Ο Άγιος Λύπιος από το Βουβαλομάντρι, William Gell 1811 (Βρετανικό Μουσείο).
Κατά το τελευταίο
δεκαπενθήμερο το Καρναβαλιού οι παραστάσεις της όπερας, αντί για τέσσερες με
πέντε φορές την εβδομάδα, δίνονται κάθε βράδυ. Κάθε τόσο ένα είδος λαχειοφόρου,
που λέγεται Τόμπολα, γίνεται μεταξύ των πράξεων, με την κλήρωση επί σκηνής. Οι
λαχνοί έχουν αρκετά χαμηλή τιμή έτσι που να μπορεί να τους αγοράσει ο καθένας.
Υπάρχουν τρία έπαθλα, η Quartina, η Cinquina και η Tombola. Κάθε λαχείο έχει δεκαπέντε τυχαίους αριθμούς
κατανεμημένους σε τρεις οριζόντιες γραμμές, με πέντε αριθμούς στην κάθε μία. Ας
υποθέσουμε ότι πουλιούνται 100 λαχνοί, κάθε ένας με διαφορετική σειρά ή
συνδυασμό αριθμών, ενώ διπλότυπο του καθενός κρατιέται για έλεγχο. Όλοι οι
χρησιμοποιούμενοι αριθμοί μπαίνουν κατόπιν σε μία σακούλα και τραβιούνται
διαδοχικά από ένα αγόρι πάνω στη σκηνή, που τους αναγγέλλει δυνατά. Για
μεγαλύτερη ευκολία αναγράφονται σε ένα μεγάλο πίνακα πάνω στη σκηνή καθώς
αναγγέλλονται. Ο κάτοχος του λαχνού διαγράφει όποιο αριθμό τραβιέται και όποιος
καταφέρει να ακυρώσει πρώτος όλους τους αριθμούς του κερδίζει την Tombola, ή πρώτο έπαθλο. Η Quartina και η Cinquina κερδίζονται αντίστοιχα από όποιον ακυρώσει πρώτος
τέσσερεις ή πέντε αριθμούς μιας οριζόντιας σειράς.
Μία ανατολίτικη
ζήλεια εναντίον των θηλυκών επικρατεί στη Ζάκυνθο. Ακόμη και η Βρετανική
στρατιωτική κατοχή έχει τόσα χρόνια αποτύχει να την εξαφανίσει, αν και ίσως την
έχει σε κάποιο βαθμό μειώσει. Για έντεκα μήνες το χρόνο οι γυναίκες είναι πολύ
απομονωμένες. Τα παράθυρα είναι κλεισμένα με τζελουτζίες μιας παράξενης
κατασκευής που δεν υπάρχει αλλού και σε μερικές οικογένειες εφαρμόζονται οι πιο
αυστηροί περιορισμοί. Η έλλειψη μόρφωσης των θηλέων οφείλεται σε μεγάλο βαθμό
στην παρεμβολή αυτών των προκαταλήψεων, που εμπλέκονται αναγκαστικά με την
υποβολή των θυγατέρων τους στη συνήθη εκπαίδευση. Θυμάμαι τη διαβεβαίωση μιας
Ζακυνθινής κυρίας ότι είχε κάποιες εξαδέλφες στις οποίες δεν επιτρεπόταν ποτέ
να συναντήσουν οποιοδήποτε αρσενικό εκτός από τους πιο κοντινούς τους συγγενείς
και οι οποίες αν διάβαζαν ποτέ ένα βιβλίο το κάνανε κρυφά, αφού ένας τέτοιος
δρόμος προς τη γνώση απαγορευόταν αυστηρά από τον πατέρα τους. Έτσι συμβαίνει
συχνά πολλές κυρίες να μην μπορούν να ικανοποιήσουν το πάθος τους για τη
μουσική πηγαίνοντας στην όπερα έξω από την περίοδο του Καρναβαλιού, όταν, υπό
τη σκέπη αδιαπέραστης μεταμφίεσης και προστατευμένες από το πρόστυχο βλέμμα των
χυδαίων, αποσπάται μια διστακτική συναίνεση από τον πάτερ φαμίλια.
Το τελευταίο
βράδυ του Καρναβαλιού ένας χορός μεταμφιεσμένων ακολουθεί τις παραστάσεις στο
θέατρο, αλλά μόνο η πλέμπα παίρνει μέρος. Και όμως όλα τα θεωρεία είναι γεμάτα
θεατές. Υπάρχει πληθώρα μασκών παντού στο κτίριο. Τα νεαρά μέλη της οικογένειας
έρχονται μαζί σε αυτή την περίπτωση – σχηματίζονται οικογενειακές παρέες
επιδιδόμενες ενεργητικά στην ευχάριστη απασχόληση του φαγητού και του πιοτού –
ζεστά δείπνα σερβίρονται στα θεωρεία – και όλοι φαίνονται να προσπαθούν να
εκμεταλλευτούν τις λίγες ώρες απόλαυσης που απομένουν, πριν μπει η Σαρακοστή με
κατήφεια, νηστεία και αυταπάρνηση.
Τίποτα τώρα δεν
μεσολαβεί για να σπάσει το μακρύ και μονότονο διάστημα μέχρι το επόμενο
Καρναβάλι, ή για να διακόψει τη ζηλόφθονη απομόνωση του ωραίου φύλου, εκτός
ίσως, από κάποια εορτή αγίου, δίνοντας αφορμή είτε σε κάποια λιτανεία (όταν
όλοι επιτρέπεται να βάζουν τα καλά τους και να κοιτάζουν έξω από το παράθυρο),
ή διαφορετικά σε κάποιο εξοχικό πανηγύρι, το οποίο συνήθως γίνεται σε ένα από
τα ειδυλλιακά προάστια της πόλης. Εκτός από τον ψηλό και απόκρημνο λόφο, πάνω
στον οποίο στέκεται το Κάστρο και οι παλιές Βενετικές οχυρώσεις, υπάρχει μια
σειρά μικρότερων δεντρόφυτων λοφίσκων στους πρόποδες του Όρους Σκοπός, προς τα
δυτικά της πόλης της Ζακύνθου. Σε ένα μικρό βραχώδες ύψωμα εδώ, στέκεται ένα
εκκλησάκι, προς το οποίο, στο πανηγύρι του Αγίου Λύπιου, κατευθύνεται το
ζωντανό ρεύμα. Τα απότομα μονοπάτια και οι διάφορες ελικοειδείς προσβάσεις που
οδηγούν στο κτίριο σφύζουν από ζωή και κίνηση σαν σε μυρμηγκοφωλιά. Το αυτί
κουφαίνεται από το αδιάκοπο κουδούνισμα των καμπανών, το χλιμίντρισμα των
αλόγων, το βουητό των φωνών, τις παράφωνες στριγκλιές από τις πίπιζες, το
γδούπο των ταμπούρλων, ανακατεμένα με το εύθυμο γέλιο, και τις φωνές και
προσκλήσεις των ευάριθμων πωλητών φρούτων, κρεατικών και γλυκών. Ο αέρας είναι
γεμάτος με απολαυστικές μυρωδιές ψητών και τηγανιτών – ολόκληρα αρνιά γυρίζουν
στις σούβλες πάνω από τα κάρβουνα της φωτιάς – κρασοβάρελα αδειάζουν από
πρόσχαρες ψυχές που έχουν μια φυσική αντιπάθεια προς τους ξερούς και γεμάτους
σκόνη λάρυγγες. Σε ένα τραπέζι εκεί δίπλα είναι μια δελεαστική παράταξη από
κανάτες με αναψυκτικά σε κάθε ποικιλία λαμπερού χρώματος – τέτοια που θα έβαζε
σε δοκιμασία τις ηθικές αναστολές οποιουδήποτε οπαδού της εγκράτειας. Ψωμί σε
ιδιόρρυθμα σχήματα, σαλάτες, ελιές, χοιρομέρι, τρυγόνια ψητά και στην άρμη*, με
πολλές ακόμα προκλήσεις στη γεύση, επιδεικνύονται παντού.
Σε ένα κεντρικό
σημείο έχει αναγερθεί μια παράγκα, διακοσμημένη με σημαίες από έξω και με εικόνες
κρεμασμένες εσωτερικά, συνήθως Γαλλικές έγχρωμες γκραβούρες (οι οποίες έχω
προσέξει ότι φτάνουν και στα πιο απομονωμένα μέρη του κόσμου). Εδώ άντρες και
αγόρια χορεύουν, με ελάχιστα διαλείμματα, στους ήχους απεχθέστατης μουσικής.
Πέρα από το πυκνό πλήθος μικρές παρέες έχουν σκορπίσει προς όλες τις
κατευθύνσεις, καθισμένοι κάτω από δέντρα και συμμετέχοντας στο κέφι. Άντρες,
γυναίκες και παιδιά είναι ντυμένοι με τα πιο ζωηρόχρωμα ρούχα τους – οι άντρες
φοράνε κεντημένα βελούδινα ή μεταξωτά γιλέκα, φανταχτερά Αλβανικά μαντήλια και
καινούργια φέσια με ριχτές φούντες. Οι περισσότερες γυναίκες φοράνε ένα άλικο ή
κίτρινο μαντήλι από ελαφρύ ύφασμα στο κεφάλι. Τα μαλλιά είναι πάντα χτενισμένα
με ξεχωριστή φροντίδα και στερεωμένα με μεγάλες τσιμπίδες στολισμένες με
χρυσάφι, ασήμι ή κοράλλι. Η μόνη περίπτωση κακογουστιάς είναι το να τραβάνε την
προσοχή στα φαρδιά τους πέλματα και τους χοντρούς αστραγάλους με τρυπητές
κάλτσες και σανδάλια. Αν και είναι κυρίως από τις χαμηλότερες κοινωνικές τάξεις
δεν υπάρχει τίποτα σαν φτώχεια ή κουρέλια. Οι γυναίκες ήταν σχεδόν όλες νέες
και νομίζω δεν θα έπεφτα έξω αν έλεγα πως πέντε στις έξι ήταν γκαστρωμένες. Αυτό
μόνο να πούμε για τον αέρα της Ζακύνθου, που είναι παροιμιωδώς ευνοϊκός για την
αναπαραγωγή του είδους. Όλα γίνονται με ενθουσιασμό και καλή διάθεση, και
σχεδόν καμία περίπτωση μέθης ή διαπληκτισμού δεν παρατηρείται, παρόλο που οι
άντρες κάθε άλλο παρά διακρίνονται για την εγκράτεια τους. Το αντίθετο,
καταναλώνουν μια τεράστια ποσότητα ντόπιου κρασιού. Κανείς να μην πει κακή
κουβέντα για τις γιορτές των αγίων γιατί αυτό είναι ένα παράδειγμα της
πραγματικής τους χρησιμότητας, το να δίνουν στους ανθρώπους την ευκαιρία για
λίγη αθώα και υγιεινή ψυχαγωγία.
---------------------------------------------------------
* (Σημείωση του συγγραφέα)
Μία εποχή του χρόνου μεγάλος αριθμός τρυγονιών επισκέπτονται αυτό το νησί και
τα γειτονικά. Στους ντόπιους αρέσει να τα κυνηγάνε με ντουφέκι και τα σαρώνουν
από τα δέντρα με πυκνά πυρά. Μεγάλος αριθμός πιάνεται επίσης με θηλιές , έτσι
που η αγορά της Ζακύνθου κατακλύζεται από αυτά. Όσα δεν πουληθούνε ρίχνονται σε
ένα βαρέλι με άρμη και διατηρούνται μέχρι να χρειαστούνε.