Άποψη του Κάστρου και του Γιαλού το 17ο αιώνα με ορατούς τους ανεμόμυλους της Μπόχαλης.
Το καλοκαίρι του 1479, δηλαδή αμέσως μετά το το τέλος του πολέμου με τη Βενετία, ο Μωάμεθ ο Πορθητής έβαλε σε κίνηση το τελευταίο από τα μεγαλεπήβολα σχέδια του. Μετά την Κωνσταντινούπολη ήθελε και τη Ρώμη. Σύμμαχος της Ρώμης, και κράτος παρεμβαλλόμενο γεωγραφικά ανάμεσα στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την Ιταλία, ήταν το Δουκάτο της Αγίας Μαύρας. Χρησιμοποιώντας σαν δικαιολογίες τις παλιότερες επιδρομές Στρατιωτών από εδάφη του Δουκάτου, τον γάμο του Λεονάρδου Τόκκο, για τον οποίο δεν είχε πάρει άδεια από το σουλτάνο όπως δήθεν όφειλε, και κυρίως τα οφειλόμενα στον Σαντζάκμπεη της Ηπείρου ‘κανίσκια’ (1) – σχεδιασμένη προβοκάτσια αυτό το τελευταίο – οι Οθωμανοί επιτέθηκαν στο δουκάτο.
Επικεφαλής των επιτιθέμενων ήταν ο Γκεντίκ (Φαφούτης) Αχμέτ, Πασάς του Αυλώνα στην Αλβανία, στόλαρχος και πρώην Μέγας Βεζίρης – ο ικανότερος, εμπειρότερος, και πιο ένδοξος στρατηγός της αυτοκρατορίας. Ο Λεονάρδος Τόκκο, μην μπορώντας να αντισταθεί, εγκατέλειψε το Κάστρο της Αγίας Μαύρας στη Λευκάδα για το Κάστρο του Αγίου Γεωργίου στην Κεφαλονιά. Επειδή ούτε εκεί αισθάνθηκε ασφαλής έφυγε με την οικογένεια, τους θησαυρούς και τα κειμήλια του – το σημαντικότερο από τα οποία ήταν το πόδι της Αγίας Άννας – για την Ιταλία. Οι Τούρκοι κατέλαβαν διαδοχικά τη Βόνιτσα, τη Λευκάδα, και κατόπιν την Κεφαλονιά και την Ιθάκη. Παρόλο που δεν φαίνεται να συνάντησαν αντίσταση πήραν αμέτρητες χιλιάδες σκλάβους, ερημώνοντας τα πάντα. Η Ιθάκη έμεινε τελείως ακατοίκητη μέχρι τις αρχές του επόμενου αιώνα. Μια μικρή μοίρα του Βενετικού στόλου, με διοικητή το ναύαρχο Antonio Loredan, περιορίστηκε να παρακολουθεί στενά τα τεκταινόμενα και να κάνει κάποιες ανθρωπιστικές παρεμβάσεις (2).
Σειρά είχε η Ζάκυνθος, το νοτιότερο από τα νησιά του δουκάτου. Οι Βενετοί υπήκοοι εκεί, πιθανότατα με την υποστήριξη όλου του πληθυσμού, είχαν υψώσει τη σημαία του Αγίου Μάρκου σαν μέσο προστασίας από την αναμενόμενη εισβολή. Ο Antonio Loredan ήταν αποφασισμένος να μην αφήσει τη Ζάκυνθο να έχει την τύχη των άλλων νησιών, παρόλο που διακινδύνευε ένα νέο, ακόμη πιο καταστρεπτικό για τη Βενετία πόλεμο, και ταυτόχρονα το δικό του κεφάλι. Ο Γκεντίκ Αχμέτ δεν έδειξε διάθεση για σύγκρουση, παρόλο που ο στόλος του υπερτερούσε αριθμητικά του Βενετικού στην περιοχή. Μάλλον δεν ήταν η φήμη του Loredan – ήρωα του πολέμου στην Αλβανία το 1474 και με πάνω από είκοσι χρόνια πείρα στη θάλασσα – που τον σταμάτησε. Ήταν και ο ίδιος ο Γκεντίκ ακόμη μεγαλύτερος ήρωας στα μάτια των πολεμιστών του. Γενίτσαρος, είχε ανεβεί από το τίποτα όλα τα σκαλοπάτια της ιεραρχίας, είχε συντρίψει τους Γενουάτες στη Μαύρη Θάλασσα και τους Καραμανίδες πρίγκιπες της Ανατολίας. Όμως ένας νέος πόλεμος με τη Βενετία θα έμπαινε εμπόδιο στα σχέδια του σουλτάνου για επίθεση εναντίον του βασιλιά της Νεάπολης και του πάπα.
Συμβιβάστηκαν, έστειλαν για οδηγίες στην Κωνσταντινούπολη, από το σουλτάνο και το μπάιλο (Βενετό πρεσβευτή). Στο μεταξύ συμφώνησαν να περιμένουν. Οι Τούρκοι δεν περίμεναν. Ενώ ο Loredan είχε απομακρυνθεί αποβίβασαν αγήματα για να πάρουν σκλάβους. Ήταν 7 Σεπτεμβρίου του 1479. Στη Ζάκυνθο όμως βρισκόταν πλέον ο Πέτρος Μπούας, επικεφαλής πεντακοσίων Στρατιωτών. Κυνήγησαν τους Τούρκους, ελευθέρωσαν αιχμαλώτους και πήραν κεφάλια. Ο Γκεντίκ Αχμέτ εξαγριώθηκε και έκανε απόβαση κανονική. Οι Στρατιώτες επιτέθηκαν, πέταξαν του Τούρκους στη θάλασσα, τους πήραν και τις μπομπάρδες που είχαν αποβιβάσει για να γκρεμίσουν τα τείχη του Κάστρου (3)(4). Σε αντίποινα ο πασάς επιτέθηκε σε όποιο πλεούμενο βρέθηκε στην περιοχή και συνέχισε να κάνει μικρής κλίμακας επιδρομές. Οι αψιμαχίες έδιναν και έπαιρναν. Τελικά έφτασαν οι οδηγίες από την Πόλη.
Όλοι οι Βενετοί υπήκοοι θα αποχωρούσαν ανενόχλητοι από το νησί πριν το καταλάβει το ασκέρι του πασά – αυτή ήταν η συμφωνία. Μαζί με τους υπηκόους της Βενετίας όμως έβρισκαν την ευκαιρία και αποχωρούσαν πολλοί από τους υπόλοιπους. Οι Τούρκοι έβγαλαν έξω κρυφά 500 άνδρες πριν την εκκένωση με σκοπό να αρπάξουν όσους μπορέσουν πριν πετάξει το πουλί. Μια ομάδα 20 Στρατιωτών που είχε πάει για νερό – που να φτάσει το νερό της Μπόχαλης και του Ακρωτηριού για μέχρι και 25.000 κόσμο, χώρια τα ζωντανά – τους πήρε χαμπάρι. Μαζεύτηκαν και οι υπόλοιποι Στρατιώτες και πετσόκοψαν τους Τούρκους μέχρι τον τελευταίο. Έτσι ολοκληρώθηκε επιτυχώς η εκκένωση του πληθυσμού. Τα υπάρχοντα τους αναγκάστηκαν να τα εγκαταλείψουν, τόσο οι απλοί κάτοικοι όσο και οι Στρατιώτες.
Αυτά είναι σε γενικές γραμμές τα γνωστά ιστορικά γεγονότα. Μπορούμε όμως, με βάση αυτά, να προχωρήσουμε σε κάποια ακόμη συμπεράσματα. Το πρώτο πράγμα που διαφαίνεται είναι ο λόγος αποστολής του Πέτρου Μπούα. Ήταν κάτι περισσότερο από ένας παλιός, έμπειρος καπετάνιος. Ήταν τότε ο πιο σημαίνων Αρβανίτης του Μοριά. Επιπλέον, καταγόταν από την ίδια περιοχή με τους Μοραΐτες πρόσφυγες στη Ζάκυνθο. Τον γνώριζαν, πολλοί από αυτούς ήταν κατά πάσα πιθανότητα παλιοί συμπολεμιστές του, ή ακόμα και συγγενείς του. Ο Μπόχαλης, αντίθετα, προερχόταν από τα σύνορα Μάνης και Αρκαδίας, ενώ ο Μποζίκης ήταν Αργείος. Σε κείνες τις κρίσιμες και αγωνιώδεις στιγμές ο Μπούας ήταν ίσως ο μόνος άνθρωπος που μπορούσε να πείσει τους πρόσφυγες να πολεμήσουν, ή να αποχωρήσουν, ανάλογα με τις αποφάσεις της Βενετικής εξουσίας, αντί να δράσουν σύμφωνα με τις παρορμήσεις και τα ένστικτα τους.
Δίκαια ο Μπούας αναφέρεται σαν ο ηγέτης που προξένησε στους Τούρκους δύο βαριές ήττες, πραγματικά σωτήριες για τον πληθυσμό του νησιού. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Νικόλαος Μπόχαλης και ο Πέτρος Μποζίκης κρατούσαν σημειώσεις όσο ο Μπούας πολεμούσε. Συμμετείχαν στις μάχες και αυτό αναγνωρίζεται έμμεσα σε ένα άλλο έγγραφο. ‘Το πόσο βαρειά και σημαντική για το κράτος μας είναι η συμβολή των πιστότατων Μπόχαλη και Μποζίκη, αρχηγών των Στρατιωτών μας που βρίσκονταν στο μέρος που λέγεται Ζάκυνθος, δεν υπάρχει κανείς που να μην το γνωρίζει,’ αναφέρεται (5).
Το τι θα περίμενε τους Ζακυνθινούς χωρίς τη γενναιότητα αυτών των ανθρώπων μπορεί να το αποδώσει πειστικότατα η παρακάτω φωτογραφία. Πρόκειται για μερικά μόνο από τα οστά των σφαγιασθέντων κατοίκων του Ιταλικού Οτράντο, το οποίο ο Γκεντίκ Αχμέτ κατέλαβε ένα χρόνο αργότερα.
Όσο όμως μεγάλη και αν ήταν η συμβολή των καπεταναίων και των παλληκαριών τους, οι πολεμικές επιτυχίες δεν ανήκουν μόνο σε αυτούς. Πεντακόσιοι ελαφροί ιππείς θα ήταν απίθανο να κατόρθωναν μόνοι τους να εξαλείψουν το Τουρκικό προγεφύρωμα. Ο Γκεντίκ Αχμέτ μπορεί να ήταν μέθυσος και αθυρόστομος, και να είχε σε αυτή την περίπτωση υποτιμήσει τον αντίπαλο, αλλά ήταν ικανός και έμπειρος στρατηγός. Είχε πάρει πολλά κάστρα μέχρι τότε και κάνει κάμποσες αποβάσεις. Πριν βγάλει στην ξηρά το πυροβολικό του θα είχε αποβιβάσει χιλιάδες πεζούς και μερικούς τουλάχιστον ιππείς. Για την απόκρουση και δίωξη τους θα ήταν αναγκαία η κινητοποίηση όλων όσων διέθεταν οπλισμό και ήξεραν να τον χρησιμοποιήσουν. Ακόμη και η επιστράτευση δουλοπάροικων οπλισμένων με ότι μεταποιημένο εργαλείο είχαν διαθέσιμο πρέπει να θεωρείται πιθανή.
Ίσως οι μετέπειτα σταδιοδρομίες μελών κάποιων παλιών αρχοντικών οικογενειών της Ζακύνθου σαν καπεταναίοι Στρατιωτών, όπως των Σιγούρου και Γαήτα, να έχουν τις ρίζες τους σε αυτήν εδώ τη σύγκρουση. Το βέβαιο είναι ότι οι παλιοί Στρατιώτες που είχαν βρει καταφύγιο στο νησί τη δεκαετία του 1460, και οι γιοί τους, θα είχαν πάρει μέρος στην αναμέτρηση. Οι άνθρωποι αυτοί δεν πρέπει νομίζω να θεωρούνται περαστικοί από τη Ζάκυνθο και άσχετοι με τους σημερινούς Ζακυνθινούς.
Τα επώνυμα όλων των οικογενειών ενός μεγάλου μέρους της βορειοδυτικής Πελοποννήσου, λίγο πριν την έναρξη του Βενετοτουρκικού πολέμου 1463 – 1469, έχουν διασωθεί χάρη στους λεπτομερείς καταλόγους που συνέταξαν οι Οθωμανοί για φορολογικούς σκοπούς. Με την έναρξη του πολέμου η περιοχή επαναστάτησε συντασσόμενη με τους Βενετούς. Μετά από κάποιες αρχικές επιτυχίες οι Βενετικές δυνάμεις ηττημένες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις πρόσκαιρες κατακτήσεις τους και έτσι οι επαναστάτες κατέληξαν κατά ένα μεγάλο μέρος πρόσφυγες στη Ζάκυνθο και την Κεφαλονιά. Μπορούμε, χάρη στη φοροεισπρακτική επιμέλεια των Τούρκων, να γνωρίζουμε τα ονοματεπώνυμα των αρχηγών νοικοκυριών από τον πληθυσμό που αποτέλεσε την πηγή των προσφύγων.
Οι Οθωμανοί είχαν φροντίσει να επισημάνουν ποιά ήταν η κυρίαρχη γλώσσα σε κάθε χωριό, τα Ρωμαίικα ή τα Αρβανίτικα. Τα ονόματα των αρχηγών Αρβανίτικων οικογενειών τα έχει δημοσιεύσει στο διαδίκτυο ο Δημήτρης Λιθοξόου, για τους δικούς του ιδεολογικοπολιτικούς λόγους. Ανάμεσα τους εντόπισα ολόκληρη εκατοντάδα επωνύμων που μαρτυρούνται στη Ζάκυνθο, κυρίως από το 16ο αιώνα (6). Από αυτά, μέχρι και το 40% έχουν σήμερα εκλείψει, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έχουν εκλείψει και οι απόγονοι αυτών των ανθρώπων μεταξύ των σημερινών Ζακυνθινών – κάθε άλλο. Από τα υπόλοιπα υπάρχουν πολλά που είναι και σήμερα πολύ διαδεδομένα. Αυτή η εκατοντάδα επωνύμων φερόταν από σχεδόν 600 οικογένειες, δηλαδή το ένα τρίτο του συνόλου. Αν και αυτό δεν αποτελεί από μόνο του απόδειξη της ιστορικής πορείας καμιάς συγκεκριμένης οικογένειας από αυτές, ο όγκος των ονομάτων αποτελεί ισχυρότατη ένδειξη ότι ένα μεγάλο μέρος των προσφύγων, Αρβανιτών και μη, έχοντας σκορπιστεί στις διάφορες Βενετικές κτήσεις σε μια δεύτερη προσφυγιά, κατέληξε και πάλι τελειωτικά στη Ζάκυνθο – είτε με τον πρώτο εποικισμό, στα πρώτα χρόνια της Βενετοκρατίας, είτε στην τρίτη τους προσφυγιά λίγο αργότερα, όταν υπέκυψαν οι Βενετικές κτήσεις στις οποίες είχαν καταφύγει.
Πριν τελειώσουμε ας πούμε λίγα πράγματα για τους πολέμαρχους που υπεράσπισαν τη Ζάκυνθο για πάνω από δύο μήνες το φθινόπωρο του 1479. Ο Πέτρος Μπούας φαίνεται πως ήταν σε πιο προχωρημένη ηλικία από τους άλλους δύο, και ήταν γνωστή προσωπικότητα με μεγάλη επιρροή ακόμη και πριν την έλευση των Τούρκων στο Μοριά. Ήταν ανάμεσα στους δεκατρείς Μοραΐτες άρχοντες στους οποίους απηύθυνε επιστολή ο Μωάμεθ Β΄το 1454. Στις πόλεις και τα χωριά του κάμπου της δυτικής Πελοποννήσου έκαναν κουμάντο οι Ραούληδες, ή Ράλληδες, αλλά στις κατούνες των ανεπίδεκτων εξουσίας κατοίκων της ορεινής ζώνης μόνο ο λόγος του Μπούα είχε ίσως βαρύτητα. Σε όλη τη διάρκεια του πολέμου έμεινε πιστός στη Βενετία και συνέχισε να προσφέρει τις υπηρεσίες του για μερικά ακόμη χρόνια μετά τα γεγονότα της Ζακύνθου. Πέθανε από φυσικά αίτια μια δεκαετία αργότερα. Για τον Πέτρο Μποζίκη θα πούμε λίγο περισσότερα, γιατί μας δίνει την ευκαιρία να δείξουμε τι θεριά φωλιάζανε κάποτε εκεί που σήμερα πίνετε τον καφέ σας και τρώτε φρυγανιά με παγωτό. Δεν είχε τόση επιρροή όσο ο Μπούας, τουλάχιστον αρχικά, ούτε ήταν πάντα πιστός στη Βενετία (7). Ιππότης του Αγίου Μάρκου ο ίδιος, είχε τρεις αδελφούς: το Γεώργιο, που ήταν μάλλον μαζί με τον Πέτρο ο μεγαλύτερος, το Δήμα, επίσης Ιππότη του Αγίου Μάρκου, και το Μέξη ή Μέξα (8). Λίγο πάνω από ένα χρόνο μετά την αναχώρηση του Πέτρου από τη Ζάκυνθο ο Μέξης ακολούθησε το Θεόδωρο Μπούα, και εξήντα άλλους Στρατιώτες και τσαγδάρους (9) από το Ναύπλιο, σε μια επιδρομή εναντίον των Τούρκων του Άργους. Σέρνοντας μαζί τους κάπου τριάντα αιχμαλώτους τράβηξαν για την επαναστατημένη Μάνη, να ενωθούν με τη δύναμη του Κροκόνδειλου Κλαδά. Όλοι οι Στρατιώτες του Μοριά ήταν δυσαρεστημένοι με την συνθήκη ειρήνης αλλά περισσότερο από όλους οι Μανιάτες, αφού η Μάνη είχε παραχωρηθεί στους Τούρκους.
Μετά την ήττα του κινήματος ο Μέξης Μποζίκης και πολλοί άλλοι πήραν τα βουνά και ξεκίνησαν αυτό που σήμερα αποκαλείται κλεφτοπόλεμος. Ο Πέτρος και οι άλλοι αδελφοί, αν και δεν είχαν βγει στο κλαρί, τους παρείχαν υποστήριξη, και χρειάστηκε να αμνηστευτούν και αυτοί από τους Βενετούς προκειμένου να μεταβούν στην Ιταλία για να πολεμήσουν στον πόλεμο της Φερράρας. Είναι ενδεικτικό ότι οι Βενετοί αμνήστευσαν τους αντάρτες με την προτροπή των Οθωμανών, σε τέτοιο σημείο απελπισίας είχαν φέρει τους Τούρκους αυτοί οι πρώτοι Κλεφταρματωλοί του Μοριά (10). Παρά τον ευσεβή πόθο των Τούρκων, και των Βενετών, ότι θα γλυτώσουν από τους Κλέφτες με την αποστολή χιλιάδων Στρατιωτών στην Ιταλία ο κλεφτοπόλεμος δεν σταμάτησε. Συνεχίστηκε για αιώνες. Τον Πέτρο ακολούθησαν στην Ιταλία 540 Στρατιώτες. Λίγο μετά το γυρισμό του από εκεί οι Τούρκοι τον κατηγόρησαν ότι ήταν ο κρυφός αρχηγός των Κλεφτών. Ίσως αυτό να έχει σχέση με το ότι την άνοιξη του 1486 ο Πέτρος, ο Δήμας, ο Μέξης, και ο γιός του Πέτρου Γεώργιος στάλθηκαν δέσμιοι στη Βενετία. Απελευθερώθηκαν όμως και επέστρεψαν στο Ναύπλιο μέσα σε ένα δίμηνο (11).
Stradiot και haydut το 16ο αιώνα. Αρματωλός και Κλέφτης, οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.
Το 1494 οι Μποζικαίοι ξαναπήγαν στην Ιταλία για να αντιμετωπίσουν Γαλλική εισβολή. Για τη δράση τους εκεί, όπου τον Πέτρο Μποζίκη ακολούθησαν αυτή τη φορά 520 Στρατιώτες, μεταφέρω εδώ ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το Σάθα (12) – αναγκαστικά σε μονοτονικό:
Ιδού τι έγραψε τότε προς την Γερουσίαν ο προνοητής των Στρατιωτών Κονταρίνης: «Ελθόντες οι Στρατιώται εις Βεζέβενε ενεκαρδίωσαν και παρηγόρησαν τους κατοίκους. Ενώ ο δουξ της Αυρηλίας καθ’ εκάστην ημέραν ελεηλάτει, τώρα ήλθεν η σειρά των Στρατιωτών». Και τω όντι άμα στρατωνισθέντες εν Βεζέβενε εξήλθον «δια να ίδωσιν αν οι εχθροί έχωσιν καρδιάν δια να μετρηθώσιν – η εμπροσθοφυλακή των προχωρήσασα εν μίλιον συνήντησε 40 βαρυσιδήρους ιππείς, 100 τσαγράτορας (βαλλιστροφόρους) και τρεις τοξότας, και ορμήσασα κατ’ αυτών συνέλαβεν είκοσιν εξ αιχμαλώτους, και εφόνευσεν 9 και 12 ίππους – αν δε ήσαν πολυαριθμότεροι ουδείς θα εσώζετο. Τέλος πάντων, τελευτά η έκθεσις, οι Γάλλοι εύρον τον αντίπαλον και καθ’ εκάστην οι Στρατιώται μας κάτι κάμνουσι». Μετ’ ολίγον πεντήκοντα Στρατιώται διευθύνονται προς αυτόν το γαλλικόν στρατόπεδον δια να ίδωσιν, ως έλεγον «οποίον είδος ανθρώπων ήσαν αυτοί οι Γάλλοι». Δύο αδελφοί του Πέτρου Βουζύκη έφθασαν σχεδόν εις τα εχθρικά χαρακώματα – 17 Γάλλοι ιππείς ορμώσι κατ’ αυτών, οι δε δύο Στρατιώται προσποιηθέντες φυγήν, στρέφονται δια ταχυτάτου ελιγμού και φονεύουσι δύο και αιχμαλωτίζουσιν ισαρίθμους. Την επιούσαν οι Στρατιώται στήσαντες ενέδραν φονεύουσι εννέα και αιχμαλωτίζουσιν τριάκοντα – τότε είς των υιών του Πέτρου Βουζύκη διώκων τους εχθρούς, δεν ηδυνήθη να σταματήση τον ίππον του, όστις πηδήσας εις τα εχθρικά χαρακώματα συνελήφθη μετά του ιππέως. Ο προνοητής επρότεινε την ανταλλαγήν του νεαρού Στρατιώτου προς πλειοτέρους Γάλλους – εικάζεται όμως ότι εφονεύθη υπό των εξωργισμένων εχθρών.
Ο Μέξης σκοτώθηκε στην πολιορκία του Ναυπλίου από τους Τούρκους το 1500 και ο Γεώργιος το 1503. Οι Μποζικαίοι συνέχισαν να υπηρετούν σαν Στρατιώτες στο Ναύπλιο, μέχρι την παραχώρηση του στους Τούρκους το 1540, και σε πολλά άλλα μέρη. Κάποιος Μιχαήλ Μποζίκης εμφανίζεται και στον κατάλογο της Ζακυνθινής κομπανίας του Δημητρίου Παλαιολόγου το 1539.
Οι Μποχαλαίοι, όπως οι Μποζικαίοι, οι Μπουαίοι, και οι περισσότερες φάρες Στρατιωτών, συνέχισαν για πολύ καιρό να είναι φυτώρια πολεμιστών. Το Νικόλαο Μπόχαλη τον ξαναβρίσκουμε στο Šibenik της Δαλματίας το 1496 με 50 Στρατιώτες. Ο Κωνσταντίνος Μπόχαλης, που αναφέρει ο Ζώης, ήταν μάλλον γιός του, γιατί και αυτός αναφέρεται σαν dominus, και δρούσε μέχρι τη δεκαετία του 1530 στην υπηρεσία της Βενετίας. Έναν άλλο Μπόχαλη συναντάμε στον 5ο τόμο της Historia del rey don Hernando el Católico του Jerónimo Zurita του 16ου αιώνα. Τον περιγράφει σαν Teodoro Bocalo Griego, Capitan de Estradiotes, hombre valiente, y muy esforçado, y de quien el Gran Capitan tuvo satisfacion en esta Guerra, δηλαδή Θεόδωρο Μπόχαλη, Έλληνα, καπετάνιο Στρατιωτών, άνδρα γενναίο, και πολύ αφοσιωμένο, από τον οποίο ήταν ικανοποιημένος ο αρχιστράτηγος σε αυτό τον πόλεμο. Είχε στις διαταγές του dozientos (doscientos) Estradiotes Griegos, muy escogida gente de cavallo, δηλαδή διακόσιους Έλληνες Στρατιώτες, πολύ διαλεχτούς καβαλάρηδες. Ο Ισπανός ιστορικός τα λέει αυτά γιατί ο Θεόδωρος Μπόχαλης βρισκόταν στην υπηρεσία των Ισπανών το 1502 στην Ιταλία. Τόσο εντυπωσιάστηκαν από τους Στρατιώτες οι Ισπανοί ώστε ο Φερδινάνδος ο Καθολικός – ο σύζυγος της γνωστής από την ιστορία του Κολόμβου Ισαβέλλας – επιστρέφοντας στην Ισπανία το 1507 τους πήρε μαζί του. Έτσι, αυτοί οι, ως επί το πλείστον, αβασίλευτοι βουνήσιοι αποτέλεσαν από τότε, και για πολλές δεκαετίες, επίλεκτο έφιππο τμήμα της Βασιλικής Φρουράς της Ισπανίας.
-----------------------------------------------------------------------------------------
(1) Δώρα, που στην πραγματικότητα ήταν φόρος υποτέλειας.
(2) Οι Βενετοί εξαγόρασαν πολλούς αιχμαλώτους, οι οποίοι λόγω της υπερπροσφοράς πουλιόντουσαν για λιγότερο από μισό τσεκίνι. Ενδεικτικά ένα άλογο κόστιζε από είκοσι και πάνω. Σε μια περίπτωση οι γαλέες προσέγγισαν μια ακτή της Ιθάκης και διέσωσαν μερικούς απελπισμένους που προσπαθούσαν να διαφύγουν.
(3) Τα τείχη δεν ήταν αυτά που σώζονται σήμερα και που χτίστηκαν αργότερα από τους Βενετούς με νέες προδιαγραφές για να είναι ανθεκτικά στις βολές πυροβολικού της εποχής. Επιπλέον είχαν πιθανότατα πάθει σημαντικές ζημιές από μεγάλο σεισμό μια δεκαετία νωρίτερα.
(4) Η τοποθεσία της μάχης αυτής δεν είναι γνωστή. Πρέπει όμως να λάβουμε υπόψη μας ότι η Ζάκυνθος εκείνη την εποχή δεν διέθετε ούτε έναν καρόδρομο και η δυσκολία μεταφοράς κανονιών δια ξηράς ήταν μεγάλη. Επομένως ο Γκεντίκ πρέπει να αποβιβάστηκε πολύ κοντά στο Κάστρο. Η παραλία του Άμμου προς νότον δεν ήταν η καταλληλότερη γιατί ο μοναδικός δρόμος ανάβασης – κακοτράχαλο μονοπάτι στην πραγματικότητα – σκαρφάλωνε στην αρκετά απότομη πλαγιά παράλληλα και ακριβώς κάτω από τα τείχη στο τελευταίο τμήμα του. Οι Οθωμανικές δυνάμεις θα ήταν εξαιρετικά ευάλωτες κατά τη δύσκολη ανάβαση τόσο σε βολές από το κάστρο όσο και σε ξαφνικές αντεπιθέσεις. Τέτοιου είδους πληροφορίες θα ήταν διαθέσιμες στους Οθωμανούς από χρόνια. Αυτό αφήνει σαν μοναδική πιθανή εκδοχή, κατά τη γνώμη μου, την παραλία του Τσιλιβή.
(5) Σάθας, Μνημεία, τόμος 7ος, σελ. 22.
1479, 11 Februarii
Quanti ponderi et importantie sit statui nostro expedire fidelissimos nostros Bocholi et Busichii capita Stratiotorum nostrorum qui fuerunt super loco Jacynthi nemo est qui ignoret, propterea Vadit pars quod in primo consilio qui congregabitur expediri debeant suprascripta et alia etiam capita Stratiotorum quemadmodum videbitur huic consilio, nec intrari posit sub aliqua alia material nisi expedita suprascripta (capita) Stratiotorum , et omnes de Collegio qui possunt ponere partes teneantur ponere opiniones suas, et expedita ipsa causa in nulla alia re posit intrari, nisi in rebus spectantibus a parte maris.
(6) Σε καμία περίπτωση δεν ισχυρίζομαι ότι αυτά τα επώνυμα είναι τα μοναδικά. Πιθανότατα υπάρχουν και άλλα. Πολλά από τα επώνυμα είναι αλλοιωμένα και κάποια τελείως αγνώριστα. Πρέπει να επισημάνω ότι ο κατάλογος του Λιθοξόου είναι με Κροατικούς χαρακτήρες, μεταγραμμένος από άλλον με Κυριλλικούς, ενώ αρχικά τα επώνυμα είχαν γραφτεί με Αραβικούς. Οι αριθμοί δείχνουν νοικοκυριά με το ίδιο επώνυμο. Τα επώνυμα με αστερίσκο έχουν, από όσο ξέρω, εκλείψει στη Ζάκυνθο.
Αβράμης* [4], Ακρίτης* [2], Αλαμάνος [1], Ανδρόνικας* [3], Αρβανίτης* [1], Βαμβακάς [1], Βισβάρδης [4], Βλασσόπουλος [1], Βλαχιώτης [18], Βλάχος* [2], Βοζαΐτης [1(?)], Βυθούλκας [6], Γκλαβάς [7], Γκρέκας [2], Γολέμης [10], Γραμματικός* [6], Γραμματικόπουλος [1], Δαμιανός* [1], Δράμεσης* [7], Ζαπάντης* [6], Ζουπάνος (και Ζουρμπάνος στη Ζάκυνθο) [3-4], Καγκάδης* [7], Καλέντζης [4], Καλημάνης* [2], Καμπάσης [1], Καπαρέλλης [4], Καρδιοκάφτης [3], Κεφαλληνός [4], Κιούρκας [1-2], Κλάδης [3], Κόκλας [18], Κολοβός* [2], Κόμης [9], Κοτσώνης [2], Κουρτέσης [4], Κούτσης [25], Λαγούτσης [2], Λαμπέτης* [2], Λάτας [16], Λιβάνης [5], Λιόπεσης* [20], Λογοθέτης [4], Λουκίσας [7], Λόντζης ή Λούντζης [6], Λυκούρεσης [13], Μακρίσης* [2(?)], Μαλακάσης* [4], Μαντζάρος* [2], Μάντουκας* [4], Μάσκαρης* [4], Μαστραντώνης* [5], Ματαράγκας [4], Μαυρομ(μ)άτης [6], Μαυρωτάς [1], Μάνεσης [28], Μάτεσης [1], Μέγκουλας* [5], Μελίτης (στη Ζάκυνθο Μελίτας) [2-3], Μηλιώτης* [2], Μουζάκης [3], Μουρίκης [6], Μούσουρας [10], Μπαβάσης* [3], Μπάλτζας* [1], Μπαρμπούτσης* (όχι οικογένεια αλλά τοποθεσία ‘του Μπαρμπούτση’ στο Ρωμήρι το 1520) [9], Μπάστας [4], Μπάφης [5], Μπίτσης* [6], Μπούας [14], Νικηφόρος* [5], Ορφανός* [9], Παπαγιαννόπουλος* [8], Παπαδάτος [8], Παυλόπουλος* [3], Παύλος* [3], Πελεκάνος [4], Πέτας [14], Πλατυστόμου [4], Πλέσσας [21], Ράφτης [3], Ραψομάτης (Ραψομανίκης) [4], Ρένεσης [16], Ρίκκας* [2], Ρωμανός [3], Σαμάρης* [2], Σέρβος* [3], Σκλήβας [6], Σπάτας* [19], Σούλης [14], Σούρμπης [6], Στασινός [4], Σταυράκης [2], Στράτης ή Στρατής [3], Στρατίκης* [2], Στρούζας [1], Τρούσας [9], Φλεμοτόμος [1], Φλόκας* [2], Χαϊκάλης [5], Χαλανδρινός* (στη Ζάκυνθο Καλανδρινός) [1], Ψάρης [16].
(7) Diana Gilliland Wright και John Melville Jones, The Greek Correspondence of Bartolomeo Minio Volume I: Dispacci from Nauplion, 1479 – 1483, 2008, File H. (8) Το όνομα Μέξης είναι Αρβανίτικο επώνυμο. Είναι πολύ πιθανό η μητέρα τους να ήταν το γένος Μέξη.
(9) Πεζοί χωρικοί που φαίνεται πως στο Μεσαίωνα είχαν υποχρέωση στρατιωτικής υπηρεσίας στους Φράγκους άρχοντες. Η λέξη αναφέρεται στο Χρονικόν του Μορέως: Κράζει τινές του συγγενεῖς, φίλους τε καὶ γειτόνους, τσαγδάρους καὶ λιμαρικούς, βουλὴν μὲ αὐτοὺς ἀπῆρεν .... Το 15ο αιώνα, όταν υπήρξε ανάγκη, στρατολογήθηκαν από τους Βενετούς σαν μισθοφόροι και πολέμησαν ακόμη και στην Ιταλία. Σύμφωνα με το Σάθα ονομάστηκαν έτσι από την τσάγδα, το κοντό σιδερένιο δόρυ που χρησιμοποιούσαν.
(10) Βλέπε 7.
(11) Βλέπε 7.
(12) Κωνσταντίνος Ν. Σάθας, Έλληνες Στρατιώται εν τη Δύσει και η Αναγέννησις της Ελληνικής Τακτικής, 1885, σελ. 45.