Σκηνές και καλύβες έξω από τα τείχη της Μεθώνης το 1486
Όσο καιρό μετάφραζε μικρά κομμάτια από το ογκώδες έργο του Marino Sanudo ‘I diarrii’ ο Κώστας Καιροφύλας ήταν σοχαδιασμένος (ζοχαδιασμένος). Η σοχάδα του χτύπησε κόκκινο όταν ήρθε αντιμέτωπος με τη λέξη catuna και αυτό αποτυπώθηκε στο κείμενο του άρθρου του ‘Η Ζάκυνθος κατά τας αρχάς του δεκάτου έκτου αιώνος’ (1).
Με καθυστέρηση 78 χρόνων θα ανταποκριθώ στην πρόσκληση του Καιροφύλα και θα εξηγήσω την ‘ακατανόητον λέξιν’ αφού προηγουμένως ασχοληθώ με τρεις άλλες λέξεις του κειμένου. Η πρώτη είναι η λέξη Αλβανοί ή Albanesi. Δεν πρόκειται εδώ για Αλβανούς αλλά για Αρβανίτες, τους οποίους οι Βενετοί αποκαλούσαν έτσι λόγω του ότι χρησιμοποιούσαν τα Αλβανικά σαν κύριο μέσο επικοινωνίας. Οι Αρβανίτες αποτελούσαν την κύρια δεξαμενή άντλησης Στρατιωτών για τους Βυζαντινούς Δεσπότες του Μοριά και τους Βενετούς. Το 1500 ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού της Ζακύνθου, αν όχι η πλειοψηφία, θα ήταν Αρβανίτες (2).
Η δεύτερη είναι η λέξη Cecilian. Οικογένεια Τσιτσιλιάνου μαρτυρείται στη Ζάκυνθο το 1478 (3) αλλά νομίζω εδώ πρόκειται για δηλωτικό καταγωγής, κάποιο ανορθόγραφα γραμμένο Σικελό που, ποιός ξέρει πως, είχε καταλήξει στη Ζάκυνθο.
Η τρίτη είναι η λέξη Φλαμπουράρης. Πρόκειται για τον σαντζάκμπεη (διοικητή) του Μοριά, πασά με δικαίωμα να φέρει ένα tugh, το οποίο οι Ρωμιοί, κατ’ αναλογία προς τις Χριστιανικές σημαίες και λάβαρα, αποκαλούσαν φλάμπουρο. Στην πραγματικότητα δεν ήταν κάποιου είδους σημαία αλλά μια βαμμένη ουρά αλόγου προσαρμοσμένη σε ένα κοντάρι. Πασάδες υψηλότερου βαθμού είχαν το δικαίωμα να φέρουν περισσότερα του ενός τέτοια φλάμπουρα. Στην εικόνα δύο από αυτές τις ουρές από το Μουσείο Topkapi της Κωνσταντινούπολης.
Για την catuna ο Καιροφύλας μάντεψε σωστά. Πραγματικά σημαίνει συνοικισμός. Όχι όμως από σπίτια αλλά από καλύβες και σκηνές. Δεν θα ήταν δηλαδή αδόκιμος ο όρος καταυλισμός. Άδικα τα βάζει με τους Βενετούς, δεν είναι λέξη Βενετσιάνικη. Υπάρχει όμως σε όλες τις γλώσσες της Βαλκανικής, περιλαμβανομένης και της δικής μας. Αντιγράφω αυτούσιο το σχετικό λήμμα από την Επιτομή λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους γραμματείας του Εμμανουήλ Κριαρά.
κατούνα η· κατόνα.
· 1) Ενδιαίτημα:
o επήγεν εις το σπίτιν του οπού είχεν την κατούναν (Ιμπ. 442)·
o της ηδονής κατούνα (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1344).
· 2)
o α) Δωμάτιο, (και προκ. για παλάτι) διαμέρισμα:
§ (Βέλθ. 1012), (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1262)·
o β) σκηνή:
§ (Χρον. Μορ. H 7101)·
o γ) παράγκα:
§ (Βαρούχ. 30816).
· 3) Οικισμός, κώμη:
o χωρία και κατούνες (Χρον. Τόκκων 2380).
· 4) Στρατόπεδο:
o ήλθαν εις την κατούναν, το λεγόμενον σιέζιν (Μαχ. 48816).
· 5)
o α) Εξοπλισμός:
§ την κατούνα του δουκός …, άρματα και λογάρι, … εδώκασιν του πρίγκιπος (Χρον. Μορ. H 7103)·
o β) εφόδια:
§ επήραμεν κατούνας, σκεύη και πράγματα πολλά προς την αποδημίαν (Καλλίμ. 2511)·
o γ) αποσκευές:
§ η πραγματεία χάθηκε και όλη η κατούνα (Αιτωλ., Μύθ. 4810)·
o δ) οικοσκευή:
§ (Συναδ. φ. 132r).
· Φρ.
· 1) Βάζω ή θέτω ή πιάνω κατούνα = στρατοπεδεύω:
o (Μαχ. 52417), (Βέλθ. 692), (Χρον. Μορ. H 4674).
· 2) Ορθώνω (την) κατούναν = «σηκώνω», διαλύω το στρατόπεδο (με σκοπό να μετακινηθώ κάπου αλλού):
o (Χρον. Μορ. H 5146).
[αβέβ. ετυμ.· πβ. ρουμ. cătun, αρομ. cătùnă, κ.ά. Η λ. τον 11. αι. (Μηνάς 1994: 279), στο Meursius (‑αι) και σήμ. ιδιωμ.]
Συμπληρώνω και εγώ με τη σειρά μου πως η λέξη απαντάται σε σύνθετη μορφή στο ‘Χρονικόν της Αλώσεως’ του Γεωργίου Σφραντζή, την οποία μάλιστα επεξηγεί.
[39.13] Ὃν δὴ δεσπότην καὶ ἐχθρὸν αὐτῶν κὺρ Θωμᾶν εἰς τὰ περὶ τὸ Λεοντάριν εὑρόντες καὶ διώξαντες κακῶς εἰσέβαλον εἰς τὸ κάστρον, πολλοὺς τῶν αὐτοῦ καὶ σκοτώσαντες καὶ αἰχμαλωτίσαντες· ἔπειτα φέροντες τὸ κατουνοτόπιον, ἤτοι τὰς τένδας αὐτῶν, πλησίον τῶν ὁσπιτίων τοῦ Λεονταρίου ἔθηκαν. Εἶτα ἐξελθόντες ἀπῆλθον εἰς τὰ περὶ τὸν Μυζηθρᾶν καὶ τὸν φίλον αὐτῶν δεσπότην· καὶ ἀπ' ἐκεῖ διέβησαν νικηταὶ καὶ μετὰ πολλοῦ κέρδους ζώων τε καὶ ἀνθρώπων.
Να συμπληρώσω ακόμη ότι στα Αλβανικά katund σημαίνει χωριό. Στα Σερβοκροατικά katun είναι η καλύβα του βοσκού, και κάποιος με πληροφόρησε ότι στα Βουλγαρικά σημαίνει τροχόσπιτο.
Σίγουρα δεν εκπλήσσεται κανείς ακούγοντας πως πολλοί έποικοι στα πρώτα χρόνια της Βενετοκρατίας έμεναν σε καλύβες. Το νησί ήταν κατεστραμμένο και εγκαταλειμμένο για χρόνια. Λίγα κτίρια θα ήταν εύκολα επιδιορθώσιμα. Στο ‘Χρονικό Γεωργιλά’ διαβάζουμε:
Οι Ποταμιτιάνοι ήλθανε από την Πύλαρο (4) και εσταθήκανε εις το μέρος της τραμουντάνας με καλύβια μονόρονα (5) ...
Αυτό που μάλλον δεν περιμένετε να σας πω είναι πως ίσως οι κατούνες αποτέλεσαν στοιχείο του Ζακυνθινού τοπίου για πολλά χρόνια και μετά το 1500. Οι Αρβανίτες του Μοριά που εγκαταστάθηκαν στη Ζάκυνθο σαν Στρατιώτες ήταν κατά κύριο λόγο κτηνοτρόφοι και έφεραν μαζί τους μια μακραίωνη παράδοση ημινομαδισμού. Η διαμονή σε πρόχειρους ή ημιμόνιμους καταυλισμούς εξυπηρετούσε τόσο τις βουκολικές όσο και τις πολεμικές τους ασχολίες. Μπορούσαν εύκολα να μετακινηθούν εκεί που υπήρχε τροφή για τα ζώα τους ή τους προσφερόταν στρατιωτική απασχόληση. Επιπλέον, κατά τη διάρκεια εχθρικών επιδρομών, όταν οι οικογένειες και τα κοπάδια τους έβρισκαν καταφύγιο σε βουνά, κάστρα και νησίδες, το κάψιμο των καλυβιών τους ήταν σχετικά μικρή απώλεια σε σχέση με το κάψιμο σπιτιών. Σε αυτή τη ζωή ήταν συνηθισμένοι και προσαρμοσμένοι. Θυμίζω τη ρήση του Philip de Comines για τους Στρατιώτες:
Είναι σκληραγωγημένοι άνθρωποι πού μένουν έξω στο ύπαιθρο όλο το χρόνο με τα άλογα τους.(6)
Όλα αυτά ίσχυαν λίγο πολύ και στη Ζάκυνθο. Στη συνέχεια του άρθρου του ο Καιροφύλας δίνει, μέσω των μεταφράσεων από το Sanudo, μια δραματική εικόνα της ανασφάλειας που επικρατούσε στο αραιοκατοικημένο νησί. Οι κάτοικοι – έτοιμοι να τα παρατήσουν όλα και να φύγουν ανά πάσα στιγμή – άλλοτε κρύβονταν στα βουνά και άλλοτε απειλούσαν να κάνουν τον πρεβεδούρο κομματάκια. Υπήρχε όμως τώρα και ένας παραπάνω λόγος που έκανε την καλύβα θελκτικότερη από το σπίτι – οι σεισμοί.
Μια τέτοια θεώρηση των αρχών του 16ου αιώνα – με μεγάλο μέρος των κατοίκων της υπαίθρου να μένουν σε καλύβες και όχι σπίτια – θα εξηγούσε μερικώς μια πλευρά της εξαφάνισης του χωριού του Λαμπέτη, ενός από τα άλυτα μυστήρια της Ζακυνθινής ιστορίας.
Το χωριό αυτό, στις υπώρειες του Σκοπού, πιστεύεται ότι φτιάχτηκε από το Γιάννη Λαμπέτη, έναν από τους Στρατιώτες που ζήτησαν να εγκατασταθούν στη Ζάκυνθο μετά την πτώση της Ναυπάκτου στους Τούρκους το 1499. (7) Το Λαμπέτι είναι κοινό τοπονύμιο της Ηλείας και μαρτυρείται χωριό και Αρβανίτικες οικογένειες με αυτό το όνομα στην περιοχή του Βούμερου (σημερινού Γούμερου) το 1461. Είναι νομίζω πιθανό η οικογένεια του Λαμπέτη να είχε εγκατασταθεί στη Ζάκυνθο, μαζί με τους άλλους πρόσφυγες του Βούμερου, στα τελευταία χρόνια της δυναστείας των Τόκκο. Όπως και οι υπόλοιποι θα είχαν αναγκαστεί να την εγκαταλείψουν το 1479. Ίσως γι αυτό να είχαν προτιμήσει τη Ζάκυνθο είκοσι χρόνια αργότερα, επειδή τους ήταν γνωστή. Όπως και να έχει το πράγμα το χωριό του Λαμπέτη γνώρισε γρήγορα μεγάλη ανάπτυξη. Παραθέτω εδώ ολόκληρο τον κατάλογο με τα χωριά της Ζακύνθου το 1527 από τον 6ο τόμο των ‘Μνημείων’ του Κ. Σάθα (αριστερό κλικ για μεγέθυνση).
Βλέπουμε εδώ ότι του Λαμπέτη ήταν το πέμπτο μεγαλύτερο χωριό, λίγο μεγαλύτερο από του Μπόχαλη, με 100 σπίτια και 479 κατοίκους. Εξήντα χρόνια αργότερα το χωριό ακολουθεί φθίνουσα πορεία και έχουν απομείνει μόνο 15 από τις 100 οικογένειες. Ήταν όμως σημειωμένο στο Βενετικό χάρτη του G. F. Camotti του 1571. Ο χάρτης του Porcacchi που βλέπετε κάθε φορά που επισκεπτόσαστε αυτές τις σελίδες είναι αντίγραφο του 1620 – όπως βλέπετε όμως δεν είναι καθόλου ακριβής. Το 1637 εξακολουθούσε να υπάρχει αλλά άγνωστο σε ποιά κατάσταση. Αναφέρονται τρεις εκκλησίες, από τις οποίες δύο του Στέφανου Στρούζα και μία του παπα-Δημήτρη Ρουκάνη (Il Reverendo Demetrio Rucani). Σε μία από τις τρείς περιπτώσεις αναφέρεται σαν χωριό ή συνοικισμός (casal). (8) Σε άγνωστο χρόνο και για άγνωστο λόγο, μέσα στα επόμενα σαράντα χρόνια, το χωριό εξαφανίστηκε από προσώπου γης. Εδώ το σχετικό λήμμα από το Λεξικό του Ζώη.
Οποιαδήποτε και αν ήταν η αιτία εγκατάλειψης του χωριού, δεν έχει βρεθεί κανένα ίχνος από τα 100 σπίτια του 1527 και η ακριβής τοποθεσία του παραμένει μέχρι σήμερα άγνωστη. Ίσως οι γκρεμισμένοι τοίχοι των σπιτιών καλύφθηκαν τελείως από το χώμα και τη βλάστηση – ή ίσως μεταφέρθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν σαν οικοδομικά υλικά κάπου αλλού. Και οι δύο αυτές εξηγήσεις είναι λογικές και πιθανές. Θα ήταν όμως, νομίζω, εξίσου λογικό να υποθέσουμε ότι τα 100 σπίτια στο έγγραφο του πρεβεδούρου Zuan Francesco Badoer δεν ήταν αποτέλεσμα οικοδομικού οργασμού – που διακόπηκε προσωρινά από το μεγάλο σεισμό του 1513 – και πως η πιο σωστή μετάφραση της λέξης case είναι νοικοκυριά και όχι σπίτια. Ίσως δηλαδή του Λαμπέτη ήταν περισσότερο μια μεγάλη κατούνα παρά ένα χωριό όπως το εννοούμε σήμερα.
Ενημέρωση 29/05/11 Ο Παναγιώτης μου έστειλε τα στατιστικά στοιχεία της Ζακύνθου του 1578 - 1583 από τις 'Ιστορικές Σελίδες και Ανέκδοτα Κείμενα' του Ντίνου Κονόμου που είχε αντιγράψει από τα Βενετικά αρχεία ο Ερμάννος Λούντζης. Στου Λαμπέτη αναφέρονται 45 άνδρες (14 - 60 χρονών), 24 παιδιά, και 4 γέροι. Αν και υπάρχουν αρκετά χωριά με μεγάλες αναντιστοιχίες ανδρών και γυναικών, κάτι που μαζί με τη μεγάλη μείωση του πληθυσμού μπορεί να αποδοθεί στη μεγάλη επιδρομή των Τούρκων λίγο πριν τη Ναυμαχία της Ναυπάκτου, στου Λαμπέτη δεν αναφέρεται ούτε μία γυναίκα, παντρεμένη ή ανύπαντρη. Αν εξαιρέσουμε την περίπτωση λάθους, η την έλλειψη στοιχείων για το γυναικείο πληθυσμό, πρόκειται για κάτι δυσεξήγητο. Αν υποθέσουμε ότι τα γυναικόπαιδα έπεσαν θύματα σφαγής ή αιχμαλωσίας, γιατί λείπουν μόνο οι γυναίκες και δεν πήραν και τα παιδιά;
Ενημέρωση 29/05/11 Ο Παναγιώτης μου έστειλε τα στατιστικά στοιχεία της Ζακύνθου του 1578 - 1583 από τις 'Ιστορικές Σελίδες και Ανέκδοτα Κείμενα' του Ντίνου Κονόμου που είχε αντιγράψει από τα Βενετικά αρχεία ο Ερμάννος Λούντζης. Στου Λαμπέτη αναφέρονται 45 άνδρες (14 - 60 χρονών), 24 παιδιά, και 4 γέροι. Αν και υπάρχουν αρκετά χωριά με μεγάλες αναντιστοιχίες ανδρών και γυναικών, κάτι που μαζί με τη μεγάλη μείωση του πληθυσμού μπορεί να αποδοθεί στη μεγάλη επιδρομή των Τούρκων λίγο πριν τη Ναυμαχία της Ναυπάκτου, στου Λαμπέτη δεν αναφέρεται ούτε μία γυναίκα, παντρεμένη ή ανύπαντρη. Αν εξαιρέσουμε την περίπτωση λάθους, η την έλλειψη στοιχείων για το γυναικείο πληθυσμό, πρόκειται για κάτι δυσεξήγητο. Αν υποθέσουμε ότι τα γυναικόπαιδα έπεσαν θύματα σφαγής ή αιχμαλωσίας, γιατί λείπουν μόνο οι γυναίκες και δεν πήραν και τα παιδιά;
-------------------------------------------------------------
(1) Ιόνιος Ανθολογία, έτος 37, 1933, τ. 78-80, σ. 195
(2) Στα 1489, σύμφωνα με το Χρονικό Γεωργιλά, στη Ζάκυνθο υπήρχαν μόνο 136 οικογένειες. Πολλοί από τους αρχηγούς των οικογενειών αυτών ήταν Στρατιώτες στις κομπανίες του Θεόδωρου Παλαιολόγου και του αδελφού του. Δέκα χρόνια αργότερα εγκαταστάθηκαν στη Ζάκυνθο τουλάχιστον καμιά σαρανταριά ακόμη οικογένειες Στρατιωτών από τη Ναύπακτο σύμφωνα με το Λ. Ζώη στον ‘Ελληνικό Λόχο εν Ζακύνθω κατά τους χρόνους της δουλείας’.
(3) Λ. Ζώης, Λεξικόν Ιστορικόν και Λαογραφικόν Ζακύνθου, τόμος Α΄, σελ. 668.
(4) Περιοχή της Κεφαλονιάς.
(5) Δεν ξέρω το νόημα της λέξης αλλά υποθέτω εννοεί ότι η σκεπή είχε κλίση μόνο προς τη μία πλευρά, δηλαδή είχε μία μοναδική ρονιά (ακρόστεγο ή υδρορροή). Ένα τέτοιο καλύβι φαίνεται στην πρώτη εικόνα της ανάρτησης, πάνω αριστερά και κάτω από τους καβαλάρηδες.
(6) The Memoirs of Philip de Commines, Lord of Argenton: Containing the Histories of Louis XI and Chales VIII, Kings of France, and of Charles the Bold, Duke of Burgundy, μετ. του Anrew R. Scoble, τόμος 2, σελ. 201, εκδ. 1856.
(7) Βλέπε Λ. Ζώη, Ο Ελληνικός Λόχος εν Ζακύνθω κατά τους χρόνους της δουλείας, Ελληνισμός, έτος ιδ΄, τ. 161-162, 1911 .
(8) 109. Steffano Strusa da in notta il Monastero di San Zorzi nel casal Lambeti fabricato dalli suoi antenati, affermando con juramento non haver entrata di fermo ben si di incerti ducati 6 all’ anno. Μαριάννα Κολυβά, Καταστίχωση των ορθόδοξων ναών και μονών της Ζακύνθου (το έτος 1637), Θησαυρίσματα 34 (2004), Istituto Ellenico di Venezia.