Μπορεί οι Βενετοί να μην άφησαν κανένα στοιχείο για τα Στροφάδια επί πολλές δεκαετίες μετά το 1416, άφησαν όμως άλλοι, ο πρώτος ένας Φλωρεντινός. Ο περιηγητής Cristoforo Buondelmonti (1) μας λέει στα 1420 ότι οι μοναχοί ήταν πάνω από 50 και ζούσαν σε ένα πύργο, επειδή οι παλιότεροι είχαν απαχθεί από βαρβάρους (2). Αναφέρεται σε Guminus και Caloieri, λέγοντας με άλλα λόγια ότι ήταν ορθόδοξοι, και πληροφορεί ότι η εκκλησία ήταν μέσα στον πύργο. Ακόμη ότι ζούσαν χωρίς να τρώνε καθόλου κρέας αλλά μόνο ψάρια ξεραμένα στον ήλιο, ξερό ψωμί, και νερό, για να παραδώσουν την ψυχή τους στον Ύψιστο άσπιλη (3).
Η αναφορά σε πάνω από 50 μοναχούς δείχνει ότι το μοναστήρι ήταν καλά εδραιωμένο το 1420 και δεν αποτελούσε κάποια πρόσφατη προσπάθεια επανεγκατάστασης ορθοδόξων στα Στροφάδια. Οι αιχμάλωτοι δηλαδή που εξαγόρασε ο Gritti το 1411, όπως δικαιολογημένα υποστηρίζει ο Δ. Μούσουρας (4), ήταν ορθόδοξοι. (Διόρθωση 28/09/11: ο Μούσουρας λέει μόνο ότι το μοναστήρι ήταν ορθόδοξο πολύ πριν το 1420)
Το ότι η εκκλησία βρισκόταν μέσα στον πύργο είναι επίσης αξιοσημείωτο, γιατί αυτή η διάταξη διατηρήθηκε μέχρι σήμερα και είναι μοναδική σε ορθόδοξο μοναστήρι (5). Επιπλέον, είναι νομίζω μία ισχυρή ένδειξη ότι το κατώτερο μέρος του παλιού, δυτικού τμήματος του καστρόπυργου είναι το ίδιο που φτιάχτηκε από τους Βενετούς το 1416. Μάλλον δεν είναι τυχαίο ότι κοιτώντας τον από τα δυτικά θυμίζει τους Βενετσιάνικους πύργους της Νάξου. Κατά τους Γ. Πουλημένο και Ι. Στουφή – Πουλημένου η Μονή Στροφάδων δεν είναι ένα μοναστήρι με αμυντικό πύργο αλλά ένα οχυρωματικό έργο που επανδρώθηκε από μοναχούς (6). Αυτό δεν συνάδει μόνο με την απομόνωση και την τρωτότητα της μονής αλλά και με τα σχέδια των Βενετών το 1416 όπως υποστήριξα σε κείνη την ανάρτηση. Ο καστρόπυργος είναι φτιαγμένος για να αντέχει, σε σημαντικό βαθμό, σε βολές πυροβολικού που διέθεταν οι οργανωμένοι στρατοί της εποχής και όχι μόνο για να αντιστέκεται στον ελαφρά οπλισμένο συρφετό που αποβιβαζόταν από τις πειρατικές φούστες.
Η Βενετική ευεργεσία ξεχάστηκε σχετικά γρήγορα. Απομεινάρι της το 1532 ήταν μονάχα η σχέση της μονής με την οικογένεια Loredan που επικαλέσθηκε τότε ο ηγούμενος. Μια άλλη ευεργεσία όμως δεν ξεχάστηκε ποτέ. Ίσως γιατί προήλθε από ένα βασιλιά ορθόδοξο που μιλούσε τη γλώσσα τους – ένα δικό τους βασιλιά. Στον κώδικα των Στροφάδων, χρονολογημένο 1704-1705, αναφέρεται ότι το μοναστήρι ανακαινίστηκε από τον Ιωάννη Η’ Παλαιολόγο (7). Το ίδιο αναφέρει και ένα δίπτυχο της μονής περίπου ένα αιώνα αργότερα (8). Τόσο μάλιστα έντονη ήταν η ανάμνηση της ευεργεσίας του Ιωάννη ώστε σε ένα γράμμα ζητείας του 1707 υποστηρίζεται ότι ο αυτοκράτορας ίδρυσε τη μονή (9)!
Το δίπτυχο του 19ου αιώνα αναφέρει σαν χρονολογία της ανακαίνισης το 1440 (10). Τη χρονολογία αυτή δεν αποδέχεται ο Μούσουρας (11) ενώ οι Πουλημένος και Στουφή – Πουλημένου (12) τη θεωρούν προβληματική. Πραγματικά, πρόκειται για μια προσπάθεια από τους μοναχούς της εποχής να προσδιοριστεί μια ξεχασμένη χρονολογία συνδέοντας την ανακαίνιση με το πολύ γνωστό ταξίδι του Ιωάννη για τη σύνοδο της Φλωρεντίας (1437-1440). Αν και τα πλοία που μετέφεραν την πολυπληθή ορθόδοξη αντιπροσωπεία πέρασαν από την περιοχή, δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να δείχνει ότι σταμάτησαν στα Στροφάδια.
Τόσο η μετάβαση όσο και η επιστροφή έγιναν στην καρδιά του χειμώνα και ήταν ταξίδια δύσκολα. Όπως μας λέει ο μέγας εκκλησιάρχης της Αγίας Σοφίας Σίλβεστρος Συρόπουλος στα απομνημονεύματα του, όλοι οι σκλάβοι (13) πέθαναν από πανώλη στο πρώτο ταξίδι και τα πλοία κινδύνεψαν σοβαρά από καταιγίδα στην Κεφαλονιά. Με τα μεγάλα και γνωστά διλήμματα περί ένωσης των Εκκλησιών που απασχολούσαν τον Ιωάννη, και τη δυσκολία του ταξιδιού, ούτε η επίσκεψη σε νησίδες, ούτε η ανακαίνιση μονών θα ήταν στην ημερήσια διάταξη. Ούτε και χρήματα υπήρχαν πλέον. Όλα τα έξοδα μετάβασης και παραμονής της αντιπροσωπείας στην Ιταλία τα πλήρωσε ο πάπας.
Πότε λοιπόν ανακαίνισε ο αυτοκράτορας το μοναστήρι των Στροφάδων; Ένα άγνωστο, ή απόλυτα παραμελημένο, στοιχείο είναι πως το 1436 πέρασε από τα Στροφάδια ο Ισπανός προσκυνητής και περιηγητής Pero Tafur. Επειδή είχε πέσει ο αέρας του δόθηκε η δυνατότητα να αποβιβαστεί. Πήγε στους μοναχούς – που τους αποκαλεί calogueros του Αγίου Βασιλείου – ψάρια, γιατί ήξερε και αυτός πως δεν τρώνε κρέας. Τον δέχτηκαν με ευχαρίστηση και τον ξενάγησαν στο μοναστήρι, που το λέει Estanfárie – προφανώς εκ του Σταμφάνη, όπως λέγεται το μεγαλύτερο από τα νησιά (14). Εντυπωσιάστηκε αρκετά λοιπόν ο Tafur για να χαρακτηρίσει το μοναστήρι muy notable, πολύ αξιοπρόσεκτο. Το συμπέρασμα που μπορούμε να βγάλουμε είναι πως μάλλον δεν χρειαζόταν ανακαίνιση γιατί είχε ήδη ανακαινισθεί από τον αυτοκράτορα.
Μία επιπλέον ένδειξη είναι πως ο André Grasset de Saint-Sauveur, που επισκέφθηκε τη μονή το 1781, έγραψε ότι την ίδρυσε μία πριγκίπισσα της δυναστείας των Τόκκο (15). Αυτό βέβαια δεν είναι ακριβές, αφού γνωρίζουμε ότι η μονή προϋπήρχε της δυναστείας, παραπέμπει όμως έμμεσα στην εποχή του γάμου του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου και της Ζακυνθινής Μαγδαληνής/Θεοδώρας Τόκκο (16). Ο γάμος είχε γίνει έξω από την πολιορκημένη Πάτρα τον Ιούλιο του 1428 όπως είχε αναφερθεί στο προηγούμενο. Ήδη τότε, όλα τα εδάφη της Βαρονίας της Πάτρας, εκτός από την ίδια την πόλη, φαίνεται πως είχαν περάσει στην εξουσία του αυτοκράτορα. Η ανακαίνιση δηλαδή πρέπει να έγινε στο δεύτερο ήμισυ του 1428 ή, πιθανότερα, το 1429.
Η μονή των Στροφάδων όπως την είδε ο André Grasset de Saint-Sauveur
Ας θυμίσουμε πως ο γάμος αυτός ήταν το αποτέλεσμα της ήττας του Κάρολου Α΄ Τόκκο από το στόλο του Ιωάννη Παλαιολόγου στη Ναυμαχία των Εχινάδων το 1427. Ο Ιωάννης δεν είχε μόνο αποκομίσει εδάφη και δόξα από τη νίκη του στις Εχινάδες αλλά και χρήματα (17). Τα ποσά για την απελευθέρωση των αιχμαλώτων ευγενών και μόνο πρέπει να ήταν πολύ μεγάλα. Τα ξόδεψε όμως σε ευεργεσίες – οι δωρεές σε μοναστήρια ήταν από τις πιο συνηθισμένες της εποχής – που γέμισαν το άδειο πια από χρήματα ταμείο του (18). Με μέρος αυτών των χρημάτων έγινε λοιπόν, όπως φαίνεται, η ανακαίνιση της μονής των Στροφάδων (19) (20).
Ένα ερώτημα που είναι εύλογο και πρέπει να απαντηθεί είναι το αν οι Παλαιολόγοι πριν την ανακαίνιση προσάρτησαν τα Στροφάδια, αφού οι διάφοροι ηγεμόνες δεν έκαναν δωρεές αποκλειστικά σε μονές της επικράτειας τους. Μέσα σε λίγα χρόνια οι Βυζαντινοί είχαν ουσιαστικά εξαλείψει τη Βαρονία της Πάτρας και περιορίσει τα υπολείμματα του Πριγκιπάτου της Αχαΐας σε δύο μόνο κάστρα, απορροφώντας όλες τις κτήσεις τους. Ταυτόχρονα είχαν πάρει από το Δουκάτο της Αγίας Μαύρας όλα τα εδάφη που είχε αποκτήσει στο Μοριά και του είχαν στερήσει τη δυνατότητα για θαλάσσιες πολεμικές επιχειρήσεις. Τα Στροφάδια ήταν δικά τους αν τα ήθελαν. Και τα ήθελαν!
Ο λόγος ήταν ελάχιστα διαφορετικός από αυτό των Βενετών το 1416. Ο Πρίγκιπας Κεντυρίων Ζακκαρία κρατούσε ακόμη τα κάστρα της Χαλανδρίτσας και της Αρκαδιάς και ήταν ο επόμενος στόχος. Πραγματικά το καλοκαίρι του 1429, και ενώ η πόλη της Πάτρας αντιστεκόταν ακόμη στις δυνάμεις του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, ο μικρός Παλαιολόγος, ο Θωμάς, εμφανίζεται στο προσκήνιο πολιορκώντας τη Χαλανδρίτσα. Αν η Αρκαδιά δεν ήταν ακόμη υπό πολιορκία η σειρά της θα ερχόταν πολύ σύντομα. Τα Στροφάδια βρίσκονται ακριβώς απέναντι της σε απόσταση 31 ναυτικών μιλίων. Ένας χρήσιμος και ήδη οχυρωμένος σταθμός ανεφοδιασμού σε νερό, ευκαιριακό καταφύγιο, παρατηρητήριο και ορμητήριο ενέδρας για τα Βυζαντινά κάτεργα από τη Γλαρέντζα και το Ποντικόκαστρο (21). Για την Ιστορία η πόλη της Πάτρας παραδόθηκε λίγο αργότερα, ενώ οι τελευταίοι υποστηρικτές του αρχιεπισκόπου Μαλατέστα άντεξαν την πείνα και τις κακουχίες, κλεισμένοι στο κάστρο, μέχρι το 1430. Το Γενάρη αυτού του χρόνου παντρεύτηκε ο Θωμάς την κόρη του Ζακκαρία Αικατερίνη (Catharina), το μοναδικό γνήσιο του παιδί, παίρνοντας προίκα τη Χαλανδρίτσα. Το 1432 κληρονόμησε και την Αρκαδιά. Ολόκληρος ο Μοριάς ήταν στα χέρια των Παλαιολόγων εκτός από τις Βενετικές κτήσεις Μεθώνη, Κορώνη, Ναβαρίνο, Άργος και Ναύπλιο.
Οι Παλαιολόγοι είχαν λοιπόν λόγους να δώσουν ιδιαίτερη προσοχή στα Στροφάδια την εποχή της ανακαίνισης. Τι είδους ανακαίνιση όμως είχε ανάγκη το μοναστήρι όταν οι Βενετοί το είχαν οχυρώσει λίγο παραπάνω από μια δεκαετία νωρίτερα; Το ότι ξεκίνησαν τα έργα οι Βενετοί δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι τα τελείωσαν, αφού, όπως είπαμε, τον επόμενο χρόνο κατέλαβαν το Ναβαρίνο και κατά πάσα πιθανότητα το ενδιαφέρον τους για τα νησιά μειώθηκε. Ούτε σημαίνει πως ενδιαφέρθηκαν για χρήσιμες λειτουργικές εγκαταστάσεις πέρα από τις αμυντικές. Επιπλέον είναι απίθανο οι καθολικοί Βενετοί να φρόντισαν για το διάκοσμο του νέου ναού στο εσωτερικό του πύργου, ενός ναού ορθόδοξου. Μπορούμε νομίζω να πούμε με σιγουριά πως αυτό αποτέλεσε μέρος της ευεργετικής δράσης του Ιωάννη.
Πως αλλιώς θα μπορούσε άλλωστε να εξηγηθεί πειστικά η παρουσία μιάς αριστουργηματικής, Κωνσταντινουπολίτικης εικόνας στα Στροφάδια σε συνδυασμό με το μοναδικό και παράξενο προσωνύμιο της; Μιλάω βέβαια για την υπέροχη Παναγία Θαλασσομαχούσα που, προερχόμενη από τα Στροφάδια, βρίσκεται σήμερα στον Ι.Ν. Αγίου Διονυσίου στον Άμμο. Μόνο δώρο αυτοκρατορικό, αναμνηστικό της νίκης στη ναυμαχία των Εχινάδων και αφιέρωμα ευχαριστήριο στην Υπέρμαχο Στρατηγό, μπορεί να είναι.
Μία εικόνα της Θεοτόκου συνόδευε πάντα το Βυζαντινό αυτοκράτορα στη μάχη (22). Θα μπορούσε να είναι η ίδια εικόνα που συνόδεψε τον Ιωάννη σε αυτή την εκστρατεία; Σε ποιά θέση πιο αρμόζουσα θα μπορούσε να την είχε αναθέσει αν όχι σε ένα καστρόπυργο μοναστηριού αφιερωμένου στη χάρη της, στη μέση του πελάγους; Νομίζω πως όχι. Η εικόνα πού συνόδευε τον αυτοκράτορα θα επέστρεφε μαζί του στην Κωνσταντινούπολη με τις πρέπουσες τιμές. Επιπλέον η Θαλασσομαχούσα, αν και φορητή εικόνα, έχει αρκετά μεγάλες διαστάσεις (122,5 εκ. x 93 εκ.). Ο Βασίλειος Β΄ ( ο Βουλγαροκτόνος) στη μάχη της Αβύδου το 989 κρατούσε στο ένα χέρι το ξίφος και στο άλλο εικόνισμα της Παναγίας (23), το οποίο πρέπει να ήταν σημαντικά μικρότερο. Πρακτικά, η Νικοποιός εικόνα πρέπει να μπορούσε να φέρεται άνετα από έναν ιππέα της βασιλικής ακολουθίας. Το ενδεχόμενο όμως να φερόταν η Θαλασσομαχούσα από το πλοίο που μετέφερε τον Ιωάννη στο Μοριά, ή από τη ναυαρχίδα του Λεοντάριου, δεν μπορεί να αποκλειστεί.
Προφανώς η ανάμνηση της τιμητικής αυτοκρατορικής ευεργεσίας και η προσωνυμία της Παναγίας διατηρήθηκαν, ενώ η ανάμνηση της νικηφόρας ναυμαχίας έσβησε με τον καιρό. Η παράδοση βέβαια μας λέει ότι η εικόνα ρίχτηκε στη θάλασσα από τους εικονοκλάστες και τα κύματα την έφεραν στα Στροφάδια. Γνωρίζουμε όμως πως το περί εικονομαχίας τμήμα της παράδοσης είναι δημιούργημα της κάπως πεζής φαντασίας κάποιου μοναχού, μιας και η Θαλασσομαχούσα έχει χρονολογηθεί (24) στις αρχές του 13ου αιώνα, δηλαδή κάμποσους αιώνες αργότερα.
Αν και μέχρι τώρα κανείς δεν είχε συνδέσει τη Θαλασσομαχούσα με τη ναυμαχία των Εχινάδων, υπάρχει ήδη σαν αντίλογος η άποψη πως η χρονολόγηση αυτή ενισχύει την βασιμότητα της παράδοσης περί ίδρυσης της μονής από το Θεόδωρο Α΄ Λάσκαρη. Πραγματικά ο Θεόδωρος Α΄ Λάσκαρης βασίλεψε στη Μικρά Ασία στο πρώτο μισό του 13ου αιώνα. Η παράδοση όμως διέσωσε μόνο τα ονόματα των ιδρυτών – Θεόδωρος Λάσκαρης και Ειρήνη Λασκαρίνα – και τίποτα άλλο (25). Τόσο η ταύτιση των ιδρυτών με τον αυτοκράτορα της Νίκαιας και την κόρη του, όσο και η χρονική τοποθέτηση της ίδρυσης στα χρόνια της βασιλείας του, είναι κατοπινές υποθέσεις που βασίστηκαν αποκλειστικά στη σύμπτωση των ονομάτων.
Θεωρητικά, η ίδρυση από τον Θεόδωρο Α΄ ίσως ήταν δυνατή. Οι σχέσεις των Φράγκων φεουδαρχών της Αχαΐας με την Καθολική Εκκλησία κάθε άλλο παρά αρμονικές ήταν στην αρχή της Φραγκοκρατίας. Η καθολική ιεραρχία επιθυμούσε τον, με κάθε μέσο και πίεση, ασπασμό του δόγματος τους από τους ορθοδόξους υπηκόους των κατακτημένων περιοχών, αλλά οι πραγματιστές βαρόνοι, που δεν είχαν καμία διάθεση να έλθουν αντιμέτωποι με επαναστάσεις, δεν συνεργάζονταν. Οι σχέσεις τους είχαν πάρει το χαρακτήρα ψυχρού πολέμου και ο πρώτος βαρόνος της Πάτρας, ο Guillaume Aleman, δεν δίστασε να χρησιμοποιήσει την κατοικία του Λατίνου αρχιεπισκόπου και τη μητρόπολη σαν οικοδομικά υλικά για το κάστρο του (26). Παρ’ όλα αυτά η επανασυμφιλίωση βαρόνων και Δυτικής Εκκλησίας ήταν ζήτημα χρόνου και οι Βυζαντινοί της Νίκαιας εξακολουθούσαν να είναι εχθροί και των δύο. Η ίδρυση μονής από ένα ορθόδοξο βασιλιά της Ανατολίας στην αντίθετη πλευρά της Φραγκοκρατούμενης Ελλάδας θα ήταν, από πολιτική και οικονομική σκοπιά, τόσο σοφή όσο η απόφαση ενός σημερινού Αμερικανού να στήσει ιδιωτική επιχείρηση στο Ιράν. Όπως άλλωστε είδαμε, η μονή είχε περάσει στα χέρια των καθολικών στα τέλη του αιώνα, και ίσως πολλές δεκαετίες νωρίτερα.
Ακόμα και αν ο Θεόδωρος Α΄Λάσκαρης ήταν ο ιδρυτής της μονής τίποτα δεν τον συνδέει με την εικόνα αυτή. Ούτε βέβαια η υπόθεση ότι ήταν δώρο δικό του εξηγεί την ονομασία της εικόνας, ενώ αντίκειται και στον περί αυτής θρύλο. Σύμφωνα με αυτόν η Θαλασσομαχούσα ονομάστηκε έτσι γιατί έφτασε στα Στροφάδια από την Κωνσταντινούπολη – όχι από τη Νίκαια – ταξιδεύοντας όρθια πάνω στα κύματα. Προσωπικά πιστεύω ότι αυτό είναι το αληθινό, ποιητικό-λατρευτικό τμήμα της παράδοσης. Αυτό που μας λέει πως ήρθε πάνω σε πολεμικό πλοίο (27).
---------------------------------------------------------------------
(1) Cristoforo Buondelmonti, Liber insularum Archipelagi, σσ. 61-62.
(2) “In ea igitur fraternitas Caloierorum resedit, quae cum piscibusque aqua asperam trahit vitam. Et quia, semel a barbaris captivi, omnes venditi fuerunt, moderni colentes, ut secure viam Dei contemplari possent, turrim aedificavere , in qua vere vitam gerunt heremiticam, et ex omni progenie plus quam quinquaginta ibi coadunati recreantur.” Η αναφορά σε βαρβάρους παραπέμπει σε Βορειοαφρικανούς, κατοίκους δηλαδή της Μπαρμπαριάς (Βέρβερους).
(3) “In quibus turris cum ecclesia est, et Caloieri horis canonicis in eam conveniunt, ubi Guminus, i. e. prior, vitam sanctorum patrum coram omnibus legendo declarat. Igitur quid sit vita istorum, iudica, pater, quia cerie asperrima reputatur, cum spatium habeant unius milliarii et a terra octingentorum stadiorum elongati. Ibi carnes neglectae sunt, et cum piscibus, saepe a sole combustis, paneque arido et aqua vitam sustentare congaudent, ut Altissimo immaculatam quilibet suam possit reddere animam.”
(4) Διονύσιος Μούσουρας, Αι μοναί Στροφάδων και Αγίου Γεωργίου των Κρημνών Ζακύνθου, σ. 50.
(5) Αικατερίνη Θεοδωροπούλου, Η Μονή Στροφάδων: Αποτύπωση – Παθολογία – Προδιαγραφές Αποκατάστασης, Διατριβή Διπλώματος Ειδίκευσης, σ. 21.
(6) Γρηγόρης Α. Πουλημένος και Ιωάννα Στουφή – Πουλημένου, Το Οικοδομικό Χρονικό της Ιεράς Μονής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Στροφάδων, Μονές της Ζακύνθου: Ιστορία – Αρχιτεκτονική – Τέχνη, Πρακτικά Επιστημονικής Ημερίδας, 1996, σ. 233.
(7) Μούσουρας, Αι μοναί, σ. 61.
(8) Παναγιώτης Χιώτης, Ιστορικά απομνημονεύματα της νήσου Ζακύνθου, τ. Β΄, σ. 535.
(9) Μούσουρας, Αι μοναί, σ. 304.
(10) “Ανεκαινίσθη το μοναστήριον των Στροφάδων από τον μακαρίτην Ιωάννην Παλαιολόγον Αυτοκράτορα Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος ήτον βασιλεύς εις τους 1440.”
(11) Μούσουρας, Αι μοναί, σ. 59.
(12) Πουλημένος και Στουφή – Πουλημένου, Το Οικοδομικό Χρονικό, σ. 230.
(13) Οι σκλάβοι ήταν από τα σημαντικότερα προϊόντα εξαγωγής των λιμανιών της Μαύρης Θάλασσας, από όπου επέστρεφαν τα Βενετικά πλοία που μετέφεραν τους ορθόδοξους στην Ιταλία, αν και το συγκεκριμένο φορτίο ήταν παράνομο.
(14) “é seys millas antes fallamos un escullo do está un monesterio muy notable de calogueros de Sant Basilio, que nosotros los latinos llamamos monges, é allí, porque el viento era escaso é por ver el monesterio, rogué al patrón que con la barca me embiase, é fui al monesterio, é léveles pescado, que Jamás ellos según su regla non comen carne; ellos nos rescibieron alegremente c nos mostraron la casa, é luego nos par"timos. Dizen los de aquella tierra que viven santamente ; á este monesterio llaman Estanfárie.”, από το Coleccion De Libros Españoles Raros Ó Curiosos, τ. 8, σσ. 44-45.
(15) “Une princesse de la famille Tocchis, régnante à Zante, bâtit le monastére de Strophades, sous l’invocation du rédempteur;”, André Grasset de Saint-Sauveur, Voyage historique, littéraire et pittoresque dans les isles et possessions ci-devant vénitiennes du Levant, σ. 324.
(16) Πουλημένος και Στουφή – Πουλημένου, Το Οικοδομικό Χρονικό, σ. 231.
(17) “Ου μην αλλ’ επεί και πλούτος υπετέθη τη ανδρία”, Σπυρίδων Λάμπρος, Παλαιολόγεια και Πελοποννησιακά, τ. Γ’, Ανωνύμου Πανηγυρικός εις Μανουήλ και Ιωάννην Η΄ τους Παλαιολόγους, βλέπε π. 50, σ. 198.
(18) Βλέπε προηγούμενη παραπομπή.
(23) Βλέπε προηγούμενη παραπομπή.(19) Ο William Miller στο The Latins in the Levant, a history of Frankish Greece (1204-1566), σ. 534, έγραψε “When, however, the Greeks recovered Achaia, the Emperor John VI restored the monastery of the Redeemer.” Ο Miller εννοούσε βέβαια John VIII και όχι John VI, ενώ συνδέει την ανακαίνιση της μονής με την κατάκτηση της Αχαΐας. Δεν είναι ξεκάθαρο άν λέγοντας Αχαΐα εννοεί την περιοχή της Πάτρας ή το Πριγκηπάτο της Αχαΐας. Το σίγουρο είναι πως δεν συνδέει τα Στροφάδια με την Αγία Μαύρα ή τη Βενετία.
(20) Η σύλληψη της ιδέας ότι η μονή των Στροφάδων ανακαινίσθηκε με χρήματα που είχαν σαν προέλευση τη νίκη στις Εχινάδες δεν είναι δική μου. Ανήκει, μαζί με την ευγνωμοσύνη μου, στον Pierre A. MacKay, ομότιμο καθηγητή στο Τμήμα Κλασσικών Σπουδών του University of Washington. Κατά ευτυχή σύμπτωση δούλευε πάνω στον Ανώνυμο Πανηγυρικό όταν έψαχνα στοιχεία και εξηγήσεις για την ανακαίνιση πριν από ενάμιση χρόνο περίπου.
(21) Δηλαδή το – μάλλον άτυχο στις ελληνικές ονομαστικές επιλογές που το αφορούν – Κατάκολο.
(22) Bissera V. Pentcheva, Icons and power: the Mother of God in Byzantium, σ. 75.
(24) Μυρτάλη Αχειμάστου – Ποταμιάνου, Εικόνες της Ζακύνθου, σσ. 46-48.
(25) Π. Χιώτης, Ιστορικά απομνημονεύματα, τ. Β΄, σσ. 535-536.
(26) William Miller, The Latins in the Levant, σ. 51.
(27) Κατά την ταπεινή μου άποψη η Θαλασσομαχούσα θα πρέπει να μεταφερθεί από την εκκλησία στο μουσείο της μονής, όχι μόνο γιατί αδικείται από το φωτισμό αλλά και γιατί αποτελεί εθνικό κειμήλιο.