Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παλαιολόγοι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παλαιολόγοι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 15 Οκτωβρίου 2015

Η πορεία έξι αιώνων μιας πολεμικής κραυγής


Ο Maxime Raybaud, Γάλλος στρατιωτικός και φιλέλληνας που πολέμησε στην Επανάσταση του 1821, περιέγραψε μια πολεμική κραυγή των επαναστατημένων Ελλήνων που του έκανε μεγάλη εντύπωση (1).

Οι Έλληνες έχουν μια ιδιότυπη κραυγή όταν πλησιάζουν τον εχθρό: ένα είδος λαρυγγικού ολολυγμού – αλλά αυτή η κραυγή παίρνει άλλο χαρακτήρα όταν υψώνουν το μαχαίρι ή το γιαταγάνι εναντίον ενός θύματος. Θα μπορούσε να πει κανείς πως η πικρή ειρωνεία της νίκης, η οργή της εκδίκησης, η απάνθρωπη χαρά του αίματος, όλα εκφράζονται ταυτόχρονα σε αυτή την κραυγή, που συνήθως συνοδεύεται από ένα σαρδόνιο και άγριο γέλιο όχι λιγότερο τρομερό. Αυτή την κραυγή του ανθρώπου-τίγρη, του ανθρώπου που καταβροχθίζει άνθρωπο, είναι φοβερό να την ακούς και πάντα μου προξενούσε την πιο οδυνηρή αίσθηση.

Δεν φρόντισε να καταγράψει αυτό το βρυχηθμό του ανθρώπου-τίγρη. Πιθανόν επειδή, νεοφερμένος στην Ελλάδα και γράφοντας στα Γαλλικά, δεν θεωρούσε ότι μπορούσε να τον αποδώσει ικανοποιητικά. Ακόμη περισσότερο ίσως επειδή δεν θα σήμαινε και πολλά στους Γαλλόφωνους αναγνώστες του. Από αυτά όμως που έγραψε εμείς μπορούμε σχετικά εύκολα να βγάλουμε μερικά ασφαλή συμπεράσματα. Το πρώτο είναι ότι υπήρχε σε χρήση κάποια συγκεκριμένη λέξη ή φράση και ότι οι επαναστάτες δεν έβγαζαν άναρθρες κραυγές, ούτε ο καθένας φώναζε μόνο όποια βρισιά του ερχόταν στο μυαλό. Το δεύτερο είναι πως ήταν διαδεδομένη ευρύτατα, σε σημείο που μπορεί να θεωρηθεί ότι ήταν η πολεμική κραυγή των Ελλήνων εκείνη την εποχή ή τουλάχιστον των επαναστατημένων.

Αυτά τα δύο συμπεράσματα υποστηρίζονται έμμεσα από το Γιαννιώτη επαναστάτη Αρτέμιο Μίχο, ο οποίος έκανε λόγο για ‘συνήθη αλαλαγμό’ των Ελλήνων στο Μεσολόγγι (2). Δεν μπήκε στον κόπο να μας πει ποιός ήτανε – πιθανότατα ήταν τόσο γνωστός που ήταν περιττό – ενώ αντίθετα μας έδωσε τους πολύ λιγότερο γνωστούς αλαλαγμούς των Σουλιωτών (3).

Το τρίτο συμπέρασμα είναι πως η κραυγή δεν ήταν κάποια προτροπή του τύπου ‘Απάνω τους’ ή ‘Φάτε τους’ αφού φωναζόταν ακόμη και μιαν ανάσα από τον εχθρό. Δεν ήταν τόσο, ή μόνο, για να ανυψώσει των ηθικό των ημετέρων αλλά για να εκφράσει το μένος των επιτιθέμενων και να τρομοκρατήσει τον αντίπαλο. Πρωταρχικός στόχος ήταν να το βάλει ο εχθρός στα πόδια ή, διαφορετικά, να του κοπούν τα γόνατα και να του κόψουν το λαιμό.

Το τέταρτο συμπέρασμα είναι ότι δεν επρόκειτο ούτε και για κάποιο σύνθημα όπως το ‘Ελευθερία ή θάνατος’. Δεν έδινε διάλεξη περί ελευθερίας ο πολεμιστής, ούτε έκανε διαδήλωση – ούρλιαζε. Η κραυγή του, βγαλμένη βαθιά από το λάρυγγα, θύμιζε βρυχηθμό αιλουροειδούς. Τέτοια κραυγή υπάρχει μόνο μία στον Ελληνικό χώρο και είναι από παλιά γνωστή σε όλα σχεδόν τα μήκη και πλάτη του, από την Ήπειρο ως την Κύπρο και από τη Ζάκυνθο ως τη Μικρά Ασία: Γιούργια! Δύο βαθιά λαρυγγικές συλλαβές ενωμένες με ένα ρο. Δύσκολα θα μπορούσε να βρεθεί λέξη, σε οποιαδήποτε γλώσσα, που, στο απόγειο της φωνής ενός μαινόμενου πολεμιστή να θυμίζει περισσότερο τίγρη.

Είναι θλιβερό, και οιωνός κάκιστος, το ότι η λέξη ‘γιούργια’ στη σημερινή αργκό – όπου είναι πιθανότερο να την πρωτοσυναντήσουν οι νεαροί Έλληνες – σημαίνει λεφτά, από την Αγγλική προφορά του Ευρώ, το Γιούρο. Αλλά τι πραγματικά σημαίνει η κραυγή ‘Γιούργια’; Ποια είναι η ετυμολογία της; Γιατί τη φωνάζανε την ώρα της ορμής;

Ψάχνοντας σε διάφορα λεξικά βρίσκει κανείς μια γενικότερη συναίνεση. Οι λεξικογράφοι μας τη συνδέουν με τη λέξη ‘γιουρούσι’, που σημαίνει έφοδος και με τη σειρά της προέρχεται από την Τουρκική ‘yürüyüş’. Στα Τουρκικά ‘yürüyüş’ σημαίνει πορεία, πορεία ειρήνης για παράδειγμα, αλλά σήμαινε και επέλαση. Ο Αρτέμιος Μίχος, περιγράφοντας ένα Τουρκικό συναγερμό έγραψε (4):

‘...έκρουσε συγχρόνως όλα τα κύμβαλα (ταβλαμπάζια) και με τας αγρίας φωνάς ‘γιούρουνους, γιούρουνους’ και αλλαλαγμούς και με τα ξίφη και λόγχας εις τας χείρας ...’

Είναι φανερό ότι το ‘γιούρουνους’ του Μίχου είναι το ‘yürüyüş’.  Όσοι γνωρίζουν πως προφέρεται το ‘ü’ στα Τουρκικά καταλαβαίνουν πως το ‘yürüyüş’ είναι εντελώς ακατάλληλο σαν πολεμική κραυγή και οι Τούρκοι το χρησιμοποιούσαν μόνο σαν πρόσταγμα. Αυτή τη λέξη λοιπόν τη δανείστηκαν οι Έλληνες, απλοποιώντας τη σε ‘γιουρούσι’. Από που και ως που όμως, από ποιά ανάγκη και με ποιές διεργασίες, βγήκε το ‘Γιούργια’ από το ‘γιουρούσι’ ή από το ‘yürüyüş’; Απάντηση σε αυτό δεν υπάρχει.

 Αντιλαμβανόμενοι ότι η θεωρία χώλαινε σοβαρά κάποιοι προσπάθησαν να τη βελτιώσουν. Όχι, έγραψαν, δεν προέρχεται από το ‘yürüyüş’ το ‘Γιούργια’ αλλά από το ‘yürü’, που σημαίνει περπάτα, προχώρα. Κάποιος μάλιστα προχώρησε ακόμα περισσότερο. Το ‘Γιούργια’, έγραψε, προέρχεται από την έκφραση  ‘yürü ya’, που σημαίνει ‘προχώρα λοιπόν’, και μπορεί και σήμερα να το ακούσει κανείς από ένα μπαϊλντισμένο ταξιτζή της Κωνσταντινούπολης όταν ο προπορευόμενος οδηγεί αργά.

Φυσικά ούτε αυτή η εξήγηση δίνει απάντηση στο εύλογο ερώτημα γιατί οι Έλληνες να φωνάζουν στα Τούρκικα ‘Άιντε προχώρα’. Τους έφραξε μήπως το δρόμο κάποιος Τούρκικος αραμπάς; Δεν λέω πως αυτή η εξήγηση είναι εντελώς αδύνατη. Η περίφημη ιαχή ‘Αέρα’ του 1940 είναι εξίσου απροσδόκητη, αν όχι περισσότερο, και υπάρχουν κάμποσες ιστορίες που προσπαθούν να εξηγήσουν το πως προέκυψε. Όμως στην περίπτωση του ‘Γιούργια’ υπάρχουν στοιχεία που δείχνουν προς μια κατεύθυνση πολύ μακριά από ένα Τουρκικό δάνειο. Πιο συγκεκριμένα, ας δούμε δύο λήμματα από την Επιτομή του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669) του Εμμανουήλ Κριαρά:

ουριάζω, (I γουριάζω. — Βλ. και γουριώ.  I. Ενεργ. 1) Θρηνώ, οδύρομαι: (Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Μάρκ. έ 38)· κείνη … ουριάζει, κλαίει, μαδιέται και φωνάζει (Συναξ. γυν. 991). 2) Ορμώ με φωνές, με αλαλαγμούς: ούριαξαν ολόγυρα απάνω εις τον Τόρνον με τα κοντάρια οι πεζοί τα άλογα να σφάζξουν (Χρον. Τόκκων 2349). 3) (Προκ. για ζώο) ουρλιάζω· (για κουρούνα ή κουκουβάγια) κράζω, (για σκύλο) αλυχτώ, (για γαϊδούρι) γκαρίζω: (Μαχ. 66821, 22, 20), (Συναξ. γαδ. 318). II. Μεσ. (με ενεργ. σημασ.) φωνάζω, ουρλιάζω: (Πόλ. Τρωάδ. 5245). [<αρχ. ωρύομαι. Ο τ. στο Meursius (λ. γουργιάζειν) και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και άλλοι τ. και σήμ. ιδιωμ.]

και ακόμη

γουριώ. Ουρλιάζω: ωσάν οι λύκοι που γουριούν πότε να βρουν να φάσι (Κορων., Μπούας 21). [<αόρ. του γουριάζω (βλ. ουριάζω (Ι))]

Έχουμε δηλαδή μεσαιωνικό ρήμα ‘ουριάζω’, ‘γουριάζω’ και ‘γουριώ’ καταγεγραμμένο από τις αρχές του 15ου αιώνα αφού τότε γράφτηκε το Χρονικό των Τόκκων. Αυτό σημαίνει ότι το ρήμα ήταν σε χρήση τουλάχιστον από το 14ο . Δεν χρειάζεται νομίζω να υποδείξω ότι στην πράξη μιλάμε για προφορά ‘ουργιάζω’, ‘γουργιάζω’ και ‘γουργιώ’. Άλλωστε γραφόταν και ‘γουργιάζω’(5). Η μία σημασία του ρήματος είναι ίδια με αυτή του αρχαιοελληνικού ‘ωρύομαι’ και η άλλη ταυτόσημη με το νεοελληνικό ρήμα ‘γιουργιάρω’. Το ‘γιουργιάρω’ ήταν σε χρήση στη Ζάκυνθο, όπου αναφέρεται από το Λεωνίδα Ζώη (6), όπως και στα Σφακιά (7). Σημαίνει ορμάω με φωνές.

Δύο ρήματα που έχουν ακριβώς την ίδια σημασία και ουσιαστικά διαφέρουν μόνο κατά ένα ιώτα δεν μπορεί να είναι άσχετα μεταξύ τους. Βέβαια ο Κριαράς ετυμολογεί το μεσαιωνικό ρήμα από το αρχαίο ‘ωρύομαι’ και έχει δίκιο. Όμως η ιστορία δεν τελειώνει εκεί. Το ‘ουριάζω’ απέκτησε στον ύστερο Μεσαίωνα μια παραπάνω σημασία, της επίθεσης, και ένα πρόσθετο αρχικό γάμμα επειδή επηρεάστηκε από την πολεμική κραυγή ‘Γιούργια’. Η κραυγή αυτή ήταν δηλαδή σε χρήση, σε κάποια μορφή, από το 14ο αιώνα τουλάχιστον. Εκείνη την εποχή η δυτική Ελλάδα δεν είχε ακόμη καταληφθεί από τους Οθωμανούς. Τόσο στο Χρονικό των Τόκκων όσο και στα του Μπούα Ανδραγαθήματα, γραμμένα από το Ζακυνθινό Τζάνε Κορωναίο κάπου εκατό χρόνια αργότερα, στις αρχές του 16ου αιώνα, οι λέξεις με Τουρκική προέλευση είναι σχεδόν ανύπαρκτες. Ειδικά το ‘γιουρούσι’ δεν υπάρχει ούτε στο λεξικό του Κριαρά. Είναι λέξη νεοελληνική και όχι μεσαιωνική. Έτσι, οι, ούτως ή άλλως μικρές, πιθανότητες το ‘Γιούργια’ να προέρχεται από το ‘γιουρούσι’ ή το ‘yürü’ εξανεμίζονται. Τότε όμως ποιά είναι η προέλευση του;

Στην Ελλάδα έχουμε επώνυμα Γιούργιας, Γιούργας, Γιούργος, Γιουργής, Γιουργάκης και πιθανόν άλλα παρόμοια που δεν τα γνωρίζω. Όλοι οι άνθρωποι που τα φέρουν δεν έχουν αναγκαστικά κάποιο πρόγονο που συνήθιζε να κάνει εφόδους.  Έχουν όμως κάποιο πρόγονο που σε νηπιακή ηλικία είχε βαφτιστεί Γεώργιος. Δεν είμαι φιλόλογος, ούτε γλωσσολόγος. Μην περιμένετε να σας πω για φωνητικούς κανόνες, για στένωση του έψιλον, κώφωση του ωμέγα ή ταυτόχρονη συνίζηση. Μπορώ όμως να σας θυμίσω με δύο στίχους, με βορειοελλαδίτικη προφορά, τι παθαίνουν κάποια φωνήεντα, σε ένα πολύ μεγάλο μέρος της Ελληνικής επικράτειας:

‘Άιντι γιούργια, γιούργια, γιούργια,
άιντι κι ου χουρός θέλει τραγούδια.’

Και τις σχέση έχει το όνομα Γεώργιος με τον πόλεμο θα μου πείτε. Απολύτως καμία! Όμως ο Άγιος Γεώργιος ο καβαλάρης, ο Τροπαιοφόρος, ο φονιάς του δράκου, έχει και παραέχει. Γι αυτό και θεωρείται προστάτης του Ελληνικού Στρατού. Κοντολογίς υποστηρίζω ότι η πολεμική κραυγή ‘Γιούργια’ ήταν επίκληση του Αγίου Γεωργίου και πως πήρε αυτή την τελική μορφή επειδή είναι πολύ ευκολότερο και δραστικότερο να φωνάζεις ‘Άι Γιώωωργιεεε’ παρά ‘Άαγιεε Γεώωωργιεε’. Από το ‘Γιώργιε’ στο ‘Γιούργια’, που κραυγάζεται ακόμα καλύτερα, η απόσταση είναι εξίσου ασήμαντη.

Η επίκληση ενός αγίου σαν πολεμική ιαχή δεν ήταν τίποτα παράξενο. Στην δίγλωσση Καινή Διαθήκη του Μάξιμου Καλλιουπολίτη το ‘γουργιάζω’ είναι μετάφραση στα Ελληνικά εκείνης της εποχής του αρχαίου ‘αλαλάζω’ (8). Το ρήμα ‘αλαλάζω’ προέρχεται από την πολεμική κραυγή ‘Αλαλά’ των αρχαίων. Στην Ελληνική Μυθολογία η Αλαλά ήταν κόρη του Πολέμου και της Ύβρεως. Ένα από τα επίθετα του ίδιου του Άρη ήταν αλαλάξιος. Οι αρχαίοι Έλληνες δεν ήταν οι μόνοι που φρόντισαν να συσχετίσουν, έμμεσα ή άμεσα, την πολεμική τους κραυγή με το θείο. Οι Μουσουλμάνοι, από το Μωάμεθ μέχρι σήμερα, χρησιμοποιούν το ‘Αλλάχ ου ακμπάρ’ (ο Θεός είναι μεγάλος), που λέγεται και ‘τακμπίρ’. Στους τελευταίους αιώνες του Μεσαίωνα – έτσι τουλάχιστον πιστεύεται επειδή συχνά δεν υπάρχουν συγκεκριμένες μαρτυρίες – ήταν πολύ συνηθισμένο οι διάφοροι στρατοί να χρησιμοποιούν σαν πολεμική κραυγή το όνομα του αγίου που θεωρούσαν προστάτη τους. Έτσι οι Γάλλοι χρησιμοποιούσαν τον Άγιο Διονύσιο, οι Ισπανοί τον Άγιο Ιάκωβο, οι Βενετοί τον Άγιο Μάρκο, οι Γενοβέζοι και οι Άγγλοι τον Άγιο Γεώργιο.

Οι Σουηδοί του Μεσαίωνα μάλιστα φαίνεται πως είχαν και αυτοί δημιουργήσει ένα ρήμα από το όνομα του Αγίου Γεωργίου, το οποίο σήμαινε την αναφώνηση πολεμικής κραυγής ακόμη και όταν ο άγιος του οποίου γινόταν επίκληση ήταν διαφορετικός, όπως παρακάτω (9):

‘Munsgoy wart mit schalle
Gegrosiit von den Christen’

Ή σε ελεύθερη μετάφραση, ‘Με την ιαχή Montjoie  Γιούργιαραν οι Χριστιανοί’. Τη λέξη ‘Montjoie’ ακολουθούσαν οι λέξεις ‘Saint Denis’ ή ‘Saint André’ ανάλογα με το ποιοί τη φώναζαν, Γάλλοι ή Βουργουνδοί.

Οι Βυζαντινοί τιμούσαν πληθώρα στρατιωτικών αγίων και ανάμεσα τους ο Άγιος Γεώργιος είχε θέση ξεχωριστή. Η ιδιαίτερα τιμητική θέση του είναι ευδιάκριτη κατά την Υστεροβυζαντινή ή Παλαιολόγεια περίοδο. Η ημέρα μνήμης του αγίου ήταν σημαντική γιορτή και ο αυτοκράτορας απερχόταν στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου των Μαγγάνων (10). Από τους στρατιωτικούς αγίους μόνο η μνήμη του Αγίου Δημητρίου γιορταζόταν ανάλογα. Όμως το 14ο αιώνα από τα έξι ζεύγη Βασιλικών Φλαμούλων, δηλαδή των πολεμικών σημαιών της αυτοκρατορίας, το ένα παρίστανε τον Άγιο Γεώργιο έφιππο (11). Κανένας άλλος στρατιωτικός άγιος εκτός από το Γεώργιο δεν είχε ξεχωριστό Βασιλικό Φλάμουλο. Τέτοια τιμή επιφυλασσόταν μόνο σε αυτόν και στην αρχιστράτηγο, την Παναγία. Στις διάφορες γιορτές τα Βασιλικά Φλάμουλα παρατάσσονταν μπροστά και πίσω τους αυτά των δεσποτών, των αρχόντων και των δημάρχων. Ούτε στις τελετές της στέψης νέου αυτοκράτορα δεν τον ξεχνούσαν: την ώρα που ένας αξιωματούχος έριχνε νομίσματα στο λαό ο αυτοκράτορας μοίραζε χρυσά νομίσματα στους άρχοντες στην αυλή του παλατιού, όπου υπήρχε εικόνισμα του μεγαλομάρτυρα Γεωργίου (12).

Αυτά ίσως δεν ήταν αποτέλεσμα μόνο της αυξημένης αίγλης του αγίου σε Ανατολή και Δύση από τις Σταυροφορίες και μετά. Σημαντικό ρόλο μπορεί να έπαιξε η στρατηγική συμμαχία των Παλαιολόγων με τη Γένοβα, της οποίας ο Γεώργιος ήταν προστάτης. Μέρος της Κωνσταντινούπολης, το Πέραν, στην απέναντι πλευρά του Κεράτιου, είχε παραχωρηθεί στους Γενοβέζους. Αυτή η παραχώρηση διατηρήθηκε μέχρι την άλωση το 1453 και έτσι για 180 χρόνια στην Πόλη ανέμιζαν δύο κρατικές σημαίες: η μία με το χρυσό σταυρό των Παλαιολόγων, και η άλλη με τον κόκκινο σταυρό της Γένοβας, ο οποίος από κάποιο σημείο και μετά καθιερώθηκε σαν σταυρός του Αγίου Γεωργίου (13).


Η σημαία του Βυζαντινού αυτοκράτορα με βάση Ισπανικό κώδικα του 14ου αιώνα.


Λεπτομέρεια του Καταλανικού Άτλαντα του 1375, όπου στη θέση της Κωνσταντινούπολης εμφανίζονται δύο σημαίες, των Παλαιολόγων και της Γένοβας. Η δεύτερη κυματίζει και στη Θεοδοσία της Κριμαίας.


Ανεξάρτητα από το αν ο Άγιος Γεώργιος είχε γίνει ή όχι εργαλείο στις διεθνείς σχέσεις των Παλαιολόγων δεν μπορούσε παρά να είναι ιδιαίτερα αγαπητός στις τάξεις του στρατού. Ήταν ένας δικός τους άγιος. Ακόμη περισσότερο στο ελαφρύ ιππικό, αφού σαν ελαφρός ιππέας απεικονιζόταν και εξακολουθεί να απεικονίζεται ο Γεώργιος στην Ορθόδοξη εικονογραφία. Στο Μοριά, λίγα χρόνια μετά την άλωση, και ενώ όλα είχαν πια χαθεί, ένα μεγάλο μέρος του ελαφρού ιππικού προτίμησε να καταφύγει στις Βενετικές κτήσεις της Μεθώνης, της Κορώνης και του Ναυπλίου, και να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους εκεί αντί στο Σουλτάνο, ελπίζοντας πάντα πως με χριστιανική βοήθεια από τη Δύση θα μπορούσαν να διωχτούν οι Οθωμανοί. Οι άνθρωποι αυτοί, γνωστοί στους Βενετούς αρχικά σαν stratioti, δηλαδή Στρατιώτες, και αργότερα stradioti, έφεραν μαζί τους τα άλογα και τον οπλισμό τους, και μια ολόκληρη κουλτούρα που βέβαια περιελάμβανε τις πολεμικές τους συνήθειες και τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις.

Λίγο μετά τη λήξη του δεκαεξάχρονου Βενετοτουρκικού πολέμου 1463 – 1479 αρκετοί από αυτούς, απογοητευμένοι από τη συνθήκη ειρήνης και εξαγριωμένοι από τον τρόπο που τους μεταχειρίστηκαν οι Βενετοί, πήραν μέρος σε αντι-Οθωμανική εξέγερση, στην οποία ηγήθηκε ένας από τους καπεταναίους τους, ο Κροκόνδυλος Κλαδάς. Μετά την ήττα της εξέγερσης το 1481 οι αντάρτες κατέφυγαν στα βουνά δημιουργώντας χάος με τις επιδρομές τους εναντίον των Τούρκων και σε ορισμένες περιπτώσεις εναντίων των Βενετών. Με Τουρκική προτροπή οι Βενετοί πρόσφεραν αμνηστία στους αντάρτες και τη δυνατότητα να υπηρετήσουν και πάλι τη Βενετία. Αρκετοί δέχτηκαν την προσφορά – ορισμένοι την είχαν επιδιώξει – ενώ άλλοι συνέχισαν τις επιδρομές (14). Ήταν οι πρώτοι Κλέφτες του Μοριά.

Όσοι επανεντάχτηκαν στις Βενετικές δυνάμεις αντιμετώπισαν καχυποψία, μάλλον δικαιολογημένη, και κατηγορίες για συνεργασία με τους συγγενείς τους που είχαν παραμείνει στα βουνά. Οι stratioti γενικότερα θεωρήθηκαν απειλή για την ειρήνη με το Σουλτάνο και επιδιώχθηκε η ελάττωση του αριθμού τους στο Μοριά. Έτσι πολλοί στάλθηκαν στην Ιταλία να πολεμήσουν και στην νεοαποκτημένη Ζάκυνθο σαν άποικοι και φρουροί.

Στη Βενετία εκείνη την εποχή οι Έλληνες ήταν πολλοί και ένα μεγάλο μέρος τους ήταν stratioti. Η εκκλησία που έχτισαν λέγεται ακόμα Άγιος Γεώργιος των Ελλήνων. Ο Θεόδωρος Παλαιολόγος, καπετάνιος των Στρατιωτών από τη Ζάκυνθο, ήταν μέλος της επιτροπής που φρόντισε για την οικοδόμηση της (15). Θάφτηκε εκεί έξι χρόνια αργότερα. Ο Μερκούριος Μπούας, ο διασημότερος από τους Στρατιώτες, απαθανατίστηκε σε πίνακα του Lorenzo Lotto όπου στο βάθος απεικονίζεται ο Άι Γιώργης να σκοτώνει το δράκοντα. Είναι γενικά παραδεκτό πως ο Γεώργιος ήταν ο προστάτης τους.


Λεπτομέρεια του πίνακα του Lotto με το Μερκούριο Μπούα. Ο Αι Γιώργης σκοτώνει το δράκοντα.

 Απτή απόδειξη των όσων υποστηρίζω είναι ότι οι Στρατιώτες πραγματικά κραύγαζαν το όνομα του αγίου στη μάχη. Όπως μας μεταφέρει ο σύγχρονος τους Marino Sanudo, το καλοκαίρι του 1495, σε μάχη εναντίον των Γάλλων κοντά στη Νοβάρα, οι stratioti φώναζαν τα ονόματα του Αγίου Μάρκου και του Αγίου Γεωργίου (16). Φυσικά ο Άγιος Μάρκος ήταν ο προστάτης της Βενετίας και για τα συμφέροντα της Βενετίας πολεμούσαν. Ο Άγιος Γεώργιος όμως δεν έχει καμία σχέση με τη Βενετία, ήταν ο δικός τους άγιος, η δική τους πολεμική ιαχή.

Δεν έκαναν τίποτε άλλο από το να φωνάζουν, όπως σε κάθε μάχη, την πολεμική κραυγή των παππούδων τους που υπηρέτησαν τους Παλαιολόγους – κυριολεκτώ εδώ αφού το επάγγελμα του ελαφρού ιππέα, του Στρατιώτη, ήταν σε μεγάλο βαθμό οικογενειακή κληρονομιά. Την ίδια ιαχή φώναζαν τα ξαδέλφια τους, οι Κλέφτες, όταν επέδραμαν από τα βουνά της Ελλάδας. Η ίδια τρομερή ιαχή μεταφέρθηκε, πάλι από Στρατιώτες, σε μέρη που δεν είχε εξουσιάσει το Βυζάντιο στους τελευταίους αιώνες της ύπαρξης του, όπως η Κεφαλονιά, Κρήτη και η Κύπρος. Ρίζωσε και εκεί, μέσα από τις μάχες εναντίον των πειρατών και των Τούρκων. Διατηρήθηκε όσο υπήρχαν Στρατιώτες στα νησιά και Κλέφτες στα βουνά, όσο τα τσούρμα ήταν έτοιμα για ρεσάλτο – όσο χρειαζόταν.

-------------------------------------------------------------------------   
1)  Maxime Raybaud, Mémoires sur la Grèce pour servir a l’Histoire de la guerre de l’indépendance, Παρίσι 1824, τ. Α΄, σ. 466. Η μετάφραση στα Ελληνικά του παρατιθέμενου εδώ αρχικού κειμένου είναι δική μου.

Les Grecs ont un cri particulier lorsqu’ils approchent de l’ennemi: c’est une sorte d’ululement guttural; mais ce cri prend un autre caractère lorsqu’ils lèvent le poignard ou l’atagan sur une victime. Il est tel alors qu’on ne pourrait en rendre l’expression: l’ironie amère de la victoire, la colère de la vengeance, la joie inhumaine du sang, sont à la fois exprimées dans ce cri, qu’accompagne ordinairement un rire sardonique et féroce non moins épouvantable. Ce cri de l’homme-tigre, de l’homme dévorant l’homme, est affreux à l’oreille et m’a toujours fait éprouver la plus pénible sensation.

2)  Αρτέμιος Ν. Μίχος, Απομνημονεύματα της δευτέρας πολιορκίας του Μεσολογγίου (1825-1826), Αθήνα 1883, σ. 52.
3)  ‘Ω ντέρα! Ω μπούρα! Μπιτάα!’, Μίχος, σ. 87.
4)  Μίχος, σ. 84.
5)  ‘χωρίς καμιάν ευλάβειαν φωνάζει και γουργιάζει’, Johannes Meursius, Glossarium Graeco-barbarum, Λέιντεν 1614, σ. 110.
6)  Λεξικόν, τ. Β΄, Αθήνα 1963, λήμμα γιούργια.
7)  ‘Μα αλλάσθ’ απάνω μπρε παιδιά στους Τούρκους να γιουργιάρω, Διατί δεν βγαίνω ’γω ’π’ εδά όξω και ν’ απεθάνω.Arnoldus Passow, Τραγούδια Ρωμαίικα, Popularia Carmina, Graeciae Recentioris, Λειψία 1860, σ. 181.
8)  ‘Και έρχεται εις τον οίκον του αρχισυναγώγου, και θεωρεί θόρυβον, κλαίοντας, και αλαλάζοντας πολλά. / Και έρχεται εις το σπίτι του αρχισυναγώγου· και βλέπει σύγχυσιν, και τους ανθρώπους όπου έκλαιγαν και εγούργιαζαν πολλά.’  Μάξιμος Καλλιουπολίτης, Η Καινή Διαθήκη Του Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού, Γενεύη 1638, κατά Μάρκον ε΄38.
9)  Johan Ihre, Glossarium Suiogothicum, τ. 2ος, Ουψάλα 1769, σ. 318.
10)  Γεώργιος Κωδινός (ψευδο-Κωδινός), Georgius Codinus Curopalata, De officiis magnae ecclesiae, et aulae Constantinopolitanae, έκδοση Sébastien Cramoisy, Παρίσι 1625, σ. 81.
11)  Κωδινός, σ. 46.
12)  Κωδινός, σ. 100.
13)  Στα μέσα του 14ου αιώνα ένα ανώνυμο χειρόγραφο, γνωστό σαν Libro del Conosçimiento de todos los rregnos, περιέγραψε τη σημαία του Βυζαντινού αυτοκράτορα, η οποία ήταν χωρισμένη στα τέσσερα. Δύο από τα τερταρτημόρια περιείχαν το σταυρό των Παλαιολόγων και δύο του Αγίου Γεωργίου, όπως στην εικόνα που παραθέτουμε, τμήμα της εικόνας 17, από το βιβλίο Book of Knowledge of All Kingdoms, μετάφραση στα Αγγλικά του Sir Clements Markham, Λονδίνο 1912. Το κατά πόσο η περιγραφή του ανώνυμου Ισπανού είναι ακριβής μου είναι άγνωστο. Πάντως στον περίπου σύγχρονο του Καταλανικό Άτλαντα του έτους 1375 στην Κωνσταντινούπολη κυματίζουν δύο σημαίες, των Παλαιολόγων και της Γένοβας. Η σημαία της Γένοβας περιείχε τον κόκκινο σταυρό σε λευκό ή αργυρό φόντο. Στον Καταλανικό Άτλαντα, που βρίσκεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας, το αργυρό χρώμα έχει σκουρύνει με τον καιρό.
14)  Diana Gilliland Wright, Bartolomeo Minio: Venetian Administration in 15th-Century Nauplion, EJOS III, No 5, ch. 4, σσ 139 – 169.
15)  Μαριάννα Κολυβά, Θεόδωρος Παλαιολόγος, αρχηγός μισθοφόρων «στρατιωτών» και διερμηνέας στην υπηρεσία της Βενετίας (1452 c.-1532), Θησαυρίσματα  10 (1973), σ. 160.

 16)  ‘... ed andavano cridando: Marco! Marco! San Zorzi! San Zorzi!’, Marino Sanuto, La Spedizione di Carlo VIII in Italia, Βενετία 1883, σ. 509.

Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2013

Το Μαραθονήσι της Ζακύνθου – Μέρος Α΄


 
Φαντάζει σα νησάκι παραδεισένιο, σε ωκεανό μακρινό και πλάτη τροπικά, με το Ροβινσώνα Κρούσο θα ’λεγες να παραμονεύει πίσω από τη βλάστηση, μα είναι κομμάτι της Ζακύνθου που το αγκάλιασε η θάλασσα ξεχωριστά πριν από μυριάδες χρόνια. Δυο χιλιόμετρα όλο κι όλο το χωρίζουνε από την κοντινότερη ακτή – αρκετά, μέχρι σχετικά πρόσφατα, για να αισθάνονται ασφαλείς οι κορμοράνοι στα γύρω βράχια, οι φώκιες στις βοτσαλοστρωμένες, απόμερες σπηλιές που ανοίξανε τα κύματα, και τα καλοκαίρια να σκάβουνε φωλιές στην αμμουδερή του γλώσσα οι ογκώδεις θαλασσινές χελώνες. Έτσι ήταν από την αρχή, ας την πούμε αρχή, όποτε κι αν ήταν, πριν από αμέτρητες τρικυμίες κι άλλες τόσες μπουνάτσες.

Δεν έλειψε όμως και η ανθρώπινη παρουσία από τη νησίδα, όπως βέβαια δεν έλειψαν όλα εκείνα που πάντα τη συνοδεύουν. Γι αυτή την παρουσία δεν γνωρίζουμε τίποτα πριν από τα τέλη του 15ου αιώνα. Δεν γνωρίζουμε ούτε καν πως λεγότανε το Μαραθονήσι νωρίτερα. Αλλά κι όταν έχουμε πια κάποιες πληροφορίες – από τις αρχές της Βενετοκρατίας  και μετά – αυτές είναι λιγοστές, αποσπασματικές και μπερδεμένες, έτσι που, για όσους από μας το Μαραθονήσι είναι κάτι περισσότερο από μια βαρκάδα και ένα μπάνιο, για όσους αφουγκράζονται το σκόπιμα σιγανό πλατσούρισμα ενός κουπιού και ψάχνουν την αντανάκλαση μιας φευγαλέας αχτίδας του φεγγαριού πάνω σε πειρατικό γιαταγάνι, το νησάκι θα είναι πάντα τυλιγμένο σε μυστήριο.

Το πρώτο πράγμα, χρονολογικά, που γνωρίζουμε είναι πως το Μαραθονήσι υπήρξε αντικείμενο μιας διαμάχης μεταξύ του Θεοδώρου Παλαιολόγου (1) – κατά πάσα πιθανότητα συγγενή του τελευταίου Βυζαντινού αυτοκράτορα, καπετάνιου των μισθοφόρων Στρατιωτών της Ζακύνθου από το 1483 (2) και κατά περιόδους διπλωμάτη της Βενετίας – από τη μια και των αδελφών Σιδηροκαστρίτη από την άλλη. Ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζεται αυτή η διαμάχη από τους  περισσότερους συγγραφείς δημιουργεί περισσότερα ερωτηματικά σχετικά με τα γεγονότα και την αλληλουχία τους από όσα προσπαθεί να απαντήσει. Ας πάμε λοιπόν στην αρχική πηγή των πληροφοριών σε μια προσπάθεια να τα ξεδιαλύνουμε. Αυτή δεν είναι άλλη από το ανεκτίμητο ‘Λεξικό’ του Λεωνίδα Ζώη, όπου στην πρώτη του έκδοση (1898 – 1920), στο σχετικό λήμμα ανέφερε:

Εκαλείτο προσέτι και «Νήσος του Μαραθέα» (1533 Σ/γρ. Φραγκόπουλος) και είχε παραχωρηθεί τω Θεοδώρω Παλαιολόγω επί Προβλεπτού Πέτρου Φωσκόλου, αλλ’ οι εκ κώμης Πισινόντα αδελφοί Σιδηροκαστρίτη κατέλαβον αυτήν και τη 25 ιουνίου 1494 επί Προβλεπτού Παγκρ. Ιουστινιανού παρεχωρήθη αυτοίς και ο εκεί ναός μετά μονής της Θεοτόκου Οδηγητρίας της Μαραθονητιωτίσσης μεθ’ όλων των δικαιωμάτων αυτής (Όρ. Σ/γρ. Α. Γραικόν). Τη 3 σεπτ. 1514 ο ανωτέρω Παλαιολόγος ήλθεν εις συμφωνίαν προς τους Σιδηροκαστρίτη να διακρατήσωσι τον ναόν υπό τον όρον να θέσωσι μόνον εφημέριον (Σ/γρ. Γ. Στουρίων, σ.54).

Στη δεύτερη έκδοση (1963) τα περί της διαμάχης ανασκευάζονται ως εξής:

Την νησίδα ταύτην οι εκ χ. Πισινώντα αδελφ. Σιδηροκαστρίτη κατέλαβον, ως αρχικώς αυτοίς ανήκουσαν, και δη επί Πρβλ. Π. Ιουστινιανού είχε παραχωρηθή αυτοίς και ο επί της νησίδος ν. της Θ. Οδηγητρίας, της Μαραθονησιωτίσσης, 25 ιουν. 1494. Τέλος την 3 σεπτ. 1514 ήλθον εις συμφωνίαν μετά του άνω Παλαιολόγου.

Οι πληροφορίες του Ζώη προέρχονται από το κατεστραμμένο πλέον Αρχειοφυλακείο της Ζακύνθου και ο έλεγχος τους είναι αδύνατος. Με βάση το ‘Λεξικό’ κάποιοι συμπέραναν πως το Μαραθονήσι δόθηκε στον Παλαιολόγο γύρω στα 1490 από τον τότε πρεβεδούρο της Ζακύνθου Petrus Fusculo  ενώ υποτίθεται ότι ανήκε ήδη από την εποχή της δυναστείας των Τόκκο στους αδελφούς Σιδηροκαστρίτη, των οποίων όμως οι τίτλοι ιδιοκτησίας αναγνωρίστηκαν από τους Βενετούς το 1494. Έγινε μάλιστα η υπόθεση πως αυτοί είχαν χτίσει τη Μαραθονησιώτισσα. Μια τέτοια ερμηνεία είναι προβληματική για πολλούς λόγους.

Ο Θεόδωρος Παλαιολόγος ήταν άρχοντας με σημαντική περιουσία – είχε χτήματα στον Αυριακό, ενώ μόνο τα προικιά που πήρε όταν παντρεύτηκε τη Μαρία Καντακουζηνή το 1486 άξιζαν 1720 χρυσά δουκάτα – είχε ισχυρές διασυνδέσεις στη Βενετία και, το σημαντικότερο ίσως εκείνη την εποχή, ήταν αρχηγός μιας ομάδας πενήντα περίπου εμπειροπόλεμων καβαλαραίων χωρίς να υπολογίζεται πόσους ακόμα είχε ο αδελφός του Γεώργιος (3). Η γενναιότητα των αδελφών Σιδηροκαστρίτη δεν αμφισβητείται, οποιοσδήποτε εξ άλλου είχε τα κότσια να διαβιεί στη Ζακυνθινή ύπαιθρο εκείνους τους καιρούς, και ιδιαίτερα στην εκτεθειμένη περιοχή του Πισινόντα, ήταν εξ ορισμού σκληρό καρύδι. Το να τα βάζει όμως κανείς με οικογένειες όπως οι Παλαιολόγοι, οι Σιγούροι ή οι Λασκαραίοι-Μεγαδουκαίοι χωρίς απολύτως έγκυρα ντοκουμέντα δεν ήταν καθόλου υγιεινή ενασχόληση. Αν μάλιστα η άλλη πλευρά διέθετε, όπως σε αυτή την περίπτωση, τίτλο ιδιοκτησίας από τον πρεβεδούρο τότε δεν τα έβαζαν μόνο με ντόπιους άρχοντες αλλά και με τη Βενετική εξουσία.

Νομίζω πως ο Pancratius Iustiniano πολύ δύσκολα θα αναγνώριζε το 1494 τίτλους ιδιοκτησίας σε άλλα πρόσωπα μέσα στη νόμιμη περιουσία των Παλαιολόγων, στους οποίους βασιζόταν για την άμυνα του νησιού που διοικούσε και οι οποίοι έπαιρναν ενεργό μέρος στις πολεμικές συγκρούσεις της Ιταλικής χερσονήσου. Επιπλέον, πέραν του ότι ο Ζώης γράφει για παραχώρηση και όχι για αναγνώριση, όπως θα δούμε εξετάζοντας τις πληροφορίες από το 17ο αιώνα στην οικογένεια Σιδηροκαστρίτη ανήκε ολόκληρο το Μαραθονήσι και όχι μόνο η Μαραθονησιώτισσα. Δηλαδή η διαφορά ήταν για ολόκληρο το νησί και όχι μόνο για το μοναστήρι όπως υποτέθηκε.  

Ερωτηματικά επίσης προκαλεί το ότι, σύμφωνα με αυτή την ερμηνεία, η λύση της διένεξης καθυστέρησε τουλάχιστον μία εικοσαετία. Κατά την πρώτη μάλιστα δεκαετία ο Παλαιολόγος – με εξαίρεση την εισβολή των Γάλλων στην Ιταλία (1494 – 1495) και τα πρώτα δύο χρόνια του Βενετοτουρκικού πολέμου (1499 – 1503) – βρισκόταν στη Ζάκυνθο και είχε το χρόνο να διευθετήσει το ζήτημα.

Ακόμη όμως και αν αυτή η ερμηνεία είναι σωστή από πουθενά δεν προκύπτει παρουσία της οικογένειας Σιδηροκαστρίτη στη Ζάκυνθο πριν την εκδίωξη του Αντωνίου Τόκκο από τους Βενετούς το 1483. Η φράση ‘ως αρχικώς αυτοίς ανήκουσαν, και δη επί Πρβλ. Π. Ιουστινιανού είχε παραχωρηθή αυτοίς’  είναι κατά τη γνώμη μου φανερό ότι αναφέρεται σε περίοδο που περιλαμβάνει την παραχώρηση από τον Pancratius Iustiniano το 1494. Αλλά και αν δεν την περιελάμβανε θα μπορούσε κάλλιστα να εννοεί την περίοδο 1483 – 1493 και όχι αναγκαστικά αυτήν της εξουσίας των Τόκκο. Άλλες πηγές που να αναφέρονται σε ύπαρξη οικογένειας Σιδηροκαστρίτη στη Ζάκυνθο πριν το 1494 δεν υπάρχουν (4).   

Σύμφωνα με τη Μαρία Σιδηροκαστρίτη – Κοντονή, κατά την οικογενειακή τους παράδοση προέρχονται από το Σιδηρόκαστρο της Μάνης. Αυτό βέβαια δεν αποτελεί απόδειξη αλλά είναι πολύ πιθανό να είναι σωστό. Η Μαρία επίσης συνδυάζει τη Μανιάτικη καταγωγή της οικογένειας με το ότι την ονομασία Μαραθονήσι τη μοιράζεται ένα άλλο νησάκι, η αρχαία Κρανάη, πολύ κοντά στην ακτή της Λακωνίας, στο Γύθειο. Το Γύθειο, το οποίο ήταν και αυτό παλιότερα γνωστό σαν Μαραθονήσι, είναι το σημαντικότερο επίνειο της Μάνης. Είναι δηλαδή πιθανό ότι οι πρόγονοι της οικογένειας ονόμασαν το νησάκι τους έτσι λόγω της θύμησης του μικρού νησιού στη Λακωνική πατρίδα που είχαν εγκαταλείψει. Αν αυτό ισχύει τότε το Μαραθονήσι βαφτίστηκε πριν ακόμη παραχωρηθεί στους αδελφούς Σιδηροκαστρίτη αφού, κατά τα φαινόμενα, έτσι ήταν ήδη γνωστό κατά την παραχώρηση του 1494.

Τα παραπάνω συνδυάζονται πολύ καλά με το γεγονός ότι οι πρώτοι έποικοι μετά την καταστροφή της Ζακύνθου από την Τουρκική επίθεση του 1479 ήταν, σε μεγάλο ποσοστό, Μανιάτες. Οι άρχοντες της Μάνης είχαν αναγκαστεί να αποδεχτούν την Τουρκική κυριαρχία το 1460 αλλά είχαν πολύ γρήγορα επαναστατήσει και προσφέρει την πατρίδα τους στη Βενετία. Αν και οι Οθωμανοί απέτυχαν να καταλάβουν τη Μάνη στη διάρκεια του Βενετοτουρκικού πολέμου (1463 – 1479), με τη συνθήκη τερματισμού του οι Βενετοί υποχρεώθηκαν να την επιστρέψουν. Πολλοί Μανιάτες έφυγαν για την Κορώνη και τη Μεθώνη, αρνούμενοι να ζήσουν υπό Οθωμανική κυριαρχία. Η πικρία και η αγανάκτηση μερικών οδήγησε στο επαναστατικό κίνημα του 1480 – 1481 με ηγέτη τον άρχοντα της Βαρδούνιας Κροκόνδυλο Κλαδά. Το Σιδηρόκαστρο τυχαίνει να βρίσκεται πολύ κοντά στην περιοχή της Βαρδούνιας, στο επίκεντρο δηλαδή της επανάστασης. Το νέο απόκτημα της Γαληνοτάτης, η Ζάκυνθος, όχι μόνο πρόσφερε ελεύθερη γη για την εγκατάσταση των προσφύγων αλλά και λόγω γεωγραφικής θέσης απομάκρυνε τους ανήσυχους Μανιάτες από τους Τούρκους. Μπορούσε έτσι η Σινιορία να έχει ήσυχο το κεφάλι της ότι δεν θα συρόταν σε νέες εχθροπραξίες.

Η αντίθετη άποψη στην παραχώρηση της νησίδας στον Παλαιολόγο περί το 1490 εκφράστηκε από τη Μαριάννα Κολυβά, η οποία υιοθέτησε μια διαφορετική ερμηνεία των υπαρχόντων στοιχείων, χωρίς όμως να εξηγήσει τους λόγους ή να μπει σε λεπτομέρειες. Κάτι τέτοιο έβγαινε προφανώς έξω από τα πλαίσια της εργασίας της για το Θεόδωρο Παλαιολόγο (5). Γράφει απλώς ότι ο Petrus Fusculo  του παραχώρησε το Μαραθονήσι μεταξύ των ετών 1502 και 1504. Πραγματικά, το όνομα Petrus Fusculo  αναφέρεται σαν πρεβεδούρος της Ζακύνθου όχι μόνο την περίοδο 1490 – 1492 αλλά και μεταξύ 1502 – 1504. Σύμφωνα με το Δημήτρη Αρβανιτάκη δεν πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο (6). Η συνωνυμία είναι κάτι που δεν εκπλήσσει, σε αντίθεση με μια δεύτερη θητεία του ιδίου, επειδή η Ζάκυνθος, ευάλωτη και χωρίς να έχει επουλωμένες τις βαθιές πληγές του 1479, ήταν κάθε άλλο παρά ελκυστικός τόπος διορισμού. Μια παραχώρηση του νησιού από το δεύτερο κατά σειρά Petrus Fusculo  είναι πολύ πιο ελκυστική από μια παραχώρηση από τον πρώτο, πάνω από μια δεκαετία νωρίτερα.  

Στις αρχές του 16ου αιώνα ο Θεόδωρος, εξαργυρώνοντας τις σημαντικές στρατιωτικές και διπλωματικές υπηρεσίες που είχε προσφέρει στη διάρκεια του Βενετοτουρκικού πολέμου, προσπαθούσε να βρει πόρους για να εξασφαλίσει στην πολυμελή οικογένεια του ένα επίπεδο ζωής που άρμοζε στην κοινωνική τους θέση. Ο αδελφός του είχε πριν λίγα χρόνια σκοτωθεί πολεμώντας στην Ιταλία και έπρεπε να φροντίσει τη χήρα του και τα έξι τους παιδιά. Δύο γιούς και τέσσερες κόρες είχε και ο ίδιος. Συνολικά τα προστατευόμενα μέλη της οικογένειας του έφταναν τα είκοσι εφτά (7). Έτσι, είναι πιθανό ότι μεταξύ διαφόρων παραχωρήσεων που πέτυχε, κυρίως χρηματικών, ήταν και το Μαραθονήσι.

Ο Θεόδωρος Παλαιολόγος ζούσε πια στη Βενετία και, παρόλο που επισκεπτόταν τη Ζάκυνθο για να δει την οικογένεια του και να στρατολογήσει άνδρες για την κομπανία του, μάλλον δεν διέθετε τον απαιτούμενο χρόνο για να ασχοληθεί και με το ζήτημα του Μαραθονησιού. Ίσως και να μην ήθελε να ασχοληθεί επειδή πρέπει να γνώριζε ότι οι αδελφοί Σιδηροκαστρίτη είχαν δίκιο. Το νησί τους ανήκε από το 1494 και κατά πάσα πιθανότητα η παραχώρηση του από το Fusculo  ήταν άκυρη.

Στο σεισμό της 16ης Απριλίου του 1513 σκοτώθηκε η γυναίκα του Θεοδώρου και τραυματίστηκε μια από τις κόρες του. Φαίνεται πως η είδηση τον ανάγκασε να έρθει εσπευσμένα στη Ζάκυνθο για σημαντικό χρονικό διάστημα και να φροντίσει τα οικογενειακά και περιουσιακά του ζητήματα. Στις 3 Σεπτεμβρίου του 1514 το θέμα της νησίδας και του μικρού μοναστηριού της διευθετήθηκε, ουσιαστικά με τη σχεδόν πλήρη υποχώρηση του Παλαιολόγου (8), ο οποίος κράτησε μόνο το δικαίωμα να ορίζει τον εφημέριο του ναού.

Καθώς κλείνει ο πρώτος κύκλος της ιστορίας του Μαραθονησιού μένει να πούμε πως, όπως φαίνεται, η συμφωνία μεταξύ των διεκδικητών δεν άφησε καμία πικρία ή έχθρα στις εμπλεκόμενες οικογένειες. Την 1η Ιανουαρίου του 1539, ανάμεσα στα μέλη της κομπανίας του Δημητρίου Παλαιολόγου, δευτερότοκου γιού του Θεοδώρου, ο οποίος είχε στο μεταξύ πεθάνει στη Βενετία σε βαθειά γεράματα, συγκαταλέγεται και ένας Στρατιώτης με το όνομα Δημήτριος Σιδηροκαστρίτης (9).



------------------------------------------------------------------------------- 

1)  ‘Ολα τα βιογραφικά στοιχεία για τον Παλαιολόγο και την οικογένεια του, για τα οποία δεν αναφέρεται διαφορετική πηγή, προέρχονται από την εργασία της Μαριάννας Κολυβά Θεόδωρος Παλαιολόγος, Αρχηγός Μισθοφόρων «Στρατιωτών» και Διερμηνέας στην Υπηρεσία της Βενετίας, Θησαυρίσματα, 1973, σελ. 153.

2)  Κ. Σάθας, Μνημεία Ελληνικής Ιστορίας, τ. 1ος, σ. 283.

3)  Ο Γεώργιος Παλαιολόγος ήταν και αυτός καπετάνιος Στρατιωτών και Ιππότης του Αγίου Μάρκου (Κ. Σάθας, Μνημεία Ελληνικής Ιστορίας, τ. 7ος, σ. 57). Πιθανολογείται ότι και ο ίδιος ο Θεόδωρος είχε χριστεί Ιππότης του Αγίου Μάρκου περί το 1480. Ένας άλλος αδελφός ήταν ηγούμενος μονής στη Ζάκυνθο. Μια αδελφή τους ήταν στο χαρέμι κάποιου Τούρκου στο Μυστρά. Ο πατέρας τους Παύλος, πριν περάσει στην υπηρεσία των Βενετών στα τελειώματα του Βενετοτουρκικού πολέμου, βρισκόταν στην υπηρεσία των Οθωμανών. Ο Θεόδωρος ήταν για ένα διάστημα σούμπασης, δηλαδή στρατιωτικός/αστυνομικός διευθυντής μιας περιοχής του Μοριά. Είναι άγνωστο για ποιό λόγο πέρασαν στην άλλη πλευρά τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Μια υπόθεση που νομίζω θα μπορούσε να σταθεί είναι ότι, όπως συνήθιζαν να κάνουν οι Οθωμανοί με Χριστιανούς άρχοντες που υπέκυπταν στην εξουσία τους, τα παιδιά του Παύλου πάρθηκαν όμηροι για να εξασφαλίσουν τη συνέχιση της πιστής του υπηρεσίας στο Σουλτάνο. Είναι άλλωστε γνωστό ότι ο Θεόδωρος μιλούσε άπταιστα Τουρκικά. Συνήθως οι όμηροι εξισλαμίζονταν και αργότερα τους δίνονταν σημαντικά πόστα στην Αυτοκρατορία. Σε αυτή την περίπτωση τα παιδιά κράτησαν την πίστη τους και, υποθέτω, όταν επέστρεψε και ο τελευταίος η οικογένεια άλλαξε στρατόπεδο. Επέστρεψαν βέβαια μόνο τα αγόρια. Η παντρεμένη με Τούρκο κόρη του δεν επέστρεψε.

4)  Ο Λ. Ζώης στο Λεξικό του, ανάμεσα στα ελάχιστα που αναφέρει για την οικογένεια Σιδηροκαστρίτη λέει ότι μαρτυρείται από το 1500 αν και ήταν ο ίδιος που διέσωσε την παραχώρηση του 1494. Από εκείνη την εποχή μέχρι σήμερα τα περισσότερα μέλη της οικογένειας παρέμειναν στο χωριό Πισινόντας, γνωστό και σαν Παντοκράτορας. Κάποιος Γεώργης Σιδεροκαστρίτης κατείχε ένα χωράφι στην Αγία Παρασκευή το 1526 (Λ. Ζώης, Έγγραφα του ΙΣΤ΄ αιώνος εκ του αρχείου Ζακύνθου, διαθήκη του ιερέα Γεωργίου Παπαδάτου, Δελτίον της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας, 1938). Η τοποθεσία της Αγίας Παρασκευής είναι άγνωστη αλλά στον Άγιο Ιωάννη του Μπουγιάτου υπήρχε αχρονολόγητη  επιγραφή ανακαίνισης της Αγίας Παρασκευής, η οποία σήμερα βρίσκεται στο Βυζαντινό Μουσείο Ζακύνθου.

5)  Βλέπε (1).

6)  Fusculo Petrus de Hieronymi ο πρώτος και Fusculo Petrus de Andrea ο δεύτερος (Οι Αναφορές των Βενετών Προβλεπτών της Ζακύνθου, 16ος – 18ος αι., Βενετία 2000, σ. 495).

7)  Ίσως σε αυτά να περιλαμβάνεται και υπηρετικό προσωπικό, δηλαδή δούλοι.

8)  Στο Μαραθονήσι υπήρχε εκείνη την εποχή και ένα εκκλησάκι της Αγίας Μαρίνας, το οποίο μαρτυρείται το 1514 (Λ. Ζώης, Λεξικόν Ιστορικόν και Λαογραφικόν Ζακύνθου, 1963, τ. Α΄, σ. 393). Από το εκκλησάκι αυτό δεν υπάρχουν ίχνη. Κατά μία άποψη το σημείο όπου στεκόταν υποχώρησε και γκρεμίστηκε στη θάλασσα.

9)  Λ. Ζώη, Ο Ελληνικός Λόχος εν Ζακύνθω κατά τους χρόνους της δουλείας, Ελληνισμός, έτος ιδ΄, τ. 161-162, 1911.

Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2011

Η ενσάρκωση των Αρπυιών


Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς μια πενηνταριά καλογέρους να ξεχύνονται από το οχυρωμένο μοναστήρι τους και να ρίχνουν στη θάλασσα Τούρκους επιδρομείς. Ο Felix Faber μπορεί να έγραψε ότι έτσι γινόταν στα Στροφάδια, μπορεί όμως να γίνει πιστευτός; Πως είναι δυνατόν να είχαν πάει οι Τούρκοι με σκοπό να πάρουν τον καστρόπυργο και να μην μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τους  μοναχούς ούτε σε ακάλυπτο έδαφος; Προσωπικά, την πρώτη φορά που διάβασα για τα γιούργια των καλογέρων, το θεώρησα παχυλότατη υπερβολή. Αν όμως υποθέσουμε ότι ο Faber έλεγε αλήθεια τι συμπέρασμα μπορούμε να βγάλουμε; Προφανώς ότι οι επιδρομές ήταν μικρής κλίμακας. Δεν ήταν τελείως τρελοί οι μοναχοί  να κάνουν έφοδο εναντίον πολλαπλάσιων Τούρκων (πάλι τους Γαλάτες του Αστερίξ θυμήθηκα) – θα μένανε μέσα στον πύργο.
Μικρές και συχνές επιδρομές – αυτό μας λέει έμμεσα ο Faber ότι έκαναν οι Τούρκοι. Δηλαδή πόλεμο φθοράς. Πόλεμο φθοράς αλλά με ποιό στόχο; Να αναγκάσουν τους μοναχούς να εγκαταλείψουν τα Στροφάδια μας λέει πάλι ο Faber. Όχι να λεηλατήσουν το μοναστήρι και να πάρουν αιχμαλώτους, απλώς να τους διώξουν – με όπλο την πείνα! Πήγαιναν για να καταστρέψουν τη σοδειά, να κλέψουν τις βάρκες και τα ζώα. Και οι Στροφαδιώτες, εξ ανάγκης, έβγαιναν από το καστρομονάστηρο για να προλάβουν – να τους εμποδίσουν να αποβιβαστούν ή να τους τρέψουν σε φυγή πριν πετύχουν το στόχο τους. Και συχνά τα κατάφερναν! Να λοιπόν που αυτό που είπε ο Faber φαίνεται να έχει νόημα και δεν είχε απλώς σαν στόχο τον εντυπωσιασμό.
Αν ο Ελβετός μοναχός είχε διαβάσει Βιργίλιο, ή Δάντη, ίσως δεν θα του είχε ξεφύγει το ειρωνικό παιχνίδισμα της Ιστορίας. Από τις Στροφάδες είχαν διώξει οι Άρπυιες τους απελπισμένους Τρώες του Αινεία, αρπάζοντας το φαγητό τους και μολύνοντας ότι δεν άρπαζαν. Οι Τούρκοι επιδρομείς είχαν ασυνείδητα επιλέξει την ίδια τακτική στα ίδια ακριβώς νησιά. Είχαν αναλάβει το ρόλο των φτερωτών τεράτων της μυθολογίας. Αναπάντεχα οι καλόγεροι, αντί να εγκαταλείψουν τα Στροφάδια όπως οι Τρώες, πήραν τα όπλα και σαν τους Βορεάδες καταδίωκαν τους επιδρομείς!
Η καταδίωξη των Αρπυιών, Paolo Fiammingo, τέλη 16ου αιώνα
Η διαπίστωση ότι, κατά τον Faber, οι Τούρκοι επιθυμούσαν την απομάκρυνση των μοναχών δεν αποτελεί καμιά μεγάλη έκπληξη. Η επιθυμούμενη ‘εθνοκάθαρση’ των Στροφάδων μπορεί εύκολα να συμβιβαστεί με τις γενικότερες στρατιωτικοπολιτικές επιλογές των Οθωμανών κατά τη διάρκεια της εξάπλωσης τους. Ήταν συνηθισμένη τακτική να αδυνατίζουν και να τρομοκρατούν τον αντίπαλο με καταστρεπτικές επιδρομές που κάποτε ερήμωναν ολόκληρες περιοχές. Αυτές οι επιδρομές προηγούνταν της τελικής επίθεσης, που στόχο είχε την κατάκτηση. Στην περίπτωση όμως των Στροφάδων η τελική αυτή επίθεση φαίνεται πως δεν έγινε, και αυτό δημιουργεί ερωτηματικά.
Είναι επίσης γνωστό ότι το μοναστήρι των Στροφάδων, Βενετικό πλέον, καταστράφηκε τρεις φορές από τον Οθωμανικό στόλο στα επόμενα εκατό χρόνια – το 1500, λίγο πριν την κατάληψη της Μεθώνης, το 1537 από τον Μπαρμπαρόσα, και το 1571 από τον Ουλούτζαλη (1). Σε καμία από τις τρεις αυτές περιπτώσεις δεν αποπειράθηκαν οι Οθωμανοί να παραμείνουν στα Στροφάδια και αρκέστηκαν στην καταστροφή τους. Δεν επιθυμούσαν δηλαδή να τα κατακτήσουν – η απόπειρα ‘εθνοκάθαρσης’ των νησίδων στο διάστημα 1460 -1478 φαίνεται ότι ήταν αυτοσκοπός. Επιβάλλεται λοιπόν να εξερευνήσουμε τα πιθανά Οθωμανικά κίνητρα, ιδιαίτερα με δεδομένη την επιμονή τους στην επίτευξη αυτού του στόχου.
Όταν ο Μωάμεθ κατέβηκε στο Μοριά το 1460 είχε μαζί του, ως συνήθως, δεκάδες χιλιάδες ιππείς, ατέλειωτα καραβάνια φορτηγών ζώων και πυροβολικό, αλλά δεν είχε κινητοποιήσει το στόλο του (2). Ο ίδιος ο σουλτάνος, αλλά και το μεγαλύτερο μέρος του στρατού του, δεν έμεινε στο Μοριά παρά λίγους μήνες. Οι μεγάλες Οθωμανικές στρατιές συγκεντρώνονταν στις αρχές της άνοιξης και αποχωρούσαν το φθινόπωρο για να διαλυθούν πριν το χειμώνα.
Ο Οθωμανικός στρατός ήταν κατά ένα μικρό μόνο μέρος μόνιμος: γενίτσαροι (3) και πεζοί βοηθητικοί (αζάπηδες), οι περισσότεροι διάσπαρτοι σε φρουρές κάστρων και περασμάτων σε όλη την αυτοκρατορία. Τη συντριπτικά μεγαλύτερη μάζα του εκστρατευτικού σώματος την αποτελούσαν ακιντζήδες (4), τιμαριούχοι (5) σπαχήδες (6) και οι μονάδες των υποτελών ηγεμόνων που είχαν υποχρέωση να συνεκστρατεύσουν. Σε αντίθεση με τους Χριστιανούς μισθοφόρους οι στρατιές των Οθωμανών ήταν κυρίως άμισθοι και υποτίθεται ότι πολεμούσαν για την επικράτηση του Ισλάμ, ήταν δηλαδή Γαζήδες (ιεροπολεμιστές). Στην πραγματικότητα αμείβονταν με λάφυρα, σκλάβους, και τιμάρια ή, αν ήταν ήδη τιμαριούχοι, με μεγαλύτερα τιμάρια. Η επιτυχία μιας πολεμικής επιχείρησης, όσο τους αφορούσε, κρινόταν κυρίως από την ανταμοιβή τους και καθόλου από τον προσηλυτισμό Χριστιανών.
Ο ίδιος ο σουλτάνος αμειβόταν με τα εδάφη και το ένα πέμπτο (7) των λαφύρων και των σκλάβων. Σε πολλές περιπτώσεις και μόνο η απειλή επίθεσης του απέφερε μεγάλα ποσά με τη μορφή φόρου υποτέλειας. Φρόντιζε λοιπόν κάθε εκστρατεία να είναι καλά σχεδιασμένη, με τη νίκη σχεδόν εξασφαλισμένη, και συμφέρουσα σχέση κόστους και αποτελέσματος, ώστε να αποσβέσει τα έξοδα του και να του μείνει και κέρδος. Επίσης να μείνουν ικανοποιημένοι οι στρατιώτες του, έτσι που, την επόμενη φορά που θα έστελνε ντελάληδες και οι δερβίσηδες (8) θα χτυπούσαν τα νταούλια τους, να τρέξουν ακόμα περισσότεροι κάτω από τα λάβαρα του.
Αφού έφυγε ο Μωάμεθ με το μεγαλύτερο μέρος του στρατού του από το Μοριά στα τέλη του καλοκαιριού, ήταν δουλειά του σαντζάκμπεη (κυβερνήτη) της νέας επαρχίας – κάποιου Σινάν Μπέη, γιού του Ελβάν – και του τοπικού σερασκέρη (στρατιωτικού αρχηγού) να τακτοποιήσουν τις λεπτομέρειες. Δεν ήταν δύσκολη δουλειά. Εκτός από το Γραίτζα, κυκλωμένο στο Σαλμενικό, κανείς πια δεν αντιστεκόταν. Κάποτε ήρθε η σειρά των απομονωμένων μοναχών των Στροφάδων να προσκυνήσουν και να περαστούν στα Οθωμανικά τεφτέρια. Φανταστείτε την έκπληξη των αγέρωχων Μωαμεθανών όταν αποβιβάστηκαν από τα καΐκια τους και άκουσαν πως οι καλόγεροι δεν προσκυνάνε! Τι μπορούσαν να κάνουν όμως; Το μοναστήρι ήταν καλά οχυρωμένο και ειδικά ο καστρόπυργος δεν παιρνόταν με έφοδο. Η μικρή είσοδος του βρισκόταν σε ύψος 7 περίπου μέτρων και, όντας σχετικά μοντέρνο κτίσμα, ήταν ανθεκτικό ακόμα και σε πυροβολικό (9).
Η είσοδος του καστρόπυργου. Εκτός από την ενισχυμένη θύρα υπήρχε εσωτερικά και σιδερένιο, ανασυρόμενο κιγκλίδωμα. Η σκάλα που οδηγούσε τότε στην είσοδο σίγουρα διέθετε και κάποιο ανασυρόμενο τμήμα.
Βαρύ πυροβολικό βέβαια θα ήταν αποτελεσματικό, αλλά τέτοιο διέθετε μόνο ο σουλτάνος και θα έπρεπε να το στείλει με καράβια. Ήταν υπόθεση χρονοβόρα και κυρίως πολυέξοδη. Οι τεράστιες πέτρινες μπάλες που έριχναν τα κανόνια της εποχής δεν ζύγιζαν μόνο εκατοντάδες κιλά αλλά ήταν και πανάκριβες. Για να επιτευχθεί το άψογα σφαιρικό σχήμα τους χρειαζόταν πολλή δουλειά από εξειδικευμένους και ακριβοπληρωμένους τεχνίτες. Η υποσκαφή των θεμελίων του πύργου χρειαζόταν και αυτή έμπειρους σκαπανείς, ξυλεία και χρόνο, ενώ το έδαφος μπορεί να αποδεικνυόταν ακατάλληλο (10). Να πουν οι τοπάρχες στο σουλτάνο ότι έπρεπε να ξοδέψει ένα σωρό χρυσάφι, χωρίς να το πάρει ποτέ πίσω, επειδή οι ίδιοι δεν μπορούσαν να καταλάβουν ένα μοναστήρι; Καθόλου αξιοζήλευτη προοπτική. Αυτή τη δουλειά έπρεπε να την τελειώσουν μόνοι τους.
Το μοναστήρι από την ακτή
Το να πολιορκήσουν τους μοναχούς μέχρι η πείνα να τους αναγκάσει σε παράδοση ήταν και αυτό προβληματικό. Ένας μεγάλος αριθμός από σπαχήδες με τους ακολούθους τους θα έπρεπε να ξεχειμωνιάσουν ξεκομμένοι στο ύπαιθρο, με ότι εφόδια επέτρεπε ο καιρός να τους σταλούν, και με τους χριστιανούς υποτακτικούς τους στο Μοριά ανεξέλεγκτους (11). Αν δε στο μεταξύ περνούσαν τίποτα χριστιανικές γαλέες ίσως να γίνονταν τροφή για τους γαλέους. Για ποιό άλλωστε λόγο να μπουν σε τέτοιο κίνδυνο; Κανείς τους δεν είχε διάθεση να εγκατασταθεί εκεί, ακόμα και αν θα μπορούσαν τα Στροφάδια να τον συντηρήσουν. Μόνος του, με δυο-τρεις ένοπλους ακολούθους και κάμποσους ραγιάδες, θα ήταν εύκολο θύμα κάθε περαστικού Χριστιανού κουρσάρου. Φρουρά δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί, αφού για τους Οθωμανούς, που δεν είχαν καν στόλο στο Ιόνιο ακόμη, τα νησιά δεν είχαν την παραμικρή στρατηγική αξία.
Τους ήταν όμως αδύνατο να αγνοήσουν αυτό που είχε συμβεί. Οι Οθωμανοί δεν καλλιεργούσαν μόνο την άποψη ότι ήταν αήττητοι και είχαν το Θεό με το μέρος τους – το πίστευαν ακράδαντα και οι ίδιοι. Η ανένδοτη στάση μιας δράκας καλογέρων ήταν προσβολή της υπερηφάνειας τους και της μαχητικής τους ικανότητας που δεν μπορούσαν να χωνέψουν εύκολα. Επιπλέον, έσπερνε αμφιβολίες ως προς τη θεϊκή εύνοια και ήταν πολύ κακό παράδειγμα για τους Χριστιανούς ραγιάδες του Μοριά. Η απλή εκδίωξη των ατίθασων μοναχών θα αποκαθιστούσε την τάξη πραγμάτων που βόλευε την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Θα μπορούσε να επιτευχθεί με σύντομες, ευκαιριακές επιθέσεις από στολίσκους μικρών, επιταγμένων σκαφών, επανδρωμένων από τακτικούς στρατιώτες και πιθανόν μερικούς εθελοντές.
Οι Στροφαδιώτες όμως δεν λύγισαν. Ιδιαίτερα για την περίοδο 1460 – 1463, όταν όπως φαίνεται δεν υπήρχε το συμμαχικό χέρι βοηθείας του Βενετικού στόλου και οι Οθωμανοί ήταν εντελώς ασύδοτοι, η αντίσταση τους αποτελεί τεράστιο κατόρθωμα θάρρους, πείσματος, και εγκαρτέρησης. Νομίζω πως αυτό θα μπορούσε με βεβαιότητα να θεωρηθεί ακατόρθωτο, αν δεν είχε το μοναστήρι εισοδήματα από την περιουσία του στη Ζάκυνθο, και ίσως και στην Κεφαλονιά, καθώς και ανιδιοτελή υλική βοήθεια από παραπλέοντα χριστιανικά πλοία και γειτονικούς χριστιανικούς πληθυσμούς. Από το 1463 και μέχρι το 1478 η κατάσταση πρέπει να βελτιώθηκε αρκετά για τους μοναχούς, αφού ο Βενετοτουρκικός πόλεμος αφενός ωθούσε τα Βενετικά πλοία να προσφέρουν υλική βοήθεια στο μοναστήρι και αφετέρου μετέπρεπε οποιαδήποτε επιδρομή Οθωμανικού στολίσκου εναντίον των Στροφάδων σε αρκετά επικίνδυνη επιχείρηση.
Ποιό όμως ήταν το κίνητρο των μοναχών; Γιατί αντιστάθηκαν τόσο πεισματικά; Σίγουρα όχι για να σώσουν τη μονή και τη ζωή τους. Αμέτρητα μοναστήρια αναγνώρισαν την Οθωμανική εξουσία και επιβίωσαν. Ο Μωάμεθ συνειδητά ακολουθούσε την πολιτική του καρότου και του μαστιγίου: Παραδώσου για να έχεις κάποια προνόμια και να είσαι ασφαλής, αντιστάσου και θα είσαι πολύ τυχερός αν χάσεις μόνο το κεφάλι σου. Μόνο ο πατριωτισμός μπορεί να εξηγήσει την ανένδοτη στάση τους – ένας πατριωτισμός που στην εποχή τους ταυτιζόταν με την πίστη στο Θεό και τον αυτοκράτορα. Ήταν έτοιμοι να μαρτυρήσουν για την πίστη τους μιμούμενοι τον Κωνσταντίνο, που ο γάμος του με την όμορφη (12) Ζακυνθινή Θεοδώρα – όπως και η προσχώρηση της στη Ορθοδοξία με αυτό το όνομα – ήταν η αφορμή για την ανακαίνιση της μονής τους.
Ο αγώνας τους όμως δεν πρέπει να ήταν εντελώς ανέλπιδος. Οι Στροφαδιώτες ήταν καλύτερα ενημερωμένοι από τη συντριπτική πλειοψηφία των Ρωμιών εκείνη την εποχή. Ο δικός τους ασκητισμός ήταν ιδιότυπα κοσμοπολίτικος. Καράβια από όλα τα λιμάνια της Μεσογείου έπιαναν στα Στροφάδια κάθε τόσο, φέρνοντας ειδήσεις από Δύση και Ανατολή. Πρέπει να γνώριζαν πως από το 1459, με τη σύνοδο της Mantua, ο Πάπας Πίος Β΄οργάνωνε πανχριστιανική σταυροφορία για την απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης. Οι μοναχοί των Στροφάδων, χωρίς αναγκαστικά να είναι υπέρμαχοι της ένωσης των Εκκλησιών, δεν μπορεί να θεωρούσαν πως ‘κρειτότερον εστι ειδέναι εν μέση τη πόλη φακιόλιον βασιλεύον Τούρκων ή καλύπτραν λατινικήν’. Τα γραπτά του Buondelmonti, του ανώνυμου Άγγλου προσκυνητή, του Pero Tafur, και άλλων μεταγενέστερων, δείχνουν πως οι Δυτικοί αντιμετώπιζαν τους μοναχούς φιλικά και με σεβασμό, σε αντίθεση με τους Μωαμεθανούς που επιβουλεύονταν το μοναστήρι. Οι μοναχοί γνώριζαν ακόμα πως οι Οθωμανοί δεν είχαν στόλο στην περιοχή. Αν έφταναν οι Φράγκοι πριν από κάποια Τούρκικη αρμάδα θα σωζόντουσαν.
Άντεξαν τρία χρόνια αλλά οι σταυροφόροι ελευθερωτές δεν έφτασαν ποτέ. Η κήρυξη όμως του πολέμου μεταξύ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας τους έδωσε καινούργιες ελπίδες. Ο αποκλεισμός του Οθωμανικού στόλου από την περιοχή τους επέτρεψε να συνεχίσουν την αντίσταση τους για δεκαέξι χρόνια ακόμη. Λίγο μετά το τέλος του πολέμου το μοναστήρι βρέθηκε και πάλι σε πολύ δύσκολη θέση.
Το καλοκαίρι του 1479 ξεκίνησε η Οθωμανική επίθεση εναντίον του Δουκάτου της Αγίας Μαύρας που ολοκληρώθηκε το φθινόπωρο με την καταστροφή της Ζακύνθου. Το μοναστήρι είχε χάσει το 1460 ότι μετόχια είχε στο Μοριά. Τότε πια έχασε και ότι είχε στα Ιόνια νησιά. Ακόμα και αν δεν είχαν καεί τα μετόχια είχαν καεί οι τίτλοι ιδιοκτησίας. Δεν υπήρχε κανείς να τα καλλιεργήσει και δεν μπορούσαν οι μοναχοί να πατήσουν πόδι στη Ζάκυνθο το 1479-80. Είναι άγνωστο αν μπορούσαν να πάνε στα 1481-82 αλλά το νησί ήταν σχεδόν έρημο. Κανείς δεν υπήρχε πια να αγοράσει τα ζώα και τα τρυγόνια που παραδοσιακά αποτελούσαν τα εξαγωγικά προϊόντα των Στροφάδων.
Ο Αντώνιος Τόκκο, αδελφός του Λεονάρδου, είχε διώξει τις Τουρκικές φρουρές από τη Ζάκυνθο και την Κεφαλονιά με τη βοήθεια Καταλανών μισθοφόρων. Τα δύο νησιά είχαν μετατραπεί σε άντρο Καταλανών και ντόπιων πειρατών που λήστευαν και σκλάβωναν αδιακρίτως Χριστιανούς και Μουσουλμάνους. Επενέβησαν οι Βενετοί, παίρνοντας τη Ζάκυνθο και πολιορκώντας το κάστρο του Αγίου Γεωργίου στην Κεφαλονιά, προς τέρψιν όσων Κεφαλλονιτών είχαν απομείνει. Τελικά ο Αντώνιος σκοτώθηκε από τους δικούς του και το κάστρο παραδόθηκε το 1483. Το 1485 η Βενετία αναγκάστηκε να επιστρέψει την Κεφαλονιά στο σουλτάνο αλλά της επιτράπηκε να κρατήσει τη Ζάκυνθο.
Αυτή η πρώτη μεταπολεμική περίοδος – που όπως αποδείχτηκε ήταν στην πραγματικότητα μεσοπολεμική – πρέπει να ήταν για τους μοναχούς χειρότερη από τον πόλεμο, αφού το μοναστήρι θα ασφυκτιούσε οικονομικά. Ψωμί, φρούτα και ψάρια, δικής τους παραγωγής, πρέπει να είχαν οι καλόγεροι, για όσο τουλάχιστον είχαν τα απαραίτητα σύνεργα. Λάδι για τα καντήλια και κρασί να κοινωνήσουν ποιός ξέρει αν είχαν. Βάρκες, εργαλεία, υλικά για επισκευές, όπλα και ρουχισμός πρέπει να ήταν σημαντικό πρόβλημα.
Εκείνη την εποχή πρέπει να συνειδητοποίησαν πως το μικρό τους κάστρο και ο μικρός, ασκητικός τους στρατός έπαυαν, αργά αλλά σταθερά, να είναι ετοιμοπόλεμα. Αν συνεχιζόταν αυτή η κατάσταση, ακόμα και χωρίς επιδρομές Τούρκων ή Βορειοαφρικανών, η μοναστική τους κοινότητα θα μαράζωνε και θα εξαφανιζόταν. Οι Άρπυιες ίσως πετύχαιναν στην ειρήνη ότι δεν είχαν πετύχει στον πόλεμο. Γνώριζαν πια από χρόνια οι μοναχοί πως καμιά σταυροφορία δεν θα γινόταν για να αναστηθεί η Ρωμανία. Αργά ή γρήγορα οι Τούρκοι θα ξανάρχονταν. Ο στόλος τους ήταν ελεύθερος πλέον να πλέει στο Ιόνιο. Όλο και συχνότερα τα πλοία του έφεραν πυροβόλα. Η πρώτη ναυμαχία στην Ιστορία με χρήση πυροβόλων και από τους δύο εμπλεκομένους θα γινόταν είκοσι χρόνια αργότερα κοντά στο Ναβαρίνο. Μόνη σανίδα σωτηρίας που τους είχε απομείνει ήταν οι απέναντι Βενετικές κτήσεις και ο στόλος. Η εξάρτηση από τη Βενετία είχε γίνει σχεδόν απόλυτη.
Κάπου εδώ πρέπει να τελείωσε το έπος της ντε φάκτο ανεξαρτησίας των Στροφάδων και γνωρίζουμε θετικά πως ήταν Βενετική κτήση την τελευταία δεκαετία του 15ου αιώνα. Οι Βενετοί δεν έπαψαν ποτέ να είναι καχύποπτοι απέναντι στον ορθόδοξο κλήρο και διέθεταν αρκετούς μηχανισμούς άμεσου ή έμμεσου ελέγχου του στην επικράτεια τους. Δεν υπήρχε χώρος στο Ιόνιο για μιά ανεξάρτητη μοναχική πολιτεία, ακόμη και σε στενή συμμαχία με τη Βενετία.
Μέσα από πολέμους και καταστροφές, για αιώνες ένοπλο, το μοναστήρι κατάφερε να επιβιώσει. Ο καστρόπυργος – άλλο θαύμα και ευκαιρία που δεν αξίζουμε αλλά πρέπει να αρπάξουμε – στέκεται ακόμα. Μόλις! Τώρα πια αντιπαλεύει, όχι Τούρκους και Αλιτζερίνους επιδρομείς αλλά τα στοιχεία της φύσης, την αδιαφορία διαδοχικών Αθηναϊκών κυβερνήσεων, και τη δική μας ολιγωρία.

Επίλογος για αλαφροήσκιωτους μόνο

Αφέντες μου τσελεντίσιμοι και άρχοντες τρισευγενικοί, τα κουπία είναι αρματωμένα και ματαμπαίνουμε στο λιμνιώνα από τη μερία του λαζαρέτου. Όπου να ’ναι θα φουντάρουμε το σίδερο. Να σας έχει καλά η Κυρά μας, και σας και τσου εδικούς σας, οπού εκάματε δύσκολο προσκύνημα σε χρόνους μαύρους και φουρτουνιασμένους. Αν είδε κανένας σας, πέρα από τσου αφρούς των κυμάτωνε και μέσα από τα σερνάμενα σύννεφα τση μπόρας, την αναλαμπή κεριού που άναψε καλόγερος εδώ και πεντακόσια τόσα χρόνια, να ξέρ’τε πως σε τούτα τα νησία γένουνται πρά’ματα που δεν τα βάνει ο νούς του α’θρώπου. Θα σας πώ κάτι ακόμα, κι ας με περάσετε για αλαφροήσκιωτο: Ο δικέφαλος αητός ακόμα φτεροκοπάει στο παλιό του λημέρι. Δε θα ’ναι κρίμα από το Θέο να ξεμπουριστεί; Χρέος απλέρωτο ’ς τσου προνόννους σας και αδικία μεγάλη ’ς τσου τρισεγγόνους σας; Γιατί ετούτ’ το ’ξωτικό πουλί μοναχά σε Ρωμαίικους καστρόπυργους κουρνιάζει.


---------------------------------------------------------------------- 
(1)  Έγιναν και άλλες επιδρομές στα Στροφάδια, πολλές από τις οποίες παραμένουν άγνωστες. Μια τέτοια άγνωστη επιδρομή ίσως έγινε λίγο πριν το 1517. Την 1η Δεκεμβρίου εκείνου του έτους ο Charles Bothe, επίσκοπος του Hereford στην Αγγλία, έδωσε άδεια στον Σμύρνης Μεθόδιο για έρανο υπέρ του Αγίου Ιωάννου της Πάτμου και της Παρθένου Μαρίας των Στροφάδων. Λέει ότι η μονή ανήκε στη μητρόπολη Lesalia (Θεσσαλίας;). Αναφέρει ζημιές στο μοναστήρι, αιχμάλωτους μοναχούς και την πληρωμή φόρου υποτέλειας. Αυτός ο τελευταίος ίσως είναι το μερτικό που αναλογούσε στη μονή από τα 500 δουκάτα που πληρώνονταν κάθε χρόνο στο σουλτάνο για τη Ζάκυνθο. Παραθέτω με την ευκαιρία το κείμενο γιατί μάλλον είναι και αυτό άγνωστο: Methodius, bishop of Smyrna, for his own needs and the relief of the monasteries of St John the Evangelist on the island of Patmos, of the order of St Basil, in the diocese of Crete, and of the BVM in the island called in common Greek Strophadia, of the same order, and of the diocese of Lesalia, the repair of the buildings, the payment of a tribute, and the redemption of certain captive monks. Από το Registrum Caroli Bothe, Episcopi Herefordensis, AD MDXVI – MDXXXV, Λονδίνο 1921, σ. 355.
(2)  Το πυροβολικό ίσως είχε μεταφερθεί με πλοία. Η δυσκολία μεταφοράς κανονιών εκείνη την εποχή δια ξηράς ήταν τέτοια που πολλές φορές προτιμούσαν να τα κατασκευάσουν επιτόπου.
(3)  Την εποχή του Μωάμεθ Β΄ αριθμούσαν περίπου 12.000, David Nicolle, Armies of the Ottoman Turks 1300 - 1774, σ. 11.
(4)  Άτακτοι ελαφροί ιππείς, κυρίως Τουρκομάνοι και Τάταροι νομάδες, που σαν ρόλο είχαν τις επιδρομές στα μετόπισθεν του εχθρού, την καταστροφή των επικοινωνιών του και της λογιστικής του βάσης, την τρομοκράτηση του πληθυσμού και τη συλλογή πληροφοριών. Akinci στα Τουρκικά σημαίνει επιδρομέας. Κατά την εκ παρατάξεως μάχη σκοπός τους ήταν η παρενόχληση και διάσπαση των εχθρικών δυνάμεων ή η ενέδρα.
(5)  Τιμάριον ήταν το Οθωμανικό ανάλογο της Βυζαντινής ‘πρόνοιας’ και του δυτικοευρωπαϊκού φέουδου. Το τιμάριο όμως δεν έπαυε να είναι ιδιοκτησία του σουλτάνου, που το παραχωρούσε έναντι υποχρεώσεως στρατιωτικής υπηρεσίας και που μπορούσε να αφαιρεθεί οποιαδήποτε στιγμή.
(6)  Οι σπαχήδες ήταν το Οθωμανικό ανάλογο των Βυζαντινών καβαλλάριων και των Φράγκων ιπποτών.
(7)  Το ‘ιερό πέμπτο’ σύμφωνα με τους νόμους του Ισλάμ.
(8)  Ασκητές και απόστολοι του Σουφισμού, μιας μυστικιστικής εκδοχής του Ισλάμ, που ακολουθούσαν το στρατό του σουλτάνου.
(9)  Γρηγόρης Α. Πουλημένος και Ιωάννα Στουφή – Πουλημένου, Το Οικοδομικό Χρονικό της Ιεράς Μονής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Στροφάδων, Μονές της Ζακύνθου: Ιστορία – Αρχιτεκτονική – Τέχνη, Πρακτικά Επιστημονικής Ημερίδας, 1996, σ. 230.
(10)  Το υψόμετρο των Στροφάδων είναι λίγα μόνο μέτρα. Πιθανόν να χρειάζονταν να κατεβούν κάτω από το επίπεδο της θάλασσας για να υποσκάψουν τα θεμέλια του πύργου. Σε συνδυασμό με την εγγύτητα του με την παραλία, και τον πλούσιο σε γλυκό νερό υδροφόρο ορίζοντα, τέτοια επιχείρηση δεν θα ήταν πολλά υποσχόμενη. Άλλα υπόγεια εμπόδια, όπως βράχοι ή άμμος, μπορεί να την καθιστούσαν αδύνατη.
(11)  Οι τιμαριούχοι δεν άφηναν τα τιμάρια τους για πολύ καιρό. Βλέπε Jean W. Sedlar, East Central Europe in the Middle Ages, 1000 - 1500, σ. 244.
(12)  Σύμφωνα με τον Γεώργιο Σφραντζή η Μαγδαληνή/Θεοδώρα Τόκκο ήταν ωραιότατη.  Καὶ τῷ αὐτῷ ἔτει ἐν μηνὶ Νοεμβρίῳ, βασίλισσα κυρὰ Θεοδώρα εἰς τὸ Στάμηρον εὑρισκομένη ἀπέθανε, καταλείψασα λύπην πολλὴν καὶ εἰς τὸν ἄνδρα αὑτῆς καὶ εἰς ἡμᾶς τοὺς οἰκείους αὐτοῦ διὰ τὸ εἶναι αὐτὴν καλλίστην.Χρονικόν, 20.9.
Άδεια Creative Commons
Αυτή η εργασία από το http://pampalaia.blogspot.com/ χορηγείται με άδειαCreative Commons Αναφορά προέλευσης - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 3.0 Μη εισαγόμενο .