Ο Βενετικός στόλος του Φραντσέσκο Μοροζίνι
καταδιώκει τον Τουρκικό.
Από το 1494 και
για πολλές γενιές, άγνωστο πόσες, το Μαραθονήσι ανήκε στο μικρό μοναστήρι που
φιλοξενούσε, και αυτό με τη σειρά του στην οικογένεια Σιδηροκαστρίτη από τον
Πισινόντα. Πλούτο δεν είχε, λίγα μόνο στρέμματα καλλιεργήσιμης γης χωράγανε στο
βατό, βόρειο τμήμα του. Το κρατούσανε όμως, το αφήνανε κληρονομιά στους
νεότερους και συντηρούσανε ολοένα το μοναστήρι της Παναγίας της
Μαραθονησιώτισσας, κάτι που πρέπει να ήτανε όρος απαράβατος για να μην το πάρει
πίσω η Βενετική εξουσία και το παραχωρήσει σε κάποιον άλλο. Ήταν χρήσιμα τέτοια
μικρά μοναστήρια, κάθε νησίδα γύρω από τη Ζάκυνθο είχε κι από ένα, προκεχωρημένα
φυλάκια και παρατηρητήρια που λειτουργούσανε όσο αντέχανε στις πειρατικές
επιθέσεις.
‘Πολλάκις το νησύδριον υπέστη καταστροφάς εκ πειρατών,
αλλ’ εύρον εκεί εκ τούτων τον τάφον πέντε τω 1530, τη ανδρεία χωρικών
εγκατοίκων’ μας
πληροφορεί ο Σπυρίδων Δε Βιάζης (1). Εκείνες τις μέρες το Μαραθονήσι ανήκε σε
κάποιο Νικόλαο Σιδηροκαστρίτη και την αδελφή του. Εφημέριος το 1531 ήταν ο
Φιλόθεος Ραζής (2). Η οικογένεια Ραζή ήταν και αυτή από τον Πισινόντα, όπου
κατείχαν άλλο μοναστήρι, του Σωτήρος, και έχουν δέσει επανειλημμένα το όνομα
τους σαν ιερομόναχοι και ηγούμενοι με το μεγάλο μοναστήρι των Στροφάδων. Η
καταγωγή τους είναι από την Κεφαλονιά και μακρύτερα στο χρόνο, τον 13ο
αιώνα, από την Πολωνία. ‘Όχι ακριβή’ χαρακτηρίζει την πληροφορία περί Πολωνίας
ο Λεωνίδας Ζώης (3), χωρίς όμως να εξηγεί το λόγο της αμφισβήτησης αυτής. Και
μπορεί ο Ζώης να είχε δίκιο, μπορεί όμως και όχι, μιας και το όνομα Ραζής
απαντάται αυτούσιο ακόμα και σήμερα στις ακτές της Βαλτικής. Σλαβικό βέβαια δεν
είναι, η απώτερη καταγωγή του φαίνεται πως είναι Λιθουανική.
Το καλοκαίρι του
1571 οι λιγοστοί καλόγεροι ή όποιοι άλλοι έτυχε να βρίσκονται στο νησάκι, πρέπει
να αντίκρισαν τη μεγάλη αρμάδα του Ουλούτζαλη καθώς έκανε απόβαση στον Υψόλιθο,
στην απέναντι μεριά του κόλπου του Λαγανά. Είναι άγνωστο αν οι Οθωμανοί –
Μπαρμπαρέζοι κυρίως αλλά και αρνησίθρησκοι κουρσάροι σαν το ναύαρχο τους –
επιτέθηκαν στο μικρό μοναστήρι ή αν οι μοναχοί και οι κτήτορες έμειναν για να
το υπερασπίσουν. Στην αρχή οι επιτιθέμενοι είχαν μεγαλύτερους και ευκολότερους
στόχους, όπως η σχετικά ανοχύρωτη πόλη και το λιμάνι. Αργότερα, όταν είχαν πια
ρημάξει τη Χώρα και τον κάμπο γύρω της, ίσως να προσπάθησαν να το λεηλατήσουν.
Το μόνο που γνωρίζουμε είναι πως 13 χρόνια αργότερα η Παναγία αναφερόταν στη
διαθήκη του ιερομόναχου Δαμασκηνού Σιδηροκαστρίτη(4).
Δύο γενιές ακόμα
περάσανε και το 1637 κάποιος Αντώνιος Σιδηροκαστρίτης (Antonio Sidherocastriti) βεβαίωνε (5) ότι είχε στην κατοχή του,
παραχωρημένη από τη Βενετία με επίσημα έγγραφα, τη βραχονησίδα του
Μαραθονησιού, όπου ήταν χτισμένη μια εκκλησία της Παναγίας (6). Είναι φανερό
ότι οι απόγονοι των αδελφών Σιδηροκαστρίτη του 1494, σχεδόν ενάμιση αιώνα αργότερα,
κρατούσαν ακόμη τα κτητορικά δικαιώματα (jus patronatus) της Παναγίας
της Μαραθονησιώτισσας, τα οποία ήταν κληρονομήσιμα. Τα δικαιώματα αυτά
επεκτείνονταν σε ολόκληρη τη νησίδα, που είναι λογικό να αποτελούσε
μοναστηριακή περιουσία. Τα εισοδήματα όμως της Παναγίας, σύμφωνα με τη δήλωση
του Αντωνίου Σιδηροκαστρίτη, ήταν πενιχρά (6 δουκάτα).
Ο Αντώνιος
πιθανότατα ζούσε ακόμα όταν ξέσπασε ο Κρητικός Πόλεμος στα 1645. Για 24 χρόνια
αιμορραγούσαν ακατάσχετα τα Ιόνια νησιά, μαζί και η Ζάκυνθος. Σε μεγάλους αριθμούς
τα καλύτερα παλληκάρια μπαρκάρανε στο στόλο της Γαληνοτάτης ή επανδρώνανε τα
τείχη της Κάντιας, απ’ όπου πολύ λίγοι γυρίσανε. Και τον πληρώνανε διπλά αυτό
τον πόλεμο, γιατί όσο κρατούσανε οι εχθροπραξίες πολλαπλασιάζονταν οι επιδρομές
των Τούρκων κουρσάρων – όπως αυτή του 1658 εναντίον της Λιθακιάς, δίπλα ακριβώς
από τον Πισινόντα – χωρίς ανάγκη προσχημάτων πια. Παραδόθηκε στο τέλος υπό
όρους η Κάντια, όμως η ειρήνη κράτησε μόνο 15 χρόνια.
Κατά τη διάρκεια
αυτής της ειρηνικής περιόδου, το 1675, επισκέφτηκαν τη Ζάκυνθο ο Άγγλος ιερέας George Wheler μαζί με το Γάλλο γιατρό Jacob Spon. Πήγαν στις πηγές
της πίσσας δια θαλάσσης και έτσι επισκέφτηκαν το Μαραθονήσι. Ο Wheler έγραψε λίγες γραμμές (7):
‘Σε αυτό τον κόλπο υπάρχουν δύο άλλοι μικροί βράχοι, ή νησιά∙
το ένα από τα οποία λέγεται Marathronesa, ή το Νησί του Μάραθου, λόγω της αφθονίας αυτού του
φυτού, το οποίο φυτρώνει εκεί και λέγεται στα Ελληνικά μάραθρον. Σε αυτό
υπάρχει μόνο μια μικρή εκκλησία με ένα ή δύο καλογέρους, οι οποίοι προσέχουν
μια γυναίκα που υποστηρίζουν ότι κατέχεται από ένα Διάβολο. Αλλά, όπως είπε ο
σύντροφος μου, αυτός ο Διάβολος είναι ανόητος. Μας είπε ότι είναι από την
Πάδουα ενώ δεν γνώριζε ούτε λέξη Ιταλικά∙ ούτε μπορούσε να μας πει από ποιά
χώρα είμαστε, ή αν είμαστε παντρεμένοι ή ελεύθεροι∙ και ούτε μπορούσε να
απαντήσει σε τίποτα με συνάφεια, αλλά μιλούσε μόνο με στιχάκια, στην
πραγματικότητα άσχετα.’
Η Ζάκυνθος κατά τον George Wheler. Αγνόησε ότι δεν είδε, δηλαδή τα τρία τέταρτα του νησιού. Σημείωσε όμως το
Μαραθονήσι αλλά και το Βροντόνερο.
Νέος πόλεμος, ο 6ος
Βενετοτουρκικός, ξέσπασε το 1684 και κράτησε μέχρι το τέλος του αιώνα.
Ζωστήκανε πάλι τα όπλα για τη Χριστιανοσύνη οι Ζακυνθινοί, που λέει ο λόγος,
γιατί δεν τα είχανε ποτέ τους ξεζωσμένα, κι ακολουθήσανε το Μοροζίνι.
Σε αυτούς τους
δύο πολέμους του 17ου αιώνα διακρίθηκαν μέλη της οικογένειας Μακρή,
οικογένεια που ήταν ήδη γραμμένη στο Ζακυνθινό Libro d’ Oro από το 1572. Δύο
από αυτούς – και οι δύο φέροντας το όνομα Παύλος και γι αυτό δεν αποκλείεται να
πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο – πολέμησαν, στην Κρήτη ο ένας, σαν κυβερνήτης
πλοίου, και στη Λευκάδα και στο Μοριά ο άλλος (8). Ο Ζακυνθινός κλάδος της
πολυσχιδούς οικογένειας Μακρή, η οποία λέγεται ότι έλκει την καταγωγή της από
την Κωνσταντινούπολη, έμελλε να συνδεθεί αργότερα με το Μαραθονήσι.
Μπαίνοντας στον
τρίτο χρόνο του πολέμου επέδραμαν οι Τούρκοι στο νησάκι. ‘1686, Ιουλίου 5, επάτησε ο Τούρκος το Μαραθονήσι, και
επήρανε σκλάβους καλόγηρους τρεις και τον εφημέριο, οπού ήτουν του καιρού
εκείνου ο παπάς Ρουματζάς, με τα παιδιά του και με την κουνιάδα του, και το
κόνισμα της Παναγίας,’
αναφέρεται σε σημείωση ανωνύμου ενσωματωμένη στο Ημερολόγιον (Χρονικό) του
Μάτεση (9). Μια πολύ παρόμοια εκδοχή της επιδρομής αυτής δημοσίευσε ο Ντίνος
Κονόμος (10). ‘1686, Ιουλίου
5, ημέρα Δευτέρα∙ μία φελούκα Τούρκικη επήγε εις το Μαραθονήσι και έπιασε
τέσσερους καλογέρους και του παπά Ρουμαντζά τη γυναίκα και την κουνιάδα του
συμβία του Ευγενή Sp. Φραντζέσκου Βλαστού και επήρανε και την εικόνα της Θεοτόκου, ως καθώς
ήτον. Και εις τας 27 του αυτού Ιουλίου επήγε άλλη μία φελούκα Τούρκικη στου
Ψαρού και επήρε τρεις σκλάβους και εκόψανε το κεφάλι ενού παπά.’ Η γενικότερη λειψανδρία είναι πιθανό πως
δεν επέτρεπε πλέον την αδιάκοπη φύλαξη και την άμυνα της νησίδας όπως
παλιότερα. Επιπλέον, όπως διαφαίνεται, επρόκειτο για απόλυτο αιφνιδιασμό
διαφορετικά δεν θα υπήρχαν εκεί γυναικόπαιδα. Τρεις ή τέσσερεις καλόγεροι δεν
ήταν οπωσδήποτε δυνατό να τα βάλουν με πειρατική φελούκα.
Στις μέρες μας η
λέξη φελούκα φέρνει στο μυαλό κάποιο τρισάθλιο καΐκι ή τα πλοιάρια που
ανεβοκατεβαίνουν το Νείλο αλλά δεν ήταν το ίδιο τον 17ο αιώνα. Η
φελούκα ήταν μικρό πολεμικό, ταχύτατο, ευέλικτο και καλά οπλισμένο. Ήταν
απόγονος της πειρατικής, και όχι μόνο, φούστας ή γαλιότας του 15ου
και 16ου αιώνα, προσαρμοσμένη στις απαιτήσεις των καιρών. Η φούστα,
όπως και η γαλέα ή γαλέρα, ήταν πλοίο που είχε κουπιά στις δύο του πλευρές και
έτσι μπορούσε να έχει κανόνια μόνο στην πλώρη, σε πολύ μικρό αριθμό. Δεν
μπορούσε συχνά να τα βγάλει πέρα ούτε με συνηθισμένα εμπορικά σκάφη, τα οποία
ήταν πλέον εξοπλισμένα με σημαντικό αριθμό κανονιών περιμετρικά. Η φελούκα
είχε, για λόγους ευελιξίας και προσαρμοστικότητας, διατηρήσει τα κουπιά αλλά
είχε μειώσει τον αριθμό τους στο μισό περίπου, έτσι που ανάμεσα τους να χωράνε
θυρίδες για κανόνια.
Φελούκα στην Κεφαλονιά το 18ο αιώνα.
Τόσο οι
Ρουμαντζάδες ή Ρωμαντζάδες όσο και οι Βλαστοί ήταν οικογένειες γραμμένες στο Libro d’ Oro από πολλές γενιές.
Μάλιστα, λίγα μόνο χρόνια πριν την τραγωδία του Μαραθονησιού κάποιος Σταμάτιος
Ρωμαντζάς ήταν Πρωτοπαπάς Ζακύνθου (11). Οι Βλαστοί, όπως είναι αρκετά γνωστό,
ήταν απόγονοι αρχόντων της Κρήτης, που υποστήριζαν πως είχαν εγκατασταθεί εκεί
με χρυσόβουλλο του Βυζαντινού αυτοκράτορα. Η Μαραθονησιώτισσα μπορεί λοιπόν να
ήταν μικρό μοναστήρι αλλά η ακτινοβολία της σε τοπικό επίπεδο δεν ήταν μικρή.
Ο σπετάμπιλε Φραντζέσκος
Βλαστός, απόγονος του καπετάνιου της πολιτοφυλακής Κωνσταντίνου Βλαστού, ο
οποίος είχε απωθήσει τους πειρατές στα βόρεια της Ζακύνθου το 1571, λιγότερο
από ένα χρόνο μετά την απαγωγή της γυναίκας του εξόπλισε πλοίο με 20 άνδρες και
μαζί με τον αδελφό του Ευστάθιο ρίχτηκαν στον πόλεμο. Διακρίθηκαν σε ναυμαχία
κοντά στο Ρίο και το ίδιο καλοκαίρι ο Ευστάθιος δέχτηκε εκ μέρους της Βενετίας
την παράδοση του κάστρου της Γλαρέντζας (12). Εντύπωση προκαλεί το γεγονός πως,
όπως γράφει ο Κονόμος, στα τέλη του αιώνα τρείς κόρες του Φραντζέσκου εκάρησαν
ταυτόχρονα μοναχές στον Άγιο Ιωάννη της Τέρρας του Κάστρου (13). Ο Φραντζέσκος
παραχώρησε στο μοναστήρι 3000 δουκάτα. Η εισαγωγή των κοριτσιών στη μονή έγινε
με τη συγκατάθεση της συζύγου του Μαρίας Νομικού. Είναι άγνωστο αν αυτή ήταν η
απαχθείσα από το Μαραθονήσι και είχε στο μεταξύ απελευθερωθεί αλλά είναι πιθανό
ότι οι δύο ιστορίες δεν είναι άσχετες. Μοναχός έγινε και ο ένας από τους δύο γιούς
του.
Αυτή ήταν η
τελευταία επιδρομή εναντίον του Μαραθονησιού, από όσο τουλάχιστον είναι γνωστό,
όμως, όπως θα δούμε, δεν ήταν δυστυχώς η τελευταία τραγωδία που διαδραματίστηκε
εκεί.
-----------------------------------------------------------------------------
1) Ντίνος Κονόμος, Ζακυνθινά χρονικά (1485-1953), Αθήνα 1970, σ. 178.
2) Ντίνος Κονόμος, Εκκλησίες και μοναστήρια στη Ζάκυνθο, Αθήνα 1967, σ. 84.
3) Λεωνίδας Ζώης, Λεξικόν Ιστορικόν και Λαογραφικόν Ζακύνθου, τ. Α΄, Αθήνα 1963, σ. 556.
4) Βλέπε (1).
5) Μαριάννα Κολυβά, Cattastico delle Chiese Greche / Καταστίχωση των ορθόδοξων Ναών και Μονών της Ζακύνθου
(το έτος 1637), Θησαυρίσματα 34, Βενετία 2004, σ. 230.
6) Είναι φανερό από αυτό ότι ολόκληρη η νησίδα
του ανήκε.
7) George Wheler, A
journey into Greece, Λονδίνο 1682, σ. 43.
8) Όπως (3), σ. 383. Επίσης Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια του Παύλου Δρανδάκη, λήμμα Μακρής.
9) Κωνσταντίνος Σάθας, Ελληνικά Ανέκδοτα, τ. 1ος, Αθήνα 1867, σ. 228.
10) Βλέπε (1). Επίσης σ. 92.
11) Όπως (3), σ. 572.
12) Παναγιώτης Χιώτης, Ιστορικά Απομνημονεύματα Επτανήσου, τ. 6ος, Ζάκυνθος 1887, σσ.
337 – 338.
13) Όπως (1), σσ. 178 – 179.