Ο Johannes Cotovicus ήταν νομικός, καθηγητής του Πανεπιστημίου της Ουτρέχτης. Το
πραγματικό του όνομα ήταν Johann van Kootwyck, ή κάπως έτσι, γιατί δύσκολα βρίσκει
κανείς δύο πηγές που να τον αναφέρουν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Πέρασε από τη
Ζάκυνθο το 1598, ταξιδεύοντας για τους Αγίους Τόπους και μας άφησε μια
ενδιαφέρουσα περιγραφή της σχεδόν μόνιμης κατάστασης συναγερμού στην οποία
βρισκόταν το νησί. Στο βιβλίο του, που δεν εκδόθηκε παρά το 1619 – μια δεκαετία
πριν το θάνατο του – αναφέρει τα ακόλουθα (1).
Εκτός από
τους στρατιώτες της φρουράς, οι οποίοι φυλάνε συνέχεια την πόλη, υπάρχει και το
σώμα των ένοπλων ιππέων ή ελαφρών πεζών, οι οποίοι αποκαλούνται χυδαϊστί Stradioti. Αυτοί έχουν σταλεί στις ακτές από τη Βενετική Γερουσία
για προστασία από τις συχνές πειρατικές επιδρομές, και πληρώνονται από το δημόσιο.
Είναι οι καλύτεροι πολεμιστές, και ρέεπουν προς την αρπακτικότητα, χρησιμοποιούν μια ασπίδα σε
μορφή πέλτης, και το κυρτό ξίφος, που λέγεται scimitar (2), και ένα μακρύ κοντάρι – φοράνε θώρακα μεταξωτό. Τα
άλογα τους είναι πολύ γρήγορα, και με αυτά πέφτουν πάνω στους εχθρούς εκτελώντας αθρόες επιδρομές και λεηλασίες. Έχουν ένα αρχηγό, ή διοικητή, που τον
αποκαλούν Gubernator (3), στον οποίο υπακούν όλοι. Υπηρετούν μέρα-νύχτα κυρίως το καλοκαίρι, επιτηρώντας συνεχώς με βάρδιες τις παραλίες για επιδρομές εναντίον
του νησιού, κρατώντας το ασφαλές. Όταν δουν πειρατικές τριήρεις (4) να
πλησιάζουν την παραλία, με ένα σημάδι σε μια κορυφή, ή μία φωτιά, ή καπνό,
ανάλογα με τις συνθήκες, καλούν στα όπλα γείτονες, συναδέλφους
στρατιώτες, νησιώτες, ειδοποιώντας τους να είναι έτοιμοι να αποκρούσουν τον εχθρό. Έτσι, σε
ελάχιστο χρόνο, ολόκληρο το νησί γνωρίζει που να προστρέξουν και τι να πράξουν.
Το χειμώνα, με τις αλλεπάλληλες καταιγίδες, οι πειρατές δεν μπορούν να
αρμενίζουν στη θάλασσα με την παραμικρή ασφάλεια, και έτσι, αφού ο κίνδυνος για
τους νησιώτες μειώνεται, οι περισσότερες βάρδιες σταματούν. Μένουν (οι
Στρατιώτες) στα προάστια, ενώ αντίθετα το καλοκαίρι στους δρόμους και στα χωριά
που είναι σκορπισμένα κοντά στις παραλίες.
Σπάθη Στρατιώτη, δώρο στο βασιλιά της Ισπανίας το
1603.
Όπως αναφέρει ο
Λεωνίδας Ζώης, ο Προβλεπτής Ζακύνθου Marco Barbarigo είχε
προσπαθήσει με μια διαταγή του το 1555 να κάνει τους Στρατιώτες της Ζακύνθου να
μοιάζουν με τακτικό στρατό, επιβάλλοντας κάποιου είδους ‘στολή’ (5). Είναι όμως
φανερό πως πάνω από σαράντα χρόνια αργότερα οι Στρατιώτες διατηρούσαν τα ίδια
βασικά χαρακτηριστικά όσον αφορά τον οπλισμό και την ενδυμασία. Είναι
χαρακτηριστική η ομοιότητα της περιγραφής του Cotovicus με αυτήν Στρατιωτών του Μοριά από τον Coriolano Cippico σχεδόν 130 χρόνια νωρίτερα. Έγραψε τότε ο σοπρακόμιτος του Βενετικού
στόλου (6):
Χρησιμοποιούν
ασπίδα, ξίφος, και κοντάρι – λίγοι διαθέτουν ατσάλινο θώρακα – οι άλλοι φοράνε
ένα μεταξωτό θώρακα για να αμύνονται στα χτυπήματα του εχθρού.
Ο μεταξωτός θώρακας,
στον οποίο αναφέρονται οι δύο συγγραφείς, ήταν στην πραγματικότητα ένα είδος
πανωφοριού από υλικό που θύμιζε πάπλωμα. Συνήθως κάλυπτε ολόκληρο σχεδόν το
σώμα, από το λαιμό ως κάτω από τα γόνατα, και, εξωτερικά τουλάχιστον, ήταν από
μετάξι. Πάνω από αυτό συχνά φορούσαν ένα άλλο επενδύτη, μάλλον για να το
κρατάει στεγνό και να το προστατεύει από τη φθορά. Ο λόγος χρήσης μεταξιού δεν
ήταν κάποια ροπή προς την πολυτέλεια – λίγες στρατιωτικές μονάδες στην Ιστορία θα
μπορούσαν να καυχηθούν ότι ήταν τόσο σκληραγωγημένες όσο οι Στρατιώτες. Σαν
υλικό δεν είναι εύκολα διαπερατό. Τα πρώτα αλεξίσφαιρα γιλέκα κατασκευάστηκαν
στα τέλη του 19ου αιώνα στην Αμερική από αλλεπάλληλες στρώσεις
μεταξιού. Οι Στρατιώτες, των οποίων τα άλογα, τα όπλα και ο ρουχισμός ήταν,
κατά κανόνα, ιδιόκτητα δεν είχαν συνήθως την οικονομική δυνατότητα να αγοράσουν
πανοπλίες. Τις υποκαθιστούσαν λοιπόν με παλιές συνταγές και νεότερες
ευρεσιτεχνίες. Όπως αποκαλύπτει ένας ανώνυμος Γάλλος, που μάλλον τους γνώριζε
και σαν εχθρούς και σαν συμμάχους, στο εσωτερικό του καπέλου τους υπήρχαν
κάμποσες στρώσεις από χαρτί. Βεβαιώνει μάλιστα ότι αυτή η ‘πατέντα’ είχε την
αποτελεσματικότητα κράνους (7).
Οι βάρδιες που
φύλαγαν οι Ζακυνθινοί στη διάρκεια της Βενετοκρατίας είναι γενικά γνωστές και
μερικές από τις βίγλες, οι λεγόμενες βαρδιόλες, έχουν επιβιώσει μέχρι σήμερα,
δείχνοντας κάποια από τα σημεία όπου περνούσαν οι ατέλειωτες ώρες της
επαγρύπνησης. Γνωρίζουμε ακόμα τι γινόταν στις περιπτώσεις εκείνες που η
επαγρύπνηση άγγιζε τα όρια του συναγερμού, όταν υπήρχαν πληροφορίες για μαζική
επίθεση των Μωαμεθανών. Οι ‘καβαλαραίοι της στρατείας’, δηλαδή οι Στρατιώτες,
λέει ο Άγγελος Σουμάκης, είχαν, εκτός από την ύπαιθρο, αναλάβει την άμυνα του
νότιου τομέα της πόλης μαζί με ‘απεζούς λεγόμενους κουριέρηδες από τα χωρία’ (8).
Είχαν πιάσει το Ποτάμι και είχαν στείλει αρκετούς στον Άγιο Σπυρίδωνα στο
Αργάσι, με προωθημένους παρατηρητές στο ‘βουνό λεγόμενον Ραφτόπουλο’, τη
σημερινή Πούντα Νταβία. Στο σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης με φωτιές έχουμε αναφερθεί
και παλιότερα, αφού κάποια νύξη είχε κάνει ο John Locke μιλώντας για την
Κεφαλονιά του 1553 και ο ηγούμενος των Στροφάδων Δανιήλ το 1532. Η αναφορά του Cotovicus όμως είναι λίγο πιο εκτενής και συγκεκριμένη.
Αυτά γίνονταν
τότε που οι Ζακυνθινοί φύλαγαν βάρδιες – και ήταν πολύς ο καιρός, γενεές
γενεών. Έτσι στάθηκε το νησί, έτσι δεν πουλήθηκαν οι πρόγονοι μας σκλάβοι στις
παρυφές της Σαχάρας, γι αυτό υπάρχουμε. Βάρδιες θα έπρεπε να κάνουμε και τώρα –
και πάντα. Γιατί όποιους δεν φροντίζουν να υπάρχει συνεχής έλεγχος και απόλυτη
διαφάνεια τους τρώνε οι ... μαϊμούδες.
9/05/12
'Εγιναν μερικές αλλαγές στη μετάφραση και μία προσθήκη στις σημειώσεις μετά από τις εύστοχες παρατηρήσεις του Earion, τον οποίο υπερευχαριστώ.
----------------------------------------------------------------------------
(1) Itinerarium
Hierosolymitanum et Syriacum, 1619, σ. 55.
Praeter milites presidiarios, qui
in vrbe assiduo excubant, adest quoq; equitum seu velitum cohors , quos vulgus
Stradiotas appelat. Hi ad littus tutandu(m) contra frequentes pirataru(m)
depredationes a Senatu Veneto missi,
publica stipendia merent. Sunt autem bellatores optima, & ad rapacitate
proni, scuto in peltae formam vtuntur, & incuruato ense, quem scimitarram
vocant, ac hasta longiore, bombycinisque vestiuntur thoracibus.Horum equi
velocissimi, quibus prosperas incursiones, depraedationesq;, vbi in hostem
prodeunt saepe agunt. Ducem seu praefectum habent, quem Gubernatorem vocant,
cui omnes obtemperat. His id muneris praecipue incumbit, vt aestiuo te(m)pore
interdiu noctuq; per vices littus obequite(n)t, assiduisq; fei e excubijs at que
excursionibus Insula vbiq; tutam reddat.
Quod si pirataru(m) biremes triremeive approximare littori co(n)spexerint, signo ex
edito loco dato, vel igne, vel fumo, prout te(m)poris ratio postulat, vicinosq;
quosq; com(m)ilitones , Insulanosq; ad arma euoca(n)t , vtq; ad hostes pellendos
praesto sint, admonent. Atque ita breuissimo momento tota pernoscit Insula, quo
concurrendum, quidve agendu(m) sit. Hiberno vero tempore , cum ob continuas maris
procellas piratis vix tutu(m) sit nauigare aequor, adeoq; Minus periculi Insulanis
impendeat , ab excubijs vt plurimu(m) cessant; & in suburbio degunt , cu
aestate contra per vicos pagosq; maritimos distribuatur.
(2) Έτσι λέγονταν στη Δύση όλα τα κυρτά ξίφη από
την Ανατολή.
(3) Η λέξη αναφέρεται στα Λατινικά αλλά μάλλον
πρόκειται για αυτόν που ο Άγγελος Σουμάκης στην Διήγησιν του Ρεμπελιού των Ποπολάρων ονομάζει ‘κουβερναδούρο’ και ‘γουβερναδόρο’. Ήταν Βενετός, κάτι σαν στρατιωτικός διοικητής
της Ζακύνθου, και δεν διοικούσε μόνο τη ‘στρατεία’, δηλαδή τους Ζακυνθινούς
Στρατιώτες, αλλά και τη φρουρά της Χώρας και την πολιτοφυλακή της υπαίθρου, το ‘τσέρνιδο’.
Προϊστάμενος του ήταν ο προβλεπτής/κυβερνήτης ή πρεβεδούρος όπως τον έλεγαν οι
Ζακυνθινοί.
(4) Τριήρεις στα Λατινικά του Μεσαίωνα και της
Αναγέννησης ονομάζονταν όλα τα πολεμικά σκάφη που χρησιμοποιούσαν κωπηλάτες,
δηλαδή φούστες, γαλιότες και γαλέες (γαλέρες).
(5) Ελληνικός
λόχος εν Ζακύνθω κατά τους χρόνους της δουλείας, Ο Ελληνισμός, 14, 1911.
(6) Incursion des Strathiotes en Asie Mineure sous Pierre Mocenigo (1472 -1474), Κωνσταντίνου Σάθα, Μνημεία Ελληνικής Ιστορίας, τόμος 7ος, σ.
267.
Usano targa, spade, e lancia;
pochi corsaletto; gli altri si vestono di una corazza di bombagio che li
difende dale percosse dell’inimico.
Στο αρχικό κείμενο στα Λατινικά οι θώρακες αναφέρονται σαν 'bombicina thorace', De Bello Asiatico, Βενετία 1594, Βιβλίο 1ο, σ. 10.
(7) Histoire
du gentil seigneur de Bayard, composée par le Loyal Serviteur, στο Choix de chroniques et mémoires
sur l'histoire de France avec notices biographiques par J. A. C. Buchon, Παρίσι
1836, σ. 62.
(8) Κ. Σάθα, Το εν Ζακύνθω Αρχοντολόγιον και οι Ποπολάροι, Αθήνα 1867, σ. 19.