο Σπύρος ζήτησε από τους ναύτες νερό. Αντί για νερό του βάλανε σε ένα ποτηράκι κρασί. Μόλις το δοκίμασε ο νόνος μου είπε ‘Ετούτο είναι από το δικό μας’. Μπήκανε στην αποθήκη και βρήκανε το ένα βουτσί αδειανό και το κρασί χυμένο στο πάτωμα. Είχε φαίνεται διαδοθεί το νέο στο καράβι πως βρέθηκε καλό κρασί και είχαν έρθει πρωί-πρωί να πιούνε και να γεμίσουνε τα παγούρια τους. Ξεχάσανε όμως την κάνουλα ανοιχτή και είχε πάει χαμένο το υπόλοιπο.

Κατά τις δέκα ήρθε ο Ζαχαρίας με ένα γαϊδούρι να τους βοηθήσει να πάνε τα πράγματα στο Γαϊτάνι. Δεν ήταν εύκολη υπόθεση αφού ο δρόμος, όπως όλοι οι δρόμοι και τα καντούνια, ήταν σχεδόν αδιάβατος από τους σωρούς των ερειπίων. Εκεί που ο Σπύρος με το Ζαχαρία προσπαθούσαν να κουβαλήσουνε ένα μπαούλο με γυαλικά, του λέει ο μπάρμπας του ‘Άστο χάμου’. Κοντά τους, ανάμεσα στα ερείπια ενός γειτονικού σπιτιού είχε δει δύο μεγάλες, αμυντικές χειροβομβίδες, Ιταλικής προέλευσης.

Σύμφωνα με τις αναμνήσεις τουλάχιστον δύο Βρετανών ναυτών που βρέθηκαν στη Ζάκυνθο εκείνες τις μέρες, δεν ήταν μόνο επικίνδυνα τα ερείπια έτσι όπως τα σώριαζαν κάθε τόσο στο δρόμο οι μετασεισμοί. Φόβο προκαλούσαν και οι συχνές εκρήξεις χειροβομβίδων, που τις είχαν κρυμμένες οι Ζακυνθινοί στα σπίτια τους για να τις χρησιμοποιούν στο ψάρεμα. Εσκάγανε μόλις τις έβρισκε η φωτιά.

Ο Ζαχαρίας πήρε ένα παραθυρόφυλλο, έγραψε πάνω του με ένα κομμάτι κεραμίδι ‘ΠΡΟΣΟΧΗ ΟΒΙΔΕΣ’ και το τοποθέτησε προσεκτικά κοντά στα εκρηκτικά. Το είπαν στους ναύτες και εκείνοι τους καθησύχασαν πως θα ερχότανε συνεργείο να τις ανατινάξει. Απομακρύνθηκαν μερικές δεκάδες μέτρα και περίμεναν. Καμιά ώρα αργότερα πέρασαν δύο αξιωματικοί. Ο Σπύρος τους έδειξε τις χειροβομβίδες. Ο ένας από αυτούς πήρε τη μία στα χέρια του και ξαφνικά, χωρίς προειδοποίηση, την πέταξε στα πόδια του πατέρα μου. Εκείνος αναπήδησε φοβισμένος αλλά έκρηξη δεν έγινε. Μόνο μερικές δεκάρες σκορπιστήκανε γύρω από τη χειροβομβίδα. Οι μπόμπες ετούτες ήταν εντελώς ακίνδυνες αφού ο ιδιοκτήτης τους τις είχε ξεβιδώσει, είχε αφαιρέσει το εκρηκτικό και τις είχε κάμει ... κουμπαράδες.

Δεν ξέρω τι απογίνανε αυτοί οι κουμπαράδες. Δεν τους θυμάμαι καθόλου. Υποθέτω πως τους επιστρέψανε στον γείτονα. Ίσως πάλι τους πετάξανε μόλις επιβλήθηκε η δικτατορία των συνταγματαρχών μαζί με άλλα ύποπτα αντικείμενα, όπως ένα αχρηστεμένο τριανταοχτάρι περίστροφο, που ανακάλυψα κάποτε παίζοντας κάτω από την εξωτερική σκάλα στο πίσω μέρος του σπιτιού. Του καινούργιου σπιτιού, που το έχτισε κατά ένα μεγάλο μέρος ο Ζαχαρίας, και που εξήντα χρόνια τώρα δεν έχει πάθει ούτε γρατζουνιά από σεισμό. Ούτε από το μεγάλο περσινό του Αγίου Δημητρίου. Τα σημαντικότερα από τα έπιπλα, αυτά που είχαν φτιαστεί για το γάμο το νόνου και της νόνας μου, υπάρχουν ακόμα. Χάρις οφείλεται γι αυτό στους Ισραηλινούς ναύτες. Χαλάλι τους το κρασί – και το πιωμένο και το χυμένο.

Τρίτη 23 Ιουλίου 2019

Ψάχνοντας για τους Στρατιώτες μετά το 1550



Εικ. 1

Ανάμεσα στους πολλούς θησαυρούς της Συλλογής Wallace, δύο λεπτά με τα πόδια από την πολύβουη Oxford Street του Λονδίνου, σώζεται ένα μέρος πανοπλίας το οποίο ήταν γνωστό στο Μεσαίωνα σαν gorget. Φοριόταν στο πάνω μέρος του κορμού, και προστάτευε το κάτω μέρος του αυχένα και το πάνω μέρος του στήθους. Το συγκεκριμένο είχε διακοσμηθεί περίτεχνα με σκηνές μιας άγνωστης πολιορκίας, και είχε επιχρυσωθεί και επαργυρωθεί πανέμορφα – από Γάλλους μαστόρους στις αρχές του 17ου αιώνα λένε οι ειδήμονες. Στην πίσω πλευρά, κάτω από τον αυχένα δηλαδή, απεικονίζεται δίπλα σε σιδερόφραχτους πολεμιστές ένας ξέταιρος αλλά μεγαλόπρεπος καβαλάρης. Θυμίζει στρατιωτικό άγιο σε Βυζαντινή αγιογραφία. 

Κάτω από αρχαιοπρεπή μανδύα, τυλιγμένο χαλαρά γύρω από το σώμα του, φοράει αλυσιδωτή πανοπλία μέχρι τα γόνατα και τους καρπούς των χεριών. Στα πόδια του στιβάνια ή γκέτες. Κρατάει ελαφρύ κοντάρι, πολύ διαφορετικό από τα βαριά δόρατα των άλλων. Είναι ζωσμένος κυρτή σπάθη Ανατολικού τύπου, παραδόξως στη δεξιά πλευρά. Για κάποιο λόγο στην ίδια πλευρά έχουν το σπαθί οι περισσότεροι εικονιζόμενοι. Αν έχει περασμένο σκουτάρι στο αριστερό του μπράτσο δεν είναι ορατό. Στο κεφάλι έχει καπέλο με το γείσο γυρτό στη μια πλευρά και στολισμένο με φτερό. Είναι νομίζω όπως αυτά που φορούσαν συχνά στο δεύτερο μισό του 16ου αιώνα οι πολεμιστές του Βενετικού στόλου, οι λεγόμενοι galeotti, οι οποίοι κατά κανόνα προέρχονταν από τις κτήσεις της Βενετίας στη Δαλματία και την Ελλάδα. Ένας από αυτούς απεικονίζεται εδώ (1).


Εικ. 2

Ίδιου τύπου καπέλα φαίνεται να είναι και τα παρακάτω, από την Προσκύνηση των Μάγων του Μιχαήλ Δαμασκηνού (Αγία Αικατερίνη Ηρακλείου Κρήτης) της ίδιας περιόδου.



Εικ. 3

Εδώ όμως δεν γνωρίζουμε ποιοί είναι οι νεαροί  καβαλάρηδες με τα φτερά. Πλάι στο λαιμό του ψαρί αλόγου  διακρίνεται ένα ματσούκι, δηλαδή ένας κεφαλοθραύστης, ο οποίος όμως κρέμεται από τη σέλα του διπλανού ζώου. Το ματσούκι ήταν από τα προσφιλή όπλα των Στρατιωτών, πιο γνωστών ως stradioti, του Ελληνικού ελαφρού ιππικού του ύστερου Μεσαίωνα και της Αναγέννησης, αρκετοί από τους οποίους βρίσκονταν στην Κρήτη του Δαμασκηνού. Μια λογική, νομίζω, υπόθεση θα ήταν πως οι νεαροί είναι γιοί και ανιψιοί Στρατιωτών, που συνήθως τους ακολουθούσαν για να μάθουν την τέχνη του πολέμου και να τους διαδεχθούν. Σε αρκετές περιπτώσεις μάλιστα οι καπετάνιοι διεκδίκησαν με επιτυχία πληρωμή από τις Βενετικές αρχές για αυτά τα παιδιά.

 Στρατιώτες μαρτυρούνται στην Κρήτη τουλάχιστον από το 1461 (2) και στην εποχή του Μιχαήλ Δαμασκηνού ο αριθμός τους πλησίαζε τους ενενήντα. Αν η υπόθεση που κάναμε είναι σωστή τότε οι καβαλάρηδες που φαίνονται πίσω από τους νεαρούς πρέπει να είναι Στρατιώτες. Οι δύο τελευταίοι μάλιστα φορούν πίλους στο κεφάλι όπως γνωρίζουμε ότι φορούσαν αρκετοί Στρατιώτες παλιότερα. Όμως ακόμα και αν είναι έτσι τα πράγματα η ακρίβεια της απεικόνισης δεν είναι δεδομένη. Για παράδειγμα, σύγχυση προκαλεί το ότι ένας από αυτούς κρατάει αλαβάρδα, όπλο του πεζικού. Γι αυτό πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί.

Υπάρχουν πολλά αναπάντητα ερωτήματα και πάνω στο κομμάτι πανοπλίας της Συλλογής Wallace: ποιά είναι η πολιορκούμενη πόλη, πότε έλαβε χώρα η σύγκρουση – αν υποθέσουμε ότι πρόκειται για αναπαράσταση ιστορικού γεγονότος – και ποιόν αναπαριστά ο παράξενος ιππέας; Ο Sir Guy Francis Laking, στο Catalogue of the European Armour and Arms in the Wallace Collection at Hertford House (Λονδίνο 1910), τον ονομάζει Βενετό Στρατιώτη (Venetian estradiot). Έχει άραγε δίκιο; Σε αυτό το ερώτημα θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε.

Από τη χρυσή εποχή των Στρατιωτών, δηλαδή το διάστημα 1495 – 1530 περίπου, έχουμε ένα σημαντικό αριθμό απεικονίσεων, και τολμώ να πω πως αυτές οι σελίδες έχουν συμβάλλει καθοριστικά στην εύρεση και ταυτοποίηση αρκετών από αυτές (3). Ήδη από τα μέσα του 15ου αιώνα έχουμε και μερικές γραπτές περιγραφές. Έτσι γνωρίζουμε αρκετά καλά τι φορούσαν, τι όπλα χρησιμοποιούσαν και τον τρόπο που ίππευαν μέχρι τα μέσα του 16ου. Από κει και πέρα οι απεικονίσεις και οι περιγραφές είναι λίγες και συχνά αντικρουόμενες. Ο σημαντικότερος λόγος είναι πως με την Οθωμανική κατάληψη των Βενετικών προπυργίων του Μοριά, που ήταν το κατεξοχήν φυτώριο των Στρατιωτών, στέρεψε το ρεύμα των μισθοφόρων που αναζητούσαν την τύχη τους στην υπηρεσία Ευρωπαίων βασιλιάδων. Έτσι οι διάφοροι στρατοί είτε αναζήτησαν υποκατάστατα σε μιμητές των Στρατιωτών, όπως οι Ουσάροι, είτε οργάνωσαν σώματα ντόπιων, που διατήρησαν μεν την ονομασία Στρατιώτες αλλά ήταν οργανωμένοι και εξοπλισμένοι διαφορετικά, ίππευαν αλλιώς, και, επιπλέον, χρησιμοποιούσαν άλλες τακτικές.

Βλέπουμε λοιπόν γαλλικές και ισπανικές παραστάσεις κατ’ όνομα μόνο Στρατιωτών, που λίγο διαφέρουν από το σιδερόφραχτο βαρύ ιππικό. Ο λόγος ήταν κυρίως η ανάγκη προστασίας των ιππέων από τη συνεχή εξάπλωση και αύξηση της φονικότητας των πυροβόλων όπλων. Υπήρχαν βέβαια και περιπτώσεις που οι αντίπαλοι δεν διέθεταν πυροβόλα όπλα, όπως για παράδειγμα οι Αμερικανοί Ινδιάνοι. Εκεί οι βαριές και πανάκριβες, αρθρωτές πανοπλίες δεν ήταν απαραίτητες. Η παρακάτω απεικόνιση, φτιαγμένη από Ινδιάνο του Μεξικού στα μέσα του 16ου αιώνα (4), θα μπορούσε να δείχνει Στρατιώτες. Χωρίς όμως να είμαστε σίγουροι αφού οι Ισπανοί εκείνη την εποχή είχαν υιοθετήσει στοιχεία της ενδυμασίας των Στρατιωτών, όπως για παράδειγμα το καπέλο. Ίσως δημιούργησα ένα ερωτηματικό σε μερικούς, λοιπόν ναι, το χαρακτηριστικό καπέλο του Ζορρό έχει τις ρίζες του στο ύστερο Βυζάντιο όπως και οι Στρατιώτες.


Εικ. 4

Οι Στρατιώτες πάντως συνέχισαν τη δράση τους στην υπηρεσία της Βενετίας, τόσο στην Ιταλία όσο και στις κτήσεις της στη Δαλματία και την Ελλάδα. Οι καλλιτέχνες της όμως δεν ασχολήθηκαν ιδιαίτερα με αυτούς, παρόλο που υπηρέτησαν τη Σινιορία για αιώνες. Στο Παλάτι του Δόγη, σήμερα μουσείο, δεν υπάρχει ούτε μία σπάθη Στρατιώτη. Ίσως όμως μπορούμε να εκμεταλλευτούμε κάποια από τα ελάχιστα γνωστά για να δούμε τι αλλαγές είχαν συντελεστεί και αν όντως οι Στρατιώτες του 1600 έμοιαζαν με τον καβαλάρη της πανοπλίας.

Στα χρόνια πριν και μετά τη ναυμαχία της Ναυπάκτου, οι κάτοικοι της Βενετίας διασκέδαζαν με τις ‘μπαρτζελέττες’ των μυθιστορηματικών κατορθωμάτων του Στρατιώτη Μανώλη Μπλέσση. Μια από αυτές (5) παρέχει κάποια στοιχειώδη εικονογράφηση. Εκεί βλέπουμε άνδρες οπλισμένους με δόρατα, κυρτές σπάθες και μικρά σκουτάρια να φορούν κράνη στολισμένα με φτερά. Ορισμένοι φέρουν επωμίδες και περιβραχιόνια προσαρμοσμένα σε δερμάτινο θώρακα. Στα πόδια φορούν στιβάνια ή γκέτες. Κάποιοι φορούν κοντές βράκες. Στην ουσία βλέπουμε μέλη του ελαφρού ιππικού της Βενετίας, της cavalleria leggera.


Εικ. 5



Εικ. 6

Η εικόνα αυτή είναι πολύ διαφορετική από αυτή που παρουσίαζαν οι παππούδες των Στρατιωτών μισό αιώνα νωρίτερα. Είναι διαφορετική ακόμη και από τα μέλη της οικογένειας Μάνεση στην γνωστή εικόνα της Δέησης, στον Άγιο Γεώργιο των Ελλήνων στη Βενετία, παρόλο που τις χωρίζει λιγότερο από μια γενιά και οι Μανεσαίοι απεικονίζονται ήδη σε μεγάλο βαθμό εξευρωπαϊσμένοι. Όμως όταν είσαι μυθικός υπερ-ήρωας όπως ο Μπλέσσης, όταν έχεις αγαπητικιά μια μάγισσα της Αργολίδας και σύζυγο τη βασίλισσα της Ισλανδίας, μπορείς και ατομικό συμβόλαιο με τη Γαληνοτάτη Δημοκρατία να κάνεις (6) και να έχεις όσες διαφορετικές πανοπλίες θέλει ο εκδότης που σε τύπωσε. Αυτό που δεν μπορείς είναι να είσαι αντιπροσωπευτικός τύπος Στρατιώτη.

Είναι ίσως πιο λογικό να ψάξουμε τους Στρατιώτες στα νησιά του Ιονίου, εκεί δηλαδή που ήταν εκείνη τη εποχή εγκατεστημένοι οι περισσότεροι. Από εκεί άλλωστε προέρχεται και μια πληροφορία που μας έχει προϊδεάσει για επερχόμενες αλλαγές. Ο Λεωνίδας Ζώης, βασιζόμενος σε έγγραφο των κατεστραμμένων πια Ζακυνθινών αρχείων με χρονολογία 1555, έγραψε πάνω από ένα αιώνα πριν (7):

‘... ο τότε Προβλεπτής Ζακύνθου Μάρκος Βαρβαρίγος , δια της από 15 Σεπτεμβρίου διαταγής αυτού, ώριζεν, ίνα άπαντες οι τότε παρόντες Έλληνες στρατιώται εντός διετίας εκμάθωσι την λατινικήν και δημώδη ιταλικήν, ώστε να συνεννοώνται μετά τε του Κοντοσταύλου (8) και των λοιπών της νήσου αρχών. Της προθεσμίας ταύτης παρερχομένης, οι μη επιδεκτικοί μαθήσεως θα εξεδιώκοντο του ελληνικού λόχου ουδέ θα ηδύνατο τις του λοιπού να καταταχθή εις αυτόν, αν μη ωμίλει και ενόει την ιταλικήν, επί ποινή 100 υπερπύρων, διατεθειμένων υπέρ των τειχών της πόλεως. Ώφειλον επίσης άπαντες οι στρατιώται εντός διμηνίας να ενδυθώσιν ομοιομόρφως με βραχείας περισκελίδας και μικρούς πίλους και να αναρτήσωσιν επί στρατιωτικού ζωστήρος σπάθην, ώστε να παρουσιάζωνται ως αληθείς στρατιώται.’

Είναι φανερό πως οι Βενετική εξουσία επέβαλλε στους Στρατιώτες ένα είδος στολής, η οποία δεν μπορεί παρά να ήταν ίδια ή παρόμοια με αυτή που φορούσαν και άλλοι στρατιωτικοί στην υπηρεσία της. Έτσι, αν και υπάρχουν πολλές παραστάσεις Βενετών πολεμιστών, ή εμπνευσμένες από αυτούς, δεν είναι συνήθως δυνατό να αποφανθούμε για τον αν πρόκειται για Στρατιώτες ή όχι. Για παράδειγμα, στην παρακάτω λεπτομέρεια από τον Αποκεφαλισμό του Ιωάννου, του 18ου αιώνα, από εκκλησία της ορεινής Ζακύνθου, έχουμε όλα σχεδόν τα στοιχεία που είδαμε προηγουμένως: κράνος με φτερά, ελαφρύ δόρυ, κυρτή σπάθη, κοντή βράκα, αλυσιδωτό και δερμάτινο θώρακα, στιβάνια, μανδύα.


Εικ. 7

Και όμως δεν μπορούμε και πάλι να πούμε ότι αυτές οι φιγούρες – εμπνευσμένες προφανώς από παλιότερη εικόνα – είναι αντιπροσωπευτικές Στρατιωτών. Απουσιάζει ένα απαραίτητο στοιχείο: το άλογο. Υπάρχουν αρκετές παρόμοιες απεικονίσεις στο Μουσείο της Ζακύνθου αλλά ούτε αυτές επιτρέπουν στέρεα συμπεράσματα. Στα τέλη του 16ου αιώνα η ζωγραφική στα Επτάνησα δεν είχε ακόμη αναπτυχθεί στον απαιτούμενο βαθμό. Η ζωγραφική εκείνη την εποχή ανθούσε στην Κρήτη. Επιστρατεύουμε λοιπόν ένα σημαντικότατο αγιογράφο από την Κρήτη, τον Γεώργιο Κλόντζα, που δημιούργησε στα τέλη του 16ου αιώνα και μέχρι τις αρχές του 17ου.

Γιατί τον Κλόντζα και όχι το τεράστιο ταλέντο του σύγχρονου του Μιχαήλ Δαμασκηνού με τα εκατό περίπου σωζόμενα έργα του; Με όλο το σεβασμό και το δέος μπρος στην απίστευτη ομορφιά του έργου του Δαμασκηνού επειδή – πέρα από την αποδεδειγμένη προτίμηση του στις αλαβάρδες, που παραχωρούσε αφειδώς ακόμα και στο ιππικό – κατεχόταν από ένα διακοσμητικό οίστρο, που, μαζί με τη φαντασία του και την τεχνική του ικανότητα, δημιούργησε αριστουργήματα αλλά σε βάρος του ρεαλισμού.

Εμείς πρέπει να ξεχωρίσουμε τον περίφημο αναχρονισμό της Αναγεννησιακής τέχνης – ο οποίος μεταφέρει τον κόσμο του 1600 σε ιστορίες βιβλικές ή κλασσικές – από τη φαντασία του καλλιτέχνη, τη Βυζαντινή παράδοση και τον ενθουσιασμό για την Ελληνορωμαϊκή κληρονομιά. Ο Κλόντζας, ενώ παρέμεινε κοντά στην παράδοση ζωγράφιζε κυρίως με όρους του δικού του κόσμου. Στα έργα του, οι γυναίκες φορούσαν Βενετσιάνικα φορέματα της εποχής του, τα κτίρια είχαν Βενετσιάνικη αρχιτεκτονική, στα λάβαρα λίγο ακόμα και θα διέκρινες το λιοντάρι του Αγίου Μάρκου. Οι τάσεις εξωραϊσμού ήταν περιορισμένες. Όταν ζωγράφιζε ένα κράνος πολεμιστή ήταν όπως το είχε δει στο Χάντακα και όχι όπως το είχε φανταστεί ή όπως είχε ακούσει πως το φορούσε κάποιος ναύαρχος στις μόστρες της Βενετίας. Έτσι μας διευκολύνει αφάνταστα.

Σε ένα τρίπτυχο του Κλόντζα λοιπόν, όπου απεικονίζει τη Σταύρωση και που σήμερα βρίσκεται στο Walters Art Museum της Βαλτιμόρης, βλέπουμε καβαλάρηδες που μοιάζουν πολύ με Στρατιώτες του παλιού καιρού, δηλαδή των τελών του 15ου και των αρχών του 16ου αιώνα. Έτσι τουλάχιστον φαίνονται από κάποια απόσταση.


Εικ. 8

Ας δούμε και κάποιους πιο κοντινούς.


Εικ. 9

Αρκετοί φοράνε το χαρακτηριστικό μαύρο, καστόρινο καπέλο αλλά άλλοι έχουν το κεφάλι ακάλυπτο ή φοράνε την κουκούλα του μανδύα τους. Ο μανδύας, άλλοτε ριγμένος στην πλάτη και άλλοτε τυλιγμένος γύρω από το σώμα τους, είναι ένας νεωτερισμός που δεν τον έχουμε παρατηρήσει σε Στρατιώτες παλιότερων εποχών. Ακόμη, δεν είναι πάντα γενειοφόροι όπως παλιότερα. Ευτυχώς οι δυνατές επιλογές δεν είναι περισσότερες από δύο επειδή στην Κρήτη του 1600 υπήρχαν μόνο δύο είδη ιππικού: οι Στρατιώτες και το φεουδαρχικό ιππικό (cavalleria feudata), το οποίο απαρτιζόταν από Βενετούς στην καταγωγή γαιοκτήμονες (9). Οι Κρητικοί άρχοντες ήταν αρκετά ξεπεσμένοι πλέον και πολύ λιγότερο ικανοί από τους Στρατιώτες αλλά ήταν περισσότεροι, συχνά πλουσιότεροι και κοινωνικά ανώτεροι. Είναι εντελώς απίθανο να είχαν υιοθετήσει ενδυμασίες που θα τους έκαναν να μοιάζουν με κοινωνικά κατώτερους. Άρα αυτοί που βλέπουμε πρέπει να είναι Στρατιώτες. Άλλωστε οι Στρατιώτες στην Κρήτη, αλλά και όπου αλλού έδρασαν, είχαν και αστυνομικά καθήκοντα, άρα η παρουσία τους στο δρόμο προς το Γολγοθά και πάνω σε αυτόν είναι δικαιολογημένη.

Στο μέσο του τριπτύχου, πάνω στο Γολγοθά, βλέπουμε επίσης καβαλάρηδες, μερικοί από τους οποίους φοράνε το μαύρο καπέλο και μανδύες. Δεν φαίνεται αν φέρουν οπλισμό όμως ο ένας φοράει θώρακα κάτω από το μανδύα του.




Εικ. 10

Παρόμοιοι ιππείς εμφανίζονται και στη Σφαγή των Νηπίων, σε ένα άλλο τρίπτυχο του Κλόντζα από τη Συλλογή της Μαριάννας Λάτση στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο. Εδώ φαίνεται το σπαθί στο πλευρό του ιππέα.




Εικ. 11

Η γενικότερη εντύπωση που αφήνουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι είναι πως ήταν λειψά εξοπλισμένοι και πως καθένας φορούσε ότι ήθελε, θυμίζοντας έντονα τη φράση του Ζώη:

‘... ενδεδυμένοι μακράς περιβολάς και φέροντες μεγάλους πίλους προσωμοίαζον μάλλον προς τεχνίτας της εποχής εκείνης ή προς στρατιώτας ...’

Στην απέναντι πλευρά της σύνθεσης μπορεί να παρατηρήσει κανείς δύο διαφορετικούς καβαλάρηδες, κουκουλοφόρους ντυμένους με χρυσοστόλιστα μαύρα, όπως αυτός στην εικόνα 12. Το μαύρο ήταν το ευνοούμενο χρώμα των Βενετών ευγενών. Μαζί με την αγέρωχη πόζα του και τις μακριές προεκτάσεις των μανικιών του δείχνει πως εδώ μάλλον έχουμε εκπροσώπους του φεουδαρχικού ιππικού.


Εικ. 12

Επιστρέφουμε στην εικόνα της Σταύρωσης για να πούμε πως οι ιππείς με την εμφάνιση Στρατιώτη δεν είναι οι μοναδικοί που φοράνε το χαρακτηριστικό μαύρο καπέλο. Για παράδειγμα, κάποιος από τους Λεγεωνάριους που διαμοιράστηκαν τα ιμάτια του Ιησού και τα παίζουν στα ζάρια το φοράει επίσης. Στηρίζεται σε ένα τεράστιο ευρωπαϊκό σπαθί, από αυτά που ο χειρισμός τους απαιτούσε χρήση και των δύο χεριών (Zweihänder). Τέτοια όπλα χρησιμοποιούνταν από εξειδικευμένους πεζούς και όχι από ιππείς. Στις περιστάσεις της Κρήτης όμως είναι πολύ πιθανότερο ότι η φιγούρα αυτή – που εμφανίζεται και σε άλλες εικόνες της Σταύρωσης αποδιδόμενες στο εργαστήριο του Κλόντζα – είναι δήμιος και όχι σπαθομάχος. Όπως και να έχει το πράγμα ο άνθρωπος αυτός δεν είναι Στρατιώτης και το καπέλο απλώς φαίνεται να υποδηλώνει την Ελληνική του εθνικότητα.


Εικ. 13

Στο κέντρο της σύνθεσης, κάτω από το Σταυρό, διακρίνουμε άλλους ιππείς. Η περιβολή τους μοιάζει με αυτή των Λεγεωνάριων με τα ζάρια αλλά φοράνε επιπλέον αλυσιδωτή πανοπλία, που φτάνει μέχρι τους καρπούς των χεριών τους.


Εικ. 14

Αν εξαιρέσουμε το ότι είναι ξεσκούφωτοι μοιάζουν ακόμη περισσότερο με τον μυστηριώδη Στρατιώτη της Συλλογής Wallace που είδαμε στην αρχή. Ποιοί είναι λοιπόν αυτοί;  Μήπως δεν είναι μέλη ιππικού σώματος αλλά ανώτεροι Βενετοί αξιωματικοί που τυχαίνει να είναι έφιπποι;  Κάτι τέτοιο δεν φαίνεται πιθανό. Ένας Βενετός αξιωματικός της εποχής θα φορούσε αρθρωτή πανοπλία και όχι τον λιγότερο αποτελεσματικό δερμάτινο ή αλυσιδωτό θώρακα. Ένα τέτοιο παράδειγμα αρθρωτών πανοπλιών βλέπουμε στην εικόνα 15, μια λεπτομέρεια της Ανεύρεσης του Τιμίου Σταυρού από άλλο τρίπτυχο του Κλόντζα, που βρίσκεται στο Μοναστήρι του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στην Πάτμο.


Εικ. 15

Αφού οι ιππείς της εικόνας 14 δεν είναι υψηλόβαθμοι Βενετοί και δεν μοιάζουν με φεουδάρχες  τι είναι; Στην εικόνα 10 είδαμε έναν από αυτούς που χαρακτηρίσαμε Στρατιώτες να φοράει παρόμοιο θώρακα. Μήπως και οι ιππείς της εικόνας 14 είναι Στρατιώτες; Στην εικόνα 3 είδαμε ιππείς με στολή να παρεμβάλλονται μεταξύ των νεαρών και των ιππέων με τους πίλους που μοιάζουν με Στρατιώτες. Ενώ φαινομενικά έχουμε τρεις διαφορετικές ομάδες ιππέων θα μπορούσαμε να έχουμε ένα ενιαίο σύνολο ανθρώπων από τους οποίους άλλοι φορούν στολή και άλλοι όχι. Σε αυτή την περίπτωση η διαφορετική αμφίεση μέσα σε ένα σύνολο στρατιωτικών πρέπει να εξηγηθεί.

Η Βενετία στις κτήσεις της στην Ελλάδα διατηρούσε Στρατιώτες που διέφεραν στην πληρωμή και στις αντίστοιχες υποχρεώσεις. Στα δύο άκρα ήταν από τη μια μεριά οι provisionati, δηλαδή αυτοί οι οποίοι είχαν προσληφθεί και μισθοδοτούνταν, και στην άλλη οι decimali, δηλαδή αυτοί οι οποίοι υπηρετούσαν περιοδικά και κατά τη διάρκεια κρίσεων με αντάλλαγμα την απαλλαγή από το φόρο της Δεκάτης (Decima). Αυτοί οι τελευταίοι, μαζί με τη λιγοστή γη που η Βενετική εξουσία είχε παραχωρήσει στους προγόνους τους είχαν κληρονομήσει την υποχρέωση να κάνουν βάρδια για κάμποσες βδομάδες, μεταξύ Μαρτίου και Νοεμβρίου, όταν ο κίνδυνος εχθρικών και πειρατικών επιδρομών ήταν μεγαλύτερος. Η αποζημίωση τους, που ισοδυναμούσε με το ένα δέκατο μόλις του μικρού εισοδήματος τους, δεν ήταν βέβαια σπουδαίο κίνητρο σε αντιπαράθεση με την απουσία τη δική τους και του αλόγου τους από την οικογενειακή εστία, συνήθως σε περιόδους φόρτου εργασίας, όπως ο θέρος ή ο τρύγος, αλλά και κοινωνικών εκδηλώσεων, όπως το Πάσχα και τα καλοκαιρινά πανηγύρια.

Στη Ζάκυνθο οι provisionati, που συνήθως ήταν καμιά δεκαπενταριά το πολύ(10), είχαν τη βάση τους κοντά στο Tre Porte, δηλαδή την προς Μπόχαλη πύλη του Κάστρου, που είναι και η υπάρχουσα σήμερα. Οι decimali όμως, που ήταν πολύ περισσότεροι, έμεναν στη μεγάλη τους πλειοψηφία μακριά από τη Χώρα, κυρίως στα χωριά της ρίζας ή στο Μπελούσι, στα Γερακαρία και στο Τραγάκι. Πού να μάθαιναν αυτοί οι συχνά απρόθυμοι Στρατιώτες – που βέβαια κάθε άλλο παρά τέρατα μόρφωσης ήταν – Λατινικά και Ιταλικά σε δύο χρόνια; Χώρια το δυσβάσταχτο έξοδο της στολής.

Θα τους έδιωχνε ο Barbarigo από τη Στρατία, ανοίγοντας ένα τεράστιο κενό στην άμυνα του νησιού που θα ήταν εκ των πραγμάτων αδύνατο να κλείσει; Επιπλέον, θα έδιωχνε χιλιάδες ανθρώπους από τις περιουσίες τους – γιατί μαζί με τις οικογένειες τους ήταν χιλιάδες (11) – δημιουργώντας οξύτατο κοινωνικό πρόβλημα; Όχι βέβαια. Η διαταγή του Προβλεπτή Marco Barbarigo του 1555 και η απειλή εκδίωξης από τη Στρατία ήταν για τους περισσότερους Στρατιώτες κενή περιεχομένου. Θα συνέχιζαν να υπηρετούν με τα ίδια καθημερινά ρούχα, τα ίδια παλιά όπλα και τα ίδια τσακισμένα από τη δουλειά στο χωράφι άλογα ή θα εύρισκαν άλλη δουλειά, όπως άλλωστε έκαναν πολλοί όλο και συχνότερα.

Δεν έχουν μέχρι στιγμής παρουσιαστεί στοιχεία που να δείχνουν την ύπαρξη decimali στην Κρήτη. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι εκεί Στρατιώτες, απόγονοι προσφύγων από το Ναύπλιο και τη Μονεμβασία κυρίως, ήταν σε καλύτερη κατάσταση οικονομικά ή θα παρουσίαζαν καλύτερο θέαμα. Πρέπει όμως να υπήρχαν και εκείνοι για τους οποίους η εμφάνιση και η γνώση Ιταλικών είχαν σημασία: οι καπετάνιοι και οι άλλοι βαθμοφόροι (luogotenenti, alfieri), που αμείβονταν καλύτερα, καθώς και όσοι είχαν βλέψεις σε τέτοιες θέσεις. Πιστεύω λοιπόν πως οι καβαλάρηδες με τη στολή αντιπροσωπεύουν καπετάνιους Στρατιωτών.

Η στολή αυτή – δερμάτινος θώρακας με πτέρυγες στους ώμους και τους γοφούς, συχνά συνδυασμένος με αλυσιδωτή ή αρθρωτή θωράκιση, κράνος χωρίς προσωπίδα, μανδύας – είναι η βασική στολή των Βενετικών δυνάμεων τουλάχιστον από το 15ο αιώνα, και με μικρές μόνο διαφορές, μέχρι και το 17ο. Αν και εξαιρετικά παραγνωρισμένη από αυτούς που σήμερα ασχολούνται με τέτοια θέματα, δεν ήταν καν αποκλειστικά Βενετική αλλά χρησιμοποιούνταν και από άλλα κράτη της βόρειας και κεντρικής Ιταλίας. Στην επόμενη εικόνα βλέπουμε Γενοβέζους τζαγράτορες ζωγραφισμένους από τον Lazzaro Tavarone γύρω στα 1624 στο Palazzo Cattaneo Adorno της Γένοβας.


Εικ. 16

Η καταγωγή της στολής ήταν κατά πάσα πιθανότητα Βυζαντινή και στη Βενετία τη φορούσαν συνήθως πεζοί στρατολογημένοι από τους χωρικούς της στερεάς και των υπεράκτιων κτήσεων. Αυτό όμως δεν ήταν απόλυτο. Στην εικόνα 17 μπορούμε να δούμε το ναύαρχο Jacopo Marcello να τη φοράει το 1484, ζωγραφισμένο από τον Tintoretto γύρω στα 1580 (Παλάτι του Δόγη, Βενετία).


Εικ. 17

Στο δεύτερο ήμισυ του 16ου αιώνα άρχισε η σταδιακή αντικατάσταση του δερμάτινου θώρακα από ατσάλινο, ωστόσο φαίνεται πως για λόγους κυρίως οικονομικούς οι δερμάτινοι επιβίωσαν για πολύ καιρό ακόμη. Σύμφωνα με την εικόνα 18, που είναι λεπτομέρεια απεικόνισης μάχης κοντά στην Καλαμάτα (12), εξακολουθούσαν να βρίσκονται  σε χρήση κατά την εκστρατεία του Morosini ένα αιώνα αργότερα.


Εικ.18

Επιστρέφοντας στα έργα του Κλόντζα θα πρέπει να παραδεχτούμε πως η ύπαρξη εξήγησης δεν αποτελεί σοβαρό στοιχείο που να συνηγορεί στην υπόθεση πως κάποιοι Στρατιώτες φορούσαν τη συγκεκριμένη στολή και κάποιοι όχι. Θα ήταν παρακινδυνευμένο να καταλήξουμε από τώρα σε συμπεράσματα. Γι αυτό παραθέτουμε άλλη μία σύνθεση, πάλι του Κλόντζα, που απεικονίζει τον Άγιο Γεώργιο, από το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο της Αθήνας.


Εικ.19

Είναι μια αρκετά ιδιόρρυθμη εικόνα, όπου ο Άγιος όχι μόνο δεν καρφώνει το δράκοντα με το κοντάρι του αλλά δεν έχει καν κοντάρι. ‘Σνομπάρει’ το τέρας κοιτάζοντας προς τα πίσω. Μοιάζει πολύ περισσότερο σαν να προσπαθεί να κινητοποιήσει όλο το στρατό που τον παρακολουθεί σε εκστρατεία. Δεν είναι τόσο ένας άγιος-ήρωας όσο ένας άγιος-ηγέτης. Φυσικά το άλογο του είναι άσπρο, φοράει κόκκινο μανδύα και έχει την σγουρή του κόμη ακάλυπτη όπως επιβάλλει η παράδοση.

Φοράει αλυσιδωτή πανοπλία μέχρι τα γόνατα και θώρακα από ‘βρασμένο δέρμα’ (13). Στη μέση του κρέμεται ευθύ ξίφος Δυτικής προέλευσης (14). Ουσιαστικά δεν φαίνεται να διαφέρει σε τίποτα από τους καβαλάρηδες της εικόνας 14 εκτός από το χρώμα του μανδύα και το ότι στο αριστερό του μπράτσο έχει περασμένο το σκουτάρι του. Στο στήθος του βλέπουμε το λουρί με το οποίο το κρεμάει στην πλάτη του όταν δεν το χρειάζεται άμεσα. Είναι ένα σκουτάρι ελαφρύ, σχετικά ρηχό, παραλληλόγραμμο ή τραπεζιόσχημο, από αυτά που στον Ελληνικό χώρο χρησιμοποιούσαν μόνο οι Στρατιώτες και οι Τούρκοι Ακιντζήδες. Αυτό είναι ισχυρή απόδειξη πως ο άγιος παρουσιάζεται σαν Στρατιώτης. Η στάση του δεν αφήνει αμφιβολία πως πρόκειται για καπετάνιο. Τι πιο φυσικό άλλωστε για έναν αξιωματικό και καβαλάρη άγιο σε μια Κρητική εικόνα – στην Κρήτη εκείνη την εποχή οι Στρατιώτες ήταν οι μοναδικοί επαγγελματίες στρατιωτικοί του ιππικού.

Με βάση αυτό θα περίμενε κανείς να υπάρχουν και άλλες Κρητικές εικόνες του 16ου και 17ου αιώνα όπου στρατιωτικοί άγιοι απεικονίζονται σαν Στρατιώτες. Πραγματικά, αυτό βλέπουμε στην παρακάτω εικόνα του Οράματος του Αγίου Ευσταθίου, έργο ανωνύμου του 17ου αιώνα, από τη συλλογή του Halil Korban.    


Εικ. 20

Γονυπετής ο άγιος, έτσι που φαίνονται τα σπιρούνια του, και πεσμένο μπροστά του ένα γνώριμο καπέλο με σπαστό γείσο και φτερά. Νομίζω πως πλέον μπορούμε να πούμε με σιγουριά πως ναι, ο Sir Guy Francis Laking είχε δίκιο για τον ιππέα της πανοπλίας.


--------------------------------------------------------------------------- 

1) Cesare Vecellio, De gli Habiti Antichi e Modérni di Diversi Parti di Mondo, Βενετία 1590.

2) Κατερίνα Β. Κορρέ, Μισθοφόροι stradioti της Βενετίας: πολεμική και κοινωνική λειτουργία (15ος-16ος αιώνας), Διδακτορική Διατριβή, Ιόνιο Πανεπιστήμιο, Κέρκυρα 2017, σ. 366.

3) Ακολουθώντας την ετικέτα Στρατιώτες του ιστολογίου https://pampalaia.blogspot.com/search/label/%CE%A3%CF%84%CF%81%CE%B1%CF%84%CE%B9%CF%8E%CF%84%CE%B5%CF%82 θα βρεί κανείς σχεδόν 30 σχετικά άρθρα και πολλές  απεικονίσεις.

4) Κώδικας Lienzo de Tlaxcala.

5) I fatti, et le prodezze di Manoli Blessi stratioto, του Antonio Molin, Βενετία 1561.

6) Αρκετοί Στρατιώτες έκαναν ατομικά συμβόλαια και υπηρετούσαν σε ειδικά συγκροτημένους λόχους της cavalleria leggera μαζί με άλλους επίλεκτους από διάφορες εθνότητες. Αυτοί αμείβονταν καλύτερα και ήταν γνωστοί σαν lanze spezzate.

7) Ο Ελληνικός Λόχος εν Ζακύνθω κατά τους χρόνους της δουλείας, Ελληνισμός, έτος ιδ΄, τ. 161-162, 1911.

8) Κοντόσταυλος ήταν ο διοικητής του Κάστρου. Το 1555 ήταν κάποιος Δομένικος (Κυριάκος) Μούρμουρης, τον οποίο ο Ζώης θεώρησε ελληνομαθή Ιταλό λόγω καταγωγής του από τη Νάπολι. Ο Μούρμουρης όμως ήταν από τη Νάπολι ντι Ρομάνια, δηλαδή το Ναύπλιο, και δεν ήταν καθόλου Ιταλός. Πολλοί από την οικογένεια του ήταν Στρατιώτες. Είχαν εγκατασταθεί στο Ναύπλιο προερχόμενοι από την Μεθώνη σύμφωνα με την Κατερίνα Β. Κορρέ. Όπως 2), σ. 373.

9) Μαρία Ντούρου – Ηλιοπούλου, Το φεουδαρχικό ιππικό της Κρήτης στις αρχές του 17ου αιώνα, Φράγκοι και Βενετοί στη Ρωμανία, Αθήνα 2016.

10) Η αναφερόμενη δύναμη Στρατιωτών της Ζακύνθου φαίνεται πως ήταν αρκετά σταθερή γύρω στα 1600, 130 ιππείς. Από αυτούς οι provisionati ήταν μόνο το 10% περίπου. Δημήτρης Αρβανιτάκης, Οι αναφορές των Βενετών Προβλεπτών της Ζακύνθου (16ος – 18ος αι.), Istituto Ellenico, Βενετία 2000.

11) Οι provisionati στη Ζάκυνθο δεν ήταν Ζακυνθινοί. Οι Ζακυνθινοί provisionati, και πρέπει να ήταν πολλοί, υπηρετούσαν εκτός Ζακύνθου. Αυτό ήταν Βενετική πολιτική. Όσο για τους Ζακυνθινούς decimali αυτοί ήταν πολύ περισσότεροι από τους 110 με 120 που αναφέρουν οι Προβλεπτές. Αυτός πρέπει να ήταν ο αριθμός όσων έκαναν βάρδια. Χαρακτηριστικό είναι πως ο Προβλεπτής Marco Basadonna το 1546 (Αρβανιτάκης, σελ. 66), ενώ ο ίδιος διέθετε μόνο 75 Στρατιώτες, πρότεινε τη στρατολόγηση 400 Ζακυνθινών Στρατιωτών για υπηρεσία σε άλλα μέρη της Ελλάδας, τη Δαλματία και την Ιταλία. Τους Στρατιώτες δεν τους δημιουργούσαν όμως οι Βενετοί, τους έπαιρναν έτοιμους και η Ζάκυνθος με την Κεφαλονιά ήταν από τις μεγαλύτερες δεξαμενές άντλησης Στρατιωτών.

12) Description geographique et historique de la Morée του Vicezo Coronelli, Παρίσι 1687.

13) Δέρμα που είχε δεχτεί κατάλληλη επεξεργασία και μπορούσε να κρατήσει συγκεκριμένο σχήμα, όπως το πλαστικό. Μπορούσε επίσης να δεχτεί ανάγλυφη διακόσμηση. Το Μεσαίωνα ήταν γνωστό στη δυτική Ευρώπη σαν cuir bouilli.

14) Χρήση τέτοιων όπλων από Στρατιώτες πρέπει να ήταν αρκετά συνηθισμένη. Για παράδειγμα όταν η πάλα ενός Στρατιώτη αχρηστευόταν σε κάποια στιγμή αναγκαστικά θα χρησιμοποιούσε ένα Βενετσιάνικο σπαθί. Ακόμα και όταν τέτοια όπλα δεν χορηγούνταν πρέπει να ήταν σημαντικά φτηνότερα λόγω της μαζικής τους παραγωγής. Οι Μανεσαίοι στην εικόνα της Δέησης είναι ζωσμένοι τέτοια ξίφη.
Άδεια Creative Commons
Αυτή η εργασία από το http://pampalaia.blogspot.com/ χορηγείται με άδειαCreative Commons Αναφορά προέλευσης - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 3.0 Μη εισαγόμενο .