Τρίτη 30 Ιουλίου 2019

Οι Ισραηλινοί, το κρασί και οι χειροβομβίδες


Ισραηλινοί ναύτες στην Κεφαλονιά, Αύγουστος 1953, φωτογραφία από Huffington Post

Δεν υπάρχει, ίσως, οικογένεια στη Ζάκυνθο, και φαντάζομαι ούτε στο μεγαλύτερο μέρος της Κεφαλονιάς, που να μην έχει κάποια ιστορία ή ιστορίες από τις τραγικές μέρες του Αυγούστου του 1953. Χιλιάδες μαρτυρίες συνέθεσαν το ψηφιδωτό του συλλογικού βιώματος της τρομερής καταστροφής που έφερε στα νησιά μας ο γιός του Τάρταρου και της Γαίας. Αλλά, καθώς ένας-ένας φεύγουν από τη ζωή οι μάρτυρες της συμφοράς, ξεκολλάνε σιγά-σιγά και χάνονται για πάντα οι ψηφίδες, ξεθωριάζει η ανάμνηση των γεγονότων. Καταθέτω λοιπόν εδώ μια τέτοια ιστορία, λίγο-πολύ όπως μου τη διηγήθηκε ο πατέρας μου, δύο-τρία χρόνια πριν ακολουθήσει την προσεισμική Ζάκυνθο και τους παλιούς Ζακυνθινούς που είχαν φύγει πριν από αυτόν. Με έβαλε και την έγραψα επειδή ο ίδιος δυσκολευόταν πια να γράψει. Το μελάνι ήταν το τσιμέντο της δικής του ψηφίδας.

Ο Σπύρος γεννήθηκε το ’32, σε ένα σπίτι που είχε νοικιάσει πριν μερικά χρόνια ο πατέρας του στον Άγιο Παύλο, κοντά στο στένωμα του δρόμου προς τους Αγίους Σαράντες. Εκεί είχε γεννηθεί τρία χρόνια νωρίτερα και ο αδερφός του ο Στάθης. Λίγο αργότερα νοικιάσανε ένα μεγαλύτερο σπίτι στην Ανάληψη, απέναντι από το τότε Ειρηνοδικείο. Μετά ήρθε ο πόλεμος, ο πατέρας του έφυγε για την Αλβανία, ημιονηγός. Οι υπόλοιποι πήγανε να μείνουνε στο Σκουληκάδο, στο πατρικό σπίτι. Στα μισά της Κατοχής πέθανε ο νόνος του Σπύρου από πνευμονία και μετά, για λόγους αδιευκρίνιστους, πήρανε τη νόνα και πήγανε να μείνουνε στον Αγγερικό, στο χωριό της μάνας του. Μετά την Κατοχή πάλι στη Χώρα επειδή εκεί ήταν η δουλειά του πατέρα του, στην Ένωση Γεωργικών Συνεταιρισμών – είχε τότε γραφεία στην Πλατεία Σολωμού, εκεί που είναι σήμερα το Μουσείο. Μένανε σε ιδιόκτητο σπίτι τώρα πλέον, ένα παλιό διώροφο κοντά στη Φανερωμένη. Εκεί τους βρήκαν οι σεισμοί.

Ο Σπύρος είχε τελειώσει τότε τις σπουδές του στην Παιδαγωγική Ακαδημία και περίμενε να πάει φαντάρος. Ο μεγαλύτερος αδερφός του έκανε ήδη τη θητεία του. Όπως και πολλοί άλλοι Ζακυνθινοί του καιρού του, ότι ελαττώματα και αν είχε, είχε φιλότιμο. Στα δύσκολα έδειχνε χαρακτήρα. Μέλος του Σώματος Ελλήνων Προσκόπων αψήφησε τον κίνδυνο και μαζί με τους άλλους Ζακυνθινούς Προσκόπους ανέλαβε σωστική δράση. Αν και ήταν υπερήφανος γι αυτή τη δράση δεν του άρεσε να δίνει λεπτομέρειες. Σίγουρα δεν ήταν ευχάριστες. Έτσι, η ιστορία που μου διηγήθηκε ξεκινάει δύο μέρες μετά τον τελευταίο και πιο καταστροφικό από τους τρεις σεισμούς, τη μέρα που κάηκε η Φανερωμένη.

Είχανε φύγει από την κόλαση της Χώρας και βρει καταφύγιο σε συγγενείς, πάνω στο δρόμο για το Γαϊτάνι. Εκεί έμενε ο Ζαχαρίας με την οικογένεια του και είχε και το εργαστήριο του. Ήτανε, απ’ όσο θυμάμαι, μπουτιέρης, δηλαδή βαρελάς, αλλά και πολύ καλός μάστορας στις οικοδομές. Το ανώι του σπιτιού της Χώρας το είχανε αφήσει ετοιμόρροπο, με τους τοίχους να χάσκουν ανοιχτοί. Το κατώι όμως άντεχε και εκεί, με κίνδυνο της ζωής τους, είχανε κατεβάσει όλα τα έπιπλα. Με τη Χώρα να καίγεται για δύο ολόκληρες μέρες και την πυρκαγιά να απλώνεται ανεξέλεγκτα από άκρη σε άκρη, ο νόνος μου πήρε το Σπύρο και πήγανε να δούνε σε τι κατάσταση βρισκότανε το σπίτι και τα υπάρχοντα τους.

Βρήκανε τη Φανερωμένη, με όλους σχεδόν τους καλλιτεχνικούς θησαυρούς της, με το χρυσάφι και το ασήμι της, παραδομένη στις φλόγες. Μια ομάδα Ισραηλινών ναυτών με μια αντλία προσπαθούσαν να τις σβήσουν με θαλασσινό νερό. Το ανώι του σπιτιού τους είχε γκρεμιστεί ολότελα. Το κατώι έστεκε ακόμα αλλά το πλησιάζανε οι φλόγες και σε λίγο έπιασε φωτιά η μία του γωνία. Ευτυχώς οι Ισραηλινοί είχαν στο μεταξύ καταφέρει να σβήσουν τη φωτιά στην εκκλησία – που όμως είχε προλάβει να κατακάψει όλο το εσωτερικό – και ο Σπύρος τους φώναξε και έσβησαν και το δικό τους σπίτι. Το σπίτι είχε αποθήκη και μέσα υπήρχαν δύο κρασοβάρελα. Για να τους ευχαριστήσουν τους έμπασαν μέσα και τους πρόσφεραν κρασί. Γεμίσανε και τα παγούρια τους και φύγανε για το καράβι τους επειδή νύχτωνε. Έφυγε και ο νόνος μου με το Σπύρο για το Γαϊτάνι.

Πρέπει εδώ να πούμε πως το Ισραηλινό ναυτικό ήταν το πρώτο που είχε φτάσει στην περιοχή του σεισμού για να παράσχει βοήθεια. Οι προσπάθειες για τη συγκρότηση του είχαν ξεκινήσει μόλις πέντε χρόνια νωρίτερα, ταυτόχρονα με την ανακήρυξη του κράτους του Ισραήλ, και κάποιες μονάδες του είχαν ήδη λάβει μέρος στις συγκρούσεις με τα Αραβικά κράτη της περιοχής. Την εποχή εκείνη, πέρα από κάποια περιπολικά και ένα ιστιοφόρο παγοθραυστικό, τη δύναμη του αποτελούσαν τρεις ελαφρές φρεγάτες συνοδείας και δύο κορβέτες, όλα πρώην Καναδικά σκάφη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.

Τα πλοία αυτά – με εκτόπισμα χίλιους με χίλιους πεντακόσιους τόνους μόνο και ενενήντα άτομα πλήρωμα το καθένα – είχαν μόλις τελειώσει εντατικές ασκήσεις  τεσσάρων εβδομάδων στα διεθνή ύδατα κοντά στην Ελλάδα και επέστρεφαν στο Ισραήλ. Μόλις έλαβαν το σήμα για βοήθεια έκαναν στροφή 180 μοιρών και προσέτρεξαν. Την ίδια στιγμή ο Ελληνικός στόλος, όπως και οι άλλοι της περιοχής, χρειάζονταν ώρες μέχρι να ανεβεί η πίεση στους ατμολέβητες και να μπορέσουν να σαλπάρουν. Οι Ισραηλινοί βρίσκονταν ήδη υπ’ ατμόν και έτσι έφτασαν πρώτοι.

Ξημερώνοντας της Παναγίας – με την Παναγία τη Φανερωμένη στάχτες και αποκαΐδια – επέστρεψε ο νόνος μου με το Σπύρο στη Χώρα για να μην τους κλέψουν τα πράγματα. Φτάνοντας βρήκαν Ισραηλινούς ναύτες ήδη εκεί απέξω από το σπίτι. Από το δρόμο ο νόνος μου είχε διψάσει και ο Σπύρος ζήτησε από τους ναύτες νερό. Αντί για νερό του βάλανε σε ένα ποτηράκι κρασί. Μόλις το δοκίμασε ο νόνος μου είπε ‘Ετούτο είναι από το δικό μας’. Μπήκανε στην αποθήκη και βρήκανε το ένα βουτσί αδειανό και το κρασί χυμένο στο πάτωμα. Είχε φαίνεται διαδοθεί το νέο στο καράβι πως βρέθηκε καλό κρασί και είχαν έρθει πρωί-πρωί να πιούνε και να γεμίσουνε τα παγούρια τους. Ξεχάσανε όμως την κάνουλα ανοιχτή και είχε πάει χαμένο το υπόλοιπο.

Κατά τις δέκα ήρθε ο Ζαχαρίας με ένα γαϊδούρι να τους βοηθήσει να πάνε τα πράγματα στο Γαϊτάνι. Δεν ήταν εύκολη υπόθεση αφού ο δρόμος, όπως όλοι οι δρόμοι και τα καντούνια, ήταν σχεδόν αδιάβατος από τους σωρούς των ερειπίων. Εκεί που ο Σπύρος με το Ζαχαρία προσπαθούσαν να κουβαλήσουνε ένα μπαούλο με γυαλικά, του λέει ο μπάρμπας του ‘Άστο χάμου’. Κοντά τους, ανάμεσα στα ερείπια ενός γειτονικού σπιτιού είχε δει δύο μεγάλες, αμυντικές χειροβομβίδες, Ιταλικής προέλευσης.

Σύμφωνα με τις αναμνήσεις τουλάχιστον δύο Βρετανών ναυτών που βρέθηκαν στη Ζάκυνθο εκείνες τις μέρες, δεν ήταν μόνο επικίνδυνα τα ερείπια έτσι όπως τα σώριαζαν κάθε τόσο στο δρόμο οι μετασεισμοί. Φόβο προκαλούσαν και οι συχνές εκρήξεις χειροβομβίδων, που τις είχαν κρυμμένες οι Ζακυνθινοί στα σπίτια τους για να τις χρησιμοποιούν στο ψάρεμα. Εσκάγανε μόλις τις έβρισκε η φωτιά.

Ο Ζαχαρίας πήρε ένα παραθυρόφυλλο, έγραψε πάνω του με ένα κομμάτι κεραμίδι ‘ΠΡΟΣΟΧΗ ΟΒΙΔΕΣ’ και το τοποθέτησε προσεκτικά κοντά στα εκρηκτικά. Το είπαν στους ναύτες και εκείνοι τους καθησύχασαν πως θα ερχότανε συνεργείο να τις ανατινάξει. Απομακρύνθηκαν μερικές δεκάδες μέτρα και περίμεναν. Καμιά ώρα αργότερα πέρασαν δύο αξιωματικοί. Ο Σπύρος τους έδειξε τις χειροβομβίδες. Ο ένας από αυτούς πήρε τη μία στα χέρια του και ξαφνικά, χωρίς προειδοποίηση, την πέταξε στα πόδια του πατέρα μου. Εκείνος αναπήδησε φοβισμένος αλλά έκρηξη δεν έγινε. Μόνο μερικές δεκάρες σκορπιστήκανε γύρω από τη χειροβομβίδα. Οι μπόμπες ετούτες ήταν εντελώς ακίνδυνες αφού ο ιδιοκτήτης τους τις είχε ξεβιδώσει, είχε αφαιρέσει το εκρηκτικό και τις είχε κάμει ... κουμπαράδες.

Δεν ξέρω τι απογίνανε αυτοί οι κουμπαράδες. Δεν τους θυμάμαι καθόλου. Υποθέτω πως τους επιστρέψανε στον γείτονα. Ίσως πάλι τους πετάξανε μόλις επιβλήθηκε η δικτατορία των συνταγματαρχών μαζί με άλλα ύποπτα αντικείμενα, όπως ένα αχρηστεμένο τριανταοχτάρι περίστροφο, που ανακάλυψα κάποτε παίζοντας κάτω από την εξωτερική σκάλα στο πίσω μέρος του σπιτιού. Του καινούργιου σπιτιού, που το έχτισε κατά ένα μεγάλο μέρος ο Ζαχαρίας, και που εξήντα χρόνια τώρα δεν έχει πάθει ούτε γρατζουνιά από σεισμό. Ούτε από το μεγάλο περσινό του Αγίου Δημητρίου. Τα σημαντικότερα από τα έπιπλα, αυτά που είχαν φτιαστεί για το γάμο το νόνου και της νόνας μου, υπάρχουν ακόμα. Χάρις οφείλεται γι αυτό στους Ισραηλινούς ναύτες. Χαλάλι τους το κρασί – και το πιωμένο και το χυμένο.

4 σχόλια:

  1. Nel 1948, in segno della profonda riconoscenza a tutta la popolazione di Zante, la comunità ebraica donò le vetrate per le finestre della chiesa di San Dionisio.
    Nel 1978 Chrysostomos e Carrer (vescovo e sindaco di Zante nel 1943) sono stati riconosciuti Giusti tra le Nazioni dallo Yad Vashem di Gerusalemme.
    Το 1948, στο σημάδι της βαθιάς ευγνωμοσύνης σε ολόκληρο τον πληθυσμό της Ζακύνθου, η εβραϊκή κοινότητα δώρισε τα παράθυρα για τα παράθυρα της Εκκλησίας του San Dionisio.
    Το 1978 ο Χρυσοστόμου και ο Carrer (Επίσκοπος και δήμαρχος της Ζακύνθου το 1943) ήταν δίκαιοι μεταξύ των εθνών από τον γιαντ vashem στην Ιερουσαλήμ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Για ότι χάθηκε σαν σήμερα τον Αύγουστο του 1953, φωτογραφία της Ζακύνθου το 1912 από τον Fred Boissonnas.
    https://scontent.fath2-1.fna.fbcdn.net/v/t1.0-9/fr/cp0/e15/q65/68284254_710607902700149_4854382680315265024_n.jpg?_nc_cat=103&efg=eyJpIjoiYiJ9&_nc_oc=AQkJsuG2gnkcIN2wXKpLcRoU5xqoynQhJ7uC1QckxGE4HqbWZiF0xd80IuocOO3Qr6kWgbwTTKuIV3sEZsQqMPOz&_nc_ht=scontent.fath2-1.fna&oh=a0546472e8fac413a22d21ded3b580cd&oe=5DDB2080

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Άδεια Creative Commons
Αυτή η εργασία από το http://pampalaia.blogspot.com/ χορηγείται με άδειαCreative Commons Αναφορά προέλευσης - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 3.0 Μη εισαγόμενο .