Αν και είμαι
γέννημα-θρέμμα Χωραΐτης, παιδί της Φανερωμένης και του Άμμου, ένα μεγάλο μέρος
της προσχολικής μου ηλικίας το πέρασα στο χωριό του πατέρα μου, το Σκουληκάδο.
Εκεί ήταν δάσκαλοι ο πατέρας μου και η μάνα μου – στο παλιό διθέσιο Δημοτικό
Σχολείο, χαμηλά, κάτω από το κυρίως χωριό, σε μια τοποθεσία που λέγεται
Μερτούλα. Πίσω ακριβώς από το σχολείο ήταν πριν τους σεισμούς το πατρογονικό
μας σπίτι, ένα μεγάλο διώροφο, που το μοιράζονταν οι προηγούμενες γενιές της οικογένειας
με άλλους συγγενείς. Από αυτό το σπίτι εγώ γνώρισα μόνο την εξωτερική σκάλα,
αυτή μοναχά στεκόταν ακόμα. Στο κεφαλόσκαλο της με είχε ‘τρουποκεφαλιάσει’
άθελα του με μια πέτρα, ακριβώς πάνω από το μάτι, ένας ξάδερφος μου.
Μέναμε καμιά δεκαπενταριά
μέτρα από τα ερείπια, σε ένα φτωχικό σπιτάκι χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα – άλλωστε
στη δεκαετία του ’60 δεν υπήρχε τέτοιο πράγμα στα χωριά – και πηγαίναμε στη
Χώρα κάθε Σάββατο, μετά το σχόλασμα. Το σπιτάκι είχε ένα μακρόστενο κήπο, κάπου
ενενήντα μέτρα μήκος, και στην άλλη άκρη, ανάμεσα σε βάτα και καλάμια, έτρεχε
ένα ρυάκι – εποχικό ρέμα που στέρευε το καλοκαίρι, αφήνοντας ίσως κάποια
λασπόνερα στα βαθύτερα και σκιερότερα σημεία. Εκεί, κοντά σε μια συστάδα
κυπαρισσιών που δεν υπάρχει πια, έπαιζα συχνά παρατηρώντας τους γυρίνους, τους
σκαντζόχοιρους και όποια άλλα ζωντανά έφερνε η έλξη του νερού και της άγριας βλάστησης.
Το γνώριζα απλά
σαν ‘ποτάμι’, κατά τη συνήθεια που έχουνε οι Ζακυνθινοί να λένε ποτάμι
κάθε νεροσυρμή, ρυάκι ή χείμαρρο
μεγαλύτερο από τράφο. Κι όμως έχει όνομα, κατά πως πρέπει σε ένα ποτάμι, όπως
έμαθα σχετικά πρόσφατα από τον πατέρα μου – το λένε Γαβρίλη. Και σαν ποτάμι
φιλοδοξεί να φτάσει στη θάλασσα. Φαίνεται να ξεκινάει λοιπόν από τα υψώματα του
Δράκα και προσπερνώντας το Σκουληκάδο στρίβει βόρεια, κατά το Κούκεσι. Ανοίγω
παρένθεση για να ζητήσω συγγνώμη επειδή στο χάρτη του Google το κακόμοιρο το Κούκεσι αναφέρεται
με το φασιστικής έμπνευσης και επιβολής ‘Καλλιθέα’ – άλλη μία από τις πολλές
πομπές της σημερινής Ζακύνθου, αφού, ξεκάρφωτο και ξένο, παραμένει ακόμα και
σήμερα το επίσημο όνομα του χωριού. Κοντά
στο Κούκεσι ο Γαβρίλης, μεταμφιεσμένος πια σε χαντάκι, χύνεται, ή μεταμορφώνεται
σιγά-σιγά, στο ποτάμι των Αλυκών και, περνώντας κάτω από το γεφύρι που είναι
γνωστό σαν Πεντακάμαρο, φτάνει στη θάλασσα.
Αλυκές, Πεντακάμαρο, Charles Wyllie, 1892
Στην απέναντι όχθη
του δεν πέρναγα ποτέ, ακόμα και όταν το νερό ήταν λιγοστό, γιατί μου ήταν
σύνορο απαγορευμένο. Από την άλλη μεριά ήταν ‘του Πασπαλά’, στην παιδική μου
φαντασία κάτι σαν χώρα ξένη, μυστηριώδης και τρομαχτική. Τα σκοτεινά βράδια,
πριν με πάρει ο ύπνος στο δωμάτιο που φωτιζότανε αμυδρά από το καντήλι μπρος
στο εικόνισμα, αφουγκραζόμουνα το αλύχτισμα των σκυλιών από κείθενες, από του
Πασπαλά, και με έσφιγγε ο φόβος. Ίσως να
μην έφταιγε μόνο η ηλικία μου, μπορεί να έφταιγε και ο Γαβρίλης, γιατί, παρόλο
που δεν το ήξερα τότε, ήταν στοιχειωμένος. Όχι από πνεύματα πονηρά, σαν αυτά
του Βροντόνερου, αλλά από αρχαίες νύμφες των νερών που στα νεότερα χρόνια τις
λέμε νεράιδες. Μόνο που λίγοι τις βλέπουνε ή τις ακούνε, και γίνονται όλο και
πιο σπάνιοι από γενιά σε γενιά – οι αλαφροΐσκιωτοι είναι είδος ανθρώπου υπό
εξαφάνιση.
Τέτοια
αλαφροΐσκιωτη ήταν η Κατερίνα, η προνόνα μου. Ήταν νύφη από την αντίπερα όχθη του Γαβρίλη, από
το Πασπαλαίικο. Όταν έμενε ο πατέρας μου στο χωριό, μικρό παιδί κι αυτός λίγο
πριν τον πόλεμο, η νόνα του η Κατερίνα αφουγκραζότανε τα βράδια τις νεράιδες
που είχανε στήσει χορό στο ποτάμι με πίπιζες και ταμπούρλα, τα γνωστά στο
Τζάντε ταμπουρλονιάκαρα. ‘Τσι ακούς Πίπη μου; Τσι ακούς;’ ρώταγε το μικρό
Σπύρο. Άνοιγε πολλές φορές το παράθυρο και τους έπιανε την κουβέντα. Μη σας
περάσει από το μυαλό πως έπασχε από γεροντική άνοια, πως τα ’χε χαϊμένα. Δεν είχε
πατήσει ακόμα τα εξήντα. Ούτε για μουρλή την είχανε στο χωριό. Το αντίθετο
μάλιστα, τα πιστεύανε αυτά που έλεγε για τους νεραϊδοχορούς. Ο προνόνος μου ο
Στάθης, άνθρωπος σοβαρός με πελώρια μουστάκια, τη σιγοντάριζε κιόλας. Είχε δει
με τα μάτια του ένα βράδυ, σύμφωνα με τα λεγόμενα του, ένα μεγάλο μαύρο σκύλο, που
έσερνε μια μακριά αλυσίδα, να πηδάει από πάνω από μια μεγάλη συκιά και να χάνεται
στο Γαβρίλη. Έτσι αφήνανε τις νεράιδες ήσυχες και ζήσανε αυτές καλά και μείς
καλύτερα, αν εξαιρέσουμε τους πολέμους και τους σεισμούς.
Ποιός όμως
κουβεντιάζει τώρα πια με τις νεράιδες; Ποιός αφουγκράζεται τις Άρπυιες των
Στροφάδων, τις Νηρηίδες του γιαλού, την τοξότρια πατρώα θεά στους λόγγους του Σκοπού
και του Βραχιώνα; Χωρίς αλαφροΐσκιωτους, να μας θυμίζουνε πως τα στοιχεία είναι
στοιχειά, τι απόγινε το δέος μπροστά στις πηγές της ζωής; Τίποτα πια δεν
αποθαρρύνει τους άνομους και τους βέβηλους με το μαζούτ, τις μπουλντόζες, τα
μπάζα, τα σκουπίδια, τα φαρμάκια, τις καραμπίνες. Οι νεράιδες, ονειρεμένες πρέσβειρες
της ομορφιάς της ζωής, δεν ανέχονται ούτε το θανατικό ούτε την ασχήμια. Παίρνουνε
των ομματιών τους και φεύγουνε. Πόσες φορές έχουμε διαβάσει στις πλαγιές,
γραμμένο με στάχτη και μπούρμπερη, ‘Οι νεράιδες δεν μένουν πια εδώ’;
Λένε πως οι
νεράιδες παίρνουν των ανθρώπων τη μιλιά. Συκοφαντίες! Δεν την παίρνουνε από
κανένα γνωστικό που τις αφήνει στους χορούς τους. Τη φωνή τους οι γνωστικοί τη
χάνουνε από τους κερδοθήρες, τους λαθροθήρες και τους ψηφοθήρες ακόμα – και
είναι και η μουγγαμάρα των γνωστικών, όλων αυτών που δεν τα βάνουν με τη φύση,
που αποδιώχνει τα ξωτικά. Καιρός να ξεμουγγαθούμε γιατί μιας και φύγουνε
δύσκολα ξανάρχονται.