Ανάμεσα στις παλιές
περιγραφές της Χώρας, της πόλης της Ζακύνθου, ξεχωρίζω μία. Δεν είναι εκτενής,
δίνει ελάχιστες πληροφορίες, ούτε είναι ίσως η περισσότερο εγκωμιαστική,
καταφέρνει όμως, νομίζω, να δώσει τη γενικότερη εντύπωση, τον αέρα που ανέδινε
η πόλη στον επισκέπτη. Είναι μια εντύπωση συχνά απατηλή, γιατί τις περισσότερες
ώρες της μέρας, και κάπου-κάπου της νύχτας, ο χαρακτηρισμός ‘μουρλόχωρα’ του
Τσακασιάνου είναι πιστότερος. Όμως ακόμα και στις μέρες μας, κάποια Κυριακάτικα
πρωινά, έξω από τους καλοκαιρινούς μήνες, φάτσα στον αγουροξυπνημένο ήλιο, η
Χώρα καταφέρνει να σε προσκαλέσει κλείνοντας σου το μάτι.
Η χαρισματική
Αμερικανίδα συγγραφέας Constance Fenimore Woolson, μικρανιψιά του James Fenimore Cooper, δημιουργού του
‘Τελευταίου των Μοϊκανών’, πέρασε από τη Ζάκυνθο στις αρχές του 1890 (1):
‘Στη
Ζάκυνθο, για κάποιο ανεξήγητο λόγο, όλοι οι κλασσικοί συνειρμοί έγιναν έξαφνα
καπνός: ο Όμηρος ξεθώριασε, ο Θεόκριτος τον ακολούθησε· ο Πλίνιος και ο Στράβων
εξαφανίστηκαν. Οι τελευταίες μας αναμνήσεις το ίδιο: ο Λόρδος Guildford και το πανεπιστήμιο του, ο Βύρωνας και οι Σουλιώτες, ο Napier και τα μουλάρια του – όλα αυτά μας εγκατέλειψαν. Είμαστε
πίσω στο παρόν· πρέπει να πάρουμε μερικά Ζακυνθινά λουλούδια και Ζακυνθινά
μπιχλιμπίδια· δεν σκεφτόμαστε άλλο από το να αποβιβαστούμε. Σπρώχνοντας ένα
πάγκο, με ημι-ασυναίσθητη βία, πάνω στον Έλληνα (2),
καταφέραμε να τον κάνουμε να μετακινηθεί λίγο, ώστε να μπορέσουμε να σηκωθούμε.
Μετά αποβιβαστήκαμε (αλλά όχι με καΐκι) και αρχίσαμε να τριγυρίζουμε στην
κίτρινη πόλη. Η Ζάκυνθος είναι το μέρος με την πιο πρόσχαρη εμφάνιση που έχω
δει ποτέ. Ο όρμος ρυτιδιάζει και αχνογελάει αυτάρεσκα· είναι τόσο χαριτωμένος
που το ξέρει, και γι αυτό αχνογελάει. Η πόλη, με τα χαρμόσυνα βαμμένα σπίτια
της, απλωμένη σε ένα επίπεδο ημικύκλιο στην άκρη του νερού, χαμογελάει, θα
’λεγε κανείς, από το ένα αυτί μέχρι το άλλο. Και αυτή η εύθυμη έκφραση
μεταφέρεται πάνω προς το λόφο, με γοητευτικούς κήπους, πορτοκαλεώνες, και
αμπέλια, στο Βενετικό κάστρο στην κορυφή, το οποίο, έτσι όπως το είδαμε στην
άπλετη λιακάδα, με τα πουλιά να πετάνε γύρω του, φαινόταν να πετάει το καπέλο
του στον αέρα μ’ ένα ζήτω.
ύμνησε ο
Πόε, παίρνοντας όμως αυτή τη φορά τις κυμβαλοκρουσίες του από ένα Ιταλικό
τραγούδι – "Zante, Zante, fior di Levante!"’
Μοναδική
παρατήρηση πως δεν άντεξε η συγγραφέας στον πειρασμό και δανείστηκε δύο στίχους
από το μεγάλο συμπατριώτη της (3). Η αντίρρηση μου δεν αφορά τόσο το γεγονός
ότι ο Πόε δεν επισκέφτηκε ποτέ τη Ζάκυνθο, όπως και κανένα άλλο μέρος της Ελλάδας,
όσο το ότι ο στόμφος των στίχων του δεν ταιριάζει τόσο με τη χαρούμενη
προσήνεια του τοπίου που η ίδια περιέγραψε. Θα ταίριαζαν ίσως καλύτερα, αν
ήθελε σώνει και καλά να κοτσάρει κάτι από ένα μεγάλο λογοτέχνη, τα λόγια του σύγχρονου
της Paul Bourget, που ούτε αυτός είχε ακόμα, αν δεν κάνω
λάθος, αντικρύσει τη Ζάκυνθο όταν τα έγραψε (4):
‘Ω Τζάντε, μακρινό
γλυκό λουλούδι του Λεβάντε!’
Μόνο που αυτά
ήταν, φευ, σε άλλη γλώσσα.
-----------------------------------------------------------------------
1) Constance Fenimore
Woolson, Mentone,Cairo,and
Corfu, Νέα Υόρκη 1896, σ. 348.
At Zante, for some unexplained
cause, the classic associations suddenly vanished: Homer faded, Theocritus
followed him; Pliny and Strabo disappeared. The later memories, too: Lord
Guildford and his university, Byron and his Suliotes, Napier and his mules--all
these left us. We were back in the present; we must have some Zante flowers and
Zante trinkets; we thought of nothing but going ashore. By pushing a bench,
with semi-unconscious violence, against the Greek, we succeeded in making him
move a little, so that we could rise. Then we landed (but not in a caique), and
went roaming through the yellow town. Zante is the most cheerful-looking place
I have ever seen. The bay ripples and smirks; it is so pretty that it knows it
is pretty, and it smirks accordingly. The town, stretching, with its gayly
tinted houses, round a level semicircle at the edge of the water, smiles, as
one may say, from ear to ear. And this joyful expression is carried up the
hill, by charming gardens, orange groves, and vineyards, to the Venetian fort
at the top, which, as we saw it in the brilliant sunshine, with the birds
flying about it, seemed to be throwing its cap into the sky with a huzza.
"O hyacinthine isle! O purple Zante!
Isola d'oro! Fior di Levante!"
sang Poe, borrowing his chimes
this time, however, from an Italian song--"Zante, Zante, fior di
Levante!"
2) Πρόκειται για έναν Έλληνα συνταξιδιώτη, ο
οποίος καθόταν υπερβολικά κοντά τους σε όλη σχεδόν τη διάρκεια του ταξιδιού.
3) Από το γνωστό σονέτο του Edgar Allan Poe, To Zante. Βλέπε και http://pampalaia.blogspot.co.uk/2011/05/blog-post.html
4) Το ποίημα του Paul Bourget, Zante, πρωτοδημοσιεύτηκε το 1876 στο Le Parnasse contemporain, όταν ο λογοτέχνης ήταν μόλις 24 χρονών.
ZANTE
« Zante
fior di levante. »
(Dicton
italien.)
Quand le vaisseau, bercé par la
mer caressante,
S’arrête aux bords heureux de la terre de Zante
Que les Italiens nomment « fleur du Levant »‚
Le voyageur vers lui voit voler cent nacelles,
Toutes pleines de fleurs humides et nouvelles
Dont l’âme errante flotte et parfume le vent.
On dirait des jardins balancés sur les lames,
Et ce sont des œillets plus rouges que les flammes,
D’autres blancs, délicats comme un beau teint d’enfant,
Et des roses de pourpre et des roses pâlies,
Et de grands lis royaux, dont les mélancolies
Gardent je ne sais quoi d’âpre et de triomphant.
S’arrête aux bords heureux de la terre de Zante
Que les Italiens nomment « fleur du Levant »‚
Le voyageur vers lui voit voler cent nacelles,
Toutes pleines de fleurs humides et nouvelles
Dont l’âme errante flotte et parfume le vent.
On dirait des jardins balancés sur les lames,
Et ce sont des œillets plus rouges que les flammes,
D’autres blancs, délicats comme un beau teint d’enfant,
Et des roses de pourpre et des roses pâlies,
Et de grands lis royaux, dont les mélancolies
Gardent je ne sais quoi d’âpre et de triomphant.
Et lorsque le vaisseau, parti pour
d’autres mondes,
Escalade les plis démesurés des ondes
Qui l’emportent au ciel brumeux de l’Occident,
Longtemps encor, malgré la vapeur, les cordages
Et les groupes bronzés des matelots sauvages,
Les fleurs de Zante en font un oasis flottant.
Moi-même, aux jours obscurs où mes tristes pensées
Évoquent la beauté des heures éclipsées,
Que de fois j’ai revu, — mirage décevant, —
Ton ciel clair, tes flots bleus semés de pierreries,
Et les riches bouquets tes barques fleuries,
O Zante, fleur lointaine et douce du Levant !
Escalade les plis démesurés des ondes
Qui l’emportent au ciel brumeux de l’Occident,
Longtemps encor, malgré la vapeur, les cordages
Et les groupes bronzés des matelots sauvages,
Les fleurs de Zante en font un oasis flottant.
Moi-même, aux jours obscurs où mes tristes pensées
Évoquent la beauté des heures éclipsées,
Que de fois j’ai revu, — mirage décevant, —
Ton ciel clair, tes flots bleus semés de pierreries,
Et les riches bouquets tes barques fleuries,
O Zante, fleur lointaine et douce du Levant !
Κάτι σαν νοσταλγία βλέπω! Ποιός και πότε στόρησε τον πανέμορφο αυτό πίνακα?
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ Γεώργιος Άβλιχος το 1879!
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο ίδιο θα ρωτούσα κι εγω.Χαίρομαι για την απάντηση που μου έδωσε την ευκαιρία να γνωρίσω έναν ζωγράφο και έναν πίνακα άγνωστο σε μένα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟσο για το κείμενο...πάντα θαυμάζω τις αναρτήσεις σου αγαπημένε μου ξενιτεμένε σπουργίτη,γιατί περιέχουν πληροφορίες που πρωτοσυναντώ εδώ μέσα,δοσμένες με μαεστρία
Νάσαι καλά!
Χαρά να δίνεις πάντα! Σ' ευχαριστώ.
ΑπάντησηΔιαγραφή