Η παραπάνω
φωτογραφία δημοσιεύτηκε στην Αθηναϊκή εφημερίδα ‘Τα Νέα’ στις 19 του περασμένου
Αυγούστου. Συνοδευόταν από ένα κείμενο του Φίλιππου Δ. Δρακονταειδή, στον οποίο
υποθέτω ανήκει η φωτογραφία αφού σε αυτήν απεικονίζεται η μητέρα του Νανά και
οι γονείς της. Το κείμενο ξεκινάει με τη φανταστική διήγηση μιας ημέρας στη ζωή
του κόντε Στέφανο Μεσσάλα, όπως τον λέει, του κόντε Μεσσαλά των Ζακυνθινών, το
18ο αιώνα. Συνεχίζεται, με υποθέτω λίγο-πολύ πραγματικά περιστατικά,
το 1928, όταν βγήκε αυτή η φωτογραφία. Πρόκειται για Τριβιζαίους, τους νέους
ιδιοκτήτες των χτημάτων του κόντε Μεσσαλά στον κάμπο κάτω από το Γαλάρο.
Βρήκα τη
φωτογραφία συναρπαστική, και ακόμα περισσότερο το κείμενο. Γιατί με το Φίλιππο
Δρακονταειδή μας ενώνει αίμα Τριβιζαίικο και η νοσταλγία για εκείνο το κομμάτι
του κάμπου που ακόμα λέγεται ‘του Μεσσαλά’. Η καρδιά ‘του Μεσσαλά’ είχε μείνει
σε χέρια Τριβιζαίικα και μετά την πώληση του από το θείο του κ. Δρακονταειδή. Η
μάνα μου γεννήθηκε τέσσερα χρόνια μετά τη φωτογραφία, Τριβιζοπούλα κι αυτή, η
μάνα της δασκάλα όπως της Νανάς. Η οικογένεια της κουβαλιόταν κάθε καλοκαίρι
από το χωριό ‘στου Μεσσαλά’. Έτσι ήταν και
για μένα ένας από τους μικρούς παραδείσους των παιδικών μου χρόνων, τη δεκαετία
του 1960 πια.
Τα δικά μου όρια ήταν
στενότερα – όχι ‘ανατολικά ώς
το λιθάρι του Μπάμπη τση Γάτας, δυτικά ώς την ιτιά την κλαίουσα του Κουκουνάρα,
νότια ώς την ταβέρνα του Καρμανιόλου, βόρεια ώς τις πέντε λεύκες του
Κουκουλομάτη, δηλαδή του Τεμπονέρα’ αλλά μοναχά από το στιβαρό φοίνικα στα νότια μέχρι το μεγάλο ευκάλυπτο
βόρεια και το ρεματάκι ανατολικά, αυτό που αν το ακολουθήσεις φτάνεις μέχρι τον
Άγιο Χαράλαμπο, στη Χώρα. Εκεί μου επιτρεπόταν να τριγυρίζω.
Παρά τη νοσταλγία
βρήκα κάτι που με ενόχλησε στο κείμενο, μία λέξη μοναχά, και με καίει τόσο που
με ανάγκασε να γράψω ετούτες τις γραμμές και να πλατύνω την ιστορία, να τη
φτάσω σχεδόν μέχρι το μεσαίωνα, να πάρει διαστάσεις τραγικές. Όχι, δεν πρόκειται
για μυθοπλασία, στοιχεία που έχουν πέσει στην αντίληψη μου θα παραθέσω μαζί με
τις σκέψεις και αμφιβολίες ενός αδιόρθωτα άπιστου Θωμά.
Έγραψε λοιπόν ο
κύριος Δρακονταειδής για την κυρία Μαίρη, τη δασκάλα, τη μάνα της μάνας του:
‘... το οικογενειακό της όνομα ήταν Μόζερα, γερμανικής
καταγωγής κατά τους ιστορικούς, το όνομα Μόζερ δεν έχει, ευτυχώς, καμία σχέση
με τα εβραϊκά Μόσες, Μόζες και άλλα τέτοια ...’
Και γιατί
ευτυχώς; Έστω και η υποψία αντισημιτισμού – δημοσιευμένη από μία από τις
μεγαλύτερες εφημερίδες της Ελλάδας (μα τι κάνουν επιτέλους οι συντάκτες τους;)
– όχι από κάποιον ηλίθιο αλλά από έναν άνθρωπο καλλιεργημένο και ταξιδεμένο,
μου έβρασε το αίμα. Η λέξη ‘ευτυχώς’ με στενοχώρησε, και παρά τα όσα μας
ενώνουν με τον κύριο Δρακονταειδή, μας χώρισε. Χωρίς να έχουμε ποτέ συναντηθεί
– ευτυχώς μάλλον. Μη φοβάστε αγαπητοί αναγνώστες, δεν θα σας κάνω διάλεξη περί
ρατσισμού. Την αληθινή καταγωγή των Μοζεραίων – και όχι μόνο – θα φανερώσω, για
όσους δεν την γνωρίζουν ήδη, επειδή οι μύθοι περί καταγωγής τρέφουν το
ρατσισμό. Και επειδή η ιστορία των οικογενειών είναι Ιστορία της Ζακύνθου, της
Ελλάδας και πάει λέγοντας. Ας πιάσουμε λοιπόν τα πράγματα ένα-ένα, πάμε πίσω
στον κόντε Μεσσαλά.
Αν πιστέψει
κανείς αυτά που γράφει ο Ευγένιος Ρίζος-Ραγκαβής και ο Λεωνίδας Ζώης για την
οικογένεια Μεσσαλά τότε πρόκειται για έναν ‘Εκ των αρχαιοτέρων και επισημοτέρων οίκων της Ρώμης, επί της εποχής των
Ταρκυνίου και Τιβερίου’.
Από τη Ρώμη, άγνωστο πως και γιατί, η οικογένεια μετανάστεψε στην
Κωνσταντινούπολη και μετά την πτώση της το 1453 βρέθηκε στο χωριό Κουτήφαρι της
Μάνης. Από κει δε στη Ζάκυνθο, όπου η ευγένεια της καταγωγής τους δεν μπορούσε,
υποτίθεται, παρά να αναδυθεί και πάλι.
Ο κατάλογος
αποδείξεων της Ρωμαϊκής προέλευσης της οικογένειας είναι κάπως περιορισμένος.
Δηλαδή, για να κυριολεκτούμε, η ένδοξη και αρχαία τους καταγωγή στηρίζεται μόνο
στην ομοιότητα του ονόματος τους με αυτό της Ρωμαϊκής οικογένειας Messala. Ούτε εγώ όμως διαθέτω το παραμικρό
στοιχείο που να διαψεύδει όσα ισχυριζόταν η ευγένεια τους. Και στο κάτω-κάτω
της γραφής όταν δέκα εκατομμύρια Έλληνες και δύο εκατομμύρια Σκοπιανοί
πιστεύουν ότι είναι απόγονοι του Μεγαλέξαντρου, του οποίου ο μοναχογιός
δολοφονήθηκε σε παιδική ηλικία, η ματαιοδοξία μιας φαμελιάς με πείραξε;
Επειδή είμαι,
όπως είπα, άπιστος Θωμάς, αναρωτιέμαι απλά μήπως το Μεσσαλάς δεν προέρχεται από
το Messala αλλά από το μεσάλι
ή την μεσσάλα (εκ του λατινικού mensale κατά τον Κριαρά), δηλαδή το μεσαιωνικό τραπεζομάντηλο. Με άλλα λόγια μήπως
το Μεσσαλάς σημαίνει Τραπεζομαντηλάς, κατά το Τσουκαλάς ή το Αμπελάς – ή, μάλλον,
για να χρησιμοποιήσω δύο γνωστά επώνυμα από το Κουτήφαρι, όπως το Δοξαράς και το
Γεννηματάς. Αν τα πράγματα είναι έτσι, τότε ο πιο ένδοξος πρόγονος τους είναι
κάποιος Ζακυνθινός ονόματι Γεώργιος Μεσσαλάς, απόγονος ανυφαντρών της Μάνης,
λοχίας του Τσέρνιδου (Πολιτοφυλακής), που πριν από καμιά τριακοσαριά χρόνια
προήχθη σε λοχαγό και πήρε ‘τίτλο ευγενείας’. Θου, Κύριε, φυλακήν τω στόματι
μου, οι άνθρωποι είναι Ρωμαίοι πατρίκιοι, το έγραψε ο Ζώης, τε-λεί-ω-σε!
‘Αυτή είναι η οικογένεια
Τριβιζά, ιταλικής καταγωγής κατά τους ιστορικούς, από την πόλη Τρεβίζο, κάποιοι
υποστήριξαν πως το όνομα προέρχεται από τους Τρεβιζάν, δόγηδες της Βενετίας.’
Έτσι έγραψε ο κ. Δρακονταειδής. Ναι, έτσι είναι, μόνο που οι Τριβιζαίοι
είναι η ακριβώς αντίθετη περίπτωση. Παρά το ελληνοφανές του ονόματος τους –
ιδιαίτερα όταν γράφεται Τριβυζάς – η απώτερη καταγωγή της οικογένειας φαίνεται
πως είναι ο μυχός της Αδριατικής. Το
όνομα πάντα απαντιέται σε περιοχές και εποχές συνυφασμένες με τη Βενετική
κυριαρχία από το 13ο αιώνα και μετά. Στους πρώτους αιώνες σαν Trevisan, Tervisan, Trivisan, Trivisano, ενώ από το 1500 και
μετά κάνει δειλά την εμφάνιση του το Τριβιζάς. Μετά το 1600 το ελληνοποιημένο
όνομα έχει πλέον γίνει κανόνας. Κάποιοι από αυτούς αναφέρονται σαν νόμπιλοι ενώ
είναι βέβαιο, λόγω επαγγέλματος, πως κάποιοι άλλοι δεν λογαριάζονταν σαν
ευγενείς.
Το πότε, το γιατί και από που ήρθαν στη Ζάκυνθο οι Τριβιζαίοι του
Γαλάρου δεν είναι γνωστό. Δεν μπορούμε έτσι να γνωρίζουμε αν είχαν σχέση,
οσοδήποτε μακρινή, με την παλιά και ευάριθμη φάρα των Trevisan ή Trivisan του Δόγη Marcantonio. Αν είναι δηλαδή, έστω
και τραβηγμένη από τα μαλλιά, ‘φαμίλια ντουκάλε’ όπως θα έλεγε ο Ρώμας. Σημασία
δεν έχει, αφού οι άνθρωποι αυτοί ποτέ δεν παινεύτηκαν για τέτοιες σχέσεις, ποτέ
δεν χρησιμοποίησαν οικόσημο. Ήταν πάντα
υπερήφανοι για την οικογένεια τους χωρίς ανάγκη από τέτοια φτιασίδια.
Όταν ήμουν παιδί καμιά φορά αναρωτιόμουνα γιατί όλοι αναφέρονταν πάντα σε
έναν συγκεκριμένο συγγενή με το επώνυμο του μοναχά. Δεν ρώτησα ποτέ ούτε ποιό
ήταν το μικρό του όνομα ούτε γιατί δεν το χρησιμοποιούσαν. Το συνήθισα. Το λόγο
τον έμαθα πριν μερικά χρόνια, όταν έτυχε να είμαι στη Ζάκυνθο και πήγα στην
κηδεία του: ήταν περίπου την εποχή της φωτογραφίας όταν ένας από τους
Τριβιζαίους, ο πατέρας του, κατάφερε επιτέλους, μετά από πολλές προσπάθειες, να
αποχτήσει ένα γιό. Περιχαρής και περήφανος τον βάφτισε Τριβιζά, έτσι που να
έχει το ίδιο όνομα και επώνυμο και να μην είναι τίποτα άλλο εκτός από Τριβιζάς.
Στρατιώτες, έφιπποι και
οπλισμένοι με δόρατα ως συνήθως, έξω από τα τείχη της Αμμοχώστου. Λεπτομέρεια
από σχέδιο του Simon Pinargenti, 1573.
Για την οικογένεια Μόζερα γνωρίζουμε, τώρα πλέον, περισσότερα πράγματα.
Δεν είναι ίσως αρκετά για να ετυμολογήσουμε το όνομα, αλλά είναι νομίζω αρκετά
για να πούμε πως προέλευση από τη Γερμανία είναι απίθανη. Πιο πιθανό είναι το
όνομα να έχει σχέση με το Μούσουρας (ή Μόσουρας ή Μούσχουρας, δηλαδή Μοσχάρης
στα Αρβανίτικα) παρά με το Μόζερ. Ας εξηγήσω όμως το γιατί.
Στο άρθρο της ‘ Έργα
και ημέρες του Νικόλαου Μώζερα [16ος αι.]’ στην Κυπριακή εφημερίδα
‘Πολίτης’ το Σεπτέμβριο του 2014, η Νάσα Παταπίου, ιστορικός και ερευνήτρια των
Βενετικών αρχείων, έγραψε:
‘Στις 12
Μαρτίου του 1575, η βενετική Γερουσία μετά από σύσκεψή της είχε εξετάσει και
πήρε αποφάσεις για διάφορα αιτήματα κάποιων υπηκόων της. Μεταξύ αυτών των
αιτημάτων είχε εξεταστεί και ένα αίτημα το οποίο είχε υποβληθεί από έναν
υπερασπιστή της Λευκωσίας το 1570, κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της από τους
Οθωμανούς. Επρόκειτο για τον stradioto Νικόλαο Μώζερα με καταγωγή από την Πελοπόννησο. Το
περιεχόμενο του αιτήματός του ξεδιπλώνει τη δική του ιστορία, αλλά και αυτή της
οικογένειάς του.
Ο Νικόλαος Μώζερας καταγόταν από μια μεγάλη οικογένεια Ελληνοαλβανών που υπηρετούσαν γενεές γενεών στα βενετικά στρατιωτικά σώματα του ελαφρού ιππικού, γι’ αυτό και ο ίδιος σημειώνει στο αίτημά του ότι ακολούθησε το παράδειγμα των προγόνων του και εντάχθηκε σ’ αυτά. Ήταν γιος του αείμνηστου Γκιώνη Μώσερα από το Ναύπλιο (Napoli di Romania) και είχε εγκατασταθεί στην Κύπρο μαζί με τους αδελφούς του για να υπηρετήσει στο ελαφρύ ιππικό. Δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς είχε εγκατασταθεί στην Κύπρο, γιατί ο ίδιος δεν μνημονεύει κάτι σχετικό στο αίτημά του, αλλά φαίνεται να είχε έρθει αρκετά πριν γιατί στη μεγαλόνησο είχε ήδη και δική του οικογένεια. Ο Νικόλαος εντάχθηκε στον λόχο του ιππότη Παλαιολόγου και υπερασπίστηκε τη Λευκωσία. Ο αδελφός του Μαρτίνος υπηρέτησε στον λόχο του διοικητή Ανδρέα Ροντάκη και ο αδελφός του Κόντος στον λόχο του Κόντου Ροντάκη και υπερασπίστηκαν και οι δύο την Αμμόχωστο κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της από τους Οθωμανούς.’
Ο Νικόλαος Μώζερας καταγόταν από μια μεγάλη οικογένεια Ελληνοαλβανών που υπηρετούσαν γενεές γενεών στα βενετικά στρατιωτικά σώματα του ελαφρού ιππικού, γι’ αυτό και ο ίδιος σημειώνει στο αίτημά του ότι ακολούθησε το παράδειγμα των προγόνων του και εντάχθηκε σ’ αυτά. Ήταν γιος του αείμνηστου Γκιώνη Μώσερα από το Ναύπλιο (Napoli di Romania) και είχε εγκατασταθεί στην Κύπρο μαζί με τους αδελφούς του για να υπηρετήσει στο ελαφρύ ιππικό. Δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς είχε εγκατασταθεί στην Κύπρο, γιατί ο ίδιος δεν μνημονεύει κάτι σχετικό στο αίτημά του, αλλά φαίνεται να είχε έρθει αρκετά πριν γιατί στη μεγαλόνησο είχε ήδη και δική του οικογένεια. Ο Νικόλαος εντάχθηκε στον λόχο του ιππότη Παλαιολόγου και υπερασπίστηκε τη Λευκωσία. Ο αδελφός του Μαρτίνος υπηρέτησε στον λόχο του διοικητή Ανδρέα Ροντάκη και ο αδελφός του Κόντος στον λόχο του Κόντου Ροντάκη και υπερασπίστηκαν και οι δύο την Αμμόχωστο κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της από τους Οθωμανούς.’
Αυτή είναι η καταγωγή των Μοζεραίων. Αρβανίτες της Αργολίδας, που με την
παραχώρηση του Ναυπλίου στους Τούρκους το 1540 επέλεξαν τον εκπατρισμό. Κάποιοι
από αυτούς, αν όχι όλοι, εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο. Ίσως μερικοί να πήγαν και
στην Κρήτη, γιατί ο Ζώης γράφει πως στη Ζάκυνθο ήρθαν από εκεί και ότι βρίσκονταν
πια στη Ζάκυνθο το 1589. Είναι χαρακτηριστικό πάντως ότι ήρθαν μετά την κατάκτηση της Κύπρου από
τους Οθωμανούς.
Ο Νικόλαος Μόζερας πήρε μέρος σε μάχες και στις 9 Σετεμβρίου 1570, ημέρα
άλωσης της Λευκωσίας, τραυματισμένος από Τουρκικά βέλη, αιχμαλωτίστηκε. Επίσης
αιχμαλωτίστηκαν η γυναίκα του και οι τρεις μικροί γιοί του. Ο ίδιος ρίχτηκε στα
Τουρκικά κάτεργα από όπου απελευθερώθηκε, μαζί με χιλιάδες άλλους Χριστιανούς
κωπηλάτες, κατά τη διάρκεια της Ναυμαχίας της Ναυπάκτου τον επόμενο χρόνο και του
δόθηκε η ευκαιρία να πολεμήσει, πάραυτα, εναντίον των δυναστών του. Στο μεταξύ
όμως είχαν αιχμαλωτιστεί στην Αμμόχωστο η μητέρα του, οι αδελφοί του και άλλοι
συγγενείς. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε και πολέμησε στη Δαλματία, ώσπου διορίστηκε
στη Στρατεία (σώμα των Στρατιωτών) της Κεφαλονιάς. Δεν είναι γνωστό πόσοι από
τους συγγενείς του έγινε δυνατό να απελευθερωθούν.
Πέρα από τον ηρωισμό και τις θυσίες του Νικόλαου Μόζερα δεν μπορούμε να
παραλείψουμε ότι πήρε μέρος και σε ένα φριχτό έγκλημα. Στα μάτια τα δικά του,
των συμπολεμιστών του και της Βενετικής εξουσίας δεν ήταν τέτοιο. Εμείς όμως δεν
μπορούμε να το χαρακτηρίσουμε διαφορετικά. Λεπτομέρειες για το περιστατικό
δίνει πάλι η Νάσα Παταπίου, σε άλλο άρθρο της στην ίδια εφημερίδα το Φεβρουάριο
του 2014.
Λίγες μέρες μετά την αρχική Οθωμανική απόβαση, στις 4 Ιουλίου του 1570,
οι πρωτόγεροι των Λευκάρων σύναψαν
συνθήκη με τους εισβολείς για να γλυτώσουν το χωριό τους. Αυτό θεωρήθηκε
προδοσία από το Βενετό τοποτηρητή Nicolo Dandolo, που διέταξε
την παραδειγματική τιμωρία των Λευκαριτών. Πριν ξημερώσει η 9η
Ιουλίου 100 Στρατιώτες και 600 τσέρνιδοι από τη Λευκωσία εισέβαλαν
αιφνιδιαστικά στα Λεύκαρα. Ένας από τους Στρατιώτες ήταν ο Νικόλαος Μόζερας. Έσφαξαν
όσους άντρες βρήκαν, τετρακόσιους τον αριθμό, εκκένωσαν το χωριό από τα
γυναικόπαιδα και το έκαψαν.
Επικεφαλής του αποσπάσματος των σφαγέων ήταν ο Δημήτριος Λάσκαρης
Μεγαδούκας, ένας από τους καπετάνιους της Στρατείας. Ήταν δισέγγονος του Ισαάκιου
Λάσκαρη Παρασπόνδυλου, Πρωτοστράτορα του Μοριά τον προηγούμενο αιώνα, που είχε
πάρει μέρος στον πόλεμο της Φερράρα. Παππούς του ήταν ο Δημήτριος Λάσκαρης
Μεγαδούκας, που δοξάστηκε και αυτός στην Ιταλία, είχε χτήματα στη Ζάκυνθο και
ήταν για χρόνια Governator της Κυπριακής
Στρατείας . Ο πατέρας του Αλέξανδρος, που είχε πια πεθάνει, είχε και αυτός
χρηματίσει διοικητής της Στρατείας.
Ο Δημήτριος έπεσε λίγο αργότερα πολεμώντας στη Λευκωσία, όπως επίσης οι
αδελφοί του Ιωάννης και Φίλιππος, καπεταναίοι και αυτοί. Η μητέρα του, η Κύπρια
Ιωάννα Συγκλητικού, ο μικρός αδελφός του Ευγένιος και οι αδελφές του
αιχμαλωτίστηκαν. Έξι αδελφές λέει η Παταπίου, τρεις λέει ο Χιώτης, η Ελένη, η
Θεοδώρα και η Λασκαρίνα. Η Ιωάννα και ο Ευγένιος εξαγοράστηκαν, και είναι αυτός
ο Ευγένιος που βρέθηκε διάδικος στη Βενετία με το Θεοδόση από τις Βολίμες για
ζητήματα περιουσιακά το 1575. Δολοφονήθηκε στη Ζάκυνθο στα 1612. Είκοσι δύο
χρόνια μετά την αιχμαλωσία τους οι αδελφές του φαίνεται πως ήταν ακόμα σκλάβες.
Ένας άλλος καπετάνιος που πήρε μέρος στη σφαγή των Λευκάρων ήταν ο Θωμάς
Μπλέσσας. Μπλέσσας ή Πλέσσας λέει η Νάσα Παταπίου, επηρεασμένη μάλλον από τον
Κωνσταντίνο Σάθα, που δεν έβλεπε διαφορά ανάμεσα στα δύο ονόματα. Επειδή οι
Πλεσσαίοι είναι σόι πολυάριθμο της Ζακύνθου – τυχαίνει μάλιστα να είμαι κι εγώ
Πλέσσας εκτός από Τριβιζάς – να ξεκαθαρίσουμε ότι οι Μπλεσσαίοι δεν έχουν σχέση
με τη Ζάκυνθο και αποτελούν χωριστό κλάδο εδώ και αιώνες.
Το 15ο αιώνα οι Πλεσσαίοι ήταν εγκατεστημένοι κυρίως στη
δυτική Πελοπόννησο, στην Ωλένη, και μετακινήθηκαν στη Ζάκυνθο και την
Κεφαλονιά στις αρχές του 16ου, μετά την πτώση της Μεθώνης και την
παράδοση της Κορώνης. Πρώτη αναφορά στη Ζάκυνθο το 1514. Κάποιοι από αυτούς
είχαν βρει απασχόληση σαν Στρατιώτες την ίδια εποχή στην Ιταλία, όπως ένας
Τζώρτζης Πλέσσας, με τρία άλογα, το 1512.
Οι Μπλεσσαίοι φαίνεται πως είχαν εγκατασταθεί κυρίως στην Αργολίδα, από
όπου ο Γκίνης Μπλέσσας ηγήθηκε μιας μεγάλης ομάδας Στρατιωτών που έφυγαν για
τον πόλεμο της Φερράρα το 1482. Μπλεσσαίοι είχαν συμμετάσχει και στην άμυνα της
Μεθώνης αλλά ο Θωμάς ήταν πιθανότατα Ναυπλιώτης, όπως οι περισσότεροι
Στρατιώτες στην Κύπρο. Η τύχη του εκεί ήταν παρόμοια με του Μόζερα και πολλών
άλλων. Τραυματίστηκε στη Λευκωσία αλλά κατάφερε να αποφύγει την αιχμαλωσία
διαφεύγοντας στην Αμμόχωστο. Πολέμησε και εκεί και, όταν παραδόθηκε η
καστρόπολη, αιχμαλωτίστηκε και έμεινε σκλάβος τρία χρόνια μέχρι να εξαγοραστεί.
Κάποιος Θωμάς Πλέσσας αναφέρεται από τον
Αγαθάγγελο Ξηρουχάκη να είναι καπετάνιος Στρατιωτών στην Κέρκυρα το 1584. Ίσως
είναι ο ίδιος ίσως όχι.
Οι Μπλεσσαίοι εγκαταστάθηκαν στη Κεφαλονιά, λίγοι από αυτούς πριν το
1567. Στον Στέφανο Μπλέσσα δόθηκε φέουδο το 17ο αιώνα. Ο ένας από
τους γιούς του μάλιστα ονομαζόταν Θωμάς. Κανένας Μπλέσσας δεν εγκαταστάθηκε
ποτέ στη Ζάκυνθο. Σήμερα μία πυραυλάκατος του Πολεμικού Ναυτικού φέρει το όνομα
Μπλέσσας προς τιμήν του αείμνηστου Πλωτάρχη Γεωργίου Μπλέσσα, κυβερνήτη του
αντιτορπιλικού Βασίλισσα Όλγα στο Δεύτερο Παγκόσμιο. Όχι μόνο διακριτός κλάδος οι Μπλεσσαίοι αλλά
και πιο διακεκριμένος. Κανείς από τους πολυάριθμους Πλεσσαίους δεν πήρε ‘τίτλο
ευγενείας’. Και δεν έδωσαν το όνομα τους ούτε σε σωσίβιο. Ούτε οι μεν όμως ούτε
οι δε έχουν σχέση με τον περίφημο Μανώλη Μπλέσση, που οι μπαρτζολέτες των
κατορθωμάτων του τραγουδήθηκαν στη Βενετία το δεύτερο μισό του 16ου
αιώνα. Κι αυτό γιατί, όπως φαίνεται, ο Μπλέσσης ήταν τόσο μυθικός όσο και τα
κατορθώματα του.
Όποιος άντεξε να διαβάσει μέχρι εδώ μπορεί τώρα να ρωτήσει γιατί σας
τάραξα στη γενεαλογία και στις ασήμαντες ιστορικές λεπτομέρειες. Γιατί, με
αφορμή μια παλιά φωτογραφία, σας έφτασα ως τους θαλάμους του Ορφικού Άδη, να
αφουγκραστείτε αντίλαλους ξεχασμένων οδυρμών. Υπάρχει λόγος; Μια στιγμή να
φορέσω το απόλυτα κηδεμονευτικό μου ύφος και θα σας πω.
Ήθελα να δείξω πως, στη μεγάλη μας πλειοψηφία, άλλος λιγότερο άλλος
περισσότερο, είμαστε απόγονοι προσφύγων και περιπλανώμενων. Γι αυτό δεν μας
ταιριάζει η καταφρόνια για άλλους πλάνητες και κατατρεγμένους, όπως οι Εβραίοι,
ή για τους απογόνους τους. Είναι ύβρις προς τους προγόνους μας. Και, επειδή
εκεί που βρίσκονται αυτοί δεν τους πιάνει τίποτα, είναι τελικά φτυσιά στα
μούτρα μας. Τόσο η δόξα όσο και η ατίμωση μπορεί να αγκαλιάσουν όλους τους
θνητούς και μερικές φορές πάνε αντάμα, ακριβώς όπως έγινε με το Νικόλαο Μόζερα.
Πριν από 448 χρόνια ένας Μεγαδούκας εξόντωσε, τζάμπα και βερεσέ όπως
αποδείχτηκε τελικά, 400 Χριστιανούς συμπατριώτες του. Σε ένα απίστευτο σκέρτσο
της Ιστορίας, 374 χρόνια αργότερα ένας
απόγονος των Μεγαδουκαίων, ο δήμαρχος Ζακύνθου Λουκάς Καρρέρ, έβαλε το κεφάλι
του στο ντορβά για να γλυτώσει από την εξόντωση 275 Εβραίους συμπατριώτες του.
Δεν είναι η καταγωγή που μετράει, είναι ο συγκεκριμένος άνθρωπος. Το έγκλημα
του Δημήτριου Μεγαδούκα δεν βαραίνει κανέναν άλλο εκτός από τον ίδιο, ακριβώς
όπως το Ολοκαύτωμα και όλα τα άλλα φοβερά εγλήματα του Ναζισμού δεν βαραίνουν
τους σημερινούς Γερμανούς. Αντίθετα, το παράδειγμα του Λουκά Καρρέρ αποθέτει στο
διηνεκές βαριά ευθύνη πράξεων, λόγων και συναισθημάτων στους ώμους όχι μόνο των
Καρρέρηδων αλλά και όλων των συμπατριωτών του, όπου γης, τουλάχιστον όσων θέλουν
να αισθάνονται υπερηφάνεια για την πράξη του. Είναι ακριβώς αυτή η ευθύνη που
με οδήγησε, με πειθανάγκασε σχεδόν, να γράψω τα παραπάνω. Αυτά...
Δυστυχώς έχω προβλήματα με το λογαριασμό μου και δεν μου δίνει τη συνατότητα να απαντήσω σε σχόλια. Αν θέλετε απάντηση γράψτε μου στο pampalaea@gmail.com
15/03/18 Ευχαριστώ τους σχολιαστές για το καλωσόρισμα! Επειδή με κάνανε να επισκεφτώ πάλι την ανάρτηση βρήκα και ένα λάθος μου. Η Ωλένη είναι στη δυτική Πελοπόννησο, στην Ηλεία. Διορθώθηκε.
Δυστυχώς έχω προβλήματα με το λογαριασμό μου και δεν μου δίνει τη συνατότητα να απαντήσω σε σχόλια. Αν θέλετε απάντηση γράψτε μου στο pampalaea@gmail.com
15/03/18 Ευχαριστώ τους σχολιαστές για το καλωσόρισμα! Επειδή με κάνανε να επισκεφτώ πάλι την ανάρτηση βρήκα και ένα λάθος μου. Η Ωλένη είναι στη δυτική Πελοπόννησο, στην Ηλεία. Διορθώθηκε.