Σάββατο 29 Μαρτίου 2014

Αμάχες και οχτρίες στη Ζάκυνθο




Όσες ευλογίες έχει απολαύσει η Ζάκυνθος στην ιστορική της διαδρομή άλλες τόσες κατάρες της έχουν επιφυλαχτεί: σεισμοί, πόλεμοι, πειρατεία, επιδημίες, διαφθορά και κοινωνικές αδικίες. Η κατάρα όμως που έχει, ίσως, κοστίσει περισσότερες ζωές από όλες τις άλλες μαζί, και έχει στο διάβα του χρόνου προκαλέσει φριχτά βάσανα και ανείπωτο πόνο, παραμένει πρόχειρη υποσημείωση και συχνά αγνοείται τελείως. Είναι μάλλον αναμενόμενο να ντρέπεται κανείς να ασχοληθεί με κάτι που, εκ πρώτης όψεως, δεν φαίνεται να μας επιβλήθηκε από τη φύση, τους ξένους ή την κακή μας τύχη και μόνο. Ίσως πάλι πολλοί, και μιλάω πάντα για Ζακυνθινούς περασμένων εποχών, συνηθισμένοι από γεννησιμιού τους σε αυτή την κατάσταση, τη θεωρούσαν κάτι σαν φυσικό και ανεξάλειπτο κακό. Κάτι που μπορούσε να υπερνικηθεί μόνο αν ξεπερνιόντουσαν ολότελα τα ανθρώπινα μέτρα, όπως έκανε ο προστάτης του νησιού, που άγιασε συγχωρώντας το φονιά του αδελφού του. Μιλάω βέβαια για τις πολυάριθμες βεντέτες, για αιώνες πληγή αγιάτρευτη.

Είμαι σίγουρος πως πολλοί σημερινοί Ζακυνθινοί θα σμίξουν τα φρύδια αν διαβάσουν αυτό το κείμενο. Τη βεντέτα, το γδικιωμό, μπορεί να μην τον βλέπουν σαν πράγμα πρωτάκουστο στο νησί αλλά σίγουρα, θα σκεφτούν, η Ζάκυνθος δεν είναι, δεν ήταν ποτέ, ούτε Κρήτη ούτε Μάνη. Θεωρούν εαυτούς απογόνους εύθυμων μαντσιαδόρων και καλοκάγαθων τραγουδιστάδων, και συχνά δήθεν εκλεπτυσμένων αρχόντων. Ευτυχώς μπορέσαμε και ξεχάσαμε! Η πληγή επιτέλους έκλεισε! Και τώρα μπορούμε, χωρίς φόβο και πάθος, να ξαναθυμηθούμε. Για χάρη της αλήθειας. Και κάποτε θα μπορέσουμε να καταλάβουμε και να συμφιλιωθούμε με ολόκληρο το ιστορικό μας παρελθόν.

Οι Άγγλοι του 19ου αιώνα δεν έχαναν ευκαιρία να αναφέρουν τα φονικά της Ζακύνθου. Το έκαναν κακόβουλα τις περισσότερες φορές, όχι μόνο σαν έκφραση της δικής τους υπεροψίας αλλά και για να δικαιολογήσουν το κουμάντο τους σε μια ξένη γη. Έγραψε κάποιος πως η πρώτη κουβέντα του Ζακυνθινού μετά την πρωινή καλημέρα είναι η ερώτηση ‘Ποίον εσκοτώσανε ’ψές’. Αν δεν τους χαλιναγωγήσουμε, αν δεν επιβάλλουμε την τάξη, ήταν το μόνιμο ρεφραίν, αυτοί θα αλληλοεξοντωθούνε.  Και εμείς, πάντα ικανότατοι στο να διακρίνουμε το κρυμμένο συμφέρον πίσω από το ενδιαφέρον, παραμερίσαμε τα λόγια τους, ακόμα και στο δικό μας το νου, σαν διαβολή, ή τουλάχιστον υπερβολή, και δικαιολογηθήκαμε πως υπήρξε απλά μια έξαρση, λόγω της σηπόμενης Βενετοκρατίας και της χαοτικής περιόδου που ακολούθησε μέχρι να βάλουν γερά το πόδι τους στο νησί οι Βρετανοί.

Δεν ήταν δύσκολο να πείσουμε τους εαυτούς μας πως είχαμε δίκιο. Η κατάσταση είχε βελτιωθεί πολύ και εξακολουθούσε να βελτιώνεται. Το πως και το γιατί δεν μπήκαμε στον κόπο να το εξετάσουμε. Δεν έχω την πρόθεση, ούτε και τη δυνατότητα, να κάνω την απαιτούμενη ανάλυση. Στόχος μου είναι να δείξω πως στην πραγματικότητα το πρόβλημα ήταν και πολύ παλιότερο και πολύ πιο έντονο από ότι θέλουμε να πιστεύουμε. Δεν θα αποφύγω όμως τον πειρασμό να κάνω μερικές πολύ απλές παρατηρήσεις που μπορεί να κάνει οποιοσδήποτε γνωρίζει λίγα πράγματα για την Ιστορία της Ζακύνθου.

Οι Άγγλοι φρόντισαν, στο μέτρο του δυνατού, να αφοπλίσουν ένα πληθυσμό που ήταν παραδοσιακά οπλισμένος. Το ότι το έκαναν λόγω φόβου δεν επιδέχεται μάλλον αμφισβήτηση, αμφισβήτηση όμως δεν επιδέχεται και το ότι το φαινόμενο της βεντέτας παίρνει διαστάσεις σε κοινωνίες όπου η οπλοφορία είναι γενικευμένη. Επέβαλλαν από την αρχή δρακόντειες ποινές για όσους εγκληματούσαν, σε ένα τόπο όπου η ατιμωρησία ήταν κανόνας για αιώνες (1). Φρόντισαν ακόμη να υπάρχουν δικαστήρια όπου άρχισαν σιγά-σιγά να απευθύνονται με μηνύσεις ακόμη και τα μεσαία και κατώτερα κοινωνικά στρώματα χωρίς την ανάγκη της προσφυγής στα όπλα. Ο εναγκαλισμός του σπορ των μηνύσεων από τους ντόπιους απέκτησε με τον καιρό τόση θέρμη και διάρκεια όσο του κρίκετ από τους Κερκυραίους.

Τα μέτρα αυτά, ακόμη και μετά από μισό αιώνα Αγγλοκρατίας, δεν είχαν την ποθούμενη αποτελεσματικότητα. Αφενός μεν μισός αιώνας δεν είναι πάντα διάστημα ικανό να μεταβάλει ριζικά νοοτροπίες που είχαν επικρατήσει για πολύ περισσότερο καιρό, αφετέρου δε οι Βρετανοί δεν φρόντισαν να κόψουν ή μάλλον, για να είμαστε ακριβείς, φρόντισαν αντίθετα να αποκαταστήσουν την πιο χοντρή ρίζα του κακού: το αρχοντολόι. Το θεωρούσαν, και ήταν, στήριγμα τους αν και, η αλήθεια είναι, όχι στο βαθμό που υπήρξε στήριγμα των Βενετών. Επί Βενετοκρατίας ήταν σε μεγάλο βαθμό συνδιαχειριστές της Βενετικής εξουσίας στο νησί (2) και σαν τέτοιοι φρόντισαν να επικρατεί ατιμωρησία μαζί με το δίκαιο του ισχυροτέρου. Ταγοί μιας κοινωνίας πατριαρχικής, πολεμιστές οι ίδιοι, διοικούσαν, και αδικούσαν κατά το δοκούν, άλλους πολεμιστές. Αλάθητη συνταγή για αιματοκύλισμα αυτών που η τιμή, το ονόρε τους, ήταν καθρέφτης της τιμής του αφέντη. Μόνο μετά την Ένωση των Επτανήσων ακρωτηριάστηκε αυτή η ρίζα, και με την προοδευτική άνοδο του μορφωτικού επιπέδου και την ισχυροποίηση των κρατικών δομών, μπορέσαμε να απαλλαγούμε τελικά από την κατάρα.

Φτάνοντας στον πυρήνα των γραφομένων μου επιστρατεύω μια μαρτυρία της εποχής του Ρεμπελιού, που σίγουρα θα ξενίσει αρκετούς γιατί ρίχνει ένα διαφορετικό προβολέα στους Ζακυνθινούς της Βενετοκρατίας. Προέρχεται από τις ταξιδιωτικές εντυπώσεις ενός Γάλλου άρχοντα, γνωστού σε μας μόνο σαν sieur Du Loir, απρόθυμου τουρίστα στη Ζάκυνθο για ένα δεκαπενθήμερο το 1639 (3).

‘Αναγκαστήκαμε να περιμένουμε για πάνω από 15 μέρες σε αυτή την πόλη τις γαλέες του Signor Massimo Contarini και του Signor Briani, οι οποίες είχαν διαταγές να μεταφέρουν τον κύριο Πρεσβευτή στη Βενετία, επειδή είχαν ταλαιπωρηθεί από μια μεγάλη καταιγίδα στα Κύθηρα. Αυτή η παραμονή μου φάνηκε μακριά και βαρετή, επειδή δεν υπάρχει τίποτα αξιοπερίεργο στη Ζάκυνθο, αντίθετα υπάρχουν πράγματα που προκαλούν αποτροπιασμό και αγανάκτηση, όπως οι σκοτωμοί και οι συχνές δολοφονίες, που δημιουργούν θανάσιμες έχθρες μεταξύ των οικογενειών και των συγκεκριμένων Ελλήνων σε όλα τα νησιά που ανήκουν στη Δημοκρατία της Βενετίας. Αυτό το πράγμα είναι πρωτάκουστο, δεν νομίζω να υπάρχει ούτε ένας από αυτούς που να μην έχει κάποιο θανάσιμο εχθρό, και αυτό τρέφει συνέχεια στο μυαλό του την επιθυμία να τον σκοτώσει με την πρώτη ευκαιρία. Έτσι παίρνουν πάντα προφυλάξεις και οπλίζονται ανάλογα, κουβαλώντας στους ώμους τους πάνω από δύο μουσκέτα, πάνοπλοι σαν να πηγαίνουν για πόλεμο. Δεν τους βλέπεις ποτέ χωρίς αλυσιδωτό θώρακα, δεν πάνε πουθενά τη νύχτα χωρίς σιδερένιο κράνος στο κεφάλι τους, και οποιαδήποτε στιγμή είναι ζωσμένοι πιστόλια και μαχαίρια, και επιπλέον μια ασπίδα από το κεφάλι μέχρι τα πόδια για να τους προφυλάσσει από τα χτυπήματα. Παρόλα αυτά τα όπλα, που είναι αυτά της πόλης (γιατί στην ύπαιθρο χρησιμοποιούν περισσότερα), ποτέ δεν επιτίθενται σε κάποιον χωρίς να βρίσκονται σε πλεονεκτική θέση, και περνάνε τη ζωή τους αναζητώντας την ευκαιρία, οπουδήποτε, χωρίς να σέβονται ακόμα και τους ιερούς χώρους. Ακούς για σκοτεινές πράξεις, που δεν μπορεί να τις συλλάβει η φαντασία, οι οποίες για να συγχωρεθούν απλώς πηγαίνουν στην Κωνσταντινούπολη και ζητάνε χάρη από το Βάιλο, ο οποίος αντιπροσωπεύει τη Βενετία, επειδή μπορεί να τους απαλλάξει ολοκληρωτικά από οποιοδήποτε έγκλημα. Με αυτή την επιείκεια η Βενετία κρατάει τους υπηκόους της, γιατί στ’ αλήθεια δεν νομίζω πως αν τιμωρούσε όλους τους ενόχους θα της έμενε κανένας.’

Η συνταρακτική αυτή περιγραφή μπορεί να μην αποδίδει τα του Καίσαρος τω Καίσαρι – ποιός άλλωστε θα είχε τέτοια απαίτηση από έναν περαστικό – δεν παραλείπει όμως να συνδέσει το φαινόμενο με τη Βενετική εξουσία, αφού παρατηρείται σε όλες τις νησιωτικές κτήσεις της Γαληνοτάτης χωρίς να γίνεται αναφορά στις Οθωμανικές περιοχές της Ελλάδας, αρκετές από τις οποίες διέσχισε ο sieur Du Loir. Αναφέρει μάλιστα την πλήρη ατιμωρησία, την οποία βέβαια, όπως μπορεί να αντιληφθεί ο καθένας, απολάμβαναν κυρίως αυτοί που είχαν πρόσβαση στους Βενετσιάνικους μηχανισμούς εξουσίας και οι μπράβοι που ενεργούσαν για λογαριασμό τους.

Αξίζει ακόμα να επισημάνουμε πως ο Du Loir αναφέρεται σε ένα μόνο από τα φαινόμενα βίας που μάστιζαν τις Βενετικές κτήσεις της εποχής. Το άλλο, δηλαδή τις άτυπες μονομαχίες, δεν το αναφέρει, όχι επειδή δεν το πληροφορήθηκε ή δεν έπεσε κατά κάποιο τρόπο στην αντίληψη του αλλά επειδή πιθανότατα δεν του έκανε εντύπωση. Οι συχνότατες μονομαχίες των Επτανήσιων έμοιαζαν με ένοπλες συμπλοκές, επειδή γίνονταν εν βρασμώ, δηλαδή αμέσως μετά την εκδήλωση της αιτίας – συνήθως κάποιας προσβολής – και χωρίς καμιά επισημότητα. Ήταν όμως αναμετρήσεις επί ίσοις όροις και μπροστά σε θεατές. Αντίθετα με πολλές από τις επίσημες αναμετρήσεις των Δυτικοευρωπαίων σπάνια η κατάληξη ήταν η απώλεια ανθρώπινης ζωής. Οι Επτανησιακές μονομαχίες σταματούσαν μόλις χυνόταν το πρώτο αίμα, έτσι φαίνεται τουλάχιστον από όσα στοιχεία έχουν δημοσιευτεί μέχρι τώρα (4).

Αν και οι μονομαχίες αυτές γίνονταν για λόγους τιμής η ήττα αποτελούσε μόνο προσωπική ταπείνωση και όχι οικογενειακή ατίμωση. Δεν δικαιολογούσαν από μόνες τους την έναρξη βεντέτας. Ήταν η επίθεση που γινόταν κάτω από άνισους όρους, ή έδινε την εντύπωση ότι είχε γίνει κάτω από άνισους όρους, για παράδειγμα λόγω έλλειψης μαρτύρων, που δημιουργούσε τις συνθήκες έναρξης γενικευμένου αλληλοσκοτωμού των συγγενών. Μια τέτοια επίθεση κατανάγκαζε τους συγγενείς σε υποχρέωση αυτοδικίας, ή κατ’ ελάχιστο στο φόνο κάποιου συγγενή του φταίχτη επειδή η υπόθεση είχε πλέον ξεφύγει από τα όρια του προσωπικού και ήταν υπόθεση οικογενειακή. Ταυτόχρονα κάθε σκέψη ‘τίμιας’ αναμέτρησης χανόταν αφού η αρχική συμπλοκή δεν πιστευόταν ότι ήταν τέτοια. Σκοπός πλέον ήταν ο φόνος με οποιοδήποτε μέσο αφού η μη επιδίωξη του σήμαινε οικογενειακή ατίμωση και ο καταναγκασμός ήταν τόσο ισχυρός που ακόμη και η θρησκεία δεν αποτελούσε εμπόδιο. Άλλωστε, στο μυαλό αυτών των ανθρώπων, που κατά κανόνα ήταν τελείως απαίδευτοι, εφόσον κατάφερναν να σκοτώσουν χωρίς να σκοτωθούν η άφεση αμαρτιών ήταν εγγυημένη από κάποιο συγγενή τους παπά.

Αυτά βέβαια δεν τα γνώριζε ο Du Loir και, μέσα στην κατάπληξη που του προκάλεσε το φαινόμενο, υπαινίσσεται δειλία. Η βεντέτα όμως δεν ήταν συνυφασμένη με την έλλειψη θάρρους και κανείς στη Ζάκυνθο εκείνου του καιρού δεν θα διανοούνταν κάτι τέτοιο. Η ελάχιστη έστω σύνδεση της βεντέτας με δειλία θα είχε εξαφανίσει το φαινόμενο από τα γεννοφάσκια του αφού η τιμή της οικογένειας ήταν άρρηκτα δεμένη με τον απόλυτο ανδρισμό των αρσενικών της μελών. Μια από τις σχετικά πρόσφατες περιπτώσεις, για την οποία έχουμε την τύχη να έχουν διασωθεί κάποιες λεπτομέρειες, το επιβεβαιώνει.

Ο Βερνάρδος Λεφτάκης ήταν υπεύθυνος του σκάφους της Σανιτάς (Υγιειονομείου) και γνωστός σαν άνθρωπος του Κωνσταντίνου Λομβάρδου (5). Μια μέρα, λίγο μετά την Ένωση, συνόδευε το Λομβάρδο σε κάποια περιοδεία στην ύπαιθρο όταν τον πρόλαβε η είδηση ότι ο μικρότερος αδελφός του είχε σκοτωθεί από κάποιον. Αφού βεβαιώθηκε ότι δεν επρόκειτο για έντιμη αναμέτρηση αλλά για δολοφονία, κατέβηκε στη Χώρα και πήγε στην Αστυνομία, όπου υπηρετούσε ο αδελφός του φονιά. Μπροστά στον ενωμοτάρχη και δύο άλλους αστυνομικούς τον πυροβόλησε στο κεφάλι, τον μαχαίρωσε στην καρδιά και μετά διέφυγε αφήνοντας τους παριστάμενους αποσβολωμένους. Δεν βρέθηκε παρά το ανθρωποκυνηγητό που ακολούθησε και πιστευόταν ότι τον φυγάδευσε ο ισχυρός προστάτης του.

Αυτά αναφέρονται μόνο για να ανασκευαστεί η λανθασμένη εντύπωση του Du Loir και χωρίς την παραμικρή διάθεση ηρωοποίησης κανενός. Ο γράφων δεν θα μπορούσε παρά να αισθάνεται βαθειά την παράνοια που οδηγούσε σε τέτοιες πράξεις αφού έλκει μεγάλο μέρος της καταγωγής του από δύο σόγια που αλληλοσκοτώνονταν κατά το μεγαλύτερο μέρος του 19ου αιώνα με κάποια ξεχασμένη πια αφορμή. Η καταγωγή αυτή του γράφοντος είναι σχετικά πρόσφατη και ανάγεται στις αρχές του 20ου αιώνα αλλά οι δύο οικογένειες είχαν ήδη συνυπάρξει σαν γείτονες για 300 χρόνια πριν την έναρξη της αλληλοσφαγής. Πρέπει λοιπόν να είχαν προηγουμένως συμπεθεριάσει ουκ ολίγες φορές αφού και η κοινωνική τους θέση ήταν περίπου ίδια. Σκοτώνονταν δηλαδή άνθρωποι που όχι μόνο δεν είχαν τίποτα να χωρίσουν και δεν είχαν ποτέ βλάψει ή προσβάλλει ο ένας τον άλλο αλλά και που συχνά συνδέονταν με δεσμούς συγγένειας.

Όσο όμως δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ήρωες άλλο τόσο δεν μπορούν να χαρακτηριστούν κοινοί δολοφόνοι. Ήταν, το δίχως άλλο, άνθρωποι βίαιοι, σε μια κοινωνία όμως όπου η βία δεν ήταν απλώς ανεκτή ήταν απαραίτητη, και κατά συνέπεια επαινετή, τόσο λόγω εξωτερικών απειλών όσο και διαφορών ή συγκρούσεων εσωτερικά, για τις οποίες δεν υπήρχε ουσιαστικά προσβάσιμο πλαίσιο δίκαιης λύσης, ή έστω συμβιβασμού, χωρίς αξιόπιστη δυνατότητα βίαιης αντίδρασης της αδικημένης πλευράς. Με δεδομένες μάλιστα τις μεγάλες κοινωνικές ανισότητες ο μέσος Ζακυνθινός δεν μπορούσε να σταθεί μόνος του και ήταν απαραίτητη η ενεργή – συχνά ένοπλη – υποστήριξη είτε κάποιου πάτρωνα είτε της ευρύτερης οικογένειας. Η διατήρηση της οικογενειακής τιμής, χωρίς να παραγνωρίζεται ο ρόλος της επιθυμίας εκδίκησης, δεν ήταν παρά η μασκαρεμένη ανάγκη διατήρησης των κεκτημένων της οικογένειας συνολικά, κάτι που για τα φτωχότερα στρώματα ήταν πολλές φορές όρος επιβίωσης.

Ο μόνος δίκαιος τρόπος θεώρησης αυτών των ανθρώπων είναι σαν θύματα, στη μεγάλη τους πλειοψηφία τουλάχιστον. Πίστευαν ακράδαντα πως το μίσος ήταν γι αυτούς ιερή υποχρέωση, το αίμα, ξένο ή δικό τους, προσφορά στα αγαπημένα τους πρόσωπα, το έγκλημα μοναδικός τρόπος να αντικρίσουν την κοινωνία με το κεφάλι ψηλά. Όπως θύματα ήταν και όλοι όσοι με το ένα ή τον άλλο τρόπο αγγίχτηκαν από το μίασμα. Δύσκολο για μας να αποδεχτούμε θύματα χωρίς θύτες σε  τραγωδίες άγραφτες που παίχτηκαν δυο χιλιετίες μετά το θάνατο των μεγάλων τραγωδών. Θα πρότεινα όμως στον ενδιαφερόμενο αναγνώστη να διαβάσει τη με περισσή ευαισθησία και βαθειά ενσυναίσθηση θύμηση της Διονυσίας Μούσουρα - Τσουκαλά ‘Δύο τα θύματα’ (6). Επίσης την έρευνα ‘Οι ερειπωμένες μνήμες δεν ησυχάζουν∙ ως πότε θα περιφέρουν τη σιωπή τους; Νικόλαος, ιερεύς ο Κεφαλληνός’ του Τάκη Κεφαλληνού, ενός ανθρώπου που η ζωή του σημαδεύτηκε από αυτή την κατάρα (7). Τέλος, αναλογιστείτε αν θέλετε, σαν προσευχή, τον πόνο τόσων μανάδων που ανατρέφανε γιούς προορισμένους να σκοτώσουν ή να σκοτωθούνε∙ την αγωνία τους όταν τους περιμένανε να γυρίσουν τα βράδια μέσα από τους ίσκιους που άπλωνε το φεγγάρι ή το που έφτανε η ψυχή τους όταν ακούγανε μακρινό πυροβολισμό.  Ίσως να είναι κομμάτι και από τη δική σας οικογενειακή ιστορία.


-----------------------------------------------------------------------------------

1)  Η έλλειψη δικαιοσύνης και η ατιμωρησία είναι πολύ παλιά και πηγαίνει πίσω στις αρχές της Βενετοκρατίας, χωρίς να ισχυρίζομαι ότι τα πράγματα ήταν καλύτερα στην προ-Βενετική εποχή ή στο Δεσποτάτο του Μοριά, από όπου είχαν προέρθει πολλές από τις οικογένειες του νησιού. Ένα τμήμα της αναφοράς του πρεβεδούρου Gabriel Elmo το 1580 [βλέπε Οι Αναφορές των Βενετών Προβλεπτών της Ζακύνθου (16ος – 18ος αι.), Βενετία 2000, σελ. 95, του Δημήτρη Αρβανιτάκη] είναι αρκετά διαφωτιστικό για την κατάσταση το 16ο αιώνα.

2)  Δ. Αρβανιτάκης, Οι Αναφορές, Εισαγωγή. 

3)  Les voyages du sieur Du Loir, Παρίσι 1654, σσ. 353 – 355.

‘Le soir ie croyois que nous deussions aller coucher à Castel Tornese, mais Monsieur l'Ambassadeur ayant eu aduis que les Fregates de la Republique qui deuoient le prendre pour Ie mener au Zante estoient au riuage de la Mer, nous allasmes y camper & le lendemain nous passasmes au Zante en trois ou quatre heures de temps. Il sallut attendre dans cette Isle plus de 15. iours les Galeres du Signor Maximo Contarini, & du Signor Briani qui auoient ordre de porter Mr L’ Ambassadeur à Venise, par ce qu'elles auoient esté battues d'vne rude tempeste vers les Cerigues. Ce seiour nous sembla long & estoir ennuyeux,n'y ayant rien dans le Zante digne de curiosité : mais plutost beaucoup de choses qui donnent de l'horreur & de l'indignation, qui sont les meurtres & les assassinats que cause la mortelle, haine des familles & des particuliers Grecs en toutes les Isles suiettes à la domination de Venise; lamais vous n'auez entendu parler de pareille chose, ie ne crois pas qu'il y en ait vn parmy eux qui n'ait quelque ennemy mortel, & qui ne nourrisse continuellement dans l'ame le dessein de le tuer à la premiere occasion. Aussi sont – ils tousiours sur leurs gardes, & ils vont tellement armez qu’il ne leur marque plus que deux petite coulevrines sur les espaules, pour auoir un attirail de guerre complet. Ils ne sont iamais sans chemisette de mailles, ils ne vont point la nuit sans auoir un pot de fer en teste, & a toute heure vous trouuerez autour de la ceinture de leur haut de chausses pour le moins autant de Pistolets & de poignards qu’on y porte d’eguillettes en France , & de plus pour parer les coups, ils ont encore une targue qui les couure depuis les pieds iusques à la teste. Auec toutes ces armes qui ne sont que de Ville, (car il en faut bien d’autres pour la campagne) iamais ils n’attaquent vn homme qu’a leur aduantage, & ils passent toute leur vie a chercher l’occasion de le trouuer , en quelque lieu que ce puisse estre sans auoir mes me respect pour les sacres. Vous n’entendez parler que d'actions plus noires que l’imagination n'en scauroit conceuoir, & pour en estre absous, ils n’ont qu’à s’en aller à ConstantinopIe, & en demander l’abolition au Baïle, qui y reside pour Venise, parce qu'il à pouuoir de leur donner vne indulgence pleniere pour toute sorte de crime. C'est auec cette clemence que la Republique de Venise conserue ses suiets; car en verité ie ne croy pas que si elle faisoit lustice à tous les coupables, il luy enrestat vn innocent.’

4)  Thomas W Gallant, Honor, Masculinity, and Ritual Knife Fighting in Nineteenth-Century Greece, American Historical Review, Απρίλιος 2000, σσ. 359 – 382. Τα στοιχεία αντλούνται κυρίως από την Κέρκυρα και την Κεφαλονιά επειδή τα αρχεία της Ζακύνθου έχουν καταστραφεί. Συγκρίνοντας στατιστικά στοιχεία από το τέλος του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα που έχει δημοσιεύσει ο ίδιος αλλού, καθώς και από αφηγήσεις ξένων, η κατάσταση στη Ζάκυνθο ήταν πολύ χειρότερη από τα άλλα νησιά.

5)  Βλέπε προηγούμενο.

6)  Δημοσιεύτηκε στον ιστότοπο Νυχθημερόν στις 4 Μαΐου 2012 http://www.nyxthimeron.com/2012/05/blog-post_04.html

7)  Δημοσιεύτηκε στις Επιλογές της εφημερίδας Ερμής Ζακύνθου σε δύο τμήματα στις 17 και 24 Φεβρουαρίου 2012. Επίσης στο  http://www.parathemata.com/2012/02/blog-post_18.html στις 18 Φεβρουαρίου 2012.

Άδεια Creative Commons
Αυτή η εργασία από το http://pampalaia.blogspot.com/ χορηγείται με άδειαCreative Commons Αναφορά προέλευσης - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 3.0 Μη εισαγόμενο .