Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2014

Χαμογελαστή Ζάκυνθος



Ανάμεσα στις παλιές περιγραφές της Χώρας, της πόλης της Ζακύνθου, ξεχωρίζω μία. Δεν είναι εκτενής, δίνει ελάχιστες πληροφορίες, ούτε είναι ίσως η περισσότερο εγκωμιαστική, καταφέρνει όμως, νομίζω, να δώσει τη γενικότερη εντύπωση, τον αέρα που ανέδινε η πόλη στον επισκέπτη. Είναι μια εντύπωση συχνά απατηλή, γιατί τις περισσότερες ώρες της μέρας, και κάπου-κάπου της νύχτας, ο χαρακτηρισμός ‘μουρλόχωρα’ του Τσακασιάνου είναι πιστότερος. Όμως ακόμα και στις μέρες μας, κάποια Κυριακάτικα πρωινά, έξω από τους καλοκαιρινούς μήνες, φάτσα στον αγουροξυπνημένο ήλιο, η Χώρα καταφέρνει να σε προσκαλέσει κλείνοντας σου το μάτι.

Η χαρισματική Αμερικανίδα συγγραφέας Constance Fenimore Woolson, μικρανιψιά του James Fenimore Cooper, δημιουργού του ‘Τελευταίου των Μοϊκανών’, πέρασε από τη Ζάκυνθο στις αρχές του 1890 (1):

‘Στη Ζάκυνθο, για κάποιο ανεξήγητο λόγο, όλοι οι κλασσικοί συνειρμοί έγιναν έξαφνα καπνός: ο Όμηρος ξεθώριασε, ο Θεόκριτος τον ακολούθησε· ο Πλίνιος και ο Στράβων εξαφανίστηκαν. Οι τελευταίες μας αναμνήσεις το ίδιο: ο Λόρδος Guildford και το πανεπιστήμιο του, ο Βύρωνας και οι Σουλιώτες, ο Napier και τα μουλάρια του – όλα αυτά μας εγκατέλειψαν. Είμαστε πίσω στο παρόν· πρέπει να πάρουμε μερικά Ζακυνθινά λουλούδια και Ζακυνθινά μπιχλιμπίδια· δεν σκεφτόμαστε άλλο από το να αποβιβαστούμε. Σπρώχνοντας ένα πάγκο, με ημι-ασυναίσθητη βία, πάνω στον Έλληνα (2), καταφέραμε να τον κάνουμε να μετακινηθεί λίγο, ώστε να μπορέσουμε να σηκωθούμε. Μετά αποβιβαστήκαμε (αλλά όχι με καΐκι) και αρχίσαμε να τριγυρίζουμε στην κίτρινη πόλη. Η Ζάκυνθος είναι το μέρος με την πιο πρόσχαρη εμφάνιση που έχω δει ποτέ. Ο όρμος ρυτιδιάζει και αχνογελάει αυτάρεσκα· είναι τόσο χαριτωμένος που το ξέρει, και γι αυτό αχνογελάει. Η πόλη, με τα χαρμόσυνα βαμμένα σπίτια της, απλωμένη σε ένα επίπεδο ημικύκλιο στην άκρη του νερού, χαμογελάει, θα ’λεγε κανείς, από το ένα αυτί μέχρι το άλλο. Και αυτή η εύθυμη έκφραση μεταφέρεται πάνω προς το λόφο, με γοητευτικούς κήπους, πορτοκαλεώνες, και αμπέλια, στο Βενετικό κάστρο στην κορυφή, το οποίο, έτσι όπως το είδαμε στην άπλετη λιακάδα, με τα πουλιά να πετάνε γύρω του, φαινόταν να πετάει το καπέλο του στον αέρα μ’ ένα ζήτω.

"Ω, υακίνθινο νησί! Πορφυρό Τζάντε!
Χρυσό νησί! Φιόρο του Λεβάντε!"


ύμνησε ο Πόε, παίρνοντας όμως αυτή τη φορά τις κυμβαλοκρουσίες του από ένα Ιταλικό τραγούδι – "Zante, Zante, fior di Levante!"’

Μοναδική παρατήρηση πως δεν άντεξε η συγγραφέας στον πειρασμό και δανείστηκε δύο στίχους από το μεγάλο συμπατριώτη της (3). Η αντίρρηση μου δεν αφορά τόσο το γεγονός ότι ο Πόε δεν επισκέφτηκε ποτέ τη Ζάκυνθο, όπως και κανένα άλλο μέρος της Ελλάδας, όσο το ότι ο στόμφος των στίχων του δεν ταιριάζει τόσο με τη χαρούμενη προσήνεια του τοπίου που η ίδια περιέγραψε. Θα ταίριαζαν ίσως καλύτερα, αν ήθελε σώνει και καλά να κοτσάρει κάτι από ένα μεγάλο λογοτέχνη, τα λόγια του σύγχρονου της Paul Bourget, που ούτε αυτός είχε ακόμα, αν δεν κάνω λάθος, αντικρύσει τη Ζάκυνθο όταν τα έγραψε (4):

‘Ω Τζάντε, μακρινό γλυκό λουλούδι του Λεβάντε!’

Μόνο που αυτά ήταν, φευ, σε άλλη γλώσσα.


-----------------------------------------------------------------------  

1)  Constance Fenimore Woolson, Mentone,Cairo,and Corfu, Νέα Υόρκη 1896, σ. 348.

At Zante, for some unexplained cause, the classic associations suddenly vanished: Homer faded, Theocritus followed him; Pliny and Strabo disappeared. The later memories, too: Lord Guildford and his university, Byron and his Suliotes, Napier and his mules--all these left us. We were back in the present; we must have some Zante flowers and Zante trinkets; we thought of nothing but going ashore. By pushing a bench, with semi-unconscious violence, against the Greek, we succeeded in making him move a little, so that we could rise. Then we landed (but not in a caique), and went roaming through the yellow town. Zante is the most cheerful-looking place I have ever seen. The bay ripples and smirks; it is so pretty that it knows it is pretty, and it smirks accordingly. The town, stretching, with its gayly tinted houses, round a level semicircle at the edge of the water, smiles, as one may say, from ear to ear. And this joyful expression is carried up the hill, by charming gardens, orange groves, and vineyards, to the Venetian fort at the top, which, as we saw it in the brilliant sunshine, with the birds flying about it, seemed to be throwing its cap into the sky with a huzza.

     "O hyacinthine isle! O purple Zante!
    Isola d'oro! Fior di Levante!"

sang Poe, borrowing his chimes this time, however, from an Italian song--"Zante, Zante, fior di Levante!"

2)  Πρόκειται για έναν Έλληνα συνταξιδιώτη, ο οποίος καθόταν υπερβολικά κοντά τους σε όλη σχεδόν τη διάρκεια του ταξιδιού.

3)  Από το γνωστό σονέτο του Edgar Allan Poe, To Zante. Βλέπε και http://pampalaia.blogspot.co.uk/2011/05/blog-post.html

4)  Το ποίημα του Paul Bourget, Zante, πρωτοδημοσιεύτηκε το 1876 στο Le Parnasse contemporain, όταν ο λογοτέχνης ήταν μόλις 24 χρονών.

ZANTE


« Zante fior di levante. »

(Dicton italien.)


Quand le vaisseau, bercé par la mer caressante,
S’arrête aux bords heureux de la terre de Zante
Que les Italiens nomment « fleur du Levant »‚
Le voyageur vers lui voit voler cent nacelles,
Toutes pleines de fleurs humides et nouvelles
Dont l’âme errante flotte et parfume le vent.

On dirait des jardins balancés sur les lames,
Et ce sont des œillets plus rouges que les flammes,
D’autres blancs, délicats comme un beau teint d’enfant,
Et des roses de pourpre et des roses pâlies,
Et de grands lis royaux, dont les mélancolies
Gardent je ne sais quoi d’âpre et de triomphant.

Et lorsque le vaisseau, parti pour d’autres mondes,
Escalade les plis démesurés des ondes
Qui l’emportent au ciel brumeux de l’Occident,
Longtemps encor, malgré la vapeur, les cordages
Et les groupes bronzés des matelots sauvages,
Les fleurs de Zante en font un oasis flottant.

Moi-même, aux jours obscurs où mes tristes pensées
Évoquent la beauté des heures éclipsées,
Que de fois j’ai revu, — mirage décevant, —
Ton ciel clair, tes flots bleus semés de pierreries,
Et les riches bouquets tes barques fleuries,
O Zante, fleur lointaine et douce du Levant !

Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2014

Το Μαραθονήσι της Ζακύνθου – Μέρος Γ΄


Το Μαραθονήσι και η Λίμνη του Κεριού το 1741

Στα 1728, ένας καταζητούμενος Ζακυνθινός, που είχε καταφύγει στο Μοριά όπως συνηθιζόταν τότε, αρρώστησε ενόσω επισκεπτόταν κρυφά τους δικούς του στη Χώρα. Αυτοί ζήτησαν τη βοήθεια ενός γνωστού ζωγράφου και αγιογράφου, στον οποίο αποδίδονται κάποιες από τις παραστάσεις της Φανερωμένης, το Γερόλυμο Στράτη Πλακωτό (1), επειδή επιδιδόταν και στην πρακτική ιατρική. Σύντομα αρρώστησαν βαριά τόσο ο Γερόλυμος όσο και οι γιοί του. Σήμανε συναγερμός, αφού ο Μοριάς εκείνη την εποχή είχε πληγεί από την πανούκλα, αλλά παρά τις προειδοποιήσεις του βετεράνου Εβραίου γιατρού Ααρών Αλμπρόν τα ενδεδειγμένα μέτρα άργησαν να εφαρμοστούν λόγω της διαφωνίας των αστίατρων. Τελικά τα θύματα μεταφέρθηκαν στο Λοιμοκαθαρτήριο, όπου είναι γνωστό πως ο Γερόλυμος πέθανε, ενώ το σπίτι τους μαζί με το ζωγραφικό εργαστήριο πυρπολήθηκαν. Στο μεταξύ όμως η πανούκλα χτύπησε πολλές συνοικίες και αργότερα ξεπέρασε τα σύνορα της Χώρας, φτάνοντας στο Μπανάτο από τη μια πλευρά και στο Αργάσι από τη άλλη. Εντονότερο ήταν το πρόβλημα στο Γκέτο, όπου από το 1712 είχαν στριμωχτεί όλες οι Εβραϊκές οικογένειες (2).

Ήταν ανάγκη να μεταφερθεί ένας μεγάλος αριθμός οικογενειών στο Λοιμοκαθαρτήριο, γνωστό τότε σαν Λαζαρέτο, στην παραλία μεταξύ Κήπων και Αργασιού, την τοποθεσία δηλαδή που και σήμερα λέγεται Λαζαρέτα. Το Λοιμοκαθαρτήριο όμως βρισκόταν από χρόνια σε άθλια κατάσταση, αποτέλεσμα της απληστίας και της επί δεκαετίες κακοδιαχείρισης του γηραιού ισόβιου διοικητή του (priore) Antonio Cattarin. Επιπλέον πλησίαζε το καλοκαίρι και η εποχή του θερισμού. Η Ζακυνθινή ύπαιθρος, γεμάτη αμπέλια, ελαιώνες και περιβόλια, δεν μπορούσε να προμηθεύσει πάνω από το ένα τρίτο του απαιτούμενου σιταριού για τη διατροφή του πληθυσμού. Για το υπόλοιπο η Ζάκυνθος βασιζόταν σε εισαγωγές, κυρίως από το Μοριά. Τουλάχιστον χίλιες Ζακυνθινές οικογένειες αδυνατούσαν να αγοράσουν τις αναγκαίες ποσότητες και κάπου δυόμιση χιλιάδες χωρικοί πήγαιναν να θερίσουν στο Μοριά κάθε καλοκαίρι και να αμειφθούν σε είδος. Στο γυρισμό έπρεπε να μείνουν για μια βδομάδα στο Λαζαρέτο αν στο Μοριά υπήρχε επιδημία – και οι επιδημίες στις Οθωμανικές περιοχές ήταν συνεχείς.  

Για να αντιμετωπιστεί η έλλειψη χώρου, και ίσως για να πλήξει τα οικονομικά συμφέροντα του Antonio Cattarin, ο πρεβεδούρος γκενεράλες της θάλασσας Francesco Correr αποφάσισε τη μεταφορά των Εβραίων στο Μαραθονήσι. Είχε από πριν την εκδήλωση της επιδημίας προτείνει τη μεταφορά εκεί μελλοντικά και των θεριστών, αφού στη νησίδα υπήρχε χώρος, καθαρός αέρας και πόσιμο νερό, όπως είχε πει. Ξεκίνησε έτσι μια νέα φάση στην ιστορία του Μαραθονησιού, η χρήση του σαν λοιμοκαθαρτήριο. Δεν έχει δημοσιευτεί ως τώρα καμιά πληροφορία για το αν το μοναστήρι της Παναγίας Μαραθονησιώτισσας ήταν επανδρωμένο κατά τη διάρκεια εκείνης της περιόδου, ούτε για το ιδιοκτησιακό καθεστώς της νησίδας.

Ο Francesco Correr πάντως είχε φροντίσει ήδη από τον προηγούμενο χρόνο να βολέψει ισοβίως στη θέση του επικεφαλής (deputato) του νέου λοιμοκαθαρτηρίου τον Αντώνιο Καψοκέφαλο. Ο Αντώνιος Καψοκέφαλος δεν θα ήταν έμμισθος αλλά θα πληρωνόταν 25 άσπρα (3) από κάθε θεριστή. Ήταν γιός του κόντε Αναστασίου Καψοκέφαλου, ο οποίος είχε διακριθεί στον τελευταίο, ατυχή Βενετοτουρκικό πόλεμο μια δεκαετία νωρίτερα (4).

Ουσιαστικά ο διορισμός αυτός παρέκαμπτε πρόσφατη οδηγία της Βενετικής εξουσίας, η οποία αφορούσε τα συνηθισμένα, μη-εποχιακά λοιμοκαθαρτήρια, να εκλέγονται οι επικεφαλείς για συγκεκριμένη θητεία.  Απαγόρευε μάλιστα να είναι οι θητείες τους συνεχόμενες σε περίπτωση επανεκλογής. Σε εμάς, τέκνα της Ελλάδας του 20ου και 21ου αιώνα, όπου δεν έχει υπάρξει ποτέ διαπλοκή και δεν διανοείται κανείς να δημιουργήσει θέση για ημέτερο, όλα αυτά φαντάζουν αρκετά παρακμιακά. Ήταν όμως πολύ συνηθισμένες καταστάσεις τον τελευταίο αιώνα της Βενετοκρατίας.

Αφού καταπολεμήθηκε επιτυχώς η επιδημία μέχρι τα τέλη του 1728 οι Εβραίοι εγκατέλειψαν το Μαραθονήσι και επέστρεψαν στο Γκέτο. Επιστράφηκε στις δημόσιες αποθήκες και στους ιδιώτες η ξυλεία που είχε χρησιμοποιηθεί, και αφέθηκε για λίγο το νησάκι στις χελώνες και τα θαλασσοπούλια. Παρά τις αντιδράσεις από τους θεριστές και άλλες πλευρές το Μαραθονήσι χρησιμοποιήθηκε σαν εποχιακό Λαζαρέτο την πρώτη πενταετία της δεκαετίας του 1730. Οι δραπετεύσεις, κάποιες φορές ομαδικές, οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης και τα πλημμελή υγειονομικά μέτρα ανάγκασαν τις αρχές να εξετάσουν άλλες λύσεις, όπως την παράλληλη χρησιμοποίηση των βραχονησίδων Βόιδι και Άγιος Νικόλας ή την επέκταση του κυρίως Λοιμοκαθαρτηρίου (5). Από το 1735, και μέχρι το 1749, συνεχίστηκαν οι διαμάχες και οι παλινωδίες ώσπου το καλοκαίρι εκείνο λειτούργησε μόνιμα πια το Μαραθονήσι σαν Λαζαρέτο των θεριστών. Ωστόσο κάποιες χρονιές η καραντίνα γινόταν αλλού επειδή δεν υπήρχε διαθέσιμη βομβάρδα (6), η οποία θα συνόδευε τα πλοιάρια των θεριστών στη νησίδα.


Σχέδιο του Μαραθονησιού το 1747 όπου απεικονίζονται οι ‘εγκαταστάσεις’ του Λοιμοκαθαρτηρίου, δηλαδή 4 παραλληλόγραμμοι περιφραγμένοι χώροι, η Παναγία, ο αμυντικός πύργος, οικήματα και τρία πηγάδια.


Απεικόνιση βομβάρδας από το Μουσείο Correr της Βενετίας.

Η τραγωδία δεν άργησε. Το 1751 ένα πλοιάριο που μετέφερε αγρότες στο Μαραθονήσι ναυάγησε και πνίγηκαν 23 από αυτούς. Στις ταραχές που επακολούθησαν κινδύνεψε και ο ίδιος ο Αντώνιος Καψοκέφαλος. Την επόμενη χρονιά δραπέτευσαν 34 από τους θεριστές. Ίσως αυτό συνετέλεσε στην απόφαση τις τοπικής εξουσίας τον ίδιο χρόνο να δαπανήσει 1000 δουκάτα για υπόστεγα, ώστε να μη βρίσκονται όλη μέρα κάτω από τον καυτό ήλιο του καλοκαιριού οι υπό περιορισμό θεριστές. Ένα μέρος του ποσού διατέθηκε για την ανακαίνιση της κατοικίας του επικεφαλής, όπου θα έμεναν και οι μαρκουλίνοι της φρουράς για να τους έχει κοντά του. Ο Αντώνιος Καψοκέφαλος διατήρησε τη θέση του ως το θάνατο του το 1770.

Με το θάνατο του Αντωνίου η θέση θα έπρεπε να γίνει εκλόγιμη σύμφωνα με απόφαση του 1745 αλλά παρουσιάστηκε σαν διεκδικητής ο γιός του κατά 25 χρόνια μικρότερου αδελφού του Τζώρτζη, ο οποίος λεγόταν Γάμπαρας (7). Ο μικρός Γάμπαρας δεν είχε όπως φαίνεται κλείσει ακόμα τα 14 αλλά προσφέρθηκε να τον αντικαταστήσει μέχρι την ενηλικίωση του ο μπαμπάς του ο Τζώρτζης. Αυτός ήταν διοικητής της πολιτοφυλακής και χρησιμοποίησε το ανεκδιήγητο επιχείρημα πως δεν πείραζε που τα καλοκαίρια θα ήταν στο Μαραθονήσι επειδή την πολιτοφυλακή την αποτελούσαν χωρικοί και οι χωρικοί τα καλοκαίρια περνούσαν από το Μαραθονήσι. Επιπλέον ήταν άνθρωπος διορατικός και είχε φροντίσει να συνεισφέρει οικονομικά στο Λοιμοκαθαρτήριο σε ανύποπτο χρόνο. Τώρα είχε φτάσει η ώρα να εξαργυρώσει την ευεργεσία του. Με τέτοιες πλάτες πως να μην κερδίσει τη θέση το παιδί, μόνο που δεν του τη δώσανε ισόβια.

Όταν ο Γάμπαρας ήταν γύρω στα 28, δηλαδή στα 1784, παρουσιάστηκε άλλος διεκδικητής, ο Αλέξανδρος Νερούλης. Η οικογένεια Νερούλη ήταν παλιοί τσιταντίνοι, όπως και οι Καψοκέφαλοι, και είχαν γραφτεί στο Libro dOro πριν το 1580 (8). Ο Αλέξανδρος Νερούλης είχε διακριθεί σαν πρώην επικεφαλής της Σανιτάς, δηλαδή του Υγειονομείου, και κέρδισε τη θέση στο Μαραθονήσι αλλά ετεροχρονισμένα. Αποφασίστηκε ότι θα αναλάμβανε καθήκοντα αφού ο Γάμπαρας συμπλήρωνε μία ακόμα θητεία 8 ετών! Δεν διευκρινίζεται αν τελικά ανέλαβε ποτέ καθήκοντα ο Νερούλης ενώ, ακόμη και αν δεν εξέπνευσε ο ίδιος στην οκταετία, εξέπνευσε η Γαληνοτάτη Δημοκρατία λίγα χρόνια αργότερα. Το πιθανότερο είναι πως δεν ανέλαβε ποτέ. Με άγνωστο τρόπο, μετά το τέλος της Βενετοκρατίας βρέθηκε απόλυτος κύριος του Μαραθονησιού ο κόντε Πέτρος Μακρής, την οικογένεια του οποίου χώριζε πολύχρονη διαμάχη με τους Νερούληδες.

Οι Μακρήδες ήταν και αυτοί παλιά αρχοντική οικογένεια και το όνομα τους είχε δοξαστεί ένα αιώνα νωρίτερα, δηλαδή την εποχή του Μοροζίνι. Ο Ιωάννης Μακρής είχε πάρει τον τίτλο του κόμη το 1767 και μαζί του 800 στρέμματα από τον λεγόμενο Κάμπο του Νερούλη σαν φέουδο. Ο Κάμπος του Νερούλη ήταν μια βαλτώδης έκταση 2000 στρεμμάτων, που αργότερα έγινε γνωστή σαν Λίμνη Μακρή και για να τη βρεις σήμερα πρέπει να αναζητήσεις τον Κρατικό Αερολιμένα Διονύσιος Σολωμός. Οι Νερούληδες, οι οποίοι φαίνεται είχαν τίτλους για μέρος μόνο της περιοχής αλλά την εκμεταλλεύονταν ολόκληρη, δεν χώνεψαν ποτέ την απώλεια προς όφελος του Μακρή και η διαμάχη των δύο οικογενειών παρατάθηκε τουλάχιστον μέχρι το 1823 (9).

Το πότε ακριβώς και με ποιό τρόπο η οικογένεια Μακρή πήρε στην κατοχή της το Μαραθονήσι είναι ένα ζήτημα για το οποίο δεν έχουν παρουσιαστεί πληροφορίες, πολύ περισσότερο ντοκουμέντα. Ο Αλέξανδρος Νερούλης είναι πολύ απίθανο να διεκδίκησε τη διοίκηση του εποχιακού Λαζαρέτου επί μιας νησίδας η οποία ανήκε στην αντίπαλη και πολύ ισχυρή οικογένεια Μακρή, πολύ δε περισσότερο να το είχε κάνει με κάποιο βαθμό επιτυχίας. Μπορούμε λοιπόν να υποθέσουμε, όχι αβάσιμα, ότι το Μαραθονήσι άλλαξε χέρια μετά το 1784. Ποιός όμως το πούλησε ή με οποιοδήποτε τρόπο το μεταβίβασε στην οικογένεια Μακρή;

Αν αληθεύει, έστω και κατά ένα μέρος, η κατά την άγραφη παράδοση της οικογένειας Σιδηροκαστρίτη ιστορία που μου διηγήθηκε πριν λίγα χρόνια η Μαρία Σιδηροκαστρίτη – Κοντονή, τότε σίγουρα δεν το πήρε από αυτούς. Οι Σιδηροκαστρίτες, παλιοί κτήτορες της Μαραθονησιώτισσας, ήταν ελεύθεροι χωρικοί, άνθρωποι διαφορετικής κουλτούρας αλλά και δυνατοτήτων από την αρχοντική οικογένεια Νερούλη. Έλυναν λοιπόν τις διαφορές τους, όπως και  πολλοί άλλοι Ζακυνθινοί, όχι στα δικαστήρια αλλά με τα όπλα. Σύμφωνα με την οικογενειακή τους παράδοση, κάποιος Σιδηροκαστρίτης, εκφράζοντας τη δυσαρέσκεια του για την κατάληξη της νησίδας, έριξε ανεπιτυχώς μια κουμπουριά στον κόντε Μακρή. Γι αυτή την απόπειρα κρεμάστηκε, και το σώμα του, πισσωμένο, έμεινε εκτεθειμένο για τριήμερο στην πλατεία μέσα σε κλουβί. Το πότε έγινε αυτό δεν διασώθηκε αλλά ο τρόπος της εκτέλεσης, και ειδικά η πίσσα και το κλουβί, παραπέμπει όχι στη Βενετοκρατία αλλά στην Αγγλοκρατία, όταν εκτελέσεις αυτού του είδους ήταν σχεδόν καθημερινό φαινόμενο. Δείχνει δε ότι ακόμα και το 19ο αιώνα, όταν πλέον η Βενετία δεν υπήρχε σαν κρατική οντότητα, η οικογένεια Σιδηροκαστρίτη θεωρούσε ότι είχε δικαιώματα στο Μαραθονήσι και ότι αυτά είχαν καταπατηθεί από το Μακρή.

Η γενικευμένη παραδοχή ότι το Μαραθονήσι παραχωρήθηκε κάποτε από τους Βενετούς στην οικογένεια Μακρή δεν αποτελεί παρά αυθαίρετη εικασία και δεν στηρίζεται σε κανένα ντοκουμέντο ή μαρτυρία. Στην πραγματικότητα φαίνεται αρκετά απίθανη. Οι ανιψιοί του Ιωάννη Μακρή έφεραν τον τίτλο του σαν κληρονόμοι του φέουδου και όχι επειδή τιμήθηκαν από τη Βενετία ή τους παραχωρήθηκε κάποιο φέουδο. Αντίθετα, από το 1770 και μετά, οι Βενετικές αρχές είχαν λόγους να τους αντιμετωπίζουν με καχυποψία λόγω του ότι ήταν από τους πρωτεργάτες της Ζακυνθινής εκστρατείας στη Γαστούνη στα Ορλωφικά. Έκαναν μάλιστα και φυλακή γι αυτό το λόγο.

Από αυτούς ο Βασίλειος αποδείχτηκε όχι μόνο πολύ δραστήριος και φιλόδοξος πολιτικά αλλά και ιδιαίτερα ευέλικτος. Τόσο που το οικόσημο του θα έπρεπε να το στολίζει ανεμούριο. Αμέσως μετά την αποτυχία των συνομωσιών του αδελφού του Δραγανίγου για τη μαζική δολοφονία των Γαλλόφιλων Δημοκρατικών στη λιτανεία των Αγίων Πάντων, και αργότερα της Φανερωμένης, το 1796, εκδηλώθηκε ο ίδιος σαν Γαλλόφιλος (10). Αυτό δεν τον εμπόδισε δύο χρόνια αργότερα να βρεθεί έμπιστος του Ρώσου Πλωτάρχη Tisenghausen και από τους αρχηγούς της ‘Υψηλής Αστυνομίας’ μαζί με τον Αντώνιο Μαρτινέγκο. Στα ταραγμένα χρόνια που ακολούθησαν ο ισχυρός κομματάρχης, μεγαλοκτηματίας, νομικός και έμπορος ‘κόντε Μπαζίγιος’ συνέχισε την ίδια τακτική, και από συνεργάτης βρέθηκε αντίπαλος του Μαρτινέγκου, πότε εξυμνώντας το Βοναπάρτη και πότε υποκλινόμενος στο Βρετανικό Στέμμα, ανάλογα με τη φορά του ανέμου.

Αυτό που προβάλλει σαν η πιθανότερη εκδοχή για το Μαραθονήσι είναι ότι η προσπάθεια του Αλέξανδρου Νερούλη να εκλεγεί επικεφαλής του Λοιμοκαθαρτηρίου κέντρισε το ενδιαφέρον της αντίπαλης οικογένειας Μακρή για τη νησίδα. Το να περάσει το Μαραθονήσι στα χέρια των Μακρήδων στα πρώτα χρόνια του 19ου αιώνα, όταν βρίσκονταν στο απόγειο της δύναμης τους, και οι αδελφοί Καψοκέφαλοι ήταν διοικητές της Πολιτοφυλακής, μάλλον δεν ήταν δύσκολο. Το ότι ο Γάμπαρας Καψοκέφαλος δεν είχε κατά πάσα πιθανότητα δικαίωμα να το πουλήσει ήταν απλή λεπτομέρεια εκείνη τη χαοτική και ανώμαλη εποχή. Το σίγουρο πάντως είναι πως στα τέλη της δεκαετίας του 1810, όταν πια οι Βρετανοί είχαν εδραιωθεί στα Ιόνια Νησιά, ο Πέτρος Μακρής, γιός του Βασιλείου, αναφέρεται πια σαν ιδιοκτήτης του Μαραθονησιού.  

Χάρτης του 1821 όπου το Μαραθονήσι αναφέρεται σαν ιδιοκτησία του κόντε Πέτρου Μακρή.

Γνωρίζουμε πως το μοναστήρι λειτουργούσε εκείνη την εποχή, αν και ίσως όχι ολόκληρο το χρόνο. Σύμφωνα με μια πληροφορία οι μοναχοί ήταν δύο (11):

Το 1810 ζούσαν σε αυτό το μέρος δύο ερημίτες, και μένανε σε ένα τετράγωνο πύργο, χτισμένο μέσα σε ένα κήπο φυτεμένο με ελαιόδεντρα, ο οποίος προσφέρει εξαιρετική θέα της περιοχής. Η ψηλή και απότομη πρόσοψη του νησιού αποτελείται από πεζούλες φυτεμένες με σιτάρι, και εδώ κι εκεί ελιές. Ανάμεσα στα βράχια υπάρχουν πολλά περίεργα φυτά και λουλούδια.

Τον Ιανουάριο του 1817 ο William Turner έκανε καραντίνα στη Λίμνη του Κεριού, όπου λειτουργούσε τώρα πια λοιμοκαθαρτήριο, το οποίο μάλιστα διέθετε και μόνιμο ικρίωμα για να μη μένει αμφιβολία ως προς τις συνέπειες μη συμμόρφωσης. Μια μέρα επισκέφτηκε το ‘βράχο’, όπως αποκαλούσε το Μαραθονήσι, και έγραψε (12):

Το βραδάκι πήγα στο βράχο που προφυλάσσει την είσοδο του λιμανιού, και που στέκεται ακριβώς στο κέντρο της. Εδώ βρίσκεται μια μικρή Ελληνική εκκλησία και μοναστήρι, γύρω από τα οποία υπάρχουν λίγα ελαιόδεντρα και τρία ή τέσσερα καλλιεργημένα χωράφια. Βρήκαμε εδώ ένα σκύλο και δύο γάτες στα πρόθυρα της λιμοκτονίας, αφού δεν υπήρχε ψυχή στα νησί, γιατί φαίνεται πως οι παπάδες μένουν εδώ μόνο το καλοκαίρι. Ταΐσαμε τις γάτες και πήραμε μαζί μας το σκύλο, ο οποίος ήταν από την ίδια κοπρίτικη ράτσα με κοντά αυτιά όπως εκείνοι της Κωνσταντινούπολης.

Μια κατοπινή αναφορά, σχετικά απροσδιόριστη χρονικά αλλά πάντως την περίοδο της Βρετανικής ‘προστασίας’, δείχνει πως ο Πέτρος Μακρής, ο οποίος ήταν πιθανότατα αυτός που γλύτωσε από το σμπάρο του Σιδηροκαστρίτη, ίσως είχε κάποια συμμετοχή (13) και σε άλλο Μαραθονησιώτικο δράμα με πυροβολισμούς. Είναι το τελευταίο που θα αναφερθεί εδώ, και επαφίεται στον αναγνώστη να το χαρακτηρίσει, ανάλογα με την ευαισθησία του στα δικαιώματα των τράγων και γενικότερα των γιδιών, σαν τραγωδία, ιλαροτραγωδία ή απλή Ζακυνθινή ‘μάντσια’ (14).

Το ένα (από τα νησιά), που λέγεται Maratonisi, είναι ψηλό και εμφανές, και είναι σχεδόν απέναντι από τα πηγάδια (της πίσσας). Άλλα, πιο χαμηλά, βρίσκονται προς το μέσο και την ανατολική πλευρά του κόλπου. Το ψηλό νησί λέγεται τώρα Goat island λόγω ενός αστείου σε βάρος ενός αξιωματικού της φρουράς πριν από όχι πολύ καιρό. Σε αυτό τον κύριο άρεσε πολύ το κυνήγι, και μερικές φορές το εξασκούσε προκαλώντας ενόχληση στους κτηματίες. Μια μέρα κάποιος Ζακυνθινός βρήκε ευκαιρία στη Λέσχη να επαινέσει τη σκοπευτική του δεινότητα και να τον ρωτήσει αν είχε ποτέ σκοτώσει κάποιο από τα αγριοκάτσικα αυτού του μικρού νησιού. ‘Α! Όχι, δεν είχα ιδέα ότι υπήρχαν τέτοια.’ ‘Λοιπόν,’ είπε ο πονηρός Ζακυνθινός, ‘μην το κουβεντιάσεις με κανένα, διαφορετικά θα χάσεις την ευκαιρία, αλλά απλώς πήγαινε με μια βάρκα στο νησί μια μέρα και προσπάθησε.’ Ο αθλητής μας έπεσε στην παγίδα και πολύ σύντομα ετοιμάστηκε για ημερήσιο κυνήγι αγριοκάτσικου. Αποβιβάστηκε στο νησί και, σκαρφαλώνοντας τον μάλλον απότομο, βραχώδη γκρεμό, πολύ γρήγορα είδε μερικές γίδες να βόσκουν στην αραιή βλάστηση. Όπως είναι αρκετά φυσικό ήταν μάλλον συνεσταλμένες και προσπάθησαν να αποφύγουν την παρατήρηση του παρείσακτου. Εις μάτην. Σε λίγο μια από αυτές έπεσε θύμα. Οι άλλες όμως, ευτυχώς, γλύτωσαν προσωρινά. Επέστρεψε με το θήραμα του αλλά δεν είπε τίποτα για την τύχη του. Μια ή δύο μέρες αργότερα ένας κύριος (όχι ο πληροφοριοδότης του) τον σταμάτησε στο δρόμο και του είπε με μεγάλη ευγένεια, ‘Ευχαρίστως να πηγαίνετε στο νησί μου να περάσετε την ώρα σας όποτε επιθυμείτε, σας παρακαλώ όμως να μην πυροβολείτε τις γίδες.’ Ο ιδιοκτήτης είχε βάλει εκεί τις γίδες για καλοκαιρινή βοσκή, και ιδέα δεν είχε ότι θα αντιμετωπίζονταν σαν ferae naturae (15).’

Κάπως έτσι, όπως τα ιστορήσαμε, ο Ναός της Φύσης, ο μικρός προμαχώνας του Χριστιανισμού και της Ευρώπης, το ιερό ερημητήριο του Μαραθονησιού, έγινε καλοκαιρινό λοιμοκαθαρτήριο, και μετά βοσκοτόπι, για να καταλήξει σχετικά πρόσφατα φιλετάκι προς αξιοποίηση, με συρματοπλέγματα και απαγορευτικές πινακίδες. Υπήρξε κάποια αντίσταση, η λέπρα της αγοράς και της ζήτησης δεν έχει αφήσει τους πάντες κατάκοιτους, και έτσι η σημερινή ιδιοκτήτρια εταιρεία συμβιβάζεται με ‘ήπια’ αξιοποίηση, ‘αποκατάσταση’ των κτιρίων τη λένε, και άλλα εύηχα. Μόνο που σε κάποιους από μας τα εύηχα μας φέρνουν βήχα. Οι φωτογραφίες ντόπιων προσκυνητών και παπάδων, απογόνων των ‘χωρικών εγκατοίκων’ που κάποτε υπεράσπισαν το νησί, αλλά και αυτών που κάθε χρόνο πλήρωναν για μια βδομάδα αναγκαστική ηλιοθεραπεία εκεί, να είναι χωρισμένοι από το εκκλησάκι με συρματόπλεγμα, κάθε άλλο παρά καθησυχαστικές είναι. Μακάρι όμως ο βήχας να μας κοπεί.

------------------------------------------------------------------------------ 

1)  Βλέπε Λ. Ζώης, Λεξικόν, έκδοση 1963, λήμμα Στράτης, σσ. 617 -618.

2)  Οι περί πανώλης πληροφορίες, όπως και τα σχετικά με τη χρήση του Μαραθονησιού σαν εποχιακό λοιμοκαθαρτήριο, προέρχονται από το βιβλίο της Κατερίνας Κωνσταντινίδου ‘Το κακό οδεύει έρποντας ... Οι λοιμοί της πανώλης στα Ιόνια Νησιά (17ος – 18ος αι)’, Βενετία 2007. Θα ήθελα να ευχαριστήσω την Πηνελόπη Αβούρη που μου έδωσε την ευκαιρία να συμβουλευτώ το βιβλίο πριν το αγοράσω.

3)  Νόμισμα μικρής αξίας. Το πλήθος όμως των φιλοξενουμένων φαίνεται πως ήταν εγγύηση ενός πολύ καλού εισοδήματος.

4)  Σύμφωνα με το Λεωνίδα Ζώη η οικογένεια Καψοκέφαλου είχε εγκατασταθεί στη Ζάκυνθο στις αρχές του 16ου αιώνα και γράφτηκε στη Χρυσόβιβλο το 1598. Ο Αναστάσιος είχε αντικαταστήσει επανειλημμένα τον σοπρακόμιτο Καίσαρα Καπνίση, πιθανότατα γύρω στα 1698, και είχε επίσης διοικήσει τουλάχιστον δύο δικά του πλοιάρια με 34 άνδρες στον πόλεμο του 1715 - 1718. Μαζί του είχε και τον νεαρό τότε Αντώνιο. Ο Αναστάσιος τιμήθηκε για τις υπηρεσίες του με τον τίτλο του κόμη το 1718.

5)  Βλέπε και την εργασία του Διον. Ζήβα ‘Τα Λαζαρέτα της Ζακύνθου’ στον τόμο ‘Φιόρα Τιμής για τον Μητροπολίτη Ζακύνθου Χρυσόστομο Β΄ Συνετό’, Ζάκυνθος 2009, όπου στη σελίδα 346 δημοσιεύτηκε σχέδιο του 1735 με την προτεινόμενη επέκταση.

6)  Η βομβάρδα ήταν μικρό πολεμικό, κανονιοφόρος όπως θα λέγαμε σήμερα. Η ονομασία της προέρχεται από το ότι πολλές φορές, εκτός από τα συνηθισμένα ναυτικά πυροβόλα έφερε και βομβάρδες, δηλαδή πυροβόλα που έκαναν επισκηπτική βολή όπως οι όλμοι.

7)  Η Ιταλική οικογένεια Γάμπαρα είχε εγγραφεί στη Χρυσόβιβλο της Ζακύνθου το 1686 και είχε συγγενέψει με τους Καψοκέφαλους και τους Μακρήδες. Το τελευταίο αρσενικό μέλος της οικογένειας αποβίωσε το 1735 και έτσι το όνομα εξέλιπε. Για να διατηρηθεί η ανάμνηση του ονόματος ο Τζώρτζης Καψοκέφαλος, σύζυγος της Νικολέττας Γάμπαρα, βάφτισε το γιό του Γάμπαρα και ο Γάμπαρας έβγαλε το δικό του γιό Γαμπαράκη. Ο ‘εκλαμπρότατος και ευγενέστατος εξουσιαστής των αρμάτων Κυρ. κόμις Γάμπαρας Καψοκέφαλος’ δηλητηριάστηκε το 1811 λόγω των σχέσεων του με την Αυστρία κατά το Λεωνίδα Ζώη.

8)  Παναγιώτης Χιώτης, Ιστορικά Απομνημονεύματα, τ. 3ος, σ. 959.

9)  Το 1773 ο Βενετός πρεβεδούρος είχε μειώσει την παραχωρούμενη στον Ιωάννη Μακρή έκταση από 800 σε 550 στρέμματα επειδή τα υπόλοιπα ανήκαν σε άλλα πρόσωπα. Το 1823 οι αδελφοί Νερούλη είχαν προσπαθήσει να εγείρουν και πάλι αξιώσεις αλλά μετά από αλλεπάλληλες δίκες απέτυχαν. Όπως (1), λήμμα Λίμνη, σ. 356.

10)  Ντίνος Κονόμος, Ζάκυνθος Πεντακόσια Χρόνια (1478 – 1978), Τόμος Τρίτος, Πολιτική Ιστορία, (Τεύχος Α΄ 1478 – 1800), σ. 175.

11)  John Purdy, The New Sailing Directory for the Mediterranean Sea, Λονδίνο 1826, σ. 208.

12)  Journal of a tour in the Levant, τ. 3ος, Λονδίνο 1820, σ. 312.   

13)  Μπορεί όμως να πρόκειται και για το γιό του Κωνσταντίνο.

14)  David Thomas Ansted, The Ionian Islands in the year 1863, Λονδίνο 1863, σσ. 410 – 411.

15)  Νομικός όρος που περιγράφει άγρια ζώα.
Άδεια Creative Commons
Αυτή η εργασία από το http://pampalaia.blogspot.com/ χορηγείται με άδειαCreative Commons Αναφορά προέλευσης - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 3.0 Μη εισαγόμενο .