Το φθινόπωρο του
2010 είχα ξεκινήσει αυτό το ιστολόγιο με κάποια κείμενα σχετικά με τη Ζακυνθινή
Γκιόστρα. Είχα προσπαθήσει έτσι να βάλω και εγώ τότε, από μακριά, ένα λιθαράκι
σε αυτό που οικοδομείται την τελευταία
δεκαετία στη Ζάκυνθο. Το λιθαράκι αυτό δεν το τοποθέτησα στον τοίχο που ήδη
ορθωνόταν, και που συνέχεια ψήλωνε από τον ενθουσιασμό, την εθελοντική δουλειά
και τα έξοδα πολλών συμπατριωτών. Το έβαλα πιο πίσω, εκεί που έπρεπε να
θεμελιωθεί ένας άλλος τοίχος κατά τη γνώμη μου, για να δοθεί στο οικοδόμημα μια
ακόμα διάσταση και να στεριώσει καλύτερα. Η ιστορική πραγματικότητα, πηγή και
θεμέλιο των παραδόσεων μας, επιβάλλει να πούμε πως η Γκιόστρα στα Εφτάνησα είχε
περισσότερες από μία ή δύο διαστάσεις.
Δεν είχαμε μόνο
τη giostra publica, των
ευγενών ή του Καρναβαλιού όπως λέγεται στη Ζάκυνθο. Υπήρχαν, προϋπήρχαν πιο
σωστά, οι γνήσια λαϊκές γκιόστρες των πανηγυριών (1), και η επίσημη Γκιόστρα
της Πρωτομαγιάς ή της Στρατείας, που λεγόταν επίσης giostra dei stradioti (2). Μια παραλλαγή αυτής της τελευταίας
ονομασίας χρησιμοποιήθηκε από το πόπολο της Κέρκυρας για να περιγράψει στα
στερνά της Βενετοκρατίας μια παρωδία γκιόστρας, ένα πανηγύρι γέλιου και
ανικανότητας, τη giostra degl’arlioti (3). Σε αυτές τις γκιόστρες δεν καταδεχόταν να
πάρει μέρος το αρχοντολόι – αυτό έλειπε, να ηττηθούν οι προκομμένοι τους από
κανένα χωριάτη. Έτσι στις αρχές του 17ου αιώνα (4) θεσμοθετήθηκαν
ξεχωριστές γκιόστρες για τους ευγενείς, στη Ζάκυνθο αρχικά πάνω στον Αρίγκο, και
αργότερα στην Κέρκυρα μέσα στην πόλη. Μιας και οι ευγενείς είχαν και το πεπόνι
και το ... τεφτέρι, μόνο για τη δική τους τη γκιόστρα μάθαμε από τους ντόπιους
ιστορικούς του 19ου και του 20ου αιώνα.
Έχουν όμως και οι
παρακατιανοί τον τρόπο τους να γράφουν ιστορία. Ειδικά στη Ζάκυνθο, όπου η
αγάπη για τα άλογα και τη λεβεντιά ήταν, και είναι, ισχυρότατη, η Γκιόστρα της
Πρωτομαγιάς επιβίωσε για πάνω από δύο αιώνες μετά την κατάργηση της Γκιόστρας
του Καρναβαλιού. Δεν χρησιμοποιούσαν πια κοντάρια – τα πυροβόλα όπλα είχαν
εκτοπίσει τη λόγχη από τα πεδία των μαχών – ούτε ήταν αγκιστρωμένοι στα πρότυπα
κάποιας πραγματικής ή υποτιθέμενης προγονικής ιπποσύνης όπως οι ευγενείς. Άλλαξε
και το όνομα της γκιόστρας. Ούτε η Βενετσιάνικη γιορτή της Πρωτομαγιάς είχε πια
νόημα ούτε είχαν την υποχρέωση να υπηρετούν σαν stradioti με αντάλλαγμα φορολογικές ελαφρύνσεις. Ήταν πλέον
η Γκιόστρα του Άι Γιωργιού, του Άι Γιωργιού του Πετρούτσου, κέντρου και
αφετηρίας των αγώνων. Λόγω του διαφορετικού ημερολογίου που χρησιμοποιούσαν η
Ορθόδοξη Εκκλησία και η Δημοκρατία της Βενετίας, η Γκιόστρα της Πρωτομαγιάς που
παρακολούθησε και περιέγραψε ο Dallam το 1599 (5) είχε γίνει την προπαραμονή της γιορτής του Αγίου
Γεωργίου. Είναι μάλιστα το πιο πιθανό πως εκείνα τα χρόνια το πανηγύρι του Άι
Γιωργιού του Πετρούτσου δεν γινόταν ανήμερα αλλά δύο μέρες νωρίτερα, την αργία
της Πρωτομαγιάς. Με αυτό τον τρόπο νομίζω πως συνδέθηκε η γκιόστρα με τον καβαλάρη
άγιο, προστάτη των stradioti και των έφιππων πολεμιστών γενικότερα, στη συνείδηση των Ζακυνθινών.
Φέτος διανύουμε
το δέκατο χρόνο από την αναβίωση της Γκιόστρας το 2005 και μπορούμε να πούμε με
ικανοποίηση πως το δεντράκι ρίζωσε για τα καλά. Θα ήταν άλλωστε κρίμα να μην είχε
ευοδωθεί η προσπάθεια σε έδαφος τόσο εύφορο, και το λέω αυτό χωρίς καμία
διάθεση να υποτιμήσω τα μεγάλα προβλήματα που χρειάστηκε να λύσουν οι
διοργανωτές ή αυτά που εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν. Σε αυτή τη δεκαετία η Γκιόστρα έχει πραγματικά
διασχίσει μεγάλη απόσταση αλλά δεν επανέρχομαι στο θέμα για να τους δώσω
συγχαρητήρια. Ναι μεν τους αξίζουν αλλά τα δικά μου δεν τους είναι απαραίτητα. Από
γνήσιο ενδιαφέρον, και όχι για να δείξω σε κανέναν τα αμπελοχώραφα του,
υποστηρίζω πως το μήκος του δρόμου που έχει διανυθεί επιβάλλει αναπροσανατολισμό.
Προς τα που τροχάζει η Γκιόστρα;
Διάφορες παιδικές
ασθένειες – για παράδειγμα ιπποκόμοι με αθλητικά παπούτσια ή κυράδες με παραμυθένια
φορέματα αλλά και κομψότατα γυναικεία τσαντάκια – δεν εμπνέουν ανησυχία και σχεδόν
αναπόφευκτα θα κατακτηθεί με τον καιρό μεγαλύτερη αυθεντικότητα. Ήδη από
κάμποσα χρόνια τώρα η Γκιόστρα λειτουργεί σαν εργαστήριο παραγωγής και διάχυσης
ιστορικής γνώσης, τόσο με ντόπιες αναπαραστάσεις – όπως η περσινή ενθρόνιση του
Πρωτόπαπα – όσο και μέσω της επικοινωνίας με αντίστοιχα σωματεία και ομάδες της
Ευρώπης. Έχουμε πάρα πολλά να μάθουμε από την ανάπτυξη τέτοιων σχέσεων αφού
υπάρχουν οργανώσεις που έχουν συσσωρεύσει τεράστια πείρα και γνώσεις. Αυτά τα
πράγματα τα έχουμε ανάγκη αφού οι δικές μας γκιόστρες είχαν δανειστεί πολλά
στοιχεία από τις Ευρωπαϊκές, και κυρίως τις Ιταλικές, ενώ αυτή του Καρναβαλιού
ήταν σε μεγάλο βαθμό αντίγραφο τους.
Θα μπορέσει ποτέ
η Ζακυνθινή Γκιόστρα να πλησιάσει και να σταθεί επάξια δίπλα σε αντίστοιχες
διοργανώσεις του εξωτερικού; Θα καταφέρει να γίνει πόλος έλξης για θιασώτες του
είδους αλλά και απλούς φιλίστορες ή συνηθισμένους τουρίστες κάποιου επιπέδου; Ή
θα παραμείνει ένα ποιοτικό πολιτιστικό γεγονός μεν, κυρίως όμως τοπικής και
περιφερειακής εμβέλειας δε; Δεν μπορούμε βέβαια να ζηλέψουμε τις επιδόσεις του Sealed Knot, ενός συνδέσμου με αρκετές χιλιάδες περιφερόμενα μέλη που αναπαριστά με
θαυμαστή αυθεντικότητα ολόκληρες μάχες του Αγγλικού εμφυλίου. Πως μπορεί όμως η
Giostra di Zante να ξεχωρίσει ανάμεσα σε αρκετές εκατοντάδες παρόμοιες οργανώσεις που
συχνά προσφέρουν παραλλαγές του ιδίου θέματος και θεάματος; Ο μόνος τρόπος
νομίζω για να υπερκεράσει η Ζάκυνθος τη νησιωτική της φύση, το μικρό της
μέγεθος και τη δυσκολία επικοινωνίας με τα άλλα Ιόνια νησιά είναι να προσφέρει
κάτι αρκούντως διαφορετικό – και δεν εννοώ βέβαια τοπικούς λαϊκούς χορούς, που
καλοί είναι αλλά δεν φτάνουν.
Υπάρχουν ευτυχώς
πολλά στοιχεία διαφορετικότητας στη Ζακυνθινή ιστορία, αλλά και στους ίδιους
τους ιππικούς αγώνες που διοργανώνονταν, από όπου αντλώντας, μπορεί η Γκιόστρα
της Ζακύνθου να πάρει το δικό της ξεχωριστό χαρακτήρα, το δικό της έντονο
χρώμα, και να γίνει πόλος έλξης συμμετοχών και θεατών από όλη την Ευρώπη.
Το σημαντικότερο
ίσως από αυτά είναι η αδιαμφισβήτητη λαϊκότητα εκείνων των διοργανώσεων, το ότι
οι διαγωνιζόμενοι δεν ήταν, στις περισσότερες περιπτώσεις, μέλη αρχοντικών
οικογενειών αλλά παλληκάρια της Ζακυνθινής υπαίθρου. Είναι ίσως φαινόμενο
μοναδικό να συμμετέχουν σε εκδηλώσεις γκιόστρας άνθρωποι που στις φλέβες τους
ρέει το ίδιο αίμα με αυτούς που στόχευαν τους κρίκους στις ρούγες της Χώρας και
στα πλατώματα των εκκλησιών πριν από τετρακόσια ή και πεντακόσια χρόνια. Τη
στηρίζουν Στρατιωτοχώρια όπως το Σκουληκάδο, όπου το κροτάλισμα των πετάλων
ευφραίνει ακόμα τα αυτιά και την καρδιά, διαιωνίζοντας μια παράδοση που πάει
πολύ πιο μακριά από τα Εφτάνησα. Υπάρχουν στοιχεία για συμμετοχή Στρατιωτών (stradioti) σε γκιόστρες στη βόρεια Ιταλία το 15ο
αιώνα, οι οποίες παρακολουθήθηκαν με έντονο ενδιαφέρον από ηγεμόνες τις εποχής
(6). Είναι νομίζω κρίμα να μην αξιοποιείται αυτή η κληρονομιά. Φιγούρες
καβαλαραίων γνώριμες και αγαπητές στους Ζακυνθινούς του 16ου αιώνα κάθε
άλλο παρά άγνωστες ήταν στους ιππότες εκείνου του καιρού. Αναπαραστάσεις
Στρατιωτών υπάρχουν μέχρι και στον τάφο ενός σημαντικότατου πάτρωνα της
ιπποσύνης όπως ο βασιλιάς της Γαλλίας Λουδοβίκος ΙΒ΄.
Στρατιώτες κατά την κατάληψη της Brescia, από επένδυση που προοριζόταν για
διακόσμηση του τάφου του Gaston de Foix, δούκα του Nemours, του
επονομαζόμενου Κεραυνού της Ιταλίας. Είναι έργο του Agostino Busti, γνωστού και σαν Il Bambaia.
Ένα άλλο ιστορικό
στοιχείο που θα μπορούσε να αξιοποιηθεί είναι η τοξοβολία. Είναι γνωστό πως
στην Ναυμαχία της Ναυπάκτου έγινε ευρεία χρήση τόξων, όχι μόνο από τους
Οθωμανούς αλλά και από τα Βενετικά πληρώματα, τα οποία αποτελούνταν σε πολύ
μεγάλο ποσοστό από Κρητικούς και Επτανήσιους. Κατά δε την άμυνα της Τέρρας,
λίγο καιρό πριν τη μεγάλη ναυμαχία, οι Ζακυνθινοί εξαπέλυαν εναντίον των
Οθωμανών φλογισμένα βέλη (7). Τα τόξα μάλιστα που χρησιμοποιούσαν ήταν σύνθετα,
παρόμοια με τα Τουρκικά, δηλαδή κατάλληλα και για έφιππη τοξοβολία. Για να
φτάσουμε βέβαια σε επίδειξη έφιππης τοξοβολίας, αν υποθέσουμε ότι προκρινόταν
μια τέτοια κατεύθυνση, θα πρέπει να διανυθεί αρκετός δρόμος – για διαγωνισμό
ακόμη περισσότερος. Το να ξεκινήσει όμως κανείς με απλή τοξοβολία είναι σχετικά
εύκολο, μπορούν γίνουν διαγωνισμοί ακόμα και για παιδιά, και ο εξοπλισμός
προσιτός – αν βέβαια δεν ζητάμε απόλυτη αυθεντικότητα, αφού τέτοια τόξα μπορεί
να κοστίζουν και πάνω από δύο χιλιάδες.
Θα μπορούσαν ίσως
να ειπωθούν και άλλα όμως ειπώθηκαν αρκετά για την ώρα. Ένα μόνο μένει να πούμε
έστω και λίγο βιαστικά: Και του χρόνου!
Απεικόνιση δοξαριού στη Ζάκυνθο του 16ου
αιώνα. Ο Άγιος Μερκούριος εξετάζει με έμπειρο μάτι ένα βέλος. Τοιχογραφία από τον
Άγιο Ανδρέα στις Βολίμες – τώρα στο Βυζαντινό Μουσείο Ζακύνθου.
----------------------------------------------------------------------------------
1) The
Travels of Pedro Teixeira: with his Kings of Harmuz and extracts from his Kings
of Persia, μετάφραση του William F. Sinclair, εισαγωγή και σημειώσεις
του Donald Ferguson, 1902, σ.
144. Βλέπε επίσης http://pampalaia.blogspot.co.uk/2010/11/blog-post_10.html
2) Walter Puchner, Studien zur Volkskunde Südosteuropas und des mediterranen Raums, 2009, σ. 242.
3) Βλέπε (2), σ. 244.
4) Δημήτρης Αρβανιτάκης, Οι Αναφορές των Βενετών Προβλεπτών της Ζακύνθου (16ος –
18ος αι.), Βενετία 2000,
σελ. 197, από την αναφορά Bembo του 1615.
5) The Diary of
Master Thomas Dallam, Early voyages and travels in the Levant, 1893, σσ. 25 – 26. Βλέπε επίσης http://pampalaia.blogspot.co.uk/2010/10/blog-post.html
6) Πιο συγκεκριμένα από το 1491 τουλάχιστον,
αλλά περισσότερες λεπτομέρειες θα αναφερθούν προσεχώς.