Φαντάζει σα
νησάκι παραδεισένιο, σε ωκεανό μακρινό και πλάτη τροπικά, με το Ροβινσώνα
Κρούσο θα ’λεγες να παραμονεύει πίσω από τη βλάστηση, μα είναι κομμάτι της
Ζακύνθου που το αγκάλιασε η θάλασσα ξεχωριστά πριν από μυριάδες χρόνια. Δυο
χιλιόμετρα όλο κι όλο το χωρίζουνε από την κοντινότερη ακτή – αρκετά, μέχρι
σχετικά πρόσφατα, για να αισθάνονται ασφαλείς οι κορμοράνοι στα γύρω βράχια, οι
φώκιες στις βοτσαλοστρωμένες, απόμερες σπηλιές που ανοίξανε τα κύματα, και τα
καλοκαίρια να σκάβουνε φωλιές στην αμμουδερή του γλώσσα οι ογκώδεις θαλασσινές
χελώνες. Έτσι ήταν από την αρχή, ας την πούμε αρχή, όποτε κι αν ήταν, πριν από
αμέτρητες τρικυμίες κι άλλες τόσες μπουνάτσες.
Δεν έλειψε όμως
και η ανθρώπινη παρουσία από τη νησίδα, όπως βέβαια δεν έλειψαν όλα εκείνα που πάντα
τη συνοδεύουν. Γι αυτή την παρουσία δεν γνωρίζουμε τίποτα πριν από τα τέλη του
15ου αιώνα. Δεν γνωρίζουμε ούτε καν πως λεγότανε το Μαραθονήσι
νωρίτερα. Αλλά κι όταν έχουμε πια κάποιες πληροφορίες – από τις αρχές της
Βενετοκρατίας και μετά – αυτές είναι
λιγοστές, αποσπασματικές και μπερδεμένες, έτσι που, για όσους από μας το
Μαραθονήσι είναι κάτι περισσότερο από μια βαρκάδα και ένα μπάνιο, για όσους
αφουγκράζονται το σκόπιμα σιγανό πλατσούρισμα ενός κουπιού και ψάχνουν την
αντανάκλαση μιας φευγαλέας αχτίδας του φεγγαριού πάνω σε πειρατικό γιαταγάνι,
το νησάκι θα είναι πάντα τυλιγμένο σε μυστήριο.
Το πρώτο πράγμα,
χρονολογικά, που γνωρίζουμε είναι πως το Μαραθονήσι υπήρξε αντικείμενο μιας
διαμάχης μεταξύ του Θεοδώρου Παλαιολόγου (1) – κατά πάσα πιθανότητα συγγενή του
τελευταίου Βυζαντινού αυτοκράτορα, καπετάνιου των μισθοφόρων Στρατιωτών της
Ζακύνθου από το 1483 (2) και κατά περιόδους διπλωμάτη της Βενετίας – από τη μια
και των αδελφών Σιδηροκαστρίτη από την άλλη. Ο τρόπος με τον οποίο
παρουσιάζεται αυτή η διαμάχη από τους
περισσότερους συγγραφείς δημιουργεί περισσότερα ερωτηματικά σχετικά με τα
γεγονότα και την αλληλουχία τους από όσα προσπαθεί να απαντήσει. Ας πάμε λοιπόν
στην αρχική πηγή των πληροφοριών σε μια προσπάθεια να τα ξεδιαλύνουμε. Αυτή δεν
είναι άλλη από το ανεκτίμητο ‘Λεξικό’ του Λεωνίδα Ζώη, όπου στην πρώτη του
έκδοση (1898 – 1920), στο σχετικό λήμμα ανέφερε:
‘Εκαλείτο προσέτι και «Νήσος του Μαραθέα» (1533 Σ/γρ.
Φραγκόπουλος) και είχε παραχωρηθεί τω Θεοδώρω Παλαιολόγω επί Προβλεπτού Πέτρου
Φωσκόλου, αλλ’ οι εκ κώμης Πισινόντα αδελφοί Σιδηροκαστρίτη κατέλαβον αυτήν και
τη 25 ιουνίου 1494 επί Προβλεπτού Παγκρ. Ιουστινιανού παρεχωρήθη αυτοίς και ο
εκεί ναός μετά μονής της Θεοτόκου Οδηγητρίας της Μαραθονητιωτίσσης μεθ’ όλων
των δικαιωμάτων αυτής (Όρ. Σ/γρ. Α. Γραικόν). Τη 3 σεπτ. 1514 ο ανωτέρω
Παλαιολόγος ήλθεν εις συμφωνίαν προς τους Σιδηροκαστρίτη να διακρατήσωσι τον
ναόν υπό τον όρον να θέσωσι μόνον εφημέριον (Σ/γρ. Γ. Στουρίων, σ.54).’
Στη δεύτερη
έκδοση (1963) τα περί της διαμάχης ανασκευάζονται ως εξής:
‘Την νησίδα ταύτην οι εκ χ. Πισινώντα αδελφ. Σιδηροκαστρίτη
κατέλαβον, ως αρχικώς αυτοίς ανήκουσαν, και δη επί Πρβλ. Π. Ιουστινιανού είχε
παραχωρηθή αυτοίς και ο επί της νησίδος ν. της Θ. Οδηγητρίας, της
Μαραθονησιωτίσσης, 25 ιουν. 1494. Τέλος την 3 σεπτ. 1514 ήλθον εις συμφωνίαν
μετά του άνω Παλαιολόγου.’
Οι πληροφορίες
του Ζώη προέρχονται από το κατεστραμμένο πλέον Αρχειοφυλακείο της Ζακύνθου και
ο έλεγχος τους είναι αδύνατος. Με βάση το ‘Λεξικό’ κάποιοι συμπέραναν πως το
Μαραθονήσι δόθηκε στον Παλαιολόγο γύρω στα 1490 από τον τότε πρεβεδούρο της
Ζακύνθου Petrus Fusculo ενώ υποτίθεται ότι ανήκε ήδη από την εποχή της δυναστείας των Τόκκο στους
αδελφούς Σιδηροκαστρίτη, των οποίων όμως οι τίτλοι ιδιοκτησίας αναγνωρίστηκαν
από τους Βενετούς το 1494. Έγινε μάλιστα η υπόθεση πως αυτοί είχαν χτίσει τη
Μαραθονησιώτισσα. Μια τέτοια ερμηνεία είναι προβληματική για πολλούς λόγους.
Ο Θεόδωρος
Παλαιολόγος ήταν άρχοντας με σημαντική περιουσία – είχε χτήματα στον Αυριακό,
ενώ μόνο τα προικιά που πήρε όταν παντρεύτηκε τη Μαρία Καντακουζηνή το 1486
άξιζαν 1720 χρυσά δουκάτα – είχε ισχυρές διασυνδέσεις στη Βενετία και, το
σημαντικότερο ίσως εκείνη την εποχή, ήταν αρχηγός μιας ομάδας πενήντα περίπου εμπειροπόλεμων
καβαλαραίων χωρίς να υπολογίζεται πόσους ακόμα είχε ο αδελφός του Γεώργιος (3).
Η γενναιότητα των αδελφών Σιδηροκαστρίτη δεν αμφισβητείται, οποιοσδήποτε εξ
άλλου είχε τα κότσια να διαβιεί στη Ζακυνθινή ύπαιθρο εκείνους τους καιρούς,
και ιδιαίτερα στην εκτεθειμένη περιοχή του Πισινόντα, ήταν εξ ορισμού σκληρό
καρύδι. Το να τα βάζει όμως κανείς με οικογένειες όπως οι Παλαιολόγοι, οι
Σιγούροι ή οι Λασκαραίοι-Μεγαδουκαίοι χωρίς απολύτως έγκυρα ντοκουμέντα δεν
ήταν καθόλου υγιεινή ενασχόληση. Αν μάλιστα η άλλη πλευρά διέθετε, όπως σε αυτή
την περίπτωση, τίτλο ιδιοκτησίας από τον πρεβεδούρο τότε δεν τα έβαζαν μόνο με ντόπιους
άρχοντες αλλά και με τη Βενετική εξουσία.
Νομίζω πως ο Pancratius Iustiniano πολύ δύσκολα θα αναγνώριζε το 1494 τίτλους ιδιοκτησίας σε
άλλα πρόσωπα μέσα στη νόμιμη περιουσία των Παλαιολόγων, στους οποίους βασιζόταν
για την άμυνα του νησιού που διοικούσε και οι οποίοι έπαιρναν ενεργό μέρος στις
πολεμικές συγκρούσεις της Ιταλικής χερσονήσου. Επιπλέον, πέραν του ότι ο Ζώης
γράφει για παραχώρηση και όχι για αναγνώριση, όπως θα δούμε εξετάζοντας τις
πληροφορίες από το 17ο αιώνα στην οικογένεια Σιδηροκαστρίτη ανήκε
ολόκληρο το Μαραθονήσι και όχι μόνο η Μαραθονησιώτισσα. Δηλαδή η διαφορά ήταν
για ολόκληρο το νησί και όχι μόνο για το μοναστήρι όπως υποτέθηκε.
Ερωτηματικά
επίσης προκαλεί το ότι, σύμφωνα με αυτή την ερμηνεία, η λύση της διένεξης
καθυστέρησε τουλάχιστον μία εικοσαετία. Κατά την πρώτη μάλιστα δεκαετία ο
Παλαιολόγος – με εξαίρεση την εισβολή των Γάλλων στην Ιταλία (1494 – 1495) και
τα πρώτα δύο χρόνια του Βενετοτουρκικού πολέμου (1499 – 1503) – βρισκόταν στη
Ζάκυνθο και είχε το χρόνο να διευθετήσει το ζήτημα.
Ακόμη όμως και αν
αυτή η ερμηνεία είναι σωστή από πουθενά δεν προκύπτει παρουσία της οικογένειας
Σιδηροκαστρίτη στη Ζάκυνθο πριν την εκδίωξη του Αντωνίου Τόκκο από τους
Βενετούς το 1483. Η φράση ‘ως
αρχικώς αυτοίς ανήκουσαν, και δη επί Πρβλ. Π. Ιουστινιανού είχε παραχωρηθή
αυτοίς’ είναι κατά τη γνώμη μου φανερό ότι αναφέρεται
σε περίοδο που περιλαμβάνει την παραχώρηση από τον Pancratius Iustiniano το 1494. Αλλά και αν δεν την περιελάμβανε θα μπορούσε
κάλλιστα να εννοεί την περίοδο 1483 – 1493 και όχι αναγκαστικά αυτήν της
εξουσίας των Τόκκο. Άλλες πηγές που να αναφέρονται σε ύπαρξη οικογένειας
Σιδηροκαστρίτη στη Ζάκυνθο πριν το 1494 δεν υπάρχουν (4).
Σύμφωνα με τη
Μαρία Σιδηροκαστρίτη – Κοντονή, κατά την οικογενειακή τους παράδοση προέρχονται
από το Σιδηρόκαστρο της Μάνης. Αυτό βέβαια δεν αποτελεί απόδειξη αλλά είναι
πολύ πιθανό να είναι σωστό. Η Μαρία επίσης συνδυάζει τη Μανιάτικη καταγωγή της
οικογένειας με το ότι την ονομασία Μαραθονήσι τη μοιράζεται ένα άλλο νησάκι, η
αρχαία Κρανάη, πολύ κοντά στην ακτή της Λακωνίας, στο Γύθειο. Το Γύθειο, το
οποίο ήταν και αυτό παλιότερα γνωστό σαν Μαραθονήσι, είναι το σημαντικότερο επίνειο
της Μάνης. Είναι δηλαδή πιθανό ότι οι πρόγονοι της οικογένειας ονόμασαν το
νησάκι τους έτσι λόγω της θύμησης του μικρού νησιού στη Λακωνική πατρίδα που
είχαν εγκαταλείψει. Αν αυτό ισχύει τότε το Μαραθονήσι βαφτίστηκε πριν ακόμη
παραχωρηθεί στους αδελφούς Σιδηροκαστρίτη αφού, κατά τα φαινόμενα, έτσι ήταν
ήδη γνωστό κατά την παραχώρηση του 1494.
Τα παραπάνω
συνδυάζονται πολύ καλά με το γεγονός ότι οι πρώτοι έποικοι μετά την καταστροφή
της Ζακύνθου από την Τουρκική επίθεση του 1479 ήταν, σε μεγάλο ποσοστό,
Μανιάτες. Οι άρχοντες της Μάνης είχαν αναγκαστεί να αποδεχτούν την Τουρκική
κυριαρχία το 1460 αλλά είχαν πολύ γρήγορα επαναστατήσει και προσφέρει την
πατρίδα τους στη Βενετία. Αν και οι Οθωμανοί απέτυχαν να καταλάβουν τη Μάνη στη
διάρκεια του Βενετοτουρκικού πολέμου (1463 – 1479), με τη συνθήκη τερματισμού
του οι Βενετοί υποχρεώθηκαν να την επιστρέψουν. Πολλοί Μανιάτες έφυγαν για την
Κορώνη και τη Μεθώνη, αρνούμενοι να ζήσουν υπό Οθωμανική κυριαρχία. Η πικρία
και η αγανάκτηση μερικών οδήγησε στο επαναστατικό κίνημα του 1480 – 1481 με
ηγέτη τον άρχοντα της Βαρδούνιας Κροκόνδυλο Κλαδά. Το Σιδηρόκαστρο τυχαίνει να
βρίσκεται πολύ κοντά στην περιοχή της Βαρδούνιας, στο επίκεντρο δηλαδή της
επανάστασης. Το νέο απόκτημα της Γαληνοτάτης, η Ζάκυνθος, όχι μόνο πρόσφερε
ελεύθερη γη για την εγκατάσταση των προσφύγων αλλά και λόγω γεωγραφικής θέσης
απομάκρυνε τους ανήσυχους Μανιάτες από τους Τούρκους. Μπορούσε έτσι η Σινιορία
να έχει ήσυχο το κεφάλι της ότι δεν θα συρόταν σε νέες εχθροπραξίες.
Η αντίθετη άποψη στην
παραχώρηση της νησίδας στον Παλαιολόγο περί το 1490 εκφράστηκε από τη Μαριάννα
Κολυβά, η οποία υιοθέτησε μια διαφορετική ερμηνεία των υπαρχόντων στοιχείων,
χωρίς όμως να εξηγήσει τους λόγους ή να μπει σε λεπτομέρειες. Κάτι τέτοιο
έβγαινε προφανώς έξω από τα πλαίσια της εργασίας της για το Θεόδωρο Παλαιολόγο
(5). Γράφει απλώς ότι ο Petrus Fusculo του παραχώρησε το Μαραθονήσι μεταξύ των ετών 1502 και 1504. Πραγματικά,
το όνομα Petrus Fusculo αναφέρεται σαν πρεβεδούρος της Ζακύνθου όχι μόνο την περίοδο 1490 –
1492 αλλά και μεταξύ 1502 – 1504. Σύμφωνα με το Δημήτρη Αρβανιτάκη δεν
πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο (6). Η συνωνυμία είναι κάτι που δεν εκπλήσσει, σε
αντίθεση με μια δεύτερη θητεία του ιδίου, επειδή η Ζάκυνθος, ευάλωτη και χωρίς
να έχει επουλωμένες τις βαθιές πληγές του 1479, ήταν κάθε άλλο παρά ελκυστικός
τόπος διορισμού. Μια παραχώρηση του νησιού από το δεύτερο κατά σειρά Petrus Fusculo είναι πολύ πιο
ελκυστική από μια παραχώρηση από τον πρώτο, πάνω από μια δεκαετία νωρίτερα.
Στις αρχές του 16ου
αιώνα ο Θεόδωρος, εξαργυρώνοντας τις σημαντικές στρατιωτικές και διπλωματικές
υπηρεσίες που είχε προσφέρει στη διάρκεια του Βενετοτουρκικού πολέμου,
προσπαθούσε να βρει πόρους για να εξασφαλίσει στην πολυμελή οικογένεια του ένα
επίπεδο ζωής που άρμοζε στην κοινωνική τους θέση. Ο αδελφός του είχε πριν λίγα
χρόνια σκοτωθεί πολεμώντας στην Ιταλία και έπρεπε να φροντίσει τη χήρα του και
τα έξι τους παιδιά. Δύο γιούς και τέσσερες κόρες είχε και ο ίδιος. Συνολικά τα
προστατευόμενα μέλη της οικογένειας του έφταναν τα είκοσι εφτά (7). Έτσι, είναι
πιθανό ότι μεταξύ διαφόρων παραχωρήσεων που πέτυχε, κυρίως χρηματικών, ήταν και
το Μαραθονήσι.
Ο Θεόδωρος
Παλαιολόγος ζούσε πια στη Βενετία και, παρόλο που επισκεπτόταν τη Ζάκυνθο για
να δει την οικογένεια του και να στρατολογήσει άνδρες για την κομπανία του, μάλλον
δεν διέθετε τον απαιτούμενο χρόνο για να ασχοληθεί και με το ζήτημα του
Μαραθονησιού. Ίσως και να μην ήθελε να ασχοληθεί επειδή πρέπει να γνώριζε ότι
οι αδελφοί Σιδηροκαστρίτη είχαν δίκιο. Το νησί τους ανήκε από το 1494 και κατά
πάσα πιθανότητα η παραχώρηση του από το Fusculo ήταν άκυρη.
Στο σεισμό της 16ης
Απριλίου του 1513 σκοτώθηκε η γυναίκα του Θεοδώρου και τραυματίστηκε μια από
τις κόρες του. Φαίνεται πως η είδηση τον ανάγκασε να έρθει εσπευσμένα στη
Ζάκυνθο για σημαντικό χρονικό διάστημα και να φροντίσει τα οικογενειακά και
περιουσιακά του ζητήματα. Στις 3 Σεπτεμβρίου του 1514 το θέμα της νησίδας και
του μικρού μοναστηριού της διευθετήθηκε, ουσιαστικά με τη σχεδόν πλήρη
υποχώρηση του Παλαιολόγου (8), ο οποίος κράτησε μόνο το δικαίωμα να ορίζει τον
εφημέριο του ναού.
Καθώς κλείνει ο
πρώτος κύκλος της ιστορίας του Μαραθονησιού μένει να πούμε πως, όπως φαίνεται,
η συμφωνία μεταξύ των διεκδικητών δεν άφησε καμία πικρία ή έχθρα στις
εμπλεκόμενες οικογένειες. Την 1η Ιανουαρίου του 1539, ανάμεσα στα
μέλη της κομπανίας του Δημητρίου Παλαιολόγου, δευτερότοκου γιού του Θεοδώρου, ο
οποίος είχε στο μεταξύ πεθάνει στη Βενετία σε βαθειά γεράματα, συγκαταλέγεται
και ένας Στρατιώτης με το όνομα Δημήτριος Σιδηροκαστρίτης (9).
-------------------------------------------------------------------------------
1) ‘Ολα τα βιογραφικά στοιχεία για τον Παλαιολόγο
και την οικογένεια του, για τα οποία δεν αναφέρεται διαφορετική πηγή,
προέρχονται από την εργασία της Μαριάννας Κολυβά Θεόδωρος Παλαιολόγος, Αρχηγός Μισθοφόρων «Στρατιωτών» και Διερμηνέας στην
Υπηρεσία της Βενετίας,
Θησαυρίσματα, 1973, σελ. 153.
2) Κ. Σάθας, Μνημεία Ελληνικής Ιστορίας, τ. 1ος, σ. 283.
3) Ο Γεώργιος Παλαιολόγος ήταν και αυτός
καπετάνιος Στρατιωτών και Ιππότης του Αγίου Μάρκου (Κ. Σάθας, Μνημεία Ελληνικής Ιστορίας, τ. 7ος, σ. 57). Πιθανολογείται ότι
και ο ίδιος ο Θεόδωρος είχε χριστεί Ιππότης του Αγίου Μάρκου περί το 1480. Ένας
άλλος αδελφός ήταν ηγούμενος μονής στη Ζάκυνθο. Μια αδελφή τους ήταν στο χαρέμι
κάποιου Τούρκου στο Μυστρά. Ο πατέρας τους Παύλος, πριν περάσει στην υπηρεσία
των Βενετών στα τελειώματα του Βενετοτουρκικού πολέμου, βρισκόταν στην υπηρεσία
των Οθωμανών. Ο Θεόδωρος ήταν για ένα διάστημα σούμπασης, δηλαδή
στρατιωτικός/αστυνομικός διευθυντής μιας περιοχής του Μοριά. Είναι άγνωστο για
ποιό λόγο πέρασαν στην άλλη πλευρά τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Μια υπόθεση
που νομίζω θα μπορούσε να σταθεί είναι ότι, όπως συνήθιζαν να κάνουν οι
Οθωμανοί με Χριστιανούς άρχοντες που υπέκυπταν στην εξουσία τους, τα παιδιά του
Παύλου πάρθηκαν όμηροι για να εξασφαλίσουν τη συνέχιση της πιστής του υπηρεσίας
στο Σουλτάνο. Είναι άλλωστε γνωστό ότι ο Θεόδωρος μιλούσε άπταιστα Τουρκικά.
Συνήθως οι όμηροι εξισλαμίζονταν και αργότερα τους δίνονταν σημαντικά πόστα
στην Αυτοκρατορία. Σε αυτή την περίπτωση τα παιδιά κράτησαν την πίστη τους και,
υποθέτω, όταν επέστρεψε και ο τελευταίος η οικογένεια άλλαξε στρατόπεδο.
Επέστρεψαν βέβαια μόνο τα αγόρια. Η παντρεμένη με Τούρκο κόρη του δεν επέστρεψε.
4) Ο Λ. Ζώης στο Λεξικό του, ανάμεσα στα
ελάχιστα που αναφέρει για την οικογένεια Σιδηροκαστρίτη λέει ότι μαρτυρείται
από το 1500 αν και ήταν ο ίδιος που διέσωσε την παραχώρηση του 1494. Από εκείνη
την εποχή μέχρι σήμερα τα περισσότερα μέλη της οικογένειας παρέμειναν στο χωριό
Πισινόντας, γνωστό και σαν Παντοκράτορας. Κάποιος Γεώργης Σιδεροκαστρίτης
κατείχε ένα χωράφι στην Αγία Παρασκευή το 1526 (Λ. Ζώης, Έγγραφα του ΙΣΤ΄ αιώνος εκ του αρχείου Ζακύνθου, διαθήκη του ιερέα Γεωργίου Παπαδάτου,
Δελτίον της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας, 1938). Η τοποθεσία της Αγίας
Παρασκευής είναι άγνωστη αλλά στον Άγιο Ιωάννη του Μπουγιάτου υπήρχε αχρονολόγητη
επιγραφή ανακαίνισης της Αγίας Παρασκευής, η οποία σήμερα
βρίσκεται στο Βυζαντινό Μουσείο Ζακύνθου.
5) Βλέπε (1).
6) Fusculo Petrus de Hieronymi ο πρώτος και Fusculo Petrus de Andrea ο δεύτερος (Οι
Αναφορές των Βενετών Προβλεπτών της Ζακύνθου, 16ος – 18ος
αι., Βενετία 2000, σ.
495).
7) Ίσως σε αυτά να περιλαμβάνεται και υπηρετικό
προσωπικό, δηλαδή δούλοι.
8) Στο Μαραθονήσι υπήρχε εκείνη την εποχή και
ένα εκκλησάκι της Αγίας Μαρίνας, το οποίο μαρτυρείται το 1514 (Λ. Ζώης, Λεξικόν Ιστορικόν και Λαογραφικόν Ζακύνθου, 1963, τ. Α΄, σ. 393). Από το εκκλησάκι
αυτό δεν υπάρχουν ίχνη. Κατά μία άποψη το σημείο όπου στεκόταν υποχώρησε και
γκρεμίστηκε στη θάλασσα.
9) Λ. Ζώη, Ο Ελληνικός Λόχος εν Ζακύνθω κατά τους χρόνους της δουλείας, Ελληνισμός, έτος ιδ΄, τ. 161-162, 1911.