Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα μυστήρια και θαύματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα μυστήρια και θαύματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 2 Μαΐου 2015

Οι νεράιδες του Γαβρίλη


Αν και είμαι γέννημα-θρέμμα Χωραΐτης, παιδί της Φανερωμένης και του Άμμου, ένα μεγάλο μέρος της προσχολικής μου ηλικίας το πέρασα στο χωριό του πατέρα μου, το Σκουληκάδο. Εκεί ήταν δάσκαλοι ο πατέρας μου και η μάνα μου – στο παλιό διθέσιο Δημοτικό Σχολείο, χαμηλά, κάτω από το κυρίως χωριό, σε μια τοποθεσία που λέγεται Μερτούλα. Πίσω ακριβώς από το σχολείο ήταν πριν τους σεισμούς το πατρογονικό μας σπίτι, ένα μεγάλο διώροφο, που το μοιράζονταν οι προηγούμενες γενιές της οικογένειας με άλλους συγγενείς. Από αυτό το σπίτι εγώ γνώρισα μόνο την εξωτερική σκάλα, αυτή μοναχά στεκόταν ακόμα. Στο κεφαλόσκαλο της με είχε ‘τρουποκεφαλιάσει’ άθελα του με μια πέτρα, ακριβώς πάνω από το μάτι, ένας ξάδερφος μου.

Μέναμε καμιά δεκαπενταριά μέτρα από τα ερείπια, σε ένα φτωχικό σπιτάκι χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα – άλλωστε στη δεκαετία του ’60 δεν υπήρχε τέτοιο πράγμα στα χωριά – και πηγαίναμε στη Χώρα κάθε Σάββατο, μετά το σχόλασμα. Το σπιτάκι είχε ένα μακρόστενο κήπο, κάπου ενενήντα μέτρα μήκος, και στην άλλη άκρη, ανάμεσα σε βάτα και καλάμια, έτρεχε ένα ρυάκι – εποχικό ρέμα που στέρευε το καλοκαίρι, αφήνοντας ίσως κάποια λασπόνερα στα βαθύτερα και σκιερότερα σημεία. Εκεί, κοντά σε μια συστάδα κυπαρισσιών που δεν υπάρχει πια, έπαιζα συχνά παρατηρώντας τους γυρίνους, τους σκαντζόχοιρους και όποια άλλα ζωντανά έφερνε η έλξη του νερού και της άγριας βλάστησης.

Το γνώριζα απλά σαν ‘ποτάμι’, κατά τη συνήθεια που έχουνε οι Ζακυνθινοί να λένε ποτάμι κάθε  νεροσυρμή, ρυάκι ή χείμαρρο μεγαλύτερο από τράφο. Κι όμως έχει όνομα, κατά πως πρέπει σε ένα ποτάμι, όπως έμαθα σχετικά πρόσφατα από τον πατέρα μου – το λένε Γαβρίλη. Και σαν ποτάμι φιλοδοξεί να φτάσει στη θάλασσα. Φαίνεται να ξεκινάει λοιπόν από τα υψώματα του Δράκα και προσπερνώντας το Σκουληκάδο στρίβει βόρεια, κατά το Κούκεσι. Ανοίγω παρένθεση για να ζητήσω συγγνώμη επειδή στο χάρτη του Google το κακόμοιρο το Κούκεσι αναφέρεται με το φασιστικής έμπνευσης και επιβολής ‘Καλλιθέα’ – άλλη μία από τις πολλές πομπές της σημερινής Ζακύνθου, αφού, ξεκάρφωτο και ξένο, παραμένει ακόμα και σήμερα το επίσημο όνομα του χωριού.  Κοντά στο Κούκεσι ο Γαβρίλης, μεταμφιεσμένος πια σε χαντάκι, χύνεται, ή μεταμορφώνεται σιγά-σιγά, στο ποτάμι των Αλυκών και, περνώντας κάτω από το γεφύρι που είναι γνωστό σαν Πεντακάμαρο, φτάνει στη θάλασσα.

Αλυκές, Πεντακάμαρο, Charles Wyllie, 1892


Στην απέναντι όχθη του δεν πέρναγα ποτέ, ακόμα και όταν το νερό ήταν λιγοστό, γιατί μου ήταν σύνορο απαγορευμένο. Από την άλλη μεριά ήταν ‘του Πασπαλά’, στην παιδική μου φαντασία κάτι σαν χώρα ξένη, μυστηριώδης και τρομαχτική. Τα σκοτεινά βράδια, πριν με πάρει ο ύπνος στο δωμάτιο που φωτιζότανε αμυδρά από το καντήλι μπρος στο εικόνισμα, αφουγκραζόμουνα το αλύχτισμα των σκυλιών από κείθενες, από του Πασπαλά, και με έσφιγγε ο φόβος.  Ίσως να μην έφταιγε μόνο η ηλικία μου, μπορεί να έφταιγε και ο Γαβρίλης, γιατί, παρόλο που δεν το ήξερα τότε, ήταν στοιχειωμένος. Όχι από πνεύματα πονηρά, σαν αυτά του Βροντόνερου, αλλά από αρχαίες νύμφες των νερών που στα νεότερα χρόνια τις λέμε νεράιδες. Μόνο που λίγοι τις βλέπουνε ή τις ακούνε, και γίνονται όλο και πιο σπάνιοι από γενιά σε γενιά – οι αλαφροΐσκιωτοι είναι είδος ανθρώπου υπό εξαφάνιση.

Τέτοια αλαφροΐσκιωτη ήταν η Κατερίνα, η προνόνα μου.  Ήταν νύφη από την αντίπερα όχθη του Γαβρίλη, από το Πασπαλαίικο. Όταν έμενε ο πατέρας μου στο χωριό, μικρό παιδί κι αυτός λίγο πριν τον πόλεμο, η νόνα του η Κατερίνα αφουγκραζότανε τα βράδια τις νεράιδες που είχανε στήσει χορό στο ποτάμι με πίπιζες και ταμπούρλα, τα γνωστά στο Τζάντε ταμπουρλονιάκαρα. ‘Τσι ακούς Πίπη μου; Τσι ακούς;’ ρώταγε το μικρό Σπύρο. Άνοιγε πολλές φορές το παράθυρο και τους έπιανε την κουβέντα. Μη σας περάσει από το μυαλό πως έπασχε από γεροντική άνοια, πως τα ’χε χαϊμένα. Δεν είχε πατήσει ακόμα τα εξήντα. Ούτε για μουρλή την είχανε στο χωριό. Το αντίθετο μάλιστα, τα πιστεύανε αυτά που έλεγε για τους νεραϊδοχορούς. Ο προνόνος μου ο Στάθης, άνθρωπος σοβαρός με πελώρια μουστάκια, τη σιγοντάριζε κιόλας. Είχε δει με τα μάτια του ένα βράδυ, σύμφωνα με τα λεγόμενα του, ένα μεγάλο μαύρο σκύλο, που έσερνε μια μακριά αλυσίδα, να πηδάει από πάνω από μια μεγάλη συκιά και να χάνεται στο Γαβρίλη. Έτσι αφήνανε τις νεράιδες ήσυχες και ζήσανε αυτές καλά και μείς καλύτερα, αν εξαιρέσουμε τους πολέμους και τους σεισμούς.

Ποιός όμως κουβεντιάζει τώρα πια με τις νεράιδες; Ποιός αφουγκράζεται τις Άρπυιες των Στροφάδων, τις Νηρηίδες του γιαλού, την τοξότρια πατρώα θεά στους λόγγους του Σκοπού και του Βραχιώνα; Χωρίς αλαφροΐσκιωτους, να μας θυμίζουνε πως τα στοιχεία είναι στοιχειά, τι απόγινε το δέος μπροστά στις πηγές της ζωής; Τίποτα πια δεν αποθαρρύνει τους άνομους και τους βέβηλους με το μαζούτ, τις μπουλντόζες, τα μπάζα, τα σκουπίδια, τα φαρμάκια, τις καραμπίνες. Οι νεράιδες, ονειρεμένες πρέσβειρες της ομορφιάς της ζωής, δεν ανέχονται ούτε το θανατικό ούτε την ασχήμια. Παίρνουνε των ομματιών τους και φεύγουνε. Πόσες φορές έχουμε διαβάσει στις πλαγιές, γραμμένο με στάχτη και μπούρμπερη, ‘Οι νεράιδες δεν μένουν πια εδώ’;


Λένε πως οι νεράιδες παίρνουν των ανθρώπων τη μιλιά. Συκοφαντίες! Δεν την παίρνουνε από κανένα γνωστικό που τις αφήνει στους χορούς τους. Τη φωνή τους οι γνωστικοί τη χάνουνε από τους κερδοθήρες, τους λαθροθήρες και τους ψηφοθήρες ακόμα – και είναι και η μουγγαμάρα των γνωστικών, όλων αυτών που δεν τα βάνουν με τη φύση, που αποδιώχνει τα ξωτικά. Καιρός να ξεμουγγαθούμε γιατί μιας και φύγουνε δύσκολα ξανάρχονται.

Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2012

Ο Άγιος Νικόλας στο Σκινάρι


 
Κοντά στο βορειότερο άκρο της Ζακύνθου, με το οποίο το – καθ’ όλα φιλικότατο – νησί μας απειλεί να ‘κεντρώσει’ την Κεφαλονιά, βρίσκεται το φυσικό λιμανάκι του Άγιου Νικόλα. Στο στόμιο του όρμου στρογγυλοκάθεται μια βραχονησίδα, γνωστή σαν Νησί, ακριβώς όπως τη βλέπετε στην τραβηγμένη από το μυχό του φωτογραφία. Η ερειπωμένη εκκλησία, που επίσης βλέπετε πάνω της, είναι υπεύθυνη για τη βάπτιση του λιμανιού. Το όνομα σημειώνεται στο χάρτη του Buondelmonti το 1420 αλλά φαίνεται πως τα βαφτίσια γίνανε πολύ παλιότερα.

Η Ιωάννα Στουφή – Πουλημένου έχει χρονολογήσει την κατασκευή της εκκλησίας στα τέλη του 7ου ή αρχές του 8ου αιώνα, με βάση τα αρχιτεκτονικά στοιχεία που έχουν επιβιώσει (1). Πρόκειται δηλαδή για τα απομεινάρια της παλιότερης γνωστής εκκλησίας στη Ζάκυνθο. Χωρίζει την κατασκευή του  μνημείου σε δύο εμφανείς οικοδομικές περιόδους. Την αρχική/Παλαιοχριστιανική/Βυζαντινή και την της Βενετοκρατίας. Αφήνεται όμως να εννοηθεί πως η ‘Βενετική’ οικοδομική περίοδος είναι μια απλή εικασία, αφού η εργασία δεν παραθέτει κανένα στοιχείο που να το υποστηρίζει, τουλάχιστον στα μάτια ενός μη ειδικού όπως ο γράφων. Δεν αναφέρεται τίποτα που να αποκλείει η περίοδος αυτή να ήταν στην πραγματικότητα στα χρόνια της δυναστείας των Τόκκο ή των Ορσίνι.

Κάτοψη του ναού της πρώτης περιόδου. Βλέπε (1).


Πολύ σωστά, κατά τη γνώμη μου, η κα Στουφή – Πουλημένου υποθέτει ότι ο ναός ιδρύθηκε σε αυτό το απομονονωμένο και εκτεθειμένο σε πειρατικές επιθέσεις σημείο αφού είχε καταλυθεί το επιδρομικό κράτος των Βανδάλων και πριν αρχίσουν οι επιδρομές των Σαρακηνών. Η ηρεμία όμως εκείνης της εποχής ήταν σχετική. Το μεγαλύτερο μέρος του Μοριά (κυρίως το γειτονικό με τη Ζάκυνθο δυτικό) βρισκόταν έξω από τον έλεγχο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μετά τη Σλαβική κάθοδο. Σλάβοι, ή Ελληνο-Αβαρο-Σλάβοι,  πειρατές από το Μοριά είχαν μάλιστα κάνει μεγάλη επιδρομή στην Κρήτη το 623. Παρόλο που τα γεγονότα της εποχής είναι ελάχιστα γνωστά, και πάρα πολύ συγκεχυμένα, η κατάσταση δεν φαίνεται να άλλαξε ουσιαστικά πριν τον 9ο αιώνα. Είναι γνωστή η αποτυχημένη επίθεση των Σλάβων εναντίον της Πάτρας το 805.  

Στην ακτή απέναντι από το Νησί δεν έχουν παρατηρηθεί ίχνη οικισμού ή οχυρώσεων, και ούτε φαίνεται να υπήρχαν εκτεταμένες οχυρώσεις γύρω από την εκκλησία – αν και μια ανασκαφή, η οποία δεν έχει γίνει ποτέ, θα ανακάλυπτε ίσως κάποια περιορισμένη οχύρωση. Για ποιό λόγο λοιπόν διακινδυνεύτηκε η κατασκευή μονής – γιατί η ύπαρξη τόσο μεγάλης εκκλησίας σε απομονωμένη περιοχή παραπέμπει σε μοναστήρι – σε εκείνο το σημείο; Και γιατί δεν την προστάτευαν τείχη;

Αν είχε παραχωρηθεί στη μονή περιουσία ικανή να υποστηρίξει την παραμονή σε αυτή λίγων δεκάδων μοναχών, η ισχυρή και πολυέξοδη οχύρωση δεν ήταν, νομίζω, απόλυτα απαραίτητη. Ο μόνος τρόπος επίθεσης εναντίον της προϋπέθετε την προσέγγιση πλοίων ή πλοιαρίων από τα οποία θα αποβιβαζόταν ο εχθρός. Η βραχονησίδα είναι αρκετά μικρή, και ταυτόχρονα αρκετά μεγάλη, ώστε ένας μικρός αριθμός καταπελτών να αποτελούσε θανάσιμο κίνδυνο για οποιονδήποτε παραπλέοντα στολίσκο. Τέτοιου είδους όπλα ήταν, για παράδειγμα, οι όναγροι. Εκτόξευαν πέτρες και εμπρηστικές βόμβες με βεληνεκές μερικών εκατοντάδων μέτρων. Ένα μόνο πλήγμα από σφαιρικό πήλινο αγγείο – κάτι σαν κοκτέιλ Μολότοφ της εποχής – μπορούσε να βυθίσει ολόκληρο πλοίο αφού οι εύφλεκτες ύλες που διασκόρπιζε με την πρόσκρουση δεν έσβηναν εύκολα ούτε με νερό.

 Ρωμαϊκός όναγρος του 4ου αιώνα.

Το βεληνεκές τέτοιων όπλων θα επέτρεπε στο χρήστη να ελέγχει όχι μόνο την πρόσβαση στη βραχονησίδα αλλά ολόκληρο τον όρμο. Ενδεικτικά, η νότια είσοδος του λιμανιού, που είχε και το μεγαλύτερο πλάτος (πριν προστεθούν οι σύγχρονες κατασκευές), ήταν μόνο 230 μέτρα περίπου.


Αυτός πρέπει να ήταν και ο λόγος ύπαρξης του μοναστηριού: η προστασία του όρμου, δηλαδή ενός σημαντικού καταφυγίου της ντόπιας ναυτιλίας, εμπορικής και πολεμικής. Ο Άγιος Νικόλας ήταν το ασφαλέστερο λιμάνι της Ζακύνθου, με εξαίρεση αυτού της Βρώμης. Επιπλέον, στο μυχό του υπήρχε, μέχρι πριν ελάχιστες δεκαετίες, γλύφα που το νερό της χυνόταν στη θάλασσα. Μπορεί να μην ήταν εύγευστο αλλά ήταν πόσιμο σε περίπτωση ανάγκης. Αυτό, για τα δεδομένα του Μεσαίωνα, όταν η ναυτιλία γινόταν κυρίως το καλοκαίρι και με πλοία που διέθεταν μεγάλο αριθμό κωπηλατών, ήταν πολύ σημαντικό. Τυχόν εγκατάσταση πειρατών στον Άγιο Νικόλα, είτε ευκαιριακή είτε μόνιμη, θα είχε σοβαρές συνέπειες για όλη την περιοχή.

Φυσικά το μοναστήρι του Αγίου Νικολάου δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει επιθέσεις μεγάλης κλίμακας, όπως αυτές που έκαναν πολλές φορές οι Σαρακηνοί και που σε μια από αυτές, το 904, λεηλατήθηκε ακόμα και η Θεσσαλονίκη. Ο Buondelmonti αναφέρει ότι είχαν κάποτε απαχθεί οι μοναχοί των Στροφάδων (νησίδων που βρίσκονται κάπου 30 μίλια νότια της Ζακύνθου) και είναι γνωστό πως καλόγεροι από το εκεί μοναστήρι της Παναγίας είχαν βρεθεί σκλάβοι στην Τύνιδα το 1411. Δεν γνωρίζουμε αν ο Άγιος Νικόλαος συλήθηκε ποτέ από τους Άραβες. Όταν πάντως πέρασε ο Buondelmonti από την περιοχή, προς τα τέλη της δεκαετίας του 1410, και τα δύο νησιωτικά μοναστήρια βρίσκονταν σε λειτουργία.

Το σίγουρο είναι ότι το μοναστήρι δεν γλύτωσε την καταστροφή το 1479, όταν οι Τούρκοι κατέλυσαν το κράτος του Λεονάρδου Τόκκο ερημώνοντας ολόκληρη τη Ζάκυνθο. Ανασυστάθηκε κάμποσες φορές στη διάρκεια της Βενετοκρατίας αλλά φαίνεται πως δεν επανέκτησε ποτέ την παλιά του αίγλη και περιουσία. Οι Βενετοί, διαθέτοντας πολεμικά πλοία στην περιοχή αρκετά συχνά, και όντας σε θέση να συγκεντρώσουν στη Ζάκυνθο πάνω από χίλιους αρκεβουζιοφόρους πολιτοφύλακες και μερικές εκατοντάδες ιππείς οποτεδήποτε υπήρχε χρεία, δεν πολυανησυχούσαν μήπως ο Άγιος Νικόλας γίνει λημέρι πειρατών. Στις αρχές του 18ου αιώνα η μονή είχε περιέλθει στη δικαιοδοσία του Καθολικού μοναστηριού του Αγίου Φραγκίσκου στο Κάστρο και η εδαφονομή της παραχωρηθεί στον Άγιο Γεώργιο στα Γκρεμνά (2).

Με δεδομένο ότι ο Άγιος Γεώργιος είχε κατά το 17ο και 18ο αιώνα 12 με 18 μοναχούς (3) οι κάτοικοι του Νησιού δεν πρέπει να ξεπερνούσαν σε αριθμό τα δάχτυλα του ενός χεριού. Ο αριθμός τους μάλλον δεν ήταν μεγαλύτερος τον προηγούμενο αιώνα, ακόμη και στις καλύτερες των ημερών του. Ένας τέτοιος πληθυσμός όμως δεν επαρκούσε για να υπερασπιστεί ολόκληρη τη βραχονησίδα σε περίπτωση Τουρκικής επιδρομής. Κοντά στην κορυφή του βράχου υπάρχουν ακόμα και σήμερα τα ερείπια ενός κυλινδρικού κτίσματος που θεωρείται από όσους το έχουν δει σαν βαρδιόλα, δηλαδή παρατηρητήριο από την εποχή της Βενετοκρατίας.


Η θέση είναι πραγματικά ιδανική για παρατηρητήριο, με θέα προς τη θάλασσα και την ακτογραμμή της Ζακύνθου για πολλά χιλιόμετρα. Ακόμα, είναι ορατό από εκεί το Κάστρο. Αυτό σημαίνει πως μια φρυκτωρία εκεί κοντά μπορούσε να δίνει σήματα φωτιάς και καπνού που συχνά ήταν ορατά από τον ίδιο τον πρεβεδούρο (κυβερνήτη) της Ζακύνθου χωρίς να χρειάζεται η αναμετάδοση τους.


Το παρατηρητήριο αυτό όμως δεν μοιάζει με τις συνηθισμένες βαρδιόλες, όπως αυτή στο γειτονικό Μεγαλώνι. Δεν έχει διατομή τετράγωνη και πυραμιδοειδή στέγη. Μοιάζει περισσότερο με τους ερειπωμένους ανεμόμυλους στα γύρω υψώματα. Βέβαια δεν ήταν βαρδιόλα φτιαγμένη με Βενετσιάνικες προδιαγραφές, ήταν του μοναστηριού. Έχει όμως κάτι πολύ πιο παράξενο ακόμα. Στην ανατολική πλευρά διαθέτει μια κόγχη, ακριβώς όπως οι εκκλησίες. ‘... μας θυμίζει περισσότερο έναν ναΐσκο παρά τις γνωστές μας βενετσιάνικες βαρδιόλες’, έγραψε σχετικά στο εξαιρετικό ιστολόγιο του ο π. Διονύσιος Λυκογιάννης (4). Η κόγχη αυτή, με τετράγωνο παράθυρο, δεν εξυπηρετεί κανένα αμυντικό, ή άλλο, πρακτικό σκοπό. Ο λόγος ύπαρξης της δεν μπορεί παρά να είναι λατρευτικός. Πως μπορεί όμως να εξηγηθεί η ύπαρξη μιας βαρδιόλας που είναι ταυτόχρονα εκκλησάκι;

Η εξήγηση είναι, πιστεύω, ο μικρός αριθμός μοναχών παράλληλα με τις αμυντικές τους ανάγκες. Μια φούχτα ανθρώπων μπορούσε να υπερασπίσει μόνο ένα σημείο του βράχου, κατά προτίμηση το ψηλότερο, το πιο δύσβατο και με την καλύτερη ορατότητα – δηλαδή την κορυφή του. Η παλιά εκκλησία του Αγίου Νικολάου δεν ήταν υπερασπίσιμη και αφέθηκε στην τύχη της. Ο καλύτερος τρόπος οχύρωσης της κορυφής του βράχου ήταν η κατασκευή ενός αμυντικού πύργου. Σε άλλα, μεγαλύτερα μοναστήρια, ο πύργος ήταν η τελευταία γραμμή άμυνας. Στο Νησί ήταν η πρώτη και τελευταία. Γι αυτό και ήταν ταυτόχρονα προμαχώνας, παρατηρητήριο, μπαρουταποθήκη και ναός.

Αυτή η ασυνήθιστη διαρρύθμιση δεν είναι μοναδική. Χρησιμοποιήθηκε για αιώνες στη μονή των Στροφάδων – αν και σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα αφού οι μοναχοί εκεί ήταν τουλάχιστον δεκαπλάσιοι. Αν κάποιος σκάψει γύρω από τη λεγόμενη βαρδιόλα θα βρει, πιστεύω, τις πέτρες που σχημάτιζαν τον πάνω όροφο του πύργου, οι οποίες τώρα, μαζί με χώματα και βλάστηση, κρύβουν την υπερυψωμένη βάση του. Ίσως βρει και κάποια σκαλοπάτια, σε ορθή γωνία με την είσοδο του. Ας ελπίσουμε πως κάποιοι, κάποτε, θα ενδιαφερθούν.

Η λειτουργία του μοναστηριού σαν μετόχι του Αγίου Γεωργίου των Γκρεμνών σηματοδότησε μια περίοδο σταθερότητας στο Νησί, που κράτησε μέχρι την οριστική του εγκατάλειψη στα μέσα του 19ου αιώνα. Στις αρχές Φεβρουαρίου του 1805 πέρασε από το Σκινάρι ο Edward Dodwell μαζί με τον Simone Pomardi, πάνω σε ένα παλιό εμπορικό που λεγόταν Άγιος Σπυρίδων, προερχόμενοι από τη Μεσσήνη της Σικελίας και συνέχισαν νότια προς την πόλη. Ο Dodwell έγραψε (5):

Το πρώτο σημείο του νησιού (της Ζακύνθου) που περάσαμε λέγεται Ακρωτήριο Σκινάρο, χαμηλό και πράσινο – κοντά του βρίσκεται ο θαλασσινός βράχος του Αγίου Γεωργίου, με μια μικρή εκκλησία στην οποία μένουν λίγοι Έλληνες μοναχοί. Κοντύτερα στην ακτή βρίσκεται το Μικρονήσι (το μικρό νησί), και πιο κάτω ο βράχος που λέγεται Τρέντα Νόβε, πάνω στον οποίο υπάρχουν τα ερείπια εκκλησίας και ερημητηρίου.

Παραδόξως, μετά από τόσους αιώνες χρήσης του από Ορθόδοξους μοναχούς, το Νησί του Αγίου Νικολάου θεωρείται σήμερα ότι ανήκει στην Καθολική Αρχιεπισκοπή Κερκύρας – Ζακύνθου – Κεφαλληνίας. Δεν γνωρίζω το πως, υποπτεύομαι όμως ότι η υπόθεση αυτή πηγαίνει τρεις αιώνες πίσω, όταν οι Βενετοί παραχώρησαν το βράχο στον Άγιο Φραγκίσκο του Κάστρου. Τα ντοκουμέντα που στηρίζουν αυτό το ιδιοκτησιακό καθεστώς θα ήταν ίσως πολύ ενδιαφέροντα σε νομικούς, και όχι μόνο, δεδομένου ότι η περιουσία του Αγίου Φραγκίσκου δημεύτηκε προς όφελος της δημόσιας εκπαίδευσης από την Επτάνησο Πολιτεία στις 20 Ιανουαρίου του 1805, δηλαδή περίπου δύο βδομάδες πριν τη διέλευση του Dodwell από το Σκινάρι.  

 
----------------------------------------------------------------  

(1)  Ο Άγιος Νικόλαος στο νησί στη Ζάκυνθο: Μια άγνωστη Παλαιοχριστιανική Βασιλική, Δελτίον της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας 14 (1987 – 1988), Περίοδος Δ΄, σσ. 267 -276, Αθήνα 1989.

(2)  Λ. Ζώης, Λεξικόν Ιστορικόν και Λαογραφικόν Ζακύνθου, τ. Α΄, σ. 476.

(3)  Δ. Μούσουρας, Αι Μοναί Στροφάδων και Αγίου Γεωργίου των Κρημνών Ζακύνθου, Αθήνα 2003, σ. 106.

(4)  http://plykogiannis.blogspot.co.uk/2009/05/o.html Εδώ μπορείτε να δείτε και φωτογραφίες από το εσωτερικό του κτίσματος.

(5)  A Classical and Topographical Tour through Greece, τ. 1ος, Λονδίνο 1819, σ. 78.

Παρασκευή 14 Σεπτεμβρίου 2012

Οι χάρτες της νήσου των Ιεροσολύμων


Η Αγία Βερενίκη του Γκρέκο

Όταν οι ναυτικοί του Μεσαίωνα παράπλεαν τις ακτές του Μοριά κουβαλώντας εμπορεύματα, σταυροφόρους και προσκυνητές προς την ανατολική Μεσόγειο, βλέπανε στα δεξιά τους ένα νησί, που στα παράλια του είχε ένα μικρό βουνό με ένα μοναστήρι στην κορυφή. Ήταν αφιερωμένο στην Αγία Ιερουσαλήμ, έτσι λέγανε αυτοί που ξέρανε, και το καθολικό του είχε ένα τρούλο δυτικότροπο, ασυνήθιστο σε εκείνα τα μέρη. Το νησί είχε όνομα – ή πες καλύτερα ονόματα, ανάλογα με το ποιόν ρώταγες. Ήταν όμως πιο εύκολο για τα καραβίσια τσούρμα να το θυμούνται σαν το νησί της Ιερουσαλήμ. Έτσι το ονοματίζανε συχνά-πυκνά.

Στο δρόμο για τους Άγιους Τόπους οι γραμματιζούμενοι και οι φλάρηδες ιστορούσανε – σε όσους ήταν ικανοί να καταλάβουν τα αλλόκοτα Λατινικά τους – το πως το νησί ετούτο είχε ασπαστεί το Χριστιανισμό. Μια καλή γυναίκα της Ιερουσαλήμ, έλεγαν, συμπονώντας το Χριστό στην ανηφόρα του Γολγοθά, του έδωσε το πέπλο της για να σκουπίσει το μέτωπο του. Η γυναίκα είχε το όνομα πριγκίπισσας της Μακεδονίας – ήταν της μόδας τότε – τη λέγανε Βερενίκη. Εκείνος, αφού σκούπισε τον ιδρώτα και το αίμα, της το επέστρεψε. Πάνω του είχε αποτυπωθεί θαυματουργικά το θεϊκό πρόσωπο τρεις φορές, γιατί το πέπλο, γνωστό από τότε σαν σουδάριον, ήταν διπλωμένο στα τρία.

Αυτοκράτορας εκείνα τα χρόνια ήταν στη Ρώμη ο Τιβέριος. Έπασχε από λέπρα και είχε πληροφορηθεί τα θαύματα του Ιησού στην Παλαιστίνη. Μην έχοντας άλλη ελπίδα, έστειλε έναν έμπιστο του, το Βολουσιανό, να τον φέρει στη Ρώμη. Όταν έφτασε ο Βολουσιανός στην Ιερουσαλήμ ο Ιησούς είχε ήδη σταυρωθεί. Συνάντησε όμως τη Βερενίκη και εκείνη τον ακολούθησε στη Ρώμη, όπου ο αυτοκράτορας γιατρεύτηκε μόλις άγγιξε το μανδήλιον.

Το ένα τρίτο του σουδαρίου όμως δεν έφτασε ποτέ στην Ιταλία. Στο δρόμο η Αγία Βερενίκη είχε σταματήσει στη Ζάκυνθο – έτσι λέγανε στα Ελληνικά το νησί της Ιερουσαλήμ – όπου είχε κηρύξει το Χριστιανισμό και αφήσει το πρώτο κομμάτι. Το άλλο το έδωσε στον Κλήμεντα Α΄, τέταρτο κατά σειρά επίσκοπο Ρώμης, και το τρίτο στον Άγιο Ευφράσιο, έναν από τους εφτά κληρικούς που στάλθηκαν για να κηρύξουν το Ευαγγέλιο στην Ισπανία (1).

Χωρίστηκε η Εκκλησία, χωρίστηκαν και οι παραδόσεις. Ετούτη η παράδοση, που φαίνεται πως άρχισε να διαδίδεται τον 7ο αιώνα, έπεσε στη μεριά της Δύσης. Παραμερίστηκε στο νησί, σχετικά εύκολα, από μια άλλη, ντόπια. Αυτή που θέλει τη Μαρία τη Μαγδαληνή να εκχριστιανίζει τη Ζάκυνθο. Καθ’ οδόν και αυτή προς στη Ρώμη βγήκε στις Μαριές ενώ η Βερενίκη είχε αποβιβαστεί σε άλλο ορεινό χωριό, στις Βολίμες (2)(3). Αιώνια πανέμορφη η Ζάκυνθος θα μπορούσε να είναι το μήλο της Έριδος ανάμεσα σε αρχαίες θεές. Προκειμένου όμως περί αθλητριών του Χριστού το ζήτημα δεν μπαίνει ανταγωνιστικά. Καμία αγία δεν ξεγράφεται. Έτσι το ιστολόγιο αυτό, πιστό στη δική του παράδοση του ανασκαλέματος ξεχασμένων γεγονότων και θρύλων, θυμίζει πως η μνήμη της Αγίας Βερενίκης γιορτάζεται στις 12 Ιουλίου, ένα δεκαήμερο πριν της Μαρίας της Μαγδαληνής.

Η ονομασία Ιερουσαλήμ παραμερίστηκε κι αυτή. Εσφαλμένη τη χαρακτήρισε ο Λεωνίδας Ζώης (4). Όμως δεν μπορεί να λογαριάζεται εσφαλμένη μια ονομασία όταν έχει τύχει χρήσης. Ιδιαίτερα αν πίσω της κρύβεται κάποια αιτία – και η αιτία είναι φανερή στα παράγωγα του χάρτη του Cristoforo Buondelmonti, από το έργο του Liber insularum Archipelagi, γραμμένο το 1420 *.

Εδώ βλέπουμε μια εκδοχή του 1466, μία από τις παλιότερες που υπάρχουν. Ο χάρτης είναι εκπληκτικά ακριβής για την εποχή του και πάνω στην κορυφή του Σκοπού βλέπουμε μια θολοσκέπαστη εκκλησία, ακριβώς στο σημείο που θα σημειωνόταν η Παναγία η Σκοπιώτισσα πάνω σε ένα σύγχρονο χάρτη. Το όνομα της είναι Sancta Hierusalem, Αγία Ιερουσαλήμ.

Στην παρακάτω εκδοχή, επίσης του 15ου αιώνα, από χειρόγραφο του Πανεπιστημίου του Düsseldorf, υπάρχει μόνο μια (φανταστική) απεικόνιση του κάστρου. Η θέση όμως της Αγίας Ιερουσαλήμ σημειώνεται πάνω σε ένα βουνό (Mons).


Αυτή η παραλλαγή, του τέλους του 15ου αιώνα, επιμένει σε θολοσκέπαστη Αγία Ιερουσαλήμ.


Το ίδιο και αυτή του 2ου μισού του ίδιου αιώνα.


Και αυτή του 15ου ή 16ου .


Είναι ενδεικτικό πως όλες οι άλλες εκκλησίες – ο Άγιος Νικόλαος στο λιμάνι, που ίσως είναι ο Άγιος Νικόλαος των Ξένων ή ο των Γερόντων, ο Άγιος Νικόλαος στο Σκινάρι και ο Άγιος Βλάσσιος, πιθανότατα αυτός που υπήρχε κάποτε στο Μπανάτο – παρουσιάζονται σαν μονόκλιτες βασιλικές χωρίς τρούλο, που είναι και ο πιο συνηθισμένος τύπος ναού στο νησί αιώνες τώρα. Τρούλο όμως, και μάλιστα οκτάγωνο, που θυμίζει την αρχιτεκτονική του Brunelleschi, διαθέτει σήμερα η Παναγία η Σκοπιώτισσα, ακριβώς εκεί που στεκόταν η Αγία Ιερουσαλήμ, και όπου παλιότερα πιστεύεται ότι στεκόταν ιερό της Άρτεμης.

Είναι σύμπτωση; Τι ιδιοτροπία και αυτή των κτητόρων της μονής να βάλουν σε ορθόδοξη εκκλησία τρούλο που θύμιζε ιταλική! Και μάλιστα σε ένα νησί όπου οι σεισμοί είναι συχνότεροι από τις μπόρες. Τους άρεσαν τα ρίσκα; Ή μήπως, όταν ανοικοδομήθηκε η εκκλησία το 1534 και το 1624, διατηρήθηκαν κάποια σχεδιαστικά χαρακτηριστικά του προηγούμενου κτιρίου, της Αγίας Ιερουσαλήμ; Και πόσο εύκολο ήταν άραγε να προχωρήσουν σε αυτή την πράξη νοσταλγίας; Να βρουν δηλαδή πρωτομάστορα να εγγυηθεί την ευστάθεια του ασυνήθιστου τρούλου; Δεν θα έφερναν βέβαια κάποιον από την Ιταλία μόνο για ένα τρούλο, αλλά ούτε θα εμπιστεύονταν τον πρώτο περαστικό χωρίς έχουν δει δείγμα της δουλειάς του. Όποιος τον έφτιαξε όμως ήξερε την τέχνη του. Στέκεται ακόμα, μετά από τόσους αιώνες, σε ένα νησί που οι σεισμοί δεν άφησαν εντελώς αλώβητο κανένα κτίσμα εκείνης της εποχής!

 Ίσως πάλι να πρέπει να γεννηθεί σε μια γωνία του μυαλού μας ένα ερώτημα πιο τολμηρό. Μήπως δεν στέκεται ο τρούλος εκεί τέσσερεις αιώνες αλλά έξι; Μήπως δεν κατασκευάστηκε το 1624 αλλά στέκεται ακλόνητος, με μερικά μερεμέτια μόνο, από πολύ παλιότερα; Μήπως οι γνωστές ανοικοδομήσεις της μονής δεν περιλάμβαναν τον πυρήνα του καθολικού και περιορίστηκαν σε επισκευές και περιφερειακές αλλαγές; Αυτός ο τύπος τρούλου ήταν πολύ γνωστός στις αρχές του 15ου αιώνα. Συμπτωματικά, ο μεγαλοπρεπέστατος αλλά παρόμοιος τρούλος του μητροπολιτικού ναού της Φλωρεντίας άρχισε να κατασκευάζεται ακριβώς την εποχή που ο Φλωρεντινός μοναχός Buondelmonti φιλοτεχνούσε το χάρτη της Ζακύνθου.


Η Σκοπιώτισσα, κτίσμα αταίριαστο με τη ντόπια αρχιτεκτονική, σε φωτογραφία του 1968 από το βιβλίο του Δ. Ζήβα Η Αρχιτεκτονική της Ζακύνθου από το ΙΣΤ’ μέχρι το ΙΘ΄ αιώνα. Η εκκλησία έχει σχήμα ελεύθερου σταυρού και σε κάθε γωνία του υπήρχε παλιότερα από ένα παρεκκλήσι.

Πόσο μπορεί να βασιστεί κανείς σε ένα χάρτη που απεικονίζει ψάρια εκεί που σήμερα βρίσκεται ο διάδρομος αποπροσγειώσεων του αεροδρομίου; Αρκετά, όταν διαθέτει και κείμενο του χαρτογράφου που τον βοηθάει να διακρίνει κάποιες παραναγνώσεις, παρανοήσεις και παραλείψεις των αντιγραφέων. Έγραψε λοιπόν ο Buondelmonti:

 
Είπαμε αρκετά για την Κεφαλονιά. Να πούμε τώρα και για τη Ζάκυνθο. Η οποία Ζάκυνθος πήρε το όνομα της από έναν παλιό άρχοντα ή ένα λουλούδι, μιας και είναι ανθηρή και ευχάριστη. Βρίσκεται απέναντι από τον Κορινθιακό Κόλπο – από αυτήν λέγεται ότι κάποιοι πήγαν στην Ισπανία όπου ίδρυσαν το Saguntum, πόλη ευγενική, στενή σύμμαχο των Ρωμαίων, την οποία κατέλαβε εξ εφόδου ο Αννίβας και την κατέστρεψε. Αυτή (η Ζάκυνθος) λεγόταν παλιά και Ιερουσαλήμ. Ο Robert Guiscard, Δούκας της Απουλίας, θέλοντας να μεταβεί στον Πανάγιο Τάφο, είδε σε όνειρο πως θα πεθάνει στην Ιερουσαλήμ. Ήρθε όμως στην Κεφαλονιά, όπως ειπώθηκε πιο πάνω (5), κοντά σε αυτό το νησί και, αρρωσταίνοντας σε αυτό το μέρος, αφού άκουσε πως λεγόταν επίσης Ιερουσαλήμ ξεψύχησε μετά από λίγες μέρες. Προς το βορρά (6) φαίνονται πλούσια βοσκοτόπια. Στα ανατολικά όμως υπάρχει ένα λιμάνι που λέγεται Nacte (7), όπου σε ένα κοντινό κάμπο υπάρχει μία λίμνη υγρής πίσσας (8), στην οποία έπεσε ένα βόδι όταν το τσίμπησε μία μύγα και αμέσως πνίγηκε. Εκεί κοντά μια σκοτεινή νύχτα ένα πλοίο φορτωμένο Μαλβασία (9), με ευνοϊκό άνεμο, με φουσκωμένα τα πανιά, επειδή το πλήρωμα δεν γνώριζε ναυσιπλοΐα, εξόκειλε και ακινητοποιήθηκε στην ίδια αμμουδιά χωρίς να πάθει ζημιά. Η Βερενίκη επίσης, ακούγοντας πως το όνομα του νησιού ήταν Ιερουσαλήμ, από ευλάβεια το επισκέφτηκε, όπως λέγεται, επέδειξε το σουδάριον του Χριστού και κήρυξε το θυσία του Σωτήρος, προσηλυτίζοντας τους στην ευσεβή πίστη. Στα ανατολικά, σε μια παραλία, όπως λέγεται, έχει ανακαλυφθεί φλέβα μεταλλεύματος, και σε ολόκληρη τη νότια πλευρά, ανάμεσα στα σκιερά δέντρα, υψώνονται βουνά (10). Προς τα δυτικά είναι τα άριστα περίκλειστα λιμάνια Pilosus (μαλλιαρός ή χνουδωτός) και Άγιος Νικόλαος (11), και κοντά τους εκτείνονται αλυκές. Προς βορράν τέλος, περίπου στη μέση, υψώνεται η καστρόπολη, η οποία έχει καταστραφεί συχνά από σεισμούς. Εκεί βρίσκεται θαμμένη μια δούκισσα από την οικογένεια μου (12). Έχει περίμετρο πάνω από 60 μίλια και όλοι οι κάτοικοι απολαμβάνουν με ευχαρίστηση το υγιεινό της κλίμα.

Βιργίλιος:

Τώρα εν μέσω των κυμάτων εμφανίζεται η δασώδης Ζάκυνθος.

Το έργο του Buondelmonti αντιγράφτηκε πολλές φορές και σήμερα σώζονται σε διάφορες βιβλιοθήκες αρκετές δεκάδες χειρόγραφα. Ήταν επιπλέον το έναυσμα για τη δημιουργία άλλων isolarii, συλλογές δηλαδή με χάρτες και περιγραφές νησιών. Πέρασε πάνω από ένας αιώνας μέχρι να ‘χαρτογραφηθεί’ ξανά η Ζάκυνθος. Το Isolario του Benedetto Bordone του 1528 έφερε τα πάνω κάτω:


Το λιμάνι του Αγίου Νικολάου κοίταζε την Ιταλία αντί για τον Πατραϊκό και το Pilosus portus, ιταλοποιημένο σε Porto Peloso, μεταφέρθηκε στο Λαγανά. Ο χάρτης του Bordone πρέπει να είχε πολύ μεγαλύτερη απήχηση από αυτόν του Buondelmonti. Ήταν πια η εποχή της τυπογραφίας. Οι επόμενοι χάρτες όμως, παρόμοιοι ο ένας με τον άλλο, ήταν ακόμη χειρότεροι. Ούτε το σχήμα του νησιού αναγνωρίζεται, ούτε τα ονόματα των περισσότερων τοποθεσιών που σημειώνονται. Με μία μόνο φωτεινή εξαίρεση – τον Antonio da Millo. Έλληνας από τη Μήλο, ήταν ένα διάστημα Armiraglio al Zante (Αρχιπλοηγός του λιμανιού της Ζακύνθου) και τη γνώριζε καλά. Ο χάρτης του είναι πολύ πιο ακριβής και επαναφέρει το όνομα Porto Natta στον κόλπο του Λαγανά. Εκεί όμως είχε μετακομίσει πριν από καιρό και το Porto Peloso. Μόνο που αναγκαστικά περιορίστηκε στο ανατολικό του άκρο, και συγκεκριμένα σε ένα νησάκι, που ακόμα και σήμερα λέγεται Πελούζο.


 

------------------------------------------------------------------------------ 

*  Όλους τους βασισμένους στο Buondelmonti χάρτες, εκτός από το δεύτερο, τους ξετρύπωσε ο Παναγιώτης (από Γαλλικές πηγές).

(1)  Μία από τις πηγές για την παράδοση αυτή είναι ο 3ος τόμος του έργου A History of Auricular Confession and Indulgences in the Catholic Church του Henry Charles Lea, Φιλαδέλφεια 1896, σσ. 501 – 502.

(2)  Π. Χιώτης, Ιστορικά Απομνημονεύματα, τ. Β΄, σσ. 36 – 40. Ο Χιώτης αναφέρει τους Σέρρα και Κούρτσολα, οι οποίοι είχαν γράψει για την Αγία Βερενίκη στη Ζάκυνθο.

(3)  Η ανακήρυξη του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου σαν παλιού προστάτη της Ζακύνθου ίσως να μην είναι άσχετη με την Αγία Βερενίκη. Όπως αναφέρει ο Λ. Ζώης υπήρχε μονή στο Σκινάρι αφιερωμένη στην Αγία Βερενίκη, η οποία πιθανόν ενσωματώθηκε με αυτή του Αγίου Ιωάννη στη Λαγκάδα. Λεξικόν, τ. Α΄, σ. 88.

(4)  Λ. Ζώης, Λεξικόν, τ. Α΄, σ. 238.

(5)  Είχε αναφέρει το Guiscard μιλώντας για την Κεφαλονιά, καθώς και το ότι το Φισκάρδο πήρε το όνομα του από αυτόν.

(6)  Από τα λεγόμενα του είναι φανερό ότι βόρεια θεωρούσε τη βορειοανατολική πλευρά του νησιού.

(7)  Απόπειρα μεταφοράς στα Λατινικά του ονόματος Natta, παλιάς ονομασίας της Λίμνης του Κεριού και ολόκληρου του κόλπου του Λαγανά, προερχόμενη από το nafta, δηλαδή τη νάφθα (συστατικό του πετρελαίου).

(8)  Η Λίμνη του Κεριού με την πηγή του Ηροδότου. Ο Buondelmonti έγραψε lacus picis, δηλαδή λίμνη με πίσσα, αλλά κάποιοι το διάβασαν σαν lacus piscis, δηλαδή λίμνη με ψάρια. Έτσι έχουμε στην περιοχή του αεροδρομίου απεικονίσεις είτε ψαριών είτε πίσσας, επειδή κάποιοι άλλοι θεώρησαν πως η απεικονιζόμενη εκεί λίμνη ήταν η λίμνη της πίσσας. Στην πραγματικότητα εκεί υπήρχε άλλος βάλτος, πολύ μεγαλύτερος από αυτόν του Κεριού, η λεγόμενη Λίμνη του Νερούλη και αργότερα του Μακρή, αλλά χωρίς πίσσα και ψάρια. Προφανώς ο Buondelmonti την συμπεριέλαβε στο χάρτη του αλλά δεν την αναφέρει στο κείμενο.

(9)  Περίφημο κρασί της εποχής, κυρίως του Μοριά και της Κρήτης, που πήρε το όνομα του από το Ιταλικό όνομα της Μονεμβασίας.

(10)  Αυτό που θεωρεί νότια πλευρά, κατά μήκος της οροσειράς του Βραχιώνα, είναι σημειωμένο στο χάρτη με τη λέξη meridies (μεσημβρία, νότος).

(11)  Για τον Άγιο Νικόλα στο Σκινάρι δεν μπορεί να υπάρξει αμφιβολία. Το λιμάνι που ονομάζει Pilosus απεικονίζεται στους χάρτες κοντά στον Άγιο Ανδρέα αλλά κατά τη γνώμη μου πρόκειται για τη Βρώμη. Και στα δύο σημεία υπάρχουν βραχονησίδες, όπως σημειώνεται στο χάρτη. Οι Αλυκές απέχουν περίπου το ίδιο από τα τρία σημεία σε ευθεία γραμμή. Μόνο ο Άγιος Νικόλας και το Πόρτο Βρώμη όμως θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν σαν άριστα λιμάνια.

(12)  Η Μαγδαληνή (Maddalena) Μπουοντελμόντι, αδελφή του Ησαύ  Μπουοντελμόντι, Δεσπότη της Ηπείρου, παντρεύτηκε τον Λεονάρδο Α΄ Τόκκο, Κόμη Κεφαλληνίας, Ζακύνθου και αργότερα Δούκα της Αγίας Μαύρας (Λευκάδας). Έγινε μητέρα του Καρόλου Α΄ Τόκκο, Δεσπότη της Ηπείρου και Δούκα της Αγίας Μαύρας, και του Λεονάρδου Β΄, Κόμη της Ζακύνθου. Κόρη του Λεονάρδου Β΄ και εγγονή της Μαγδαληνής ήταν η Θεοδώρα, πρώτη σύζυγος του τελευταίου αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Ίσως επειδή δεν είχε τις καλύτερες δυνατές σχέσεις με την ισχυρή προσωπικότητα της νύφης της Φραγκίσκης, συζύγου του Καρόλου Α΄, η Μαγδαληνή αποσύρθηκε στη Ζάκυνθο μέχρι το τέλος της ζωής της το 1401 ή λίγο αργότερα.

Σάββατο 18 Αυγούστου 2012

Παλαμικά ‘κοσμοσυντρίμματα’ στη ‘γη που είν’ απ’ ανθούς κι από τραγούδια ηλιοχυμένη'*


* The title is virtually untranslatable as it is borrowed from two different poems of Kostis Palamas. The best I can do is ‘Old worlds’ debris in the land that is sundrenched with flowers and songs’.

Η είδηση της ανακάλυψης σε ένα μικρό μοναστήρι των Φραγκισκανών, κοντά στο βόρειο άκρο της πόλης της Ζακύνθου, ενός τάφου που έφερε το όνομα του μεγάλου Ρωμαίου ρήτορα Κικέρωνα αναστάτωσε την Ευρωπαϊκή διανόηση του 16ο αιώνα. Στη Ζάκυνθο ο απόηχος της δεν έπαψε να αντηχεί ποτέ, και μάλιστα χωρίς να υπάρχει αμφισβήτηση του γεγονότος από τους ντόπιους ιστορικούς.  

The news of the discovery in a small Franciscan monastery, near the northern limit of the town of Zante, of a grave bearing the name of the great Roman orator Cicero stirred the 16th century European intelligentsia. In Zante its echo never ceased to reverberate, and the story has never been disputed by local historians.

Λιγότερα από είκοσι χρόνια μετά από εκείνη τη συγκλονιστική ανακάλυψη μια άλλη μεγάλη μορφή της Ιστορίας τάφηκε στο ίδιο μοναστήρι το 1564. Γνωστό και αυτό στους Ζακυνθινούς. Το 1784 ο Νικόλαος Σέρρας – μεταφράζοντας από τα Λατινικά στα Ιταλικά το βιβλίο του Καθολικού Επισκόπου Ζακύνθου Baldassare Remondini – είχε προσθέσει ότι, εκτός από τον Κικέρωνα, και ο Φλαμανδός πατέρας της Ανατομίας Ανδρέας Βεσάλιος είχε ταφεί στην εκκλησία Santa Maria delle Grazie. Το 1861 ένας άλλος Ζακυνθινός, ο γιατρός Δημήτριος Σιγούρος, είχε επισημάνει την αναλήθεια των ισχυρισμών περί δήθεν θανάτου του Βεσαλίου από πείνα σε κάποια ερημιά, και επαναλάβει ότι είχε πιθανότατα ενταφιαστεί στη Santa Maria delle Grazie. Τα γραπτά του Σιγούρου αποδέχθηκε αμέσως και υποστήριξε σθεναρά ο Παναγιώτης Χιώτης. Το ίδιο ανέφερε το 1880 ο Ορθόδοξος Αρχιεπίσκοπος Νικόλαος Κατραμής. (1)

Fewer than 20 years after that stupefying discovery another great historical personality was buried in the same monastery in 1564. This has also been known to the Zantiotes. In 1784 Nikolaos Serras (Nicolo Serra) – while translating from Latin to Italian the book of the Catholic Bishop of Zante Baldassare Remondini – had added that, besides Cicero, the Flemish father of Anatomy Andreas Vesalius had been buried in Santa Maria delle Grazie. In 1861 another Zantiote, the doctor Demetrios Sigouros (Demetrio Sicuro), had pointed out the falsity of the claims Vesalius had died from starvation in a deserted place and repeated he had most likely been interred in Santa Maria delle Grazie. Sigouros’ work had been immediately adopted and strenuously supported by Panagiotes Chiotes. The same was mentioned in 1880 by the Orthodox Archbishop Nikolaos Katramis. (1)

Στο τέλος του 18ου αιώνα θάφτηκε στo ίδιo μοναστήρι ο Pierre Augustin Guys, Γάλλος περιηγητής και συγγραφέας του Voyage littéraire de la Grèce. Γνωστό και αυτό. Στο δυτικό τοίχο της εκκλησίας, κοντά στο Άγιο Βήμα, μπορούσε κανείς να διαβάσει την παρακάτω επιγραφή:

At the end of the 18th century Pierre Augustin Guys, French traveller and author of the Voyage littéraire de la Grèce, was also buried in that monastery. This was also known. In the western wall of the church, near the sanctuary, one could read the inscription below (2):

Πόσες φορές θα λέγατε ότι έγιναν ανασκαφές στο χώρο αυτόν, ο οποίος θα μπορούσε, και θα έπρεπε, να ήταν το αντικείμενο πανανθρώπινου πολιτιστικού προσκυνήματος; Από όσο γνωρίζω  καμία! Εκτός βέβαια αν μπορεί να θεωρηθούν ανασκαφή οι δυναμίτες και οι μπουλντόζες που μετά τους καταστροφικούς σεισμούς του 1953 γκρέμισαν όποιο τοίχο στεκόταν ακόμη και τον έσπρωξαν στη θάλασσα. Αναλογιζόμενος κανείς εκείνες τις ώρες της απελπισμένης ανάγκης μπορεί να δει την ενέργεια αυτή με κατανόηση. Πως όμως μπορεί να κατανοηθεί η οικοπεδοποίηση του χώρου και η παραχώρηση του για οικοδόμηση λίγο αργότερα;

How many excavations would you say have taken place at this site, which could, and should, have been the focus of a universal cultural pilgrimage? As far as I know none! Unless of course the dynamites and the bulldozers that after the catastrophic earthquakes of 1953 demolished any wall left standing and pushed it into the sea can be thought of as an archaeological dig. If someone considers those hours of desperate need he may show some understanding for such an action. But how can the turning of the site into building plots a little later be possibly justified?

Τα δύο επιγεγραμμένα θραύσματα ταφικών μνημείων που παρουσιάζονται στην αρχή της ανάρτησης είναι τα μόνα σίγουρα απομεινάρια του παλιού μοναστηριού των Φραγκισκανών. Βρέθηκαν κατά τη διάρκεια οικοδομικών εργασιών κοντά στο σημείο όπου κάποτε στεκόταν η Santa Maria. Η μαρμάρινη πλάκα, που έχει μεταμορφωθεί σε τραπέζι στην επόμενη φωτογραφία, βρέθηκε στο ίδιο περίπου σημείο αλλά πολύ βαθύτερα και ίσως είναι συντρίμμι ενός κόσμου ακόμα παλιότερου. Υπάρχει και άλλη, παρόμοια, που βρέθηκε μαζί της και που μάλλον ήταν τμήμα του ίδιου συνόλου.

The two inscribed fragments of funerary monuments presented in the beginning of the blog entry are the only certain remnants of the old Franciscan monastery. They were found during building works near the spot where Santa Maria once stood. The marble slab, which has turned into a table in the following photograph, was found around the same spot but much deeper and may be the debris of an even older world. There is another, similar one, which was found with it and is probably part of the same whole.




Και αυτό το σύμβολο των Φραγκισκανών, ίσως του 17ου αιώνα, που υπέδειξε η Μαρία Σιδηροκαστρίτη-Κοντονή, είναι πολύ πιθανό να προήλθε από την ίδια εκκλησία.

This Franciscan symbol, possibly of the 17th century, pointed out by Maria Sidirokastriti-Kontoni, could have also come from the same church.




Τα μυστικά που ίσως κρύβει η γη σε εκείνο το σημείο της Χώρας περιμένουν την αποκάλυψη τους. Η άσφαλτος των οδών Χιώτη, Κολυβά και Κολοκοτρώνη μπορεί να σκεπάζει χαμένους θησαυρούς. Η ανατολική πλευρά της οδού Κολυβά απέχει από την παραλιακή οδό Δ. Ρώμα – εκεί όπου έφτανε η θάλασσα πριν μπαζωθεί – κάπου 75 βήματα κατά μήκος της Κολοκοτρώνη, ενώ η Santa Maria απείχε κάποτε από την παλιά ακτογραμμή περίπου 50 μέτρα. Κάπου εκεί στην Κολοκοτρώνη ίσως ήταν το πλάτωμα που, πριν το 1953, απλωνόταν μπροστά από την εκκλησία. Ο μόνος τρόπος για να μάθει κανείς είναι να ψάξει. Θα απαντήσει κανείς στο κάλεσμα περασμένων αιώνων;

The secrets that may be hidden in the soil of this part of the town await their revelation. The tarmac of Chioti, Kolyva and Kolokotroni streets may be covering lost treasures. The eastern part of Kolyva Street is a distance of about 75 steps along the Kolokotroni from the coastal Roma Street – where the sea reached before the land was extended by scrap building materials – while Santa Maria once was about 50 metres from the old coastline. Somewhere in the Kolokotroni may have been the open space that, pre-1953, spread in front of the church.  The only way to learn is to search. Will anyone answer the call of past centuries?



---------------------------------------------------------------------------  

(1)  Αναλυτικότερες πληροφορίες για όσα αναφέρονται σε αυτή την παράγραφο μπορεί να βρει ο ενδιαφερόμενος στα Επτανησιακά Φύλλα του Ντίνου Κονόμου, τ. ΙΕ΄, 1, Ζάκυνθος, Άνοιξη 1989.

More detailed information about what is contained in this paragraph can be found (in Greek) in Επτανησιακά Φύλλα of Dinos Konomos, v. XV, 1, Zakynthos, Spring 1989.

(2)  Η επιγραφή είναι από το βιβλίο του Ιωάννη Ρωμανού Γρατιανός Ζώρζης αυθέντης Λευκάδος, Κέρκυρα 1870, σ. 39.

The inscription is from the book by Ioannes Romanos Γρατιανός Ζώρζης αυθέντης Λευκάδος, Corfu 1870, p. 39 (the book is in Greek).
Άδεια Creative Commons
Αυτή η εργασία από το http://pampalaia.blogspot.com/ χορηγείται με άδειαCreative Commons Αναφορά προέλευσης - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 3.0 Μη εισαγόμενο .