Κοντά στο
βορειότερο άκρο της Ζακύνθου, με το οποίο το – καθ’ όλα φιλικότατο – νησί μας
απειλεί να ‘κεντρώσει’ την Κεφαλονιά, βρίσκεται το φυσικό λιμανάκι του Άγιου
Νικόλα. Στο στόμιο του όρμου στρογγυλοκάθεται μια βραχονησίδα, γνωστή σαν Νησί,
ακριβώς όπως τη βλέπετε στην τραβηγμένη από το μυχό του φωτογραφία. Η
ερειπωμένη εκκλησία, που επίσης βλέπετε πάνω της, είναι υπεύθυνη για τη βάπτιση
του λιμανιού. Το όνομα σημειώνεται στο χάρτη του Buondelmonti το 1420 αλλά φαίνεται πως τα
βαφτίσια γίνανε πολύ παλιότερα.
Η Ιωάννα Στουφή –
Πουλημένου έχει χρονολογήσει την κατασκευή της εκκλησίας στα τέλη του 7ου
ή αρχές του 8ου αιώνα, με βάση τα αρχιτεκτονικά στοιχεία που έχουν
επιβιώσει (1). Πρόκειται δηλαδή για τα απομεινάρια της παλιότερης γνωστής
εκκλησίας στη Ζάκυνθο. Χωρίζει την κατασκευή του μνημείου σε δύο εμφανείς οικοδομικές
περιόδους. Την αρχική/Παλαιοχριστιανική/Βυζαντινή και την της Βενετοκρατίας.
Αφήνεται όμως να εννοηθεί πως η ‘Βενετική’ οικοδομική περίοδος είναι μια απλή εικασία,
αφού η εργασία δεν παραθέτει κανένα στοιχείο που να το υποστηρίζει, τουλάχιστον
στα μάτια ενός μη ειδικού όπως ο γράφων. Δεν αναφέρεται τίποτα που να αποκλείει
η περίοδος αυτή να ήταν στην πραγματικότητα στα χρόνια της δυναστείας των Τόκκο
ή των Ορσίνι.
Πολύ σωστά, κατά
τη γνώμη μου, η κα Στουφή – Πουλημένου υποθέτει ότι ο ναός ιδρύθηκε σε αυτό το
απομονονωμένο και εκτεθειμένο σε πειρατικές επιθέσεις σημείο αφού είχε
καταλυθεί το επιδρομικό κράτος των Βανδάλων και πριν αρχίσουν οι επιδρομές των
Σαρακηνών. Η ηρεμία όμως εκείνης της εποχής ήταν σχετική. Το μεγαλύτερο μέρος
του Μοριά (κυρίως το γειτονικό με τη Ζάκυνθο δυτικό) βρισκόταν έξω από τον
έλεγχο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μετά τη Σλαβική κάθοδο. Σλάβοι, ή Ελληνο-Αβαρο-Σλάβοι,
πειρατές από το Μοριά είχαν μάλιστα
κάνει μεγάλη επιδρομή στην Κρήτη το 623. Παρόλο που τα γεγονότα της εποχής
είναι ελάχιστα γνωστά, και πάρα πολύ συγκεχυμένα, η κατάσταση δεν φαίνεται να άλλαξε
ουσιαστικά πριν τον 9ο αιώνα. Είναι γνωστή η αποτυχημένη επίθεση των
Σλάβων εναντίον της Πάτρας το 805.
Στην ακτή απέναντι
από το Νησί δεν έχουν παρατηρηθεί ίχνη οικισμού ή οχυρώσεων, και ούτε φαίνεται
να υπήρχαν εκτεταμένες οχυρώσεις γύρω από την εκκλησία – αν και μια ανασκαφή, η
οποία δεν έχει γίνει ποτέ, θα ανακάλυπτε ίσως κάποια περιορισμένη οχύρωση. Για
ποιό λόγο λοιπόν διακινδυνεύτηκε η κατασκευή μονής – γιατί η ύπαρξη τόσο
μεγάλης εκκλησίας σε απομονωμένη περιοχή παραπέμπει σε μοναστήρι – σε εκείνο το
σημείο; Και γιατί δεν την προστάτευαν τείχη;
Αν είχε
παραχωρηθεί στη μονή περιουσία ικανή να υποστηρίξει την παραμονή σε αυτή λίγων
δεκάδων μοναχών, η ισχυρή και πολυέξοδη οχύρωση δεν ήταν, νομίζω, απόλυτα
απαραίτητη. Ο μόνος τρόπος επίθεσης εναντίον της προϋπέθετε την προσέγγιση
πλοίων ή πλοιαρίων από τα οποία θα αποβιβαζόταν ο εχθρός. Η βραχονησίδα είναι
αρκετά μικρή, και ταυτόχρονα αρκετά μεγάλη, ώστε ένας μικρός αριθμός καταπελτών
να αποτελούσε θανάσιμο κίνδυνο για οποιονδήποτε παραπλέοντα στολίσκο. Τέτοιου
είδους όπλα ήταν, για παράδειγμα, οι όναγροι. Εκτόξευαν πέτρες και εμπρηστικές
βόμβες με βεληνεκές μερικών εκατοντάδων μέτρων. Ένα μόνο πλήγμα από σφαιρικό
πήλινο αγγείο – κάτι σαν κοκτέιλ Μολότοφ της εποχής – μπορούσε να βυθίσει
ολόκληρο πλοίο αφού οι εύφλεκτες ύλες που διασκόρπιζε με την πρόσκρουση δεν
έσβηναν εύκολα ούτε με νερό.
Το βεληνεκές
τέτοιων όπλων θα επέτρεπε στο χρήστη να ελέγχει όχι μόνο την πρόσβαση στη
βραχονησίδα αλλά ολόκληρο τον όρμο. Ενδεικτικά, η νότια είσοδος του λιμανιού,
που είχε και το μεγαλύτερο πλάτος (πριν προστεθούν οι σύγχρονες κατασκευές),
ήταν μόνο 230 μέτρα περίπου.
Αυτός πρέπει να
ήταν και ο λόγος ύπαρξης του μοναστηριού: η προστασία του όρμου, δηλαδή ενός
σημαντικού καταφυγίου της ντόπιας ναυτιλίας, εμπορικής και πολεμικής. Ο Άγιος
Νικόλας ήταν το ασφαλέστερο λιμάνι της Ζακύνθου, με εξαίρεση αυτού της Βρώμης. Επιπλέον,
στο μυχό του υπήρχε, μέχρι πριν ελάχιστες δεκαετίες, γλύφα που το νερό της χυνόταν
στη θάλασσα. Μπορεί να μην ήταν εύγευστο αλλά ήταν πόσιμο σε περίπτωση ανάγκης.
Αυτό, για τα δεδομένα του Μεσαίωνα, όταν η ναυτιλία γινόταν κυρίως το καλοκαίρι
και με πλοία που διέθεταν μεγάλο αριθμό κωπηλατών, ήταν πολύ σημαντικό. Τυχόν
εγκατάσταση πειρατών στον Άγιο Νικόλα, είτε ευκαιριακή είτε μόνιμη, θα είχε
σοβαρές συνέπειες για όλη την περιοχή.
Φυσικά το
μοναστήρι του Αγίου Νικολάου δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει επιθέσεις
μεγάλης κλίμακας, όπως αυτές που έκαναν πολλές φορές οι Σαρακηνοί και που σε
μια από αυτές, το 904, λεηλατήθηκε ακόμα και η Θεσσαλονίκη. Ο Buondelmonti αναφέρει ότι είχαν κάποτε απαχθεί οι
μοναχοί των Στροφάδων (νησίδων που βρίσκονται κάπου 30 μίλια νότια της Ζακύνθου)
και είναι γνωστό πως καλόγεροι από το εκεί μοναστήρι της Παναγίας είχαν βρεθεί
σκλάβοι στην Τύνιδα το 1411. Δεν γνωρίζουμε αν ο Άγιος Νικόλαος συλήθηκε ποτέ
από τους Άραβες. Όταν πάντως πέρασε ο Buondelmonti από την περιοχή, προς τα τέλη της δεκαετίας του
1410, και τα δύο νησιωτικά μοναστήρια βρίσκονταν σε λειτουργία.
Το σίγουρο είναι
ότι το μοναστήρι δεν γλύτωσε την καταστροφή το 1479, όταν οι Τούρκοι κατέλυσαν
το κράτος του Λεονάρδου Τόκκο ερημώνοντας ολόκληρη τη Ζάκυνθο. Ανασυστάθηκε κάμποσες
φορές στη διάρκεια της Βενετοκρατίας αλλά φαίνεται πως δεν επανέκτησε ποτέ την
παλιά του αίγλη και περιουσία. Οι Βενετοί, διαθέτοντας πολεμικά πλοία στην
περιοχή αρκετά συχνά, και όντας σε θέση να συγκεντρώσουν στη Ζάκυνθο πάνω από
χίλιους αρκεβουζιοφόρους πολιτοφύλακες και μερικές εκατοντάδες ιππείς
οποτεδήποτε υπήρχε χρεία, δεν πολυανησυχούσαν μήπως ο Άγιος Νικόλας γίνει
λημέρι πειρατών. Στις αρχές του 18ου αιώνα η μονή είχε περιέλθει στη
δικαιοδοσία του Καθολικού μοναστηριού του Αγίου Φραγκίσκου στο Κάστρο και η
εδαφονομή της παραχωρηθεί στον Άγιο Γεώργιο στα Γκρεμνά (2).
Με δεδομένο ότι ο
Άγιος Γεώργιος είχε κατά το 17ο και 18ο αιώνα 12 με 18
μοναχούς (3) οι κάτοικοι του Νησιού δεν πρέπει να ξεπερνούσαν σε αριθμό τα
δάχτυλα του ενός χεριού. Ο αριθμός τους μάλλον δεν ήταν μεγαλύτερος τον
προηγούμενο αιώνα, ακόμη και στις καλύτερες των ημερών του. Ένας τέτοιος
πληθυσμός όμως δεν επαρκούσε για να υπερασπιστεί ολόκληρη τη βραχονησίδα σε
περίπτωση Τουρκικής επιδρομής. Κοντά στην κορυφή του βράχου υπάρχουν ακόμα και
σήμερα τα ερείπια ενός κυλινδρικού κτίσματος που θεωρείται από όσους το έχουν
δει σαν βαρδιόλα, δηλαδή παρατηρητήριο από την εποχή της Βενετοκρατίας.
Η θέση είναι
πραγματικά ιδανική για παρατηρητήριο, με θέα προς τη θάλασσα και την ακτογραμμή
της Ζακύνθου για πολλά χιλιόμετρα. Ακόμα, είναι ορατό από εκεί το Κάστρο. Αυτό
σημαίνει πως μια φρυκτωρία εκεί κοντά μπορούσε να δίνει σήματα φωτιάς και
καπνού που συχνά ήταν ορατά από τον ίδιο τον πρεβεδούρο (κυβερνήτη) της
Ζακύνθου χωρίς να χρειάζεται η αναμετάδοση τους.
Το παρατηρητήριο
αυτό όμως δεν μοιάζει με τις συνηθισμένες βαρδιόλες, όπως αυτή στο γειτονικό
Μεγαλώνι. Δεν έχει διατομή τετράγωνη και πυραμιδοειδή στέγη. Μοιάζει
περισσότερο με τους ερειπωμένους ανεμόμυλους στα γύρω υψώματα. Βέβαια δεν ήταν
βαρδιόλα φτιαγμένη με Βενετσιάνικες προδιαγραφές, ήταν του μοναστηριού. Έχει
όμως κάτι πολύ πιο παράξενο ακόμα. Στην ανατολική πλευρά διαθέτει μια κόγχη,
ακριβώς όπως οι εκκλησίες. ‘...
μας θυμίζει περισσότερο έναν ναΐσκο παρά τις γνωστές μας βενετσιάνικες βαρδιόλες’, έγραψε σχετικά στο εξαιρετικό ιστολόγιο
του ο π. Διονύσιος Λυκογιάννης (4). Η κόγχη αυτή, με τετράγωνο παράθυρο, δεν
εξυπηρετεί κανένα αμυντικό, ή άλλο, πρακτικό σκοπό. Ο λόγος ύπαρξης της δεν
μπορεί παρά να είναι λατρευτικός. Πως μπορεί όμως να εξηγηθεί η ύπαρξη μιας
βαρδιόλας που είναι ταυτόχρονα εκκλησάκι;
Η εξήγηση είναι,
πιστεύω, ο μικρός αριθμός μοναχών παράλληλα με τις αμυντικές τους ανάγκες. Μια
φούχτα ανθρώπων μπορούσε να υπερασπίσει μόνο ένα σημείο του βράχου, κατά
προτίμηση το ψηλότερο, το πιο δύσβατο και με την καλύτερη ορατότητα – δηλαδή
την κορυφή του. Η παλιά εκκλησία του Αγίου Νικολάου δεν ήταν υπερασπίσιμη και
αφέθηκε στην τύχη της. Ο καλύτερος τρόπος οχύρωσης της κορυφής του βράχου ήταν
η κατασκευή ενός αμυντικού πύργου. Σε άλλα, μεγαλύτερα μοναστήρια, ο πύργος
ήταν η τελευταία γραμμή άμυνας. Στο Νησί ήταν η πρώτη και τελευταία. Γι αυτό
και ήταν ταυτόχρονα προμαχώνας, παρατηρητήριο, μπαρουταποθήκη και ναός.
Αυτή η ασυνήθιστη
διαρρύθμιση δεν είναι μοναδική. Χρησιμοποιήθηκε για αιώνες στη μονή των
Στροφάδων – αν και σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα αφού οι μοναχοί εκεί ήταν
τουλάχιστον δεκαπλάσιοι. Αν κάποιος σκάψει γύρω από τη λεγόμενη βαρδιόλα θα
βρει, πιστεύω, τις πέτρες που σχημάτιζαν τον πάνω όροφο του πύργου, οι οποίες
τώρα, μαζί με χώματα και βλάστηση, κρύβουν την υπερυψωμένη βάση του. Ίσως βρει
και κάποια σκαλοπάτια, σε ορθή γωνία με την είσοδο του. Ας ελπίσουμε πως
κάποιοι, κάποτε, θα ενδιαφερθούν.
Η λειτουργία του
μοναστηριού σαν μετόχι του Αγίου Γεωργίου των Γκρεμνών σηματοδότησε μια περίοδο
σταθερότητας στο Νησί, που κράτησε μέχρι την οριστική του εγκατάλειψη στα μέσα
του 19ου αιώνα. Στις αρχές Φεβρουαρίου του 1805 πέρασε από το
Σκινάρι ο Edward Dodwell μαζί με τον Simone Pomardi, πάνω σε ένα παλιό εμπορικό που λεγόταν Άγιος Σπυρίδων, προερχόμενοι από
τη Μεσσήνη της Σικελίας και συνέχισαν νότια προς την πόλη. Ο Dodwell έγραψε (5):
Το πρώτο
σημείο του νησιού (της Ζακύνθου) που περάσαμε λέγεται Ακρωτήριο Σκινάρο, χαμηλό και
πράσινο – κοντά του βρίσκεται ο θαλασσινός βράχος του Αγίου Γεωργίου, με μια
μικρή εκκλησία στην οποία μένουν λίγοι Έλληνες μοναχοί. Κοντύτερα στην ακτή
βρίσκεται το Μικρονήσι (το μικρό νησί), και πιο κάτω ο βράχος που λέγεται
Τρέντα Νόβε, πάνω στον οποίο υπάρχουν τα ερείπια εκκλησίας και ερημητηρίου.
Παραδόξως, μετά
από τόσους αιώνες χρήσης του από Ορθόδοξους μοναχούς, το Νησί του Αγίου
Νικολάου θεωρείται σήμερα ότι ανήκει στην Καθολική Αρχιεπισκοπή Κερκύρας –
Ζακύνθου – Κεφαλληνίας. Δεν γνωρίζω το πως, υποπτεύομαι όμως ότι η υπόθεση αυτή
πηγαίνει τρεις αιώνες πίσω, όταν οι Βενετοί παραχώρησαν το βράχο στον Άγιο
Φραγκίσκο του Κάστρου. Τα ντοκουμέντα που στηρίζουν αυτό το ιδιοκτησιακό
καθεστώς θα ήταν ίσως πολύ ενδιαφέροντα σε νομικούς, και όχι μόνο, δεδομένου
ότι η περιουσία του Αγίου Φραγκίσκου δημεύτηκε προς όφελος της δημόσιας
εκπαίδευσης από την Επτάνησο Πολιτεία στις 20 Ιανουαρίου του 1805, δηλαδή περίπου
δύο βδομάδες πριν τη διέλευση του Dodwell από το Σκινάρι.
----------------------------------------------------------------
(1) Ο Άγιος Νικόλαος
στο νησί στη Ζάκυνθο: Μια άγνωστη Παλαιοχριστιανική Βασιλική, Δελτίον της Χριστιανικής Αρχαιολογικής
Εταιρείας 14 (1987 – 1988), Περίοδος Δ΄, σσ. 267 -276, Αθήνα 1989.
(2) Λ. Ζώης, Λεξικόν Ιστορικόν και Λαογραφικόν Ζακύνθου, τ. Α΄, σ. 476.
(3) Δ. Μούσουρας, Αι Μοναί Στροφάδων και Αγίου Γεωργίου των Κρημνών Ζακύνθου, Αθήνα 2003, σ. 106.
(4) http://plykogiannis.blogspot.co.uk/2009/05/o.html
Εδώ μπορείτε να δείτε και φωτογραφίες από το εσωτερικό του κτίσματος.
(5) A
Classical and Topographical Tour through Greece, τ. 1ος, Λονδίνο
1819, σ. 78.