Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μποζικαίοι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μποζικαίοι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 8 Ιανουαρίου 2012

Το στρατόπεδο του Μπόχαλη – μέρος Β΄

Άποψη του Κάστρου και του Γιαλού το 17ο αιώνα με ορατούς τους ανεμόμυλους της Μπόχαλης.

Το καλοκαίρι του 1479, δηλαδή αμέσως μετά το το τέλος του πολέμου με τη Βενετία, ο Μωάμεθ ο Πορθητής έβαλε σε κίνηση το τελευταίο από τα μεγαλεπήβολα σχέδια του. Μετά την Κωνσταντινούπολη ήθελε και τη Ρώμη. Σύμμαχος της Ρώμης, και κράτος παρεμβαλλόμενο γεωγραφικά ανάμεσα στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την Ιταλία, ήταν το Δουκάτο της Αγίας Μαύρας. Χρησιμοποιώντας σαν δικαιολογίες τις παλιότερες επιδρομές Στρατιωτών από εδάφη του Δουκάτου, τον γάμο του Λεονάρδου Τόκκο, για τον οποίο δεν είχε πάρει άδεια από το σουλτάνο όπως δήθεν όφειλε, και κυρίως τα οφειλόμενα στον Σαντζάκμπεη της Ηπείρου ‘κανίσκια’ (1) – σχεδιασμένη προβοκάτσια αυτό το τελευταίο – οι Οθωμανοί επιτέθηκαν στο δουκάτο.
Επικεφαλής των επιτιθέμενων ήταν ο Γκεντίκ (Φαφούτης) Αχμέτ, Πασάς του Αυλώνα στην Αλβανία, στόλαρχος και πρώην Μέγας Βεζίρης – ο ικανότερος, εμπειρότερος, και πιο ένδοξος στρατηγός της αυτοκρατορίας. Ο Λεονάρδος Τόκκο, μην μπορώντας να αντισταθεί, εγκατέλειψε το Κάστρο της Αγίας Μαύρας στη Λευκάδα για το Κάστρο του Αγίου Γεωργίου στην Κεφαλονιά. Επειδή ούτε εκεί αισθάνθηκε ασφαλής έφυγε με την οικογένεια, τους θησαυρούς και τα κειμήλια του – το σημαντικότερο από τα οποία ήταν το πόδι της Αγίας Άννας – για την Ιταλία. Οι Τούρκοι κατέλαβαν διαδοχικά τη Βόνιτσα, τη Λευκάδα, και κατόπιν την Κεφαλονιά και την Ιθάκη. Παρόλο που δεν φαίνεται να συνάντησαν αντίσταση πήραν αμέτρητες χιλιάδες σκλάβους, ερημώνοντας τα πάντα. Η Ιθάκη έμεινε τελείως ακατοίκητη μέχρι τις αρχές του επόμενου αιώνα. Μια μικρή μοίρα του Βενετικού στόλου, με διοικητή το ναύαρχο Antonio Loredan, περιορίστηκε να παρακολουθεί στενά τα τεκταινόμενα και να κάνει κάποιες ανθρωπιστικές παρεμβάσεις (2).
Σειρά είχε η Ζάκυνθος, το νοτιότερο από τα νησιά του δουκάτου. Οι Βενετοί υπήκοοι εκεί, πιθανότατα με την υποστήριξη όλου του πληθυσμού, είχαν υψώσει τη σημαία του Αγίου Μάρκου σαν μέσο προστασίας από την αναμενόμενη εισβολή. Ο Antonio Loredan ήταν αποφασισμένος να μην αφήσει τη Ζάκυνθο να έχει την τύχη των άλλων νησιών, παρόλο που διακινδύνευε ένα νέο, ακόμη πιο καταστρεπτικό για τη Βενετία πόλεμο, και ταυτόχρονα το δικό του κεφάλι. Ο Γκεντίκ Αχμέτ δεν έδειξε διάθεση για σύγκρουση, παρόλο που ο στόλος του υπερτερούσε αριθμητικά του Βενετικού στην περιοχή. Μάλλον δεν ήταν η φήμη του Loredan – ήρωα του πολέμου στην Αλβανία το 1474 και με πάνω από είκοσι χρόνια πείρα στη θάλασσα – που τον σταμάτησε. Ήταν και ο ίδιος ο Γκεντίκ ακόμη μεγαλύτερος ήρωας στα μάτια των πολεμιστών του. Γενίτσαρος, είχε ανεβεί από το τίποτα όλα τα σκαλοπάτια της ιεραρχίας, είχε συντρίψει τους Γενουάτες στη Μαύρη Θάλασσα και τους Καραμανίδες πρίγκιπες της Ανατολίας. Όμως ένας νέος πόλεμος με τη Βενετία θα έμπαινε εμπόδιο στα σχέδια του σουλτάνου για επίθεση εναντίον του βασιλιά της Νεάπολης και του πάπα.
Συμβιβάστηκαν, έστειλαν για οδηγίες στην Κωνσταντινούπολη,  από το σουλτάνο και το μπάιλο (Βενετό πρεσβευτή). Στο μεταξύ συμφώνησαν να περιμένουν. Οι Τούρκοι δεν περίμεναν. Ενώ ο Loredan είχε απομακρυνθεί αποβίβασαν αγήματα για να πάρουν σκλάβους.  Ήταν 7 Σεπτεμβρίου του 1479. Στη Ζάκυνθο όμως βρισκόταν πλέον ο Πέτρος Μπούας, επικεφαλής πεντακοσίων Στρατιωτών. Κυνήγησαν τους Τούρκους, ελευθέρωσαν αιχμαλώτους και πήραν κεφάλια. Ο Γκεντίκ Αχμέτ εξαγριώθηκε και έκανε απόβαση κανονική. Οι Στρατιώτες επιτέθηκαν, πέταξαν του Τούρκους στη θάλασσα, τους πήραν και τις μπομπάρδες που είχαν αποβιβάσει για να γκρεμίσουν τα τείχη του Κάστρου (3)(4). Σε αντίποινα ο πασάς επιτέθηκε σε όποιο πλεούμενο βρέθηκε στην περιοχή και συνέχισε να κάνει μικρής κλίμακας επιδρομές. Οι αψιμαχίες έδιναν και έπαιρναν. Τελικά έφτασαν οι οδηγίες από την Πόλη.
Όλοι οι Βενετοί υπήκοοι θα αποχωρούσαν ανενόχλητοι από το νησί πριν το καταλάβει το ασκέρι του πασά – αυτή ήταν η συμφωνία. Μαζί με τους υπηκόους της Βενετίας όμως έβρισκαν την ευκαιρία και αποχωρούσαν πολλοί από τους υπόλοιπους. Οι Τούρκοι έβγαλαν έξω κρυφά 500 άνδρες πριν την εκκένωση με σκοπό να αρπάξουν όσους μπορέσουν πριν πετάξει το πουλί. Μια ομάδα 20 Στρατιωτών που είχε πάει για νερό – που να φτάσει το νερό της Μπόχαλης και του Ακρωτηριού για μέχρι και 25.000 κόσμο, χώρια τα ζωντανά –  τους πήρε χαμπάρι. Μαζεύτηκαν και οι υπόλοιποι Στρατιώτες και πετσόκοψαν τους Τούρκους μέχρι τον τελευταίο. Έτσι ολοκληρώθηκε επιτυχώς η εκκένωση του πληθυσμού. Τα υπάρχοντα τους αναγκάστηκαν να τα εγκαταλείψουν, τόσο οι απλοί κάτοικοι όσο και οι Στρατιώτες.
Αυτά είναι σε γενικές γραμμές τα γνωστά ιστορικά γεγονότα. Μπορούμε όμως, με βάση αυτά, να προχωρήσουμε σε κάποια ακόμη συμπεράσματα. Το πρώτο πράγμα που διαφαίνεται είναι ο λόγος αποστολής του Πέτρου Μπούα. Ήταν κάτι περισσότερο από ένας παλιός, έμπειρος καπετάνιος. Ήταν τότε ο πιο σημαίνων Αρβανίτης του Μοριά. Επιπλέον, καταγόταν από την ίδια περιοχή με τους Μοραΐτες πρόσφυγες στη Ζάκυνθο. Τον γνώριζαν, πολλοί από αυτούς ήταν κατά πάσα πιθανότητα παλιοί συμπολεμιστές του, ή ακόμα και συγγενείς του. Ο Μπόχαλης, αντίθετα, προερχόταν από τα σύνορα Μάνης και Αρκαδίας, ενώ ο Μποζίκης ήταν Αργείος. Σε κείνες τις κρίσιμες και αγωνιώδεις στιγμές ο Μπούας ήταν ίσως ο μόνος άνθρωπος που μπορούσε να πείσει τους πρόσφυγες να πολεμήσουν, ή να αποχωρήσουν, ανάλογα με τις αποφάσεις της Βενετικής εξουσίας, αντί να δράσουν σύμφωνα με τις παρορμήσεις και τα ένστικτα τους.
Δίκαια ο Μπούας αναφέρεται σαν ο ηγέτης που προξένησε στους Τούρκους δύο βαριές ήττες, πραγματικά σωτήριες για τον πληθυσμό του νησιού. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Νικόλαος Μπόχαλης και ο Πέτρος Μποζίκης κρατούσαν σημειώσεις όσο ο Μπούας πολεμούσε. Συμμετείχαν στις μάχες και αυτό αναγνωρίζεται έμμεσα σε ένα άλλο έγγραφο. ‘Το πόσο βαρειά και σημαντική για το κράτος μας είναι η συμβολή των πιστότατων Μπόχαλη και Μποζίκη, αρχηγών των Στρατιωτών μας που βρίσκονταν στο μέρος που λέγεται Ζάκυνθος, δεν υπάρχει κανείς που να μην το γνωρίζει,’ αναφέρεται (5).  
Το τι θα περίμενε τους Ζακυνθινούς χωρίς τη γενναιότητα αυτών των ανθρώπων μπορεί να το αποδώσει πειστικότατα η παρακάτω φωτογραφία. Πρόκειται για μερικά μόνο από τα οστά των σφαγιασθέντων κατοίκων του Ιταλικού Οτράντο, το οποίο ο Γκεντίκ Αχμέτ κατέλαβε ένα χρόνο αργότερα.

Όσο όμως μεγάλη και αν ήταν η συμβολή των καπεταναίων και των παλληκαριών τους, οι πολεμικές επιτυχίες δεν ανήκουν μόνο σε αυτούς. Πεντακόσιοι ελαφροί ιππείς θα ήταν απίθανο να κατόρθωναν μόνοι τους να εξαλείψουν το Τουρκικό προγεφύρωμα. Ο Γκεντίκ Αχμέτ μπορεί να ήταν μέθυσος και αθυρόστομος, και να είχε σε αυτή την περίπτωση υποτιμήσει τον αντίπαλο, αλλά ήταν ικανός και έμπειρος στρατηγός. Είχε πάρει πολλά κάστρα μέχρι τότε και κάνει κάμποσες αποβάσεις. Πριν βγάλει στην ξηρά το πυροβολικό του θα είχε αποβιβάσει χιλιάδες πεζούς και μερικούς  τουλάχιστον ιππείς. Για την απόκρουση και δίωξη τους θα ήταν αναγκαία  η κινητοποίηση όλων όσων διέθεταν οπλισμό και ήξεραν να τον χρησιμοποιήσουν. Ακόμη και η επιστράτευση  δουλοπάροικων οπλισμένων με ότι μεταποιημένο εργαλείο είχαν διαθέσιμο πρέπει να θεωρείται πιθανή.
Ίσως οι μετέπειτα σταδιοδρομίες μελών κάποιων παλιών αρχοντικών οικογενειών της Ζακύνθου σαν καπεταναίοι Στρατιωτών, όπως των Σιγούρου και Γαήτα, να έχουν τις ρίζες τους σε αυτήν εδώ τη σύγκρουση. Το βέβαιο είναι ότι οι παλιοί Στρατιώτες που είχαν βρει καταφύγιο στο νησί τη δεκαετία του 1460, και οι γιοί τους, θα είχαν πάρει μέρος στην αναμέτρηση. Οι άνθρωποι αυτοί δεν πρέπει νομίζω να θεωρούνται  περαστικοί από τη Ζάκυνθο και άσχετοι με τους σημερινούς Ζακυνθινούς.
Τα επώνυμα όλων των οικογενειών ενός μεγάλου μέρους της βορειοδυτικής Πελοποννήσου, λίγο πριν την έναρξη του Βενετοτουρκικού πολέμου 1463 – 1469, έχουν διασωθεί χάρη στους λεπτομερείς καταλόγους που συνέταξαν οι Οθωμανοί για φορολογικούς σκοπούς. Με την έναρξη του πολέμου η περιοχή επαναστάτησε συντασσόμενη με τους Βενετούς. Μετά από κάποιες αρχικές επιτυχίες οι Βενετικές δυνάμεις ηττημένες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις πρόσκαιρες κατακτήσεις τους και έτσι οι επαναστάτες κατέληξαν κατά ένα μεγάλο μέρος πρόσφυγες στη Ζάκυνθο και την Κεφαλονιά. Μπορούμε, χάρη στη φοροεισπρακτική επιμέλεια των Τούρκων, να γνωρίζουμε τα ονοματεπώνυμα των αρχηγών νοικοκυριών από τον πληθυσμό που αποτέλεσε την πηγή των προσφύγων.
Οι Οθωμανοί είχαν φροντίσει να επισημάνουν ποιά ήταν η κυρίαρχη γλώσσα σε κάθε χωριό, τα Ρωμαίικα ή τα Αρβανίτικα. Τα ονόματα των αρχηγών Αρβανίτικων οικογενειών τα έχει δημοσιεύσει στο διαδίκτυο ο Δημήτρης Λιθοξόου, για τους δικούς του ιδεολογικοπολιτικούς λόγους. Ανάμεσα τους εντόπισα ολόκληρη εκατοντάδα επωνύμων που μαρτυρούνται στη Ζάκυνθο, κυρίως από το 16ο αιώνα (6). Από αυτά, μέχρι και το 40% έχουν σήμερα εκλείψει, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έχουν εκλείψει και οι απόγονοι αυτών των ανθρώπων μεταξύ των σημερινών Ζακυνθινών – κάθε άλλο. Από τα υπόλοιπα υπάρχουν πολλά που είναι και σήμερα πολύ διαδεδομένα. Αυτή η εκατοντάδα επωνύμων φερόταν από σχεδόν 600 οικογένειες, δηλαδή το ένα τρίτο του συνόλου. Αν και αυτό δεν αποτελεί από μόνο του απόδειξη της ιστορικής πορείας καμιάς συγκεκριμένης οικογένειας από αυτές, ο όγκος των ονομάτων αποτελεί ισχυρότατη ένδειξη ότι ένα μεγάλο μέρος των προσφύγων, Αρβανιτών και μη, έχοντας σκορπιστεί στις διάφορες Βενετικές κτήσεις σε μια δεύτερη προσφυγιά, κατέληξε και πάλι τελειωτικά στη Ζάκυνθο – είτε με τον πρώτο εποικισμό, στα πρώτα χρόνια της Βενετοκρατίας, είτε στην τρίτη τους προσφυγιά λίγο αργότερα, όταν υπέκυψαν οι Βενετικές κτήσεις στις οποίες είχαν καταφύγει.
Πριν τελειώσουμε ας πούμε λίγα πράγματα για τους πολέμαρχους που υπεράσπισαν τη Ζάκυνθο για πάνω από δύο μήνες το φθινόπωρο του 1479. Ο Πέτρος Μπούας φαίνεται πως ήταν σε πιο προχωρημένη ηλικία από τους άλλους δύο, και ήταν γνωστή προσωπικότητα με μεγάλη επιρροή ακόμη και πριν την έλευση των Τούρκων στο Μοριά.  Ήταν ανάμεσα στους δεκατρείς Μοραΐτες άρχοντες στους οποίους απηύθυνε επιστολή ο Μωάμεθ Β΄το 1454. Στις πόλεις και τα χωριά του κάμπου της δυτικής Πελοποννήσου έκαναν κουμάντο οι Ραούληδες, ή Ράλληδες, αλλά στις κατούνες των ανεπίδεκτων εξουσίας κατοίκων της ορεινής ζώνης μόνο ο λόγος του Μπούα είχε ίσως βαρύτητα. Σε όλη τη διάρκεια του πολέμου έμεινε πιστός στη Βενετία και συνέχισε να προσφέρει τις υπηρεσίες του για μερικά ακόμη χρόνια μετά τα γεγονότα της Ζακύνθου. Πέθανε από φυσικά αίτια μια δεκαετία αργότερα.
Για τον Πέτρο Μποζίκη θα πούμε λίγο περισσότερα, γιατί μας δίνει την ευκαιρία να δείξουμε τι θεριά φωλιάζανε κάποτε εκεί που σήμερα πίνετε τον καφέ σας και τρώτε φρυγανιά με παγωτό. Δεν είχε τόση επιρροή όσο ο Μπούας, τουλάχιστον αρχικά, ούτε ήταν πάντα πιστός στη Βενετία (7). Ιππότης του Αγίου Μάρκου ο ίδιος, είχε τρεις αδελφούς: το Γεώργιο, που ήταν μάλλον μαζί με τον Πέτρο ο μεγαλύτερος, το Δήμα, επίσης Ιππότη του Αγίου Μάρκου, και το Μέξη ή Μέξα (8). Λίγο πάνω από ένα χρόνο μετά την αναχώρηση του Πέτρου από τη Ζάκυνθο ο Μέξης ακολούθησε το Θεόδωρο Μπούα, και εξήντα άλλους Στρατιώτες και τσαγδάρους (9) από το Ναύπλιο, σε μια επιδρομή εναντίον των Τούρκων του Άργους. Σέρνοντας μαζί τους κάπου τριάντα αιχμαλώτους τράβηξαν για την επαναστατημένη Μάνη, να ενωθούν με τη δύναμη του Κροκόνδειλου Κλαδά. Όλοι οι Στρατιώτες του Μοριά ήταν δυσαρεστημένοι με την συνθήκη ειρήνης αλλά περισσότερο από όλους οι Μανιάτες, αφού η Μάνη είχε παραχωρηθεί στους Τούρκους.
Μετά την ήττα του κινήματος ο Μέξης Μποζίκης και πολλοί άλλοι πήραν τα βουνά και ξεκίνησαν αυτό που σήμερα αποκαλείται κλεφτοπόλεμος. Ο Πέτρος και οι άλλοι αδελφοί, αν και δεν είχαν βγει στο κλαρί, τους παρείχαν υποστήριξη, και χρειάστηκε να αμνηστευτούν και αυτοί από τους Βενετούς προκειμένου να μεταβούν στην Ιταλία για να πολεμήσουν στον πόλεμο της Φερράρας. Είναι ενδεικτικό ότι οι Βενετοί αμνήστευσαν τους αντάρτες με την προτροπή των Οθωμανών, σε τέτοιο σημείο απελπισίας είχαν φέρει τους Τούρκους αυτοί οι πρώτοι Κλεφταρματωλοί του Μοριά (10). Παρά τον ευσεβή πόθο των Τούρκων, και των Βενετών, ότι θα γλυτώσουν από τους Κλέφτες με την αποστολή χιλιάδων Στρατιωτών στην Ιταλία ο κλεφτοπόλεμος δεν σταμάτησε. Συνεχίστηκε για αιώνες. Τον Πέτρο ακολούθησαν στην Ιταλία 540 Στρατιώτες. Λίγο μετά το γυρισμό του από εκεί οι Τούρκοι τον κατηγόρησαν ότι ήταν ο κρυφός αρχηγός των Κλεφτών. Ίσως αυτό να έχει σχέση με το ότι την άνοιξη του 1486 ο Πέτρος, ο Δήμας, ο Μέξης, και ο γιός του Πέτρου Γεώργιος στάλθηκαν δέσμιοι στη Βενετία. Απελευθερώθηκαν όμως και επέστρεψαν στο Ναύπλιο μέσα σε ένα δίμηνο (11).
Stradiot και haydut το 16ο αιώνα. Αρματωλός και Κλέφτης, οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.
Το 1494 οι Μποζικαίοι ξαναπήγαν στην Ιταλία για να αντιμετωπίσουν Γαλλική εισβολή. Για τη δράση τους εκεί, όπου τον Πέτρο Μποζίκη ακολούθησαν αυτή τη φορά 520 Στρατιώτες,  μεταφέρω εδώ ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το Σάθα (12) – αναγκαστικά σε μονοτονικό:

Ιδού τι έγραψε τότε προς την Γερουσίαν ο προνοητής των Στρατιωτών Κονταρίνης: «Ελθόντες οι Στρατιώται εις Βεζέβενε ενεκαρδίωσαν και παρηγόρησαν τους κατοίκους.  Ενώ ο δουξ της Αυρηλίας καθ’ εκάστην ημέραν ελεηλάτει, τώρα ήλθεν η σειρά των Στρατιωτών». Και τω όντι άμα στρατωνισθέντες εν Βεζέβενε εξήλθον «δια να ίδωσιν αν οι εχθροί έχωσιν καρδιάν δια να μετρηθώσιν – η εμπροσθοφυλακή των προχωρήσασα εν μίλιον συνήντησε 40 βαρυσιδήρους ιππείς, 100 τσαγράτορας (βαλλιστροφόρους) και τρεις τοξότας, και ορμήσασα κατ’ αυτών συνέλαβεν είκοσιν εξ αιχμαλώτους, και εφόνευσεν 9 και 12 ίππους – αν δε ήσαν πολυαριθμότεροι ουδείς θα εσώζετο. Τέλος πάντων, τελευτά η έκθεσις, οι Γάλλοι εύρον τον αντίπαλον και καθ’ εκάστην οι Στρατιώται μας κάτι κάμνουσι». Μετ’ ολίγον πεντήκοντα Στρατιώται διευθύνονται προς αυτόν το γαλλικόν στρατόπεδον δια να ίδωσιν, ως έλεγον «οποίον είδος ανθρώπων ήσαν αυτοί οι Γάλλοι». Δύο αδελφοί του Πέτρου Βουζύκη έφθασαν σχεδόν εις τα εχθρικά χαρακώματα – 17 Γάλλοι ιππείς ορμώσι κατ’ αυτών, οι δε δύο Στρατιώται προσποιηθέντες φυγήν, στρέφονται δια ταχυτάτου ελιγμού και φονεύουσι δύο και αιχμαλωτίζουσιν ισαρίθμους. Την επιούσαν οι Στρατιώται στήσαντες ενέδραν φονεύουσι εννέα και αιχμαλωτίζουσιν τριάκοντα – τότε  είς των υιών του Πέτρου Βουζύκη διώκων τους εχθρούς, δεν ηδυνήθη να σταματήση τον ίππον του, όστις πηδήσας εις τα εχθρικά χαρακώματα συνελήφθη μετά του ιππέως. Ο προνοητής επρότεινε την ανταλλαγήν του νεαρού Στρατιώτου προς πλειοτέρους Γάλλους – εικάζεται όμως ότι εφονεύθη υπό των εξωργισμένων εχθρών.

Ο Μέξης σκοτώθηκε στην πολιορκία του Ναυπλίου από τους Τούρκους το 1500 και ο Γεώργιος το 1503. Οι Μποζικαίοι συνέχισαν να υπηρετούν σαν Στρατιώτες στο Ναύπλιο, μέχρι την παραχώρηση του στους Τούρκους το 1540, και σε πολλά άλλα μέρη. Κάποιος Μιχαήλ Μποζίκης εμφανίζεται και στον κατάλογο της Ζακυνθινής κομπανίας του Δημητρίου Παλαιολόγου το 1539.
Οι Μποχαλαίοι, όπως οι Μποζικαίοι, οι Μπουαίοι, και οι περισσότερες φάρες Στρατιωτών, συνέχισαν για πολύ καιρό να είναι φυτώρια πολεμιστών. Το Νικόλαο Μπόχαλη τον ξαναβρίσκουμε στο Šibenik της Δαλματίας το 1496 με 50 Στρατιώτες. Ο Κωνσταντίνος Μπόχαλης, που αναφέρει ο Ζώης, ήταν μάλλον γιός του, γιατί και αυτός αναφέρεται σαν dominus, και δρούσε μέχρι τη δεκαετία του 1530 στην υπηρεσία της Βενετίας. Έναν άλλο Μπόχαλη συναντάμε στον 5ο τόμο της Historia del rey don Hernando el Católico του Jerónimo Zurita του 16ου αιώνα. Τον περιγράφει σαν Teodoro Bocalo Griego, Capitan de Estradiotes, hombre valiente, y muy esforçado, y de quien el Gran Capitan tuvo satisfacion en esta Guerra, δηλαδή Θεόδωρο Μπόχαλη, Έλληνα, καπετάνιο Στρατιωτών, άνδρα γενναίο, και πολύ αφοσιωμένο, από τον οποίο ήταν ικανοποιημένος ο αρχιστράτηγος σε αυτό τον πόλεμο. Είχε στις διαταγές του dozientos (doscientos) Estradiotes Griegos, muy escogida gente de cavallo, δηλαδή διακόσιους  Έλληνες Στρατιώτες, πολύ διαλεχτούς καβαλάρηδες. Ο Ισπανός ιστορικός τα λέει αυτά γιατί ο Θεόδωρος Μπόχαλης βρισκόταν στην υπηρεσία των Ισπανών το 1502 στην Ιταλία. Τόσο εντυπωσιάστηκαν από τους Στρατιώτες οι Ισπανοί ώστε ο Φερδινάνδος ο Καθολικός – ο σύζυγος της γνωστής από την ιστορία του Κολόμβου Ισαβέλλας – επιστρέφοντας στην Ισπανία το 1507 τους πήρε μαζί του. Έτσι, αυτοί οι, ως επί το πλείστον, αβασίλευτοι βουνήσιοι αποτέλεσαν από τότε, και για πολλές δεκαετίες, επίλεκτο έφιππο τμήμα της Βασιλικής Φρουράς της Ισπανίας.

----------------------------------------------------------------------------------------- 
(1)  Δώρα, που στην πραγματικότητα ήταν φόρος υποτέλειας.
(2)  Οι Βενετοί εξαγόρασαν πολλούς αιχμαλώτους, οι οποίοι λόγω της υπερπροσφοράς πουλιόντουσαν για λιγότερο από μισό τσεκίνι. Ενδεικτικά ένα άλογο κόστιζε από είκοσι και πάνω. Σε μια περίπτωση οι γαλέες προσέγγισαν μια ακτή της Ιθάκης και διέσωσαν  μερικούς απελπισμένους που προσπαθούσαν να διαφύγουν.
(3)  Τα τείχη δεν ήταν αυτά που σώζονται σήμερα και που χτίστηκαν αργότερα από τους Βενετούς με νέες προδιαγραφές για να είναι ανθεκτικά στις βολές πυροβολικού της εποχής. Επιπλέον είχαν πιθανότατα πάθει σημαντικές ζημιές από μεγάλο σεισμό μια δεκαετία νωρίτερα.
(4)  Η τοποθεσία της μάχης αυτής δεν είναι γνωστή. Πρέπει όμως να λάβουμε υπόψη μας ότι η Ζάκυνθος εκείνη την εποχή δεν διέθετε ούτε έναν καρόδρομο και η δυσκολία μεταφοράς κανονιών δια ξηράς ήταν μεγάλη. Επομένως ο Γκεντίκ πρέπει να αποβιβάστηκε πολύ κοντά στο Κάστρο. Η παραλία του Άμμου προς νότον δεν ήταν η καταλληλότερη γιατί ο μοναδικός δρόμος ανάβασης – κακοτράχαλο μονοπάτι στην πραγματικότητα – σκαρφάλωνε στην αρκετά απότομη πλαγιά παράλληλα και ακριβώς κάτω από τα τείχη στο τελευταίο τμήμα του. Οι Οθωμανικές δυνάμεις θα ήταν εξαιρετικά ευάλωτες κατά τη δύσκολη ανάβαση τόσο σε βολές από το κάστρο όσο και σε ξαφνικές αντεπιθέσεις. Τέτοιου είδους πληροφορίες θα ήταν διαθέσιμες στους Οθωμανούς από χρόνια. Αυτό αφήνει σαν μοναδική πιθανή εκδοχή, κατά τη γνώμη μου, την παραλία του Τσιλιβή.
(5)  Σάθας, Μνημεία, τόμος 7ος, σελ. 22.
1479, 11 Februarii
Quanti ponderi et importantie sit statui nostro expedire fidelissimos nostros Bocholi et Busichii capita Stratiotorum nostrorum qui fuerunt super loco Jacynthi nemo est qui ignoret, propterea Vadit pars quod in primo consilio qui congregabitur expediri debeant suprascripta et alia etiam capita Stratiotorum quemadmodum videbitur huic consilio, nec intrari posit sub aliqua alia material nisi expedita suprascripta (capita) Stratiotorum , et omnes de Collegio qui possunt ponere partes teneantur ponere opiniones suas, et expedita ipsa causa in nulla alia re posit intrari, nisi in rebus spectantibus a parte maris.
(6)  Σε καμία περίπτωση δεν ισχυρίζομαι ότι αυτά τα επώνυμα είναι τα μοναδικά. Πιθανότατα υπάρχουν και άλλα. Πολλά από τα επώνυμα είναι αλλοιωμένα και κάποια τελείως αγνώριστα. Πρέπει να επισημάνω ότι ο κατάλογος του Λιθοξόου είναι με Κροατικούς χαρακτήρες, μεταγραμμένος από άλλον με Κυριλλικούς, ενώ αρχικά τα επώνυμα είχαν γραφτεί με Αραβικούς. Οι αριθμοί δείχνουν νοικοκυριά με το ίδιο επώνυμο. Τα επώνυμα με αστερίσκο έχουν, από όσο ξέρω, εκλείψει στη Ζάκυνθο.
Αβράμης* [4], Ακρίτης* [2], Αλαμάνος [1], Ανδρόνικας* [3], Αρβανίτης* [1], Βαμβακάς [1], Βισβάρδης [4], Βλασσόπουλος [1], Βλαχιώτης [18], Βλάχος* [2], Βοζαΐτης [1(?)], Βυθούλκας [6], Γκλαβάς [7], Γκρέκας [2], Γολέμης [10], Γραμματικός* [6], Γραμματικόπουλος [1], Δαμιανός* [1], Δράμεσης* [7], Ζαπάντης* [6], Ζουπάνος (και Ζουρμπάνος στη Ζάκυνθο) [3-4], Καγκάδης* [7], Καλέντζης [4], Καλημάνης* [2], Καμπάσης [1], Καπαρέλλης [4], Καρδιοκάφτης [3], Κεφαλληνός [4], Κιούρκας [1-2], Κλάδης [3], Κόκλας [18], Κολοβός* [2], Κόμης [9], Κοτσώνης [2], Κουρτέσης [4], Κούτσης [25], Λαγούτσης [2], Λαμπέτης* [2], Λάτας [16], Λιβάνης [5], Λιόπεσης* [20], Λογοθέτης [4], Λουκίσας [7], Λόντζης ή Λούντζης [6], Λυκούρεσης [13], Μακρίσης* [2(?)], Μαλακάσης* [4], Μαντζάρος* [2], Μάντουκας* [4], Μάσκαρης* [4], Μαστραντώνης* [5], Ματαράγκας [4], Μαυρομ(μ)άτης [6], Μαυρωτάς [1], Μάνεσης [28], Μάτεσης [1], Μέγκουλας* [5], Μελίτης (στη Ζάκυνθο Μελίτας) [2-3], Μηλιώτης* [2], Μουζάκης [3], Μουρίκης [6], Μούσουρας [10], Μπαβάσης* [3], Μπάλτζας* [1], Μπαρμπούτσης* (όχι οικογένεια αλλά τοποθεσία ‘του Μπαρμπούτση’ στο Ρωμήρι το 1520) [9], Μπάστας [4], Μπάφης [5], Μπίτσης* [6], Μπούας [14], Νικηφόρος* [5], Ορφανός* [9], Παπαγιαννόπουλος* [8], Παπαδάτος [8], Παυλόπουλος* [3], Παύλος* [3], Πελεκάνος [4], Πέτας [14], Πλατυστόμου [4], Πλέσσας [21], Ράφτης [3], Ραψομάτης (Ραψομανίκης) [4], Ρένεσης [16], Ρίκκας* [2], Ρωμανός [3], Σαμάρης* [2], Σέρβος* [3], Σκλήβας [6], Σπάτας* [19], Σούλης [14], Σούρμπης [6], Στασινός [4], Σταυράκης [2], Στράτης ή Στρατής [3], Στρατίκης* [2], Στρούζας [1], Τρούσας [9], Φλεμοτόμος [1], Φλόκας* [2], Χαϊκάλης [5], Χαλανδρινός* (στη Ζάκυνθο Καλανδρινός) [1], Ψάρης [16].
(7)  Diana Gilliland Wright και John Melville Jones, The Greek Correspondence of Bartolomeo Minio Volume I: Dispacci from Nauplion, 1479 – 1483, 2008, File H.
(8)  Το όνομα Μέξης είναι Αρβανίτικο επώνυμο. Είναι πολύ πιθανό η μητέρα τους να ήταν το γένος Μέξη.
(9)  Πεζοί χωρικοί που φαίνεται πως στο Μεσαίωνα είχαν υποχρέωση στρατιωτικής υπηρεσίας στους Φράγκους άρχοντες. Η λέξη αναφέρεται στο Χρονικόν του Μορέως: Κράζει τινές του συγγενεῖς, φίλους τε καὶ γειτόνους, τσαγδάρους καὶ λιμαρικούς, βουλὴν μὲ αὐτοὺς ἀπῆρεν .... Το 15ο αιώνα, όταν υπήρξε ανάγκη, στρατολογήθηκαν από τους Βενετούς σαν μισθοφόροι και πολέμησαν ακόμη και στην Ιταλία. Σύμφωνα με το Σάθα ονομάστηκαν έτσι από την τσάγδα, το κοντό σιδερένιο δόρυ που χρησιμοποιούσαν.
(10)  Βλέπε 7.
(11)  Βλέπε 7.
(12)  Κωνσταντίνος Ν. Σάθας,  Έλληνες Στρατιώται εν τη Δύσει και η Αναγέννησις της Ελληνικής Τακτικής, 1885, σελ. 45.


Κυριακή 1 Ιανουαρίου 2012

Το στρατόπεδο του Μπόχαλη – μέρος Α΄


Το χωριό του Μπόχαλη το ξέρουν όλοι οι Ζακυνθινοί και πάρα πολλοί επισκέπτες. Ο λόγος είναι η καταπληκτική πανοραμική θέα που προσφέρει. Βρίσκεται ακριβώς δίπλα στο Κάστρο, πάνω από τη Χώρα. Σήμερα έχει γίνει γένους θηλυκού, η Μπόχαλη, και κάποιοι προσπάθησαν στο παρελθόν να την ‘εξευγενίσουν’, να γίνει η Πόχαλις, της Ποχάλεως, και τα ρέστα. Το επώνυμο ενός Βυζαντινού άρχοντα που περιείχε σαν συστατικό τη λέξη μπόχα τους φάνηκε χυδαίο. Υποθέτω πως αν η Πικριδιώτισσα, όπου ρέμβαζε κάποτε ο Γέρος του Μοριά, είχε πάρει την ονομασία ‘του Κολοκοτρώνη’, θα είχαν προσπαθήσει να την ανασκευάσουν σε ‘Κοτρωνίς’, ή τουλάχιστον σε ‘Κοτρώνι’.  Για να πω την αλήθεια, πιστεύω ότι οι αρχαιολάτρες αυτοί δεν είχαν ιδέα για το ποιοί ήταν οι Μποχαλαίοι. Ο Λεωνίδας Ζώης όμως, αστείρευτη πηγή πληροφοριών, αναφέρει στο σχετικό λήμμα του Λεξικού του μερικά μέλη της οικογένειας. Δυστυχώς συγχέει το Μανουήλ Μπόχαλη, κεφαλή στο κάστρο του Γαρδικιού κοντά στο Λεοντάρι το 1460, με κάποιο Θεόδωρο Λεοντάριο.  
Μετά την παράδοση του Μυστρά, ο Μωάμεθ Β΄ κατέλαβε την εγκαταλειμμένη Βαρδούνια και πολιόρκησε, με σημαντικές απώλειες, την Καστρίτσα. Όταν, τελικά, οι 300 υπερασπιστές της παραδόθηκαν, τους εκτέλεσε. Ο διοικητής του κάστρου Προινοκοκκάς πριονίστηκε στα δύο (1). Σειρά είχε το Λεοντάρι αλλά οι κάτοικοι του εγκατέλειψαν την πόλη τους και ζήτησαν καταφύγιο στο ισχυρότερο Γαρδίκι. Οι Γαρδικιώτες αρχικά αρνήθηκαν να παραδοθούν υπό όρους αλλά, μετά από μία μόλις μέρα, αντιλαμβανόμενοι την απελπιστική τους θέση, άλλαξαν γνώμη. Αν και υπάρχει διάσταση απόψεων για το κατά πόσο τους προσφέρθηκαν νέοι όροι ή όχι (2), το γεγονός είναι πως 6.000 άνθρωποι, στη συντριπτική τους πλειοψηφία άμαχοι Λεονταρίτες και Γαρδικιώτες, σφαγιάστηκαν εν ψυχρώ. Οι μόνοι που παραδόξως δεν εκτελέστηκαν ήταν ο Μανουήλ Μπόχαλης και οι συγγενείς του.
Ο λόγος ήταν πως ο στρατηγός και Μέγας Βεζίρης του Μωάμεθ, ο εκ Σερβίας Μαχμούτ Πασάς Αγγέλοβιτς (μάλλον με καταγωγή από τους Αγγέλους Φιλανθρωπηνούς της Θεσσαλίας), ήταν συγγενής τους (3). Ο Μαχμούτ ήταν στον Μοριά μαζί με το Μωάμεθ και φρόντισε να τους δώσει στρατιωτική συνοδεία για να πάνε όπου θέλανε. Φτάσανε στο Ποντικόκαστρο (Κατάκολο) όπου βρήκανε πλοίο για Κέρκυρα. Προφανώς κάθε άλλο παρά ευγνωμοσύνη έτρεφαν για τους Οθωμανούς, γι αυτό σκότωσαν τους συνοδούς τους πριν μπαρκάρουν.
Για τα μέλη της στρατιωτικής Βυζαντινής αριστοκρατίας, που είχαν χάσει τα πάντα, δεν έμενε παρά μόνο ένας δρόμος – το να προσφέρουν τις πολεμικές τους υπηρεσίες στους Βενετούς. Εκτός από την εξασφάλιση εισοδήματος οι Μποχαλαίοι μπορούσαν έτσι να ελπίζουν πως, ακόμη και αν δεν κατάφερναν να πάρουν πίσω το κάστρο τους στο Γαρδίκι, θα συνέχιζαν να εκδικούνται το αίμα των Γαρδικιωτών. Μόνο που και οι Οθωμανοί ίσως δεν είχαν ξεχάσει τα γεγονότα του Ποντικόκαστρου. Ο Μανουήλ αιχμαλωτίστηκε στη μάχη της Καλαμάτας το 1468 και ανασκολοπίστηκε (4). Είναι φανερό πως δεν μπορούσε να είναι αυτός που άφησε το όνομα του δίπλα στο Κάστρο, αφού στο διάστημα 1461 – 1468 υπηρετούσε τους Βενετούς, κυρίως στο Μοριά, και δεν φαίνεται να είχε καμία δουλειά στην προ-Βενετική Ζάκυνθο.
Ένας άλλος Μπόχαλης που αναφέρει ο Ζώης, ο Κωνσταντίνος, πολεμούσε στην Ιταλία σαν Στρατιώτης το 1517 και ούτε γι αυτόν υπάρχει η παραμικρή ένδειξη ότι είχε κάποια σχέση με τη Ζάκυνθο. Ο πρώτος που αναφέρει ο Ζώης στο νησί ήταν κάποιος Νικόλαος από την Κέρκυρα, το 1538, η Μπόχαλη όμως είχε ήδη καταγραφεί σαν χωριό το 1527, με 100 φαμελιές και 440 κατοίκους. Ποιός ήταν λοιπόν ο άγνωστος ‘ανάδοχος’ του χωριού;
Σκαλίζοντας τις διαθέσιμες πηγές δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο να εντοπίσουμε κάποιο άλλο Μπόχαλη, κάτοικο Ζακύνθου λίγο πριν τη Βενετοκρατία. Υπάρχουν δύο γνωστά, αλλά παρανοημένα, Βενετικά έγγραφα του 1477, τα οποία παραθέτει ο Σάθας (5). Σε αυτά περιγράφεται η απόφαση να πάει επειγόντως ένας Βενετός ευπατρίδης και να βρει 300 Στρατιώτες από τη Μεθώνη, την Κορώνη, και τη Ζάκυνθο για να πάνε να πολεμήσουν στην Αλβανία. Τον εξουσιοδοτούν να τους πληρώσει κάποια χρήματα προκαταβολικά για να τους δελεάσει, από ένα κονδύλι 2.000 δουκάτων (6). Ο Andrea Zanchani, τον οποίο διάλεξαν για αυτή την αποστολή, αιτήθηκε την αύξηση του κονδυλίου σε 3.000. Επειδή η Ζάκυνθος το 1477 ανήκε στο Δουκάτο της Αγίας Μαύρας και όχι στη Βενετία, θεωρήθηκε ότι έπαιζε το ρόλο διαμετακομιστικού κόμβου και ότι δεν υπήρχε μόνιμη παρουσία Στρατιωτών.
Αυτή η θεώρηση είναι λανθασμένη. Το 1462, πριν ακόμη κηρυχθεί επίσημα ο Βενετοτουρκικός πόλεμος 1463 – 1479, ο Λεονάρδος Τόκκο είχε στείλει έναν αδελφό του στη Βενετία να ζητήσει 200 πεζούς και εφόδια. Οι Βενετοί του έδωσαν 400 δουκάτα και 100 άνδρες για ένα εξάμηνο (7). Φαίνεται ότι υπήρχε Βενετική στρατιωτική παρουσία στο δουκάτο από τότε.
Το πιο πιθανό είναι ότι κατά τη διάρκεια του πολέμου, για οικονομικούς λόγους, ο Λεονάρδος ενισχύθηκε με Στρατιώτες, οι οποίοι ήταν πολύ φτηνότεροι από τους πεζούς. Τα εισοδήματα της Βενετίας είχαν καταβαραθρωθεί, επειδή το εμπόριο στην Ανατολική Μεσόγειο, το κυριότερο μέσο πλουτισμού της Γαληνοτάτης, είχε πληγεί σοβαρά. Κατά κανόνα ένας Ιταλός πεζός πληρωνόταν σχεδόν τα τριπλάσια από ένα Στρατιώτη, παρόλο που δεν είχε το έξοδο συντήρησης του αλόγου, ούτε διακινδύνευε την περιουσία του στη μάχη – τα άλογα των Στρατιωτών ήταν δικά τους. Οι Στρατιώτες έπαιρναν χτήματα και βοσκοτόπια – αλλά αυτά θα βάρυναν το Λεονάρδο – και επίσης έπαιρναν λάφυρα – αυτά βάρυναν τον εχθρό.
Λίγα χρόνια μετά την έναρξη του πολέμου 10.000 Μοραΐτες πρόσφυγες, κυρίως από την Ηλεία, εγκαταστάθηκαν στη Ζάκυνθο με τη σύμφωνη γνώμη του Λεονάρδου. Η πλειοψηφία ήταν Αρβανίτες από τα ορεινά και ημιορεινά. Δεν επεκτείνομαι γιατί αυτά είναι πράγματα γνωστά, τα αναφέρει και ο Χιώτης και ο Κονόμος. Θέλω μόνο να επισημάνω δύο πράγματα. Το πρώτο είναι ότι ανάμεσα τους βρίσκονταν πολλοί Στρατιώτες. Γι αυτό είχαν φέρει άλλωστε τους Αρβανίτες στο Μοριά οι Παλαιολόγοι, για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σαν μικροπρονοιάριοι-Στρατιώτες. Για τον ίδιο λόγο τους δέχτηκε και ο Λεονάρδος, για να μεγεθύνει τη στρατιωτική του ισχύ μπροστά στην Οθωμανική απειλή. Το δεύτερο είναι πως τους επιτράπηκε να κρατήσουν τη Βενετική υπηκοότητα, με σοβαρές αρμοδιότητες του Βενετού προξένου σε ζητήματα που τους αφορούσαν. Δεν είχε δηλαδή η Βενετία απλώς μια στρατιωτική βάση στη Ζάκυνθο, ήταν κράτος εν κράτει.
Φυσικά δεν υποστηρίζω ότι όλοι οι πρώην Στρατιώτες που εγκαταστάθηκαν τότε στη Ζάκυνθο, και μπορεί να ξεπερνούσαν τους χίλιους, απασχολούνταν σαν μισθοφόροι. Εξ άλλου οι περισσότεροι Στρατιώτες συνήθως περνούσαν το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους σε απλήρωτη εφεδρεία, ασχολούμενοι με τα πρόβατα τους ή τα χωράφια τους. Επίσης, είναι πολύ πιθανό, οι πρόσφυγες να μην διέθεταν άλογα και να τους έλειπαν βασικά στοιχεία οπλισμού, που ίσως είχαν αναγκαστεί να πουλήσουν για να επιβιώσουν. Υπήρχε όμως ένας πυρήνας Στρατιωτών με μόνιμη παρουσία και ίσως μόνιμα συμβόλαια με τη Βενετία (provisionati). Θα δούμε λίγο αργότερα την απόδειξη γι αυτό και ότι, κάποιοι τουλάχιστον από αυτούς, δεν προέρχονταν από τις τάξεις των προσφύγων.
Αυτοί οι ‘μόνιμοι’ θα είχαν τη βάση τους σε κάποιο κεντρικό σημείο – κοντά στο κάστρο αλλά όχι μέσα. Οι λόγοι είναι αρκετοί. Οι Στρατιώτες ήταν ιππείς, μπορεί ο καθένας να είχε δύο ή και τρία άλογα, τα οποία δεν αποχωρίζονταν. Στο κάστρο θα υπήρχε πρόβλημα χώρου. Επιπλέον ήταν ξένοι υπήκοοι, μισθοδοτούμενοι από ξένη δύναμη. Δεν μπορούσαν λοιπόν οι άνθρωποι του Λεονάρδου να τους έχουν απόλυτη εμπιστοσύνη. Εκτός αυτού ήταν και ορθόδοξοι Ρωμιοί. Ακόμα και οι Βενετοί ήταν διστακτικοί όταν επρόκειτο να εμπιστευθούν τη φύλαξη κάστρων ή προμαχώνων σε Ρωμιούς. Όταν δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς φρόντιζαν να υπάρχουν αρκετοί Ιταλοί, ή άλλοι ξένοι, σε καίριες θέσεις. Σαν να μην έφταναν αυτά, οι Στρατιώτες δεν είχαν μόνο τη φήμη ικανότατων ιππέων και καλών μαχητών αλλά και απείθαρχων ταραξιών.
Ιδανική θέση γι αυτούς ήταν η Μπόχαλη. Δίπλα στο κάστρο, μπορούσαν να τους θέσουν σε συναγερμό σε ελάχιστο χρόνο. Είχε χώρο για τα άλογα, και πλάτωμα για να ασκούνται στον Αρίγκο. Μπορούσαν να εποπτεύουν το μεγαλύτερο μέρος του κάμπου και σημαντικό μέρος των παραλίων. Υπήρχε ένας ‘δρόμος’ κατάβασης για καβαλάρηδες προς νότον και περισσότεροι προς βορράν. Είναι δε πολύ πιθανό η Μπόχαλη να διέθετε και τότε στοιχειώδη οχύρωση, όπως σε όλη τη διάρκεια της Βενετοκρατίας.
Κοιτώντας από τη Μπόχαλη
Διοικητής των Στρατιωτών της Ζακύνθου εκείνη την εποχή ήταν κάποιος Νικόλαος Μπόχαλης, όπως αποκαλύπτει ένα Βενετικό έγγραφο της 11ης Ιανουαρίου 1480 (8), το οποίο επίσης δημοσίευσε ο Σάθας (9):
Ήρθε πρόσφατα σε αυτή την πόλη και παρουσιάστηκε στις αυθεντίες μας ο πιστότατος αυθέντης Νικόλαος Μπόχαλης, ο οποίος ήταν διοικητής των Στρατιωτών της νήσου Ζακύνθου και μαζί του ήρθαν 10 ή 12 Στρατιώτες. Ανέφερε τη συμφορά και τη δυστυχία στην οποία βρίσκεται λόγω της αναγκαστικής αναχώρησης του από το νησί, κατά τη διάρκεια της οποίας, όπως επιβεβαιώνει ο Διοικητής του Στόλου, οι Τούρκοι λεηλάτησαν όλα τα αγαθά του, και έτσι κατάντησε γυμνός και χωρίς τα προς το ζην. Ταπεινά ζητάει αυτός και οι πιο πιστοί του άνθρωποι, οι οποίοι προσβλέπουν σε μας, να ζήσουν κάτω από τη σκιά της εξουσίας μας. Αφού η πίστη και η αφοσίωση του προαναφερθέντος Νικολάου προς το κράτος μας αξίζει έγκαιρη παροχή, ούτε αυτός ούτε οι αφοσιωμένοι του άνθρωποι θα είναι αναγκασμένοι να ζουν έτσι στο εξής. Ας του δοθούν εκατό δουκάτα, και άλλα εκατό στον Πέτρο Μποζίκη, καπετάνιο των Στρατιωτών του Ναυπλίου, για να τα μοιραστεί με τους άλλους Στρατιώτες που ήρθαν μαζί του.
Το έγγραφο περιγράφει μια σκηνή που επαναλήφθηκε άπειρες φορές στη Βενετία. Στρατιώτες, βετεράνοι των πεδίων της μάχης, ή οι χήρες και τα ορφανά τους, να εκλιπαρούν για κάποια αποζημίωση, κάποια σύνταξη, ή βοήθεια για την απελευθέρωση σκλαβωμένων συγγενών. Μας δίνει όμως έμμεσα κάποιες σημαντικές πληροφορίες. Αναφέρεται στο Μπόχαλη με τον τίτλο dominus, δηλαδή κύρης ή αφέντης. Αυτό δεν ήταν συνηθισμένο για καπεταναίους Στρατιωτών. Προδίνει την αναγνώριση της ευγενικής του καταγωγής, μας λέει πως πιθανότατα ήταν γιός του άρχοντα του Γαρδικιού Μανουήλ.
Αυτός είναι ο λόγος που διάλεξα την εικόνα ενός Στρατιώτη με πανοπλία για να τον αντιπροσωπεύσει. Οι Στρατιώτες, στον καιρό του, σπάνια διέθεταν θώρακα ή κράνος, ακόμα πιο σπάνια ολόκληρη πανοπλία. Ο εικονιζόμενος φοράει ευρωπαϊκού τύπου θώρακα αλλά η υπόλοιπη πανοπλία είναι ανατολική, έτσι που θυμίζει Τούρκο σπαχή. Τέτοιου είδους οπλισμό χρησιμοποιούσαν και οι στερνοί Βυζαντινοί, τουλάχιστον οι άρχοντες, που είχαν την οικονομική δυνατότητα να τον διαθέτουν.
Μας λέει το έγγραφο και κάτι άλλο, εκ πρώτης όψεως απροσδόκητο. Οι Βενετοί Στρατιώτες εξακολουθούσαν να μένουν στη Ζάκυνθο και μετά το τέλος του πολέμου με τους Τούρκους, ο οποίος είχε τερματιστεί ένα χρόνο πριν παρουσιαστεί ο Μπόχαλης στη Βενετία. Ακόμη πιο παράξενο φαίνεται επειδή ο Λεονάρδος Τόκκο δεν τα πήγαινε καθόλου καλά με τους Βενετούς εκείνη την εποχή. Τα τελευταία χρόνια του πολέμου ο Λεονάρδος είχε απομακρυνθεί από τη θαλασσοκράτειρα, που αντιμετώπιζε σοβαρά στρατιωτικά και οικονομικά προβλήματα, και προσεγγίσει τους αντιπάλους της στην Ιταλία, τον βασιλιά της Νεάπολης Φερδινάνδο και τον πάπα. Στη συνθήκη ειρήνης με τους Τούρκους οι Βενετοί είχαν συμπεριλάβει όλους τους συμμάχους τους αλλά είχαν αφήσει ακάλυπτο το Δουκάτο της Αγίας Μαύρας.
Το έγγραφο πάντως δεν αφήνει καμιά αμφιβολία για το ότι ο Μπόχαλης ήταν επικεφαλής των Βενετών Στρατιωτών της Ζακύνθου και αναγκάστηκε να φύγει μόνο μετά την Τουρκική επίθεση εναντίον του νησιού δύο μήνες νωρίτερα. Η αλήθεια είναι πως ακόμη και αν ήθελε ο Λεονάρδος να διώξει τους Στρατιώτες από τη Ζάκυνθο δεν θα το είχε τολμήσει. Οι Βενετοί υπήκοοι στη Ζάκυνθο αντιπροσώπευαν τουλάχιστον το 40% του πληθυσμού και ήταν σε μεγάλο βαθμό ένοπλοι και εμπειροπόλεμοι. Εκτός από τους ντόπιους ευγενείς και τους ανθρώπους τους, στους οποίους δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι μπορούσε να βασιστεί, και μερικούς μισθοφόρους πιθανότατα, σε κανέναν άλλο δεν μπορούσε να υπολογίζει ο δούκας. Μια εξέγερση και θα έχανε τη Ζάκυνθο. Αν απλωνόταν και στα άλλα νησιά – και ο αδελφός του Αντώνιος, που διαφέντευε την Κεφαλονιά, κάθε άλλο παρά δημοφιλής φαίνεται πως ήταν – θα έχανε τα πάντα.
Οι Βενετοί πάλι, που φαίνεται πως δεν θα τους κακοφαινόταν η απόκτηση της Ζακύνθου, δεν βιάζονταν να αποσύρουν τους Στρατιώτες τους από εκεί. Άλλωστε το μόνο που δεν χρειάζονταν στο Μοριά ήταν περισσότερους Στρατιώτες. Στα δεκαέξι χρόνια του πολέμου είχαν προσλάβει χιλιάδες και, όταν συμφωνήθηκε ειρήνη, δεν ήξεραν τι να τους κάνουν. Έτσι ο Νικόλαος Μπόχαλης και ο Πέτρος Μποζίκης, ο οποίος φαίνεται ότι ήταν επικεφαλής μιας κομπανίας Ναυπλιωτών και υπαρχηγός του πρώτου, βρίσκονταν ακόμη στη Ζάκυνθο το καλοκαίρι του 1479.

Σπάθη καπετάνιου Στρατιωτών (Chef dEstradiots) που χαρίστηκε στο Βασιλιά της Ισπανίας Φίλιππο Γ΄ στα 1602.

---------------------------------------------------------------------- 
(1)  Franz Babinger, Mehmed the Conqueror and His Time, σελ. 175.
(2)  Σύμφωνα με τον Ψευδο-Σφραντζή ο Μωάμεθ αθέτησε την υπόσχεση του.
(3)  Συγκεκριμένα ήταν η γυναίκα του Μανουήλ, η Ευγενία, που ήταν συγγενής του Μαχμούτ. Ο Babinger ισχυρίζεται ότι ήταν Αλβανίδα και θετή αδελφή του Μεγάλου Βεζίρη. Ούτε το πρώτο ισχύει ούτε το δεύτερο. Σύμφωνα με το Σφραντζή, που ήταν σύγχρονος τους και σε θέση να γνωρίζει, ήταν κόρη κάποιου Γεωργίου Παλαιολόγου, ο οποίος ήταν πρωτοξάδελφος της μητέρας του Μαχμούτ. Υπάρχουν επίσης αρκετοί που ισχυρίζονται ότι ο ίδιος ο Μανουήλ Μπόχαλης ήταν Αλβανικής καταγωγής ή Αρβανίτης. Ανάμεσα τους είναι και ο Λ. Ζώης, ο οποίος αναφέρει στο ίδιο λήμμα ότι Μποχαλαίοι υπήρχαν στο Μοριά το 12ο αιώνα και στα μέσα του 14ου. Ακόμη και τα μέσα του 14ου όμως προηγούνται της εγκατάστασης Αρβανιτών εκεί. Όσο για τη λέξη μπόχα, αυτή δεν είναι Αλβανική, όπως λέει ο Κ. Μπίρης, αλλά έχει ελληνική ετυμολογία κατά το Γ. Μπαμπινιώτη.
(4)  Theoharis Stravrides, The Sultan of Vezirs: The Life and Times of the Ottoman Grand Vezir Mahmud Pasha Angelović (1453 – 1474), σελ. 79, σημ. 27.
(5)  Κωνσταντίνος Σάθας, Μνημεία Ελληνικής Ιστορίας, τόμος 7ος, σελ. 16.
1477, 29 Maii
Facit pro nostro dominio providere quod deliberatio facta in hoc consilio Stratiotorum levandorum ex Amorea effectum habeat, maxima quidem cum celeritate; proinde Vadit pars quod crastino die mane per scrutinium cum Collegio eligatur unus nobilis civis noster, qui cum prima galea discedere et proficisci debeat Mothonum et Coronum et ad insulam Jacynthi ad levandos tercentes Stratiotos deliberatos per hoc consilium, et illud plus quod facere poterit innavando eos et conducendo cum omni possibili celeritate in Albaniam cum illo modo et ordine qui ei mandabitur per Collegium, cui denture ducati duomille accipiendi ex omni loco et officio ex pecuniis nostri dominii, cum mandato ut dictis Stratiotis dare debeat duas pagas pro quolibet aut id plus quod ei videretur, casu quo non essent contenti de duabus pagis. Habeat autem prefatus nobilis noster ducatos 150 pro expensis quas faciet, tam eundo, quam redeundo, de quibus nullum computum ostendere teneatur.
1477, 4 Junii
Quoniam nobilis vir Andreas Zanchani electus per Collegium ad levandum Stratiotas insule Jacynthi et Amoree prebet se difficilem ad eundum ad exequendum hujusmodi negotium, petens novas conditiones, captum sid quod crastino die mane dominatio nostra eum accersere debeat et intelligere suam voluntatem, et si responderit nolle ire cum conditionibus quibus fuit electus, scribatur et mandetur auctoritate hujius consilii nobili viro Marco da Lege castellano et provisori Mothoni quod omni studio et sollicitudine det operam levandi ex Mothono, Corono, et ex insula Jacynthi tercentos Stratiotos, et id plus quod poterit, et illos innavare debeat in arsile, et in aliis navigiis prout res exiget, et mittere in Albaniam, expeditusque a Jacyntho Modonum redeat; dicto autem castellano mitantur ducati ter mille pro dandis duabus pagis Stratiotis predictis, aut eo pluri , quod ei necessarium videretur, si forti ipsi Stratioti non contentarentur de duabus pagis.
(6)  Στις πληρωμές των Στρατιωτών ίσχυε το ‘ζήσε Μάη μου να φας τριφύλλι’ και οι οικογένειες τους βρίσκονταν τακτικά αντιμέτωπες με το φάσμα της πείνας, γι αυτό αν δεν τους έδιναν ‘πέντε και στο χέρι’ δεν θα πήγαιναν.
(7)  Kenneth M. Setton, The Papacy and the Levant (1204 – 1571): The Fifteenth Century, Volume II, σελ. 242, σημ. 39.
(8)  Το έγγραφο φέρει ημερομηνία 11 Ιανουαρίου 1479. Ο λόγος είναι ότι το Βενετικό έτος άρχιζε την 1η Μαρτίου. Ο Ιανουάριος ήταν για αυτούς ο 11ος μήνας του 1479 και όχι ο 1ος του 1480.
(9)  Σάθας, Μνημεία, τόμος 7ος, σελ. 22.
1479, 11 Januarii
Venit nuper in hanc urbem ad presentiam nostri dominii fidelissimus dominus Nicolaus Bocholi qui erat prefectus Stratiotorum insule Jacynthi et secum venerunt X aut XII Stratiote; qui, commemorata ingente calamitate et miseria in qua versatur propter suum necessarium discessum ex dicta insula, in quo quidem discessu affirmat per capitaneum classis Turci  contra formam promissionis facte spoliasse se omnibus bonis suis, adeo quia redactus est nudus et sine ullo prorsus presidiae sustentanda vitae, suppliciter petiit ut sibi et sociis fidelissimis devotissimis que nostris prospicere dignemur, ut vivere possint sub umbra nostri dominii; et quum fides et devotio prefati domini Nicolai erga statum nostrum merentur ut ei opportune provideamus, Vadit pars quod pro nun ut modum habeant Vivendi cum predictis eius sociis donec aliter ei prospectum fuerit, denture ei ducati centum, et similiter denture ducati centum Petro Busichio capitaneo Stratiotorum Neapolis partiendi inter eum et ceteros Stratiotos qui secum venerunt.
Άδεια Creative Commons
Αυτή η εργασία από το http://pampalaia.blogspot.com/ χορηγείται με άδειαCreative Commons Αναφορά προέλευσης - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 3.0 Μη εισαγόμενο .