Τρίτη 15 Νοεμβρίου 2011

Οι πειρατές και τα άτυχα πιτσούνια του πρεβεδούρου


Ο Maffio Michiel ήταν πρεβεδούρος (provveditor, κυβερνήτης) της Ζακύνθου το 1603 και 1604. Η θητεία ήταν συνήθως διετής και όχι πάντα καλοδεχούμενη από τους Βενετούς ευπατρίδες που καλούνταν να υπηρετήσουν. Ο Μάφφιος Μικέλης, έτσι τον γράφει ο Κατραμής, δεν είχε σκοπό να αφιερώσει τη διετία αυτή στον παράνομο πλουτισμό, ή στην καλοπέραση, όπως έκαναν πολλοί. Δεν μπορούσε να μείνει σιωπηλός μπροστά σε αυτά που έβλεπε. Στις 22 Φεβρουαρίου 1603 έγραφε προς τη Σινιορία (1):
Οι Άγγλοι γίνονται απόλυτοι άρχοντες αυτών των υδάτων – γιατί εκτός από την αρπαγή και τη ληστεία που γίνεται καθημερινά σε κάθε είδους σκάφος, και ιδιαίτερα σε αυτά των υπηκόων της Γαληνότητας σας, υποσκελίζουν παντελώς τους υπηκόους σας στις μεταφορές, αδυνατίζουν τους τελωνειακούς δασμούς και καταστρέφουν το εμπόριο, όπως οι Εξοχότητες σας πρέπει να γνωρίζουν πολύ καλά.
Συνεχίζει αναφέροντας πως, εκμεταλλευόμενοι μια ασάφεια του νόμου, οι Άγγλοι πλήρωναν ειδικούς δασμούς μόνο για τέσσερα είδη: μαλλί, kersey (τραχύ αλλά ελαφρό μάλλινο ύφασμα), broadcloth (καλής ποιότητας μάλλινο πυκνής ύφανσης), και κασσίτερο. Δεν πλήρωναν παρά τον πολύ χαμηλό, συνηθισμένο δασμό εμπορευόμενοι ράβδους μολύβδου, παστά ψάρια, τυρί, αυγοτάραχο, καραβόπανα, σχοινί, καπέλα, κάλτσες, μπαρούτι, και άλλα που δεν κατονομάζει. Προτείνει στη Σινιορία να τσακίσει τους Άγγλους στη φορολογία για να σηκωθούν να φύγουν, όπως ακριβώς διώχτηκαν οι Βενετοί έμποροι από την Αγγλία.
Το μένος του Michiel εναντίον των Άγγλων δεν ήταν αδικαιολόγητο, ούτε υπερέβαλλε στις κατηγορίες του. Σύμφωνα με τον προκάτοχο του, τον Piero Bondumier, πάνω από τριάντα Αγγλικά καράβια περνούσαν στη Μεσόγειο κάθε χρόνο και επιδίδονταν όχι μόνο στο εμπόριο και στο λαθρεμπόριο αλλά και στην πειρατεία. Τη μέρα που έφτασε ο Michiel στη Ζάκυνθο, στις 10 Ιανουαρίου 1603 (2), έφτασε επίσης το πλήρωμα του Βενετικού πλοίου ‘Veniera’ (3). Το πλοίο αυτό, στο οποίο επέβαινε ο απερχόμενος πρεσβευτής της Βενετίας στην Αλεξάνδρεια Zuane Da Mosto, είχε καταληφθεί από τον Άγγλο πειρατή William Piers το Δεκέμβριο, νότια της Πελοποννήσου. Το πλήρωμα, μαζί με το Ζακυνθινό άρχοντα Φραγκίσκο Μονδίνο και μερικούς Άγγλους εμπόρους από τη Ζάκυνθο, είχε σταλεί στην Τουρκοκρατούμενη Μεθώνη, όπου βρισκόταν ο Piers, για να προσπαθήσουν να πάρουν πίσω το πλοίο και τα εμπορεύματα τους. Όχι μόνο είχαν αποτύχει αλλά στην επιστροφή είχαν πέσει πάλι θύματα πειρατείας από ένα Αγγλικό μπριγκαντίνι (4).
Μόλις τρεις μέρες πριν την αναφορά της 22ας Φεβρουαρίου ο Michiel είχε γράψει μια άλλη:
Αυτό που φοβόμουνα έγινε. Οι Άγγλοι λεηλάτησαν το καραμοσάλι (5) Sicuro (6) στο λιμάνι του Πεταλά (7). Το είχα στείλει για στάρι (8). Πήραν όλα τα λεφτά που προορίζονταν για την αγορά του σταριού και δύο κανόνια. Κανείς δεν ξέρει τι απέγιναν εννέα μέλη του πληρώματος. Οι κάτοικοι του νησιού είναι σε απόγνωση λόγω της καταστροφής των ελπίδων τους.
Συνημμένη είχε στείλει την κατάθεση του Antonio Lase, υπεύθυνου φορτίου (9) του πλοίου:
Στα ανοιχτά της Κεφαλονιάς είδαμε ένα Αγγλικό πλοίο στα νότια. Μας πλησίασε και έριξε έξι κανονιές, τρεις με μπάλα και τρεις άσφαιρες. Κατεβάσαμε τα πανιά και ανεβήκαμε στην κουβέρτα να ρωτήσουμε τι θέλανε και να τους πούμε ποιοί είμαστε. Ρωτήσανε αν μπορούμε να τους δώσουμε προμήθειες, νερό, και έναν πλοηγό. Ο σινιόρ Σιγούρος τους έστειλε ένα βαρέλι κρασί, ψωμί, και κάποιον που τον λέγανε Battista Corsari (10) από τη Ζάκυνθο. Φτάσαμε τελικά στο λιμάνι του Πεταλά. Το Αγγλικό πλοίο μας ακολούθησε μέχρι εκεί και το πρωί στείλαμε για να πάρουμε πίσω τον άνθρωπο μας ενώ οι δύο σινιόρι Σιγούροι βγήκαν στην ξηρά με όλα τους τα λεφτά. Αγοράσανε ψάρια και γυρίσανε στο καράβι την ώρα του φαγητού, με τα λεφτά ακόμα πάνω τους. Η βάρκα μας δεν είχε γυρίσει ακόμα και έτσι ο σινιόρ Σιγούρος έστειλε το βαρκάκι να τον φέρει και να πάει στους Άγγλους ένα μεγάλο ψάρι. Φάγαμε και λίγο μετά είδαμε μια βάρκα να φεύγει από το Αγγλικό καράβι και να έρχεται προς το μέρος μας. Είχε πάνω γύρω στους είκοσι Άγγλους και έναν από τους ανθρώπους μας. Συσκεφθήκαμε για το αν θα έπρεπε να ανοίξουμε πυρ αλλά καθώς πλησίασε η βάρκα αναγνωρίσαμε το δικό μας και την αφήσαμε να έρθει. Ανέβηκαν πάνω και εμείς ετοιμάσαμε τα όπλα μας – αυτοί όμως άρχισαν να συμπεριφέρονται εκφοβιστικά και ένας τους έδωσε μια σπαθιά σε ένα γέρο ναύτη που στεκόταν εκεί. Τότε ο σινιόρ Ιερώνυμος Σιγούρος πήδησε στη βάρκα του πλοίου και οι υπόλοιποι είτε στη θάλασσα είτε στη βάρκα (11). Ο σινιόρ Αλέξανδρος Σιγούρος, εγώ, και τρεις άλλοι μείναμε μόνοι μας στο πλοίο. Τράβηξα το σπαθί μου να υπερασπιστώ το εαυτό μου αλλά οι άλλοι δεν κάνανε τίποτα. Ενώ χτυπιόμουνα με έναν Άγγλο ένας άλλος με τραυμάτισε στο λαιμό με ένα μακρύ κοντάρι, και επίσης έναν άλλο ναύτη και ένα τζόβενο. Μετά μας δέσανε και άρχισαν να λεηλατούν το πλοίο. Πήραν όλα τα λεφτά και τα ρούχα που βρήκανε, ξεσκαλώσανε το πηδάλιο από τους μεντεσέδες, και αρπάξανε δύο πυροβόλα. Μετά πήγανε πίσω στο πλοίο τους. Δύο από αυτούς ήταν τραυματισμένοι – ο καπετάνιος από εμένα και ένας άλλος από το Νικολό Ρωμανό. Δεν ξαναείδα αυτούς που στείλαμε στο Αγγλικό καράβι. Όταν ρωτήθηκε αν γνώριζε κανέναν από αυτούς τους Άγγλους απάντησε ότι ήξερε δύο ή τρεις που τους είχε δει άλλες φορές στη Ζάκυνθο.
Ο πρεβεδούρος δεν έμεινε στις αναφορές. Κάλεσε αμέσως όλους τους Άγγλους εμπόρους της Ζακύνθου, τους τα έψαλε και τους ζήτησε αποζημίωση. Όταν διαμαρτυρήθηκαν, λέγοντας ότι δεν έχουν ούτε σχέση με τους πειρατές ούτε λεφτά για αποζημίωση, τους φυλάκισε στο Κάστρο και τους άφησε ελεύθερους μόνο με χρηματική εγγύηση. Στο μεταξύ έδωσε εντολές να ψαχτούν τα εμπορεύματα τους μην τυχόν βρεθούν εκεί κλοπιμαία.
Έστειλε ακόμα μερικές φρεγάτες (12) στο κανάλι μεταξύ Κεφαλονιάς και Ζακύνθου όπου είχαν εμφανιστεί ύποπτα πλοία. Τα πλοιάρια αυτά είχαν πάει μόνο για αναγνώριση, αφού δεν μπορούσαν να τα βγάλουν πέρα με καράβια οπλισμένα με κανόνια. Ούτε και με τον χειμωνιάτικο καιρό όμως τα έβγαλαν πέρα και γύρισαν πίσω άπρακτες. Έτσι έγραψε στον Πρεβεδούρο του Στόλου και στο Διοικητή των μεγάλων γαλεών στην Κέρκυρα για βοήθεια. Ο πρώτος όμως ήταν σοβαρά άρρωστος και ο δεύτερος περίμενε να ετοιμαστεί η συνοδεία του.

Τα πλοία από τον Ατλαντικό είχαν σημαντικότατα πλεονεκτήματα απέναντι στα πολεμικά της Μεσογείου. Εδώ ένα γαλιόνι συγκρούεται με δύο γαλέες, και έχοντας εμβολίσει τη μία είναι έτοιμο να τσακίσει τα κουπιά της άλλης.
Τα πράγματα φαίνονταν να χειροτερεύουν, με μαντάτα νέων πειρατικών επιθέσεων και ανησυχητικές πληροφορίες. Οι πειρατές, που δεν έβρισκαν πια καταφύγιο στη Πάτρα μετά από παρέμβαση του Άγγλου πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη, τραβούσαν τώρα για τη Μεθώνη και την Κορώνη. Στην Τύνιδα, σύμφωνα με έναν Άγγλο πλοίαρχο, είχαν καταφύγει τουλάχιστον δώδεκα Άγγλοι πλοίαρχοι, εξόριστοι από την Αγγλία, όλοι πειρατές.
Δεν άργησαν όμως και κάποια ευχάριστα νέα. Οι ναυτικοί του πλοίου του Σιγούρου που είχαν σταλθεί στο πειρατικό φαίνεται πως επιβίωσαν και γύρισαν στη Ζάκυνθο. Στα τέλη Απριλίου ο Michiel έγραψε:
Πληροφορήθηκα από το Battista Corsari από την Chioggia πως σε ένα Αγγλικό πλοίο που βρισκόταν στο λιμάνι ήταν δύο από τους πειρατές που είχαν λεηλατήσει το πλοίο του. Έστειλα να φέρουν τον Άγγλο καραβοκύρη με το πρόσχημα ότι θα του έδινα γράμματα για την Αγγλία. Όταν ήρθε στο Κάστρο απαίτησα να μου τους παραδώσει, λέγοντας του ότι δεν είχα τίποτα εναντίον του, αν και προσωπικά είμαι απόλυτα πεπεισμένος ότι δεν υπάρχει ούτε ένας ναυτικός αυτού του έθνους που δεν είναι πειρατής. Υπάκουσε στις εντολές μου και μου τους έφερε. Είναι στη φυλακή και ομολόγησαν αμέσως. Δικαιολογούνται πως τους παρέσυρε ο καπετάνιος τους, θα προχωρήσω στη δίκη τους.
Κάπου δυο βδομάδες νωρίτερα τρία Αγγλικά bertoni (13) είχαν καταλάβει μια Βενετική marciliana (14) φορτωμένη ξυλεία κοντά στα Στροφάδια. Το ένα τους τη ρυμούλκησε στη Μεθώνη για να την πουλήσει μαζί με το φορτίο της. Οι Τούρκοι όμως συνέλαβαν τον καπετάνιο, κάποιον Buer, τον αδελφό του, και άλλους δύο, και απαίτησαν την παράδοση  της λείας αλλιώς θα τους έστελναν αλυσοδεμένους στη Ζάκυνθο. Ο καπετάνιος συμφώνησε και φαίνεται πως τη γλύτωσε, παρόλο που ο Michiel έγραψε αμέσως στον κατή (kadi, δικαστή) της Μεθώνης και στον σαντζάκμπεη (κυβερνήτη) του Μοριά ζητώντας την τιμωρία τους και την επιστροφή της marciliana.

Υπάρχουν ελάχιστες απεικονίσεις που ταυτίζονται με τα bertoni στη σχετική βιβλιογραφία, και όσες έχω δει, κατά την άποψη μου, απεικονίζουν γαλιόνια. Τη διαφορά μεταξύ ενός μεγάλου Ισπανικού γαλιονιού και ενός Ολλανδικού bertone μπορείτε να τη δείτε σε αυτή τη σκηνή από τη ναυμαχία του Γιβραλτάρ το 1607.
Μέσα στις δύο πρώτες βδομάδες του Μαΐου συνέβη ένα άλλο περιστατικό. Ένας Άγγλος πλοίαρχος από το Dartmouth – ο οποίος είχε κουρσέψει δύο Βενετικά πλοία με το Φλαμανδικής κατασκευής bertone Legion’ – έπιασε στη Μεθώνη για να πουλήσει τη λεία του. Όσο αυτός βρισκόταν στην ξηρά, το πλήρωμα του – 37 Άγγλοι και 3 Έλληνες – έκανε πανιά για να πουλήσει το κούρσος στην Αφρική, εγκαταλείποντας τον μαζί με έναν ακόμη από το πλήρωμα. Τους συνέλαβαν οι Τούρκοι και τους έστειλαν στη Γαστούνη, την έδρα του σαντζάκμπεη. Μόλις το έμαθαν ο νυν και ο πρώην Άγγλος πρόξενος στην Πάτρα φοβήθηκαν και διέφυγαν στη Ζάκυνθο.
Στη Ζάκυνθο ο Michiel γνώριζε και για τη σύλληψη του καπετάνιου και για το ότι οι σκαστοί της Πάτρας ήταν κλεπταποδόχοι συνεργάτες του. Τους συνέλαβε και ζήτησε την έκδοση των κρατουμένων της Γαστούνης. Ο σαντζάκμπεης Mehmet τους έστειλε στη Ζάκυνθο υπό την φρούρηση Αθηναίων εμπόρων. Φαίνεται όμως ότι η κλίκα των πειρατών είχε υποστηρικτές στο νησί ανάμεσα στους εγκατεστημένους εκεί Άγγλους εμπόρους, οι οποίοι ήταν διατεθειμένοι να ξοδέψουν σημαντικά ποσά για να τους σώσουν. Έτσι ο σαντζάκμπεης, σχεδόν αμέσως, ζήτησε τους κρατούμενους πίσω με διάφορες δικαιολογίες. Ο Michiel υποψιάστηκε ότι το πραγματικό κίνητρο του κυβερνήτη του Μοριά ήταν η προσδοκία ενός γερού μπαξισιού για να τους ελευθερώσει. Αρνήθηκε να τους επιστρέψει, με κάποιες ευγενικές δικαιολογίες για να κερδίσει χρόνο. Στο μεταξύ καταδίκασε και τους τέσσερεις σε θάνατο αλλά εκτέλεσε μόνο τους προξένους, όπως έγραψε στις 28 Μαΐου (με το παλιό ημερολόγιο).
Έχοντας ομολογήσει και κριθεί ένοχοι για αυτό το έγκλημα, εγώ με το Συμβούλιο μου, τους καταδικάσαμε να κρεμαστούν, και η ποινή εκτελέστηκε σε ένα ψηλό πύργο αυτού του κάστρου, όπου τα σώματα τους θα παραμείνουν στη θέα της πόλης και του λιμανιού μέχρι να λιώσουν, σαν φόβητρο για όλους όσους διαπράττουν τέτοια κακά. Καταδίκασα επίσης σε παρόμοια ποινή τον πλοίαρχο και το σύντροφο του, αλλά ο σεβασμός προς το σαντζάκμπεη του Μοριά με έκανε να αναστείλω την εκτέλεση.
Ο Οθωμανός κυβερνήτης είχε πλέον αρχίσει να γίνεται απειλητικός. ‘Αυτή η ιστορία δεν θα έχει καθόλου καλό τέλος, να το ξέρεις,’ έγραψε στον Michiel. Ο πρεβεδούρος φοβήθηκε ότι ο Mehmet, για αντίποινα, θα συλλάμβανε Ζακυνθινούς που πήγαιναν στο Μοριά για εμπόριο και έδωσε εντολή να σταματήσουν να πηγαίνουν σκάφη απέναντι χωρίς δική του εξουσιοδότηση. Αυτό όμως έπληττε το εμπόριο και δημιουργούσε τεράστιο πρόβλημα στη Ζάκυνθο, η οποία ήταν εξαρτημένη από το Μοριά για πολλά από τα απαραίτητα, ιδιαίτερα τρόφιμα. Έστειλε λοιπόν το Φραγκίσκο Μονδίνο να μεταπείσει το Mehmet. Ο Μονδίνος πρόσφερε στον σαντζάκμπεη 300 κορώνες μπαξίσι αλλά εκείνος ήταν αμετάπειστος. Σαν να μην έφτανε αυτό οι Άγγλοι πειρατές της Μεσογείου είχαν εξαγριωθεί από την εκτέλεση των εμπόρων της Πάτρας. Ένα θύμα πειρατικής επίθεσης κατέθεσε στις αρχές Νοεμβρίου:
Το πρώτο πράγμα που έκαναν μόλις επιβιβάστηκαν (οι πειρατές) ήταν να ρωτήσουν αν υπήρχαν Βενετοί ευγενείς στο πλοίο, καθώς σκόπευαν να τους κρεμάσουν αμέσως, σε αντίποινα για το κρέμασμα των Άγγλων στη Ζάκυνθο, και είπαν ότι σκόπευαν να περιπολούν εκεί μέχρι να πιάσουν κάποιο Βενετό.
Το αδιέξοδο με το Σαντζάκμπεη συνεχίστηκε για πάνω από ένα χρόνο. Ο Michiel κατάφερε, μέσω του Βενετού βάιλου (πρεσβευτή ) στην Κωνσταντινούπολη, να εκδοθεί γραπτή εντολή από το Σουλτάνο στο Mehmet να υποχωρήσει. Την πήγε στη Γαστούνη ο Μονδίνος και πάλι. Ο Mehmet όμως, με πρόφαση κάποια διατύπωση στο έγγραφο, εξακολουθούσε να επιμένει. Χρειάστηκε νέα διαταγή του Σουλτάνου, η οποία – μαζί με γράμμα της μητέρας του μπέη που συμβούλευε το ‘φως των ματιών της’ να υπακούσει – επιδόθηκε τον Αύγουστο του 1604. Οι δύο πειρατές εκτελέστηκαν στις 11 Σεπτεμβρίου (με το παλιό ημερολόγιο) σε ‘ένα ψηλό και ευδιάκριτο σημείο, όπου φαίνονταν από ολόκληρη την πόλη και το λιμάνι’.
Πλησίαζε πια το τέλος της θητείας του Maffio Michiel, τον Ιανουάριο του 1605. Το Νοέμβριο έστειλε την οικοσκευή του στη Βενετία με το Βενετικό bertone Moresini’ (15). Το πλοίο το διοικούσε Βενετός, αλλά ο καπετάνιος και κάμποσα μέλη του πληρώματος ήταν Άγγλοι. Το ‘Moresini’ συνάντησε ένα Αγγλικό πλοίο, μάλλον ένα μεγάλο bertone των 400 τόνων, με 100 άντρες και 28 κανόνια. Ο Michiel διηγήθηκε τι συνέβη.
Πριν τρεις μέρες το bertoneMoresini’, το οποίο απέπλευσε από εδώ στις 19 Νοεμβρίου, επέστρεψε στο λιμάνι. Είχε λεηλατηθεί από ένα πειρατικό λίγο έξω από το κανάλι. Εγώ είμαι το μεγαλύτερο θύμα, γιατί αυτοί οι ληστές κατάστρεψαν ή έκλεψαν το μεγαλύτερο μέρος της οικοσκευής μου και αυτής του Καγκελλαρίου και αξιωματικού μου. Καθώς ήταν το τέλος της θητείας μου είχαμε φορτώσει το μεγαλύτερο μέρος των προσωπικών μας αντικειμένων, πιστεύοντας ότι το ‘Moresini’ ήταν ένα καλό, αξιόπλοο, καλά οπλισμένο καράβι. Αλλά δυστυχώς έπεσε πάνω σε αυτούς τους δολοφόνους. Ο καραβοκύρης, καθώς βρισκόταν πάνω στο πειρατικό κατά τη διάρκεια της λεηλασίας, δεν ήταν αυτόπτης μάρτυρας, αλλά οι επιβάτες με βεβαιώνουν πως οι περισσότεροι πειρατές είναι Άγγλοι, και ότι έπεσαν πάνω στα πράγματα μου σαν λυσσασμένα σκυλιά, παρόλο που δεν πείραξαν το υπόλοιπο φορτίο κάποιας αξίας. Ότι δεν θέλανε, όπως διακοσμημένα κεραμικά (majolica) και πήλινα, τα κάνανε κομματάκια με αγαλλίαση, και επίσης μερικά κουτιά της οικογένειας μου. Αλλά η μεγαλύτερη απόδειξη της ασπλαχνίας τους είναι ότι σκότωσαν μερικά περιστέρια που οι γυναίκες της οικογένειας μου στέλνανε στη Βενετία για προσωπική τους ευχαρίστηση. Τα πουλιά ήταν σε ένα κλουβί κρεμασμένο εξωτερικά στο πλευρό του πλοίου, και οι πειρατές τα σκοτώσανε και τα πετάξανε στη θάλασσα. Αυτό το έκαναν, υποθέτω, για να πάρουν εκδίκηση επειδή κρέμασα έναν πλοίαρχο και τρεις Άγγλους ναυτικούς. Δεν παραπονιέμαι, γιατί είμαι έτοιμος να θέσω τη ζωή τη δική μου και των παιδιών μου στην υπηρεσία της Γαληνότητας σας.
Αν και την πειρατική εκδίκηση την πλήρωσαν ακριβότερα τα κακόμοιρα τα πιτσουνάκια, οι Άγγλοι δεν ξέχασαν εύκολα αυτόν που αποκαλούσαν ‘the hanging governor’. Πάνω από δύο αιώνες αργότερα, το 1829, η Αγγλίδα συγγραφέας Catherine Grace Frances Gore, στο διήγημα της ‘The bride of Zante’, ονόμασε τον πρεβεδούρο της Ζακύνθου Michaeli . Ήταν μια καθόλου τυχαία παραπομπή στον Michiel σαν εκπρόσωπο των διεφθαρμένων, καταπιεστικών, και αχώνευτων Βενετών. Ειρωνικότατα όμως, ήταν πλέον οι συμπατριώτες της Gore που έστηναν κρεμάλες στη Ζάκυνθο.

--------------------------------------------------------------------- 
(1)  Οι περί Άγγλων αναφορές του Michiel και άλλα σχετικά έγγραφα από τα Βενετικά Αρχεία, μεταφρασμένα στα Αγγλικά, μπορούν να βρεθούν στην ιστοσελίδα http://www.british-history.ac.uk/.
(2)  Υπάρχει μια σχετική δυσαρμονία στις ημερομηνίες των εγγράφων επειδή κάποιες είναι σύμφωνα με το Ιουλιανό ημερολόγιο και άλλες με το Γρηγοριανό. Επίσης, κάποιες φορές θεωρείται σαν αρχή του χρόνου η 1η Ιανουαρίου και άλλες η 1η Μαρτίου.
(3)  Προφανώς το πλοίο ανήκε σε κάποιον Venier.
(4)  Μικρό δικάταρτο πλοίο που πολύ συχνά χρησιμοποιούσαν οι πειρατές (briganti), εξ ου και το όνομα του.
(5)  Μικρού ή μεσαίου μεγέθους, δικάταρτο εμπορικό της Ανατολικής Μεσογείου με ψηλή πρυμναία υπερκατασκευή.  Ετυμολογείται από το Τουρκικό karamürsel.
(6)  Από το όνομα φαίνεται πως ανήκε στην οικογένεια Σιγούρου.
(7)  Ο Πεταλάς είναι η μεγαλύτερη από τις Εχινάδες νήσους, κοντά στην Αιτωλοακαρνανία. Σήμερα είναι ακατοίκητος.
(8)  Λόγω της εκτεταμένης σταφιδοκαλλιέργειας η Ζάκυνθος δεν μπορούσε να καλύψει με εγχώρια παραγωγή ούτε το ένα τρίτο των αναγκών της σε σιτηρά. Συχνά υπήρχε μεγάλη έλλειψη ψωμιού, πράγμα που έπληττε περισσότερο τα κατώτερα στρώματα του πληθυσμού.
(9) Ο Lase ήταν πιθανότατα έμπιστος του Michiel και θα διαπραγματευόταν την αγορά των σιτηρών.
(10)  Σε άλλο έγγραφο του Michiel κάποιος Battista Corsari αναφέρεται πως ήταν από την Chioggia, ένα λιμάνι κοντά στη Βενετία. Πάντως υπήρχε και στη Ζάκυνθο οικογένεια Κορσάρη εκείνη την εποχή, όπως και οικογένεια Κουρσάρη στα Λαγκαδάκια, σύμφωνα με το Λ. Ζώη.
(11)  Συχνά τα Βενετσιάνικα πλοία εκείνης της εποχής ήταν ασφαλισμένα. Έτσι όχι μόνο το πλήρωμα αλλά και οι ίδιοι οι πλοιοκτήτες δεν ήταν διατεθειμένοι να διακινδυνέψουν δίνοντας μάχη εναντίον των πειρατών.
(12)  Η φρεγάτα ήταν ένα πολύ μικρό σκάφος, με ένα μόνο τριγωνικό πανί, χωρίς κατάστρωμα, και μέχρι 12 κωπηλάτες σε κάθε πλευρά. Ήταν όμως πολύ ευπροσάρμοστο, γι αυτό μεγάλωσε προοδευτικά, φτάνοντας τις σημερινές διαστάσεις των 5 και 6 χιλιάδων τόνων.
(13) Η μεγάλη πλειοψηφία των Άγγλων και Ολλανδών πειρατών που μάστιζαν τη Μεσόγειο το δεύτερο μισό του 16ου και το πρώτο μισό του 17ου αιώνα χρησιμοποιούσαν ένα τύπο πλοίου που οι Βενετοί αποκαλούσαν bertone. Το όνομα αυτό μάλλον αποτελεί αναγραμματισμό του bretone (βρετανικό). Από τις σχετικά λίγες πληροφορίες που παρέχουν οι Βενετικές πηγές φαίνεται ότι ήταν πλοίο πολύ συγγενικό με το γαλιόνι αλλά μικρότερο. Το bertone είχε τρία κατάρτια και ένα ή δύο καταστρώματα – το γαλιόνι τρία μέχρι πέντε κατάρτια και τουλάχιστον δύο καταστρώματα. Προέρχονταν και τα δύο από τον τύπο πλοίου που οι Βενετοί αποκαλούσαν nave αλλά είναι πιο γνωστό με την Πορτογαλική ονομασία carraca. Ένα τέτοιο βλέπετε στην πρώτη εικόνα της ανάρτησης. Το γαλιόνι όμως, και πολύ περισσότερο το bertone, είχαν πολύ μικρότερη πρωραία υπερκατασκευή και γενικά πιο αεροδυναμικό σχήμα. Υπερτερούσαν δραματικά απέναντι στις γαλέες και τις γαλεάτσες των Μεσογειακών κρατών.  Μπορούσαν να φέρουν μεγαλύτερο αριθμό κανονιών, η κατάληψη τους από γαλέα με ρεσάλτο ήταν σχεδόν αδύνατη λόγω διαφοράς ύψους, και χρειάζονταν πολύ μικρότερο πλήρωμα. Το σημαντικότερο ίσως ήταν πως μπορούσαν να πλέουν με άσχημο καιρό, κάτι που δυσκόλευε πολύ τις γαλέες. Έτσι τα Βορειοευρωπαϊκά bertoni, σε αντίθεση με τις Βορειοαφρικανικές φούστες, επιχειρούσαν κατά προτίμηση το χειμώνα. Ο Michiel, στην αναφορά του της 6ης Νοεμβρίου 1603, έγραφε: Οι Άγγλοι πειρατές άρχισαν να εμφανίζονται πάλι, τώρα που φτάνει η εποχή που τους ευνοεί. Είναι συνηθισμένοι να μένουν στη θάλασσα το καταχείμωνο και με το χειρότερο καιρό, χάρη στην ανθεκτικότητα των πλοίων τους και την επιδεξιότητα των ναυτικών τους.  Και το καλοκαίρι όμως το bertone, με εκτόπισμα μόλις 200 – 300 τόνους  συνήθως, και βύθισμα πού συχνά δεν ξεπερνούσε τα 2,5 μέτρα, ταξίδευε με την παραμικρότερη πνοή του ανέμου. Οι Βενετοί αναγκάστηκαν να χρησιμοποιήσουν και οι ίδιοι bertoni, δεν έφτασαν όμως ποτέ τη δεξιότητα των δασκάλων τους.
(14) Φτηνό στην κατασκευή και τη χρήση εμπορικό με προέλευση από την Αδριατική. Ήταν χαμηλό, φαρδύ, χωρίς τρόπιδα και με τετράγωνα πανιά.
(15) Το πραγματικό όνομα του πλοίου ήταν ‘Santa Maria’ αλλά, όπως γινόταν συχνά, εδώ χρησιμοποιείται το όνομα του πλοιοκτήτη ή του κυβερνήτη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Άδεια Creative Commons
Αυτή η εργασία από το http://pampalaia.blogspot.com/ χορηγείται με άδειαCreative Commons Αναφορά προέλευσης - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 3.0 Μη εισαγόμενο .