Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2011

Οι περιπέτειες του μισσέρ Τζώρτζη Σουμάκη


Και πραγματικά, είναι ένα άτομο απόλυτα κατάλληλο για μια τέτοια αποστολή, και από το οποίο μπορούμε να περιμένουμε τις καλύτερες υπηρεσίες αυτή τη στιγμή, όταν αυτές οι θάλασσες έχουν περιέλθει σε τέτοια κατάσταση που κανείς δεν τολμά να τις περάσει χωρίς ορατό κίνδυνο κακοτυχίας, και ακόμα και οι ίδιοι οι ντόπιοι δεν τολμάνε να πάνε με τα πλοιάρια τους από τη μία πόλη στην άλλη από το φόβο αυτών των πειρατών.
Αυτά έγραφε για το Γεώργιο Σουμάκη ο Βενετός κυβερνήτης της Ζακύνθου Maffio Michiel στις 6 Μαρτίου του 1603. Στα τελευταία τριάντα χρόνια του 16ου αιώνα, και στα πρώτα του 17ου, το όνομα Γεώργιος Σουμάκης ήταν γνωστό στα περισσότερα λιμάνια της Μεσογείου, και όχι μόνο. Αναφορές Βενετών αξιωματούχων, συμβόλαια, και ασφαλιστήρια δεν αφήνουν καμία αμφιβολία. Και όμως, ο άνθρωπος που το έφερε φαίνεται να ξεγλιστράει ανάμεσα από τα δάχτυλα των σημερινών ιστορικών έτσι όπως κατάφερνε να γλυτώνει από τα χέρια των πειρατών και των τελωνειακών του καιρού του. Δεν μπορεί καν να είναι σίγουρος κανείς ότι πρόκειται για τον ίδιο άνθρωπο κάθε φορά. Μια βρίσκεται στη Ζάκυνθο και μια στη Βενετία, μια ξεφυτρώνει στο Λονδίνο και μια φανερώνεται στην Αίγυπτο. Πότε τον αποκαλούν σινιόρ και πότε μισσέρ, πότε τον γράφουν Giorgio και πότε Zorzi.
Σύγχρονος του Γεωργίου ήταν ο συγγενής του Μιχαήλ Σουμάκης, πλούσιος έμπορος, επιχειρηματίας, ασφαλιστής, και πλοιοκτήτης εγκατεστημένος στη Βενετία. Σε δύο έγγραφα ο Μιχαήλ αναφέρεται σαν γιός του ‘ser Zorzi nobile del Zante’ (1). Ήταν ο Γεώργιος Σουμάκης στον οποίο αναφέρεται ο Maffio Michiel ο πατέρας του Μιχαήλ; Ή μήπως αυτός ο ‘ser Zorzi’ ήταν ο Γεώργιος Σουμάκης Σιδερής που μαρτυρείται στη Ζάκυνθο το 1558 (2); Υπάρχουν έγγραφα στη Βρετανία, το παλιότερο του 1579, που δείχνουν το Μιχαήλ να συνεργάζεται για τη φόρτωση και μεταφορά στη Ζάκυνθο υφασμάτων και κασσίτερου με τον αδελφό του, ο οποίος λεγόταν επίσης Zorzi (3). Σύμφωνα με τα καθ’ ημάς, θα ήταν λογικό να υποθέσουμε ότι ο Zorzi ήταν μικρότερος αδελφός του Μιχαήλ και μάλιστα κοιλάρφανος. Οπωσδήποτε, ο δραστήριος άνδρας που όργωνε ακόμα τις θάλασσες – αλλά και τη στεριά όταν χρειαζόταν – στις αρχές του 17ου αιώνα, δεν μπορεί να ήταν ο ηλικιωμένος πατέρας του Μιχαήλ – αν ζούσε – αλλά ο αδελφός του.
Ο Τζώρτζης Σουμάκης αναφέρεται σε μια επιστολή του Σουλτάνου Μουράτ Γ΄ (4) προς το Δόγη Nicolò da Ponte, στις 18 Σεπτεμβρίου 1582, με την οποία απαιτεί αποζημίωση για ένα πλοίο Χριστιανού υπηκόου του που είχε κατασχεθεί στη Βενετία με πρωτοβουλία του Giacomo Ragazzoni (5). Στην υπόθεση, κατά την οποία μέρος των προσόδων κατέληξαν στους επαναστάτες της Μάνης (6), ήταν ανακατεμένοι εκτός από τον Σουμάκη, κάποιος Φραγκίσκος από τη Ζάκυνθο και κάποιος Θεόδωρος Γιαπίτης (ή Γραππίδης), επίσης από τη Ζάκυνθο.
Οι Σουμάκηδες εμπορεύονταν κυρίως Ζακυνθινή σταφίδα και κρασιά από την Κρήτη  –  από όπου είχαν μετεγκατασταθεί πριν ελάχιστες γενιές, και όπου διατηρούσαν επαφές και συγγένειες  πουλώντας τα στην Αγγλία. Τα απευθείας ταξίδια, με δικά τους μέσα, ήταν βέβαια τα πιο επικερδή. Έτσι φρόντισαν να αποκτήσουν τα κατάλληλα πλοία, και πληρώματα που γνώριζαν τις θάλασσες και το διαφορετικό εξαρτισμό των πλοίων του Ατλαντικού (7). Προσέλαβαν δηλαδή Άγγλους ναυτικούς για πλοία αγορασμένα από την Αγγλία.
Την εποχή εκείνη η Αγγλία βρισκόταν σε πόλεμο με την Ισπανία. Αυτό σήμαινε καινούργιες ευκαιρίες αλλά και καινούργιους κινδύνους για τους Σουμάκηδες. Στις αρχές του 1588 – ένα εξάμηνο πριν τα Αγγλικά πυρπολικά νικήσουν την Ισπανική Αρμάδα – ένα γαλιόνι των Σουμάκηδων συνελήφθη στην Ισπανοκρατούμενη Σικελία. Από ότι διαφαίνεται κάποιος Σουμάκης ήταν καπετάνιος. Ο τύπος του σκάφους (8) και η εμφάνιση των ναυτικών – μόνο οχτώ δεν ήταν Άγγλοι – είχαν βάλει σε υποψίες τους Ισπανούς. Αρνούνταν να πιστέψουν ότι το πλοίο δεν ήταν Αγγλικό που είχε μασκαρευτεί σε Βενετικό. Μετά από επίμονες Βενετικές διπλωματικές παραστάσεις το πλοίο και το φορτίο του απελευθερώθηκαν γύρω στον Οκτώβριο ή Νοέμβριο.
Λίγα χρόνια αργότερα ένα πλοίο του Τζώρτζη Σουμάκη, η ‘Madonna di Scopo’, πιάστηκε στην Ισπανία. Ο λόγος ήταν ο ίδιος και πιθανότατα ήταν το ίδιο πλοίο. Είχε σαλπάρει από τη Ζάκυνθο στις 25 Απριλίου του 1592 φορτωμένο με σχεδόν 120.000 λίβρες σταφίδα για την Αγγλία. Ο καπετάνιος ήταν Έλληνας και το φορτίο ανήκε στο Μιχαήλ Σουμάκη σύμφωνα με τα επίσημα χαρτιά. Στην πραγματικότητα μόνο το ένα τέταρτο του φορτίου ανήκε σε αυτόν. Το υπόλοιπο ανήκε σε Άγγλους εμπόρους. Το πλήρωμα βασανίστηκε και αναγκάστηκε να ομολογήσει. Τα κρυμμένα έγγραφα βρέθηκαν. Παρόλα αυτά το πλοίο απελευθερώθηκε, μαζί με μέρος του φορτίου του, το Φεβρουάριο του επόμενου χρόνου.
Μετά από μια δεκαετία, στα τέλη του 1602, ο κυβερνήτης της Ζακύνθου Piero Bondumier και ο απερχόμενος Βενετός πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη Agostino Nani, που έτυχε να βρίσκεται στο νησί, αντιμετώπισαν το επεισόδιο του πλοίου ‘Veniera’. Είχε αποπλεύσει από την Αλεξάνδρεια φορτωμένο μπαχαρικά, δέρματα, και χαλιά. Ανάμεσα στους επιβάτες του βρισκόταν και ο απερχόμενος πρόξενος της Βενετίας εκεί Zuane Da Mosto. Κοντά στο Ταίναρο έπεσαν πάνω στο πειρατικό μπρίκι (9) ‘George’ του William Piers από το Plymouth. Το ‘George’ ήταν ένα σχετικά μικρό σαπιοκάραβο αλλά είχε πάνω του 80 πάνοπλους πειρατές, τετραπλάσιους από το πλήρωμα του ‘Veniera’, και οι Βενετοί δεν αντιστάθηκαν. Παρά το ότι δεν πρόβαλαν αντίσταση η ζωή τους κινδύνεψε σοβαρά, γιατί κάποιοι από το πειρατικό τσούρμο ήθελαν να τους σκοτώσουν. Ο Piers τους έδειξε ένα αιματοβαμμένο μαχαίρι, με το οποίο είχε σκοτώσει έναν από τους ανθρώπους του για να τους προστατέψει.
Οι πειρατές κράτησαν το ‘Veniera’, μετονομάζοντας το σε ‘Fox’, και άφησαν τα θύματα τους να φτάσουν στη Ζάκυνθο πάνω στο ‘George’. Ο Bondumier είχε πληροφορίες ότι ο Piers βρισκόταν στη Μεθώνη, όπου πουλούσε το κλεμμένο εμπόρευμα. Διέταξε το πλήρωμα του ‘Veniera’ να πάνε εκεί με το ‘George’ και να προσπαθήσουν να πάρουν πίσω το πλοίο τους και το εμπόρευμα. Έστειλε το Φραγκίσκο Μονδίνο να τους συνοδέψει με το πλοίο ‘Darling’ του Άγγλου Thomas Cox. Μαζί τους θα πήγαιναν άλλα δύο πλοία Άγγλων εμπόρων που, όπως ο Cox, ήταν εγκατεστημένοι στη Ζάκυνθο. Το ένα δεν έκανε καθόλου πανιά και το άλλο τους εγκατέλειψε με την πρώτη ευκαιρία. Ταυτόχρονα με το Μονδίνο ο Bondumier έστειλε έναν άλλο Ζακυνθινό άρχοντα, το Τζώρτζη Σουμάκη, να πείσει τους Τούρκους να συλλάβουν τους πειρατές.
Ο Σουμάκης πήγε στη Γαστούνη, με διακόσια πενήντα τσεκίνια (10) στο πουγκί του, και βρήκε τον υποδιοικητή του Μοριά, καθώς ο σαντζάκμπεης έλειπε. Ο Οθωμανός αξιωματούχος δεν ήθελε να πάει στη Μεθώνη και ο Σουμάκης χρειάστηκε την επέμβαση του αδελφού του σαντζάκμπεη, που είχε χρηματίσει και αυτός σαντζάκμπεης παλιότερα, για να πειστεί ο υποδιοικητής. Ζήτησε εξακόσια τσεκίνια για τα ‘έξοδα’ του αλλά τελικά συμβιβάστηκε με τα διακόσια πενήντα. Στη Μεθώνη βρήκαν το Μονδίνο, και το σχέδιο ήταν να φέρουν τον Piers στην ξηρά, δήθεν για να συναντήσει τον υπαρχηγό του σαντζάκμπεη, και να συλληφθεί. Αν δεν το κατάφερναν θα προσπαθούσαν να τον πείσουν να τους πουλήσει το εμπόρευμα φτηνά, με τους ίδιους όρους που το πουλούσε στη Μεθώνη, και να τους επιστρέψει το πλοίο. Κάτι η ύποπτη απροθυμία του υποδιοικητή, κάτι το διπλό παιχνίδι ενός εμπόρου από τη Χίο – ενός Battista Giustinian που χρησιμοποίησαν σαν μεσάζοντα – κάτι η αδιαλλαξία του Piers, η αποστολή ναυάγησε.
Οι Βενετοί δεν έχασαν καθόλου την εμπιστοσύνη τους στις ικανότητες των Ζακυνθινών αρχόντων και μερικές βδομάδες αργότερα ανέθεσαν στο Τζώρτζη Σουμάκη καινούργια αποστολή. Ο διοικητής του Βενετικού στόλου του ζήτησε να πάει στο Αιγαίο να βρει σιτηρά για τις ανάγκες του φρουρίου της Κέρκυρας. Λόγω του ότι το πλοίο των Σιγούρων, που είχε σταλεί για να αγοράσει σιτηρά για τη Ζάκυνθο, είχε πέσει θύμα Άγγλων πειρατών λίγο νωρίτερα, ο νέος κυβερνήτης Maffio Michiel του ζήτησε να αγοράσει και για τις δικές της ανάγκες. Του έδωσε για συνοδεία και ένα μικρό Αγγλικό πλοίο, το ‘Blessing of God’. Το πλοίο του Σουμάκη το λέγανε ‘Gigante’ (11). Ας δούμε πως περιγράφει ο ίδιος τα γεγονότα που ακολούθησαν, σε ένα γράμμα που έγραψε στον αδελφό του Λουδοβίκο (η μετάφραση είναι από τα Αγγλικά αλλά το αρχικό κείμενο γράφτηκε στα Ιταλικά).
Αγαπητέ μου αδελφέ σε χαιρετώ. Το προηγούμενο γράμμα μου από το Ναβαρίνο σου έδωσε τις απαραίτητες λεπτομέρειες, και με αυτό το γράμμα θέλω να σου διηγηθώ περισσότερα για αυτό το ευλογημένο ταξίδι μου μέχρι τώρα, και παρακαλώ τον καλό Θεό να με οδηγήσει σώο πίσω. Τη 12η Φεβρουαρίου φύγαμε από το Ναβαρίνο με το Αγγλικό συνοδό για να συνεχίσω το ταξίδι μου, αν και γνώριζα πως ένα Αγγλικό πλοίο των οχτακοσίων τόνων με διακόσιους άνδρες βρισκόταν στη Μεθώνη. Το λένε ‘Dragon’, είχε πιάσει στο Λιβόρνο και επιβιβάσει τριάντα άνδρες του Μεγάλου Δούκα, και είχε δηλώσει πως είχε σαλπάρει με μοναδικό σκοπό να λεηλατήσει τους Τούρκους. Έτσι με βεβαιώσανε και το πίστεψα – γιατί ήταν ένας καπιτάνος, κάποιος Bimondo Franco, που ήταν με τους στρατιώτες του Μεγάλου Δούκα, και ένας Άγγλος από τη συνοδεία μου πήγε να τον δει, και μας είπε να μη φοβόμαστε τίποτα. Με κορόιδεψε όμως.
Το ‘Dragon’ ανήκε στον Άγγλο αριστοκράτη Thomas Sherley. Ο πατέρας του χρωστούσε πολλά χρήματα στη Βασίλισσα Ελισάβετ. Και οι τρεις γιοί της οικογένειας προσπάθησαν με την πειρατεία και άλλους τυχοδιωκτισμούς να αποκαταστήσουν τη γονική περιουσία (12). Ο μικρότερος αδελφός του, ο Anthony, είχε πριν λίγα χρόνια πάει στην Περσία και χωρίς εξουσιοδότηση είχε προσπαθήσει να στήσει συμμαχία με την Αγγλία εναντίον των Οθωμανών. Ο Thomas είχε ξεκινήσει από την Αγγλία με δύο καράβια, το γαλιόνι ‘Dragon’ και το μπρίκι ‘George’ του William Piers. Είχε επιτεθεί σε ένα Ολλανδικό πλοίο αλλά έχασε 50 από τους ανθρώπους του στη μάχη και το θήραμα ξέφυγε. Στο Λιβόρνο ο Φερδινάνδος Α΄ Μέδικος του παραχώρησε 30 ένστολους –  Έλληνες, Βενετούς, και Φλωρεντινούς – για να αναπληρώσει τις απώλειες του.
Αμέσως μετά χώρισαν με τον Piers και ο Sherley έφτασε στη Τζια. Εκεί βγήκε στην ξηρά και απαίτησε να τους δοθούν τρόφιμα αλλά δημιουργήθηκε επεισόδιο. Στη συμπλοκή σκοτώθηκαν δύο ντόπιοι, αιχμαλωτίστηκε όμως ο Sherley και δύο από τους άνδρες του. Το πλήρωμα του ‘Dragon’ συνέχισε την πειρατική του δράση χωρίς τον καπετάνιο του.
 
O Anthony Sherley, αδελφός του Thomas. O Anthony, μαζί με το μικρότερο αδελφό τους Robert, έμεινε δέκα μέρες στη Ζάκυνθο το 1598, όταν τους πέταξαν έξω από το καράβι με το οποίο ταξίδευαν από τη Βενετία.

Συνεχίζει ο Σουμάκης:
Μόλις κινηθήκαμε προς το Αγγλικό πλοίο, έξω από τη Σαπιέντζα, σήκωσε και αυτό άγκυρα. Ήταν κάπου δύο ώρες πριν το ηλιοβασίλεμα – έτσι αρμενίζαμε στην ίδια πορεία. Μόλις είδα ότι μας πλησίαζε απευθύνθηκα στο συνοδό μου να δω τι θα πει. Ρώτησα αν είχε το κουράγιο να πολεμήσει αλλά απάντησε ‘Αν μπορείς, το καλό που σου θέλω βάλε το στα πόδια, γιατί δεν έχω καμία διάθεση να χτυπηθώ.’ Κάνοντας ανάλογα, εμπιστεύτηκα την τύχη μου στο Θεό, και πήγα προς την χώρα της Κορώνης, και καθώς έπεφτε η νύχτα ξέφυγα και ήρθα κάτω από την Κορώνη (μάλλον εννοεί το κάστρο), και το Αγγλικό, βλέποντας το, κόλλησε στο συνοδό μου. Κατά τη διάρκεια της νύχτας άλλαξα πορεία όσο καλύτερα μπορούσα για να τους αποφύγω, και το πρωί βρέθηκα ανοιχτά του Τσιρίγου, πλέοντας με όλες τις απαραίτητες προφυλάξεις μεταξύ Τσιρίγου και Μήλου. Το Αγγλικό είχε μαζέψει πανιά και σταματήσει μεσοπέλαγα, ο κλέφτης ο συνοδός μου τους είχε πει τον προορισμό μας – αλλά όταν μας είδε, από τέσσερα με πέντε μίλια μακριά, έκανε πάλι πανιά. Για χάρη συντομίας δεν μπορώ να μπω σε λεπτομέρειες γιατί θα γέμιζα πενήντα κόλλες χαρτί – αρκεί να πω ότι μας κυνήγησε από τον Εσπερινό μέχρι το Ave Maria και έφτασε εντός βεληνεκούς (τα ναυτικά κανόνια της εποχής είχαν δραστικό βεληνεκές περίπου 500 μέτρα) γιατί ο αέρας μας εγκατέλειψε. Αλλά καθώς έδυε ο ήλιος ο αέρας δυνάμωσε και ξεφύγαμε. Είδαμε ότι το Αγγλικό άλλαξε πορεία και στάθηκε στα ανοιχτά. Καθώς μπαίναμε στο κόλπο της Μήλου είδαμε δύο σκάφη – νόμισα πως το ένα πρέπει να ήταν αυτό που πιάστηκε με τον πρόξενο da Mosto (το ‘Veniera’) , και το συνοδό του, και πραγματικά το ένα ήταν. Έβαλα τα λεφτά στη λάντζα του πλοίου και ξεμπαρκάρισα σε ένα ασυνήθιστο μέρος, και έτσι ξέφυγα στην πόλη της Μήλου. Δεν πρόλαβα να καλοβγώ στη στεριά και η λάντζα του πλοίου του da Mosto πλεύρισε το πλοίο μου με διαταγές προς τον καπετάνιο να με πάρει μαζί της. Ο κυβερνήτης γνώριζε ότι ήμουν εκεί γιατί το άλλο πλοίο στο λιμάνι ήταν το συνοδό μου, που είχε φτάσει εκεί πριν από μένα. Μόλις έμαθε ότι είχα βγει έξω με τα λεφτά έκανε ότι μπορούσε για να πάρει το πλοίο μου και να το κάψει, αλλά τον μεταχειρίστηκα τόσο καλά που τον έκανα, τον καπετάνιο (τον William Piers), τον καλύτερο φίλο μου, και έσωσα το πλοίο, αν και στεκόταν εκεί άχρηστο γιατί δεν μπορούσα να φύγω – γιατί παρόλο που ο καπετάνιος ήταν καλός μου φίλος, οι άνδρες του ήταν πραγματικοί σατανάδες. Καθώς στεκόμαστε εκεί άβολα είδαμε να έρχεται το ‘Dragon’ με τη λεία του, το ‘Caldiera(13) . Ο καπετάνιος του, μόλις έριξε άγκυρα, έστειλε και πήρε το δικό μας καπετάνιο στο καράβι του και του είπε, ‘Θέλω τα λεφτά και τον έμπορο ή θα σε βυθίσω.’ Ο καπετάνιος του είπε, ‘Ο έμπορος και τα λεφτά είναι στη στεριά, και κάμε ότι θες.’ Τότε αυτός πήρε όλους τους ναύτες και τα ρούχα τους και άφησε το πλοίο γυμνό. Μετά από δύο μέρες ο καπετάνιος μου έστειλε ένα γράμμα ζητώντας μου ένα χρηματικό ποσόν σαν λύτρα για το πλοίο του, αλλιώς θα χανόταν. Απάντησα ότι δεν μπορούσα να του δώσω τίποτα. Οι Άγγλοι άρχισαν τότε να παίρνουν τα κανόνια – όταν το είδα αυτό πήρα με το μέρος μου τον πρώτο Άγγλο καπετάνιο, ο οποίος λέγεται Piers, με τη βοήθεια δώρων, έτσι που μου έκανε μεγάλη εξυπηρέτηση, και είπε στο ‘Dragon’ ότι αν δεν με άφηναν ήσυχο θα τους πολεμούσε, γιατί δεν μπορούσε ποτέ να ανεχθεί να πάθω εγώ ζημιά ενώ μου είχε δώσει το λόγο του. Το χειρίστηκε τόσο καλά που μου άφησαν το πλοίο μου και μου δώσανε πίσω τα κανόνια μου, και επανέκτησα το πλοίο μου και τον καπετάνιο του.
Απεικόνιση γαλιονιού από το φυλλάδιο The three English brothers του 1607.
Τα βάσανα του μισσέρ Τζώρτζη δεν σταματούν όμως εδώ. Το γράμμα του συνεχίζεται:
Ενώ τα πράγματα ήταν σε αυτό το σημείο έφτασε ένα πλοίο που λέγεται ‘Bersatona’ από τα Χανιά, καπετάνιος ο Bortolo Pen υιός, με ένα φορτίο από λάδι, κρασί, και τυρί. Μόλις το είδε το ‘Dragon’ έστειλε τη λάντζα του, το κατέλαβε και λεηλάτησε το φορτίο του ‘Bersatona’. Ο άλλος Άγγλος πήρε και αυτός λίγο λάδι για το τραπέζι του και άλλα πράγματα που ήθελε – το ίδιο και το συνοδό μας (το ‘Blessing of God’) , για να μην φανούν λιγότερο γενναίοι άντρες και κύριοι. Πήραν επίσης το ημερολόγιο του καπετάνιου και το κράτησαν για δική τους χρήση. Χτες το ‘Dragon’ σήκωσε άγκυρα, αλλά καθώς το έκανε την έχασε, και έστειλε πάνω στο καράβι μας και πήρε την καλύτερη που είχαμε, και πήγε στο διάολο. Πιστεύω ότι πηγαίνει στη Τζια, γιατί ο κυβερνήτης του είχε συλληφθεί εκεί. Μου λένε ότι είναι ένας κύριος που δεν θα λήστευε ποτέ Χριστιανούς – αλλά ότι τρείς από το πλήρωμα του έκαναν ανταρσία και κατέλαβαν τα πλοία του, και λεηλατούν ότι βρουν, δε λέω τίποτα για τους άλλους δύο Άγγλους πειρατές και τους άλλους δύο Ισπανούς, οι οποίοι επίσης τριγυρίζουν σαν κουρσάροι, και έτσι είμαι σε δύσκολη θέση και δεν ξέρω κατά που να πάω, γιατί κανένας δρόμος δεν είναι ανοιχτός. Είναι πολλοί έμποροι εδώ με μικρά σκάφη από τη Μήλο που μου φέρνουν σιτηρά. Πρόσφερα πενήντα πέντε άσπρα (14) το Chilo (15) και θα πάω στα εξήντα έξι και στα εβδομήντα αν χρειαστεί. Αλλά σου λέω να πας στον Proveditore (κυβερνήτη, πρεβεδούρο) και να του τα πεις όλα για να γράψει στη Γερουσία – και να γράψεις επίσης στον Proveditore του Στόλου στην Κέρκυρα, λέγοντας του όλα όσα έγιναν – να του πεις ακόμα, ότι αν το εγκρίνει, θα πληρώσω ογδόντα για τα σιτηρά, αλλά καλύτερα να έρθει εδώ ο ίδιος, γιατί ανάμεσα σε τόσους πειρατές έχω λίγες ελπίδες να ξεφύγω. Ευλογημένη θα ήταν η ώρα αν είχαμε αρμενίσει εδώ παρέα με τα γαλιόνια του, γιατί χωρίς αμφιβολία αυτά τα δύο Αγγλικά καράβια θα είχαν πέσει στα χέρια του, γεμίζοντας τον με δόξα – και αν έρθει ακόμα και τώρα προς το Τσιρίγο δεν μπορεί παρά να κάνει αυτό που θέλει. Βλέπεις οι Άγγλοι έχουν διαβάσει τα γράμματα που βρήκαν πάνω στο ‘Bersatona’, και ξέρουν ότι η γαλέα ‘Balbi’ και άλλα πλοία έρχονται, και θα τα περιμένουνε ανάμεσα στον Κάβο Μαλιά και την Κρήτη – δεν θα κινηθούνε μακριά από κει – έτσι πρέπει να έρθει όσο πιο γρήγορα μπορεί για να σώσει αυτά τα πλοία, αλλιώς δεν βλέπω καμία πιθανότητα να ξεμπερδέψουμε. Γράφω και στον Proveditore με όλες τις πληροφορίες. Εκτός από τους Άγγλους και τους Ισπανούς υπάρχουν και άλλοι πειρατές που σπέρνουν καταστροφή στη ναυτιλία και γεμίζουν πανικό το Αρχιπέλαγος.
Αυτά για την ώρα. Προσευχήσου στο Θεό να με βγάλει σώο από αυτά, και ο Κύριος να σε φυλάει.
Μήλος, 27η Φεβρουαρίου 1602 (με το Βενετικό ημερολόγιο, 1603 με το σημερινό)
Με αγάπη ο αδελφός σου,
Τζώρτζης Σουμάκης
Ο μισσέρ Τζώρτζης μάλλον τα κατάφερε τελικά. Σε κείνους τους δύσκολους καιρούς όμως δεν μπορούσε κανείς να περιμένει ταξίδια χωρίς κινδύνους και απρόοπτα. Στις 6 Νοεμβρίου του ίδιου χρόνου ο πρεβεδούρος της Ζακύνθου Maffio Michiel έγραφε στο Δόγη και τη Γερουσία:
Ο Έλληνας (ένας ναύτης από Χιώτικο bertone, θύμα πειρατείας) επίσης δηλώνει ότι ο Μπέης της Δαμιέτας (το λιμάνι Dumyā της Αιγύπτου) συνέλαβε το σινιόρ Γεώργιο Σουμάκη και τον έστειλε στη Ρόδο, όπου ο καπουδάν (Οθωμανός ναύαρχος) Cigala (ένας Ιταλός που αιχμαλωτίστηκε νέος και εξισλαμίστηκε) τον πήρε μαζί με το μισό του πλήρωμα πάνω στο πλοίο του.
Λίγες μέρες αργότερα, στις 11 του μήνα, έγραφε:
Λόγω της σύλληψης του Γεωργίου Σουμάκη, τώρα επιβεβαιωμένης, ειδοποίησα όλους τους εγγυητές ότι τα χρήματα της ασφάλειας είναι πληρωτέα στα συνηθισμένα χρονικά περιθώρια.
Δεν έχω βρει πληροφορίες για την κατάληξη αυτής της ιστορίας, φαντάζομαι όμως πως, μετά από διπλωματική πίεση και την καταβολή σημαντικών ποσών, ο Σουμάκης και το πλήρωμα του απελευθερώθηκαν. Για έναν ευγενή με μεγάλη οικονομική επιφάνεια, όπως ο μισσέρ Τζώρτζης, πρέπει να άλλαξαν χέρια κάμποσες χιλιάδες τσεκίνια. Αρκετά ίσως για να αγοράσει κανείς ένα καράβι – ας πούμε ένα καράβι λεφτά.

----------------------------------------------------------------------------------- 
(1)   Juergen Schulz, The new palaces of Medieval Venice, σελ. 123, σημ. 79.
(2)  Λεωνίδας Ζώης, Λεξικόν, τόμος Α΄, σελ. 603. Πάντως η Maria Fusaro προειδοποιεί για λάθη και ανακρίβειες στη γενεαλογία των Σουμάκηδων, τόσο από το Λ. Ζώη όσο και από τον Α. Ραγκαβή. 
(3)  Maria Fusaro, Coping with transition: Greek merchants and ship owners between Venice and England in the late sixteenth century, Oxford University, 2005, σελ. 20, σημ. 87.
(4)  Archivio di Stato di Venezia, Progetto Divenire, Miscellanea documenti turchi, documento n. 909.
 (5)  Ο Giacomo Ragazzoni, μαζί με τον αδελφό του Placido, ήταν Βενετοί μεγαλέμποροι που, αντίθετα με τον κανόνα, δεν είχαν αριστοκρατική καταγωγή. Έκαναν εμπόριο από τα Επτάνησα προς τη Βενετία και την Αγγλία, και συνεργάζονταν τόσο με τους Σουμάκηδες όσο και με τους Σιγούρους.
(6)  Στις αρχές Αυγούστου του ίδιου χρόνου οι προύχοντες της Μάνης είχαν απευθύνει επιστολή στον πάπα ζητώντας βοήθεια.
(7)  Η Μεσογειακή ναυτική παράδοση είχε βασιστεί για πολλούς αιώνες στα τριγωνικά πανιά, τα λεγόμενα λατίνια, ενώ η Βορειοευρωπαϊκή στα τετράγωνα. Οι Βορειοευρωπαίοι είχαν όμως από καιρό αρχίσει να χρησιμοποιούν και λατίνια, εκμεταλλευόμενοι με το συνδυασμό των πανιών τα πλεονεκτήματα και των δύο τύπων.
(8)  Είναι λογικό να υποθέσουμε ότι ήταν από τον τύπο πλοίων που χρησιμοποιούσαν κατά κόρον οι Άγγλοι. Οι Βενετοί τα ονόμαζαν bertoni και οι Άγγλοι race galleons. Η λέξη race δεν έχει σχέση με αγώνες ταχύτητας αλλά προέρχεται από το Γαλλικό vaisseau rasé, που σημαίνει ένα πλοίο ξυρισμένο από όλες τις περιττές υπερκατασκευές.
(9)  Μικρό δικάταρτο πλοίο που προήλθε από το μπριγκαντίνι.
(10)  Χρυσά Βενετικά δουκάτα. Του τα είχε δώσει ο πρεβεδούρος Bondumier για να δωροδοκήσει τους Τούρκους όπως συνηθιζόταν.
(11)  Η πληροφορία για το όνομα του πλοίου του Σουμάκη αναφέρεται στην εισαγωγή του Calendar of State Papers and Manuscripts Relating to English Affairs, Existing in the Archives and Collections of Venice,and in other Libraries of Northern Italy, Volume IV, 1592 – 1603, Preface, σελ. Lxv. Στα δημοσιευμένα στο βιβλίο έγγραφα δεν αναφέρεται το όνομα του σκάφους.
(12)  Στην Αγγλία τα ‘κατορθώματα’ των αδελφών εκδόθηκαν σε φυλλάδιο το 1607 και ανέβηκε θεατρικό έργο με το ίδιο θέμα.
(13)  Το ‘Caldiera’ ήταν ένα μικρό Βενετικό πλοίο που μαζί με το μεγαλύτερο ‘Salvatore’ είχαν βγει στο Αιγαίο να αγοράσουν στάρι. 40 μίλια από τη Μήλο πέσανε πάνω στο ‘Dragon’. Το ‘Caldiera’ παραδόθηκε αμέσως αλλά το ‘Salvatore’ έδωσε μάχη. Μετά από μισή ώρα όμως το ‘Salvatore’ είχε αρχίσει να κάνει νερά και αναγκάστηκε να παραδοθεί και αυτό. Οι πειρατές πήραν αρκετά χρήματα και αγαθά που πούλησαν φτηνά στη Μήλο. Σύμφωνα με τον καραβοκύρη του ‘Caldiera’ οι Άγγλοι πειρατές είχαν σπίτια στη Μήλο και απολάμβαναν πλήρη ελευθερία κινήσεων.
(14)  Το άσπρον ήταν Βυζαντινό νόμισμα αλλά εδώ πρόκειται για το κύριο Οθωμανικό μέσο χρηματικών συναλλαγών, που στα Τουρκικά λέγεται akçe. Ήταν ασημένιο νόμισμα με σχετικά μικρή αξία. 85 άσπρα ήταν περίπου ίσης αξίας με ένα Βενετικό τσεκίνι.
(15) Εδώ δεν πρόκειται για το γνωστό μας κιλό αλλά για το κοιλόν – 62 λίτρες, ή κάτι λιγότερο από ένα βατσέλι.

Τρίτη 15 Νοεμβρίου 2011

Οι πειρατές και τα άτυχα πιτσούνια του πρεβεδούρου


Ο Maffio Michiel ήταν πρεβεδούρος (provveditor, κυβερνήτης) της Ζακύνθου το 1603 και 1604. Η θητεία ήταν συνήθως διετής και όχι πάντα καλοδεχούμενη από τους Βενετούς ευπατρίδες που καλούνταν να υπηρετήσουν. Ο Μάφφιος Μικέλης, έτσι τον γράφει ο Κατραμής, δεν είχε σκοπό να αφιερώσει τη διετία αυτή στον παράνομο πλουτισμό, ή στην καλοπέραση, όπως έκαναν πολλοί. Δεν μπορούσε να μείνει σιωπηλός μπροστά σε αυτά που έβλεπε. Στις 22 Φεβρουαρίου 1603 έγραφε προς τη Σινιορία (1):
Οι Άγγλοι γίνονται απόλυτοι άρχοντες αυτών των υδάτων – γιατί εκτός από την αρπαγή και τη ληστεία που γίνεται καθημερινά σε κάθε είδους σκάφος, και ιδιαίτερα σε αυτά των υπηκόων της Γαληνότητας σας, υποσκελίζουν παντελώς τους υπηκόους σας στις μεταφορές, αδυνατίζουν τους τελωνειακούς δασμούς και καταστρέφουν το εμπόριο, όπως οι Εξοχότητες σας πρέπει να γνωρίζουν πολύ καλά.
Συνεχίζει αναφέροντας πως, εκμεταλλευόμενοι μια ασάφεια του νόμου, οι Άγγλοι πλήρωναν ειδικούς δασμούς μόνο για τέσσερα είδη: μαλλί, kersey (τραχύ αλλά ελαφρό μάλλινο ύφασμα), broadcloth (καλής ποιότητας μάλλινο πυκνής ύφανσης), και κασσίτερο. Δεν πλήρωναν παρά τον πολύ χαμηλό, συνηθισμένο δασμό εμπορευόμενοι ράβδους μολύβδου, παστά ψάρια, τυρί, αυγοτάραχο, καραβόπανα, σχοινί, καπέλα, κάλτσες, μπαρούτι, και άλλα που δεν κατονομάζει. Προτείνει στη Σινιορία να τσακίσει τους Άγγλους στη φορολογία για να σηκωθούν να φύγουν, όπως ακριβώς διώχτηκαν οι Βενετοί έμποροι από την Αγγλία.
Το μένος του Michiel εναντίον των Άγγλων δεν ήταν αδικαιολόγητο, ούτε υπερέβαλλε στις κατηγορίες του. Σύμφωνα με τον προκάτοχο του, τον Piero Bondumier, πάνω από τριάντα Αγγλικά καράβια περνούσαν στη Μεσόγειο κάθε χρόνο και επιδίδονταν όχι μόνο στο εμπόριο και στο λαθρεμπόριο αλλά και στην πειρατεία. Τη μέρα που έφτασε ο Michiel στη Ζάκυνθο, στις 10 Ιανουαρίου 1603 (2), έφτασε επίσης το πλήρωμα του Βενετικού πλοίου ‘Veniera’ (3). Το πλοίο αυτό, στο οποίο επέβαινε ο απερχόμενος πρεσβευτής της Βενετίας στην Αλεξάνδρεια Zuane Da Mosto, είχε καταληφθεί από τον Άγγλο πειρατή William Piers το Δεκέμβριο, νότια της Πελοποννήσου. Το πλήρωμα, μαζί με το Ζακυνθινό άρχοντα Φραγκίσκο Μονδίνο και μερικούς Άγγλους εμπόρους από τη Ζάκυνθο, είχε σταλεί στην Τουρκοκρατούμενη Μεθώνη, όπου βρισκόταν ο Piers, για να προσπαθήσουν να πάρουν πίσω το πλοίο και τα εμπορεύματα τους. Όχι μόνο είχαν αποτύχει αλλά στην επιστροφή είχαν πέσει πάλι θύματα πειρατείας από ένα Αγγλικό μπριγκαντίνι (4).
Μόλις τρεις μέρες πριν την αναφορά της 22ας Φεβρουαρίου ο Michiel είχε γράψει μια άλλη:
Αυτό που φοβόμουνα έγινε. Οι Άγγλοι λεηλάτησαν το καραμοσάλι (5) Sicuro (6) στο λιμάνι του Πεταλά (7). Το είχα στείλει για στάρι (8). Πήραν όλα τα λεφτά που προορίζονταν για την αγορά του σταριού και δύο κανόνια. Κανείς δεν ξέρει τι απέγιναν εννέα μέλη του πληρώματος. Οι κάτοικοι του νησιού είναι σε απόγνωση λόγω της καταστροφής των ελπίδων τους.
Συνημμένη είχε στείλει την κατάθεση του Antonio Lase, υπεύθυνου φορτίου (9) του πλοίου:
Στα ανοιχτά της Κεφαλονιάς είδαμε ένα Αγγλικό πλοίο στα νότια. Μας πλησίασε και έριξε έξι κανονιές, τρεις με μπάλα και τρεις άσφαιρες. Κατεβάσαμε τα πανιά και ανεβήκαμε στην κουβέρτα να ρωτήσουμε τι θέλανε και να τους πούμε ποιοί είμαστε. Ρωτήσανε αν μπορούμε να τους δώσουμε προμήθειες, νερό, και έναν πλοηγό. Ο σινιόρ Σιγούρος τους έστειλε ένα βαρέλι κρασί, ψωμί, και κάποιον που τον λέγανε Battista Corsari (10) από τη Ζάκυνθο. Φτάσαμε τελικά στο λιμάνι του Πεταλά. Το Αγγλικό πλοίο μας ακολούθησε μέχρι εκεί και το πρωί στείλαμε για να πάρουμε πίσω τον άνθρωπο μας ενώ οι δύο σινιόρι Σιγούροι βγήκαν στην ξηρά με όλα τους τα λεφτά. Αγοράσανε ψάρια και γυρίσανε στο καράβι την ώρα του φαγητού, με τα λεφτά ακόμα πάνω τους. Η βάρκα μας δεν είχε γυρίσει ακόμα και έτσι ο σινιόρ Σιγούρος έστειλε το βαρκάκι να τον φέρει και να πάει στους Άγγλους ένα μεγάλο ψάρι. Φάγαμε και λίγο μετά είδαμε μια βάρκα να φεύγει από το Αγγλικό καράβι και να έρχεται προς το μέρος μας. Είχε πάνω γύρω στους είκοσι Άγγλους και έναν από τους ανθρώπους μας. Συσκεφθήκαμε για το αν θα έπρεπε να ανοίξουμε πυρ αλλά καθώς πλησίασε η βάρκα αναγνωρίσαμε το δικό μας και την αφήσαμε να έρθει. Ανέβηκαν πάνω και εμείς ετοιμάσαμε τα όπλα μας – αυτοί όμως άρχισαν να συμπεριφέρονται εκφοβιστικά και ένας τους έδωσε μια σπαθιά σε ένα γέρο ναύτη που στεκόταν εκεί. Τότε ο σινιόρ Ιερώνυμος Σιγούρος πήδησε στη βάρκα του πλοίου και οι υπόλοιποι είτε στη θάλασσα είτε στη βάρκα (11). Ο σινιόρ Αλέξανδρος Σιγούρος, εγώ, και τρεις άλλοι μείναμε μόνοι μας στο πλοίο. Τράβηξα το σπαθί μου να υπερασπιστώ το εαυτό μου αλλά οι άλλοι δεν κάνανε τίποτα. Ενώ χτυπιόμουνα με έναν Άγγλο ένας άλλος με τραυμάτισε στο λαιμό με ένα μακρύ κοντάρι, και επίσης έναν άλλο ναύτη και ένα τζόβενο. Μετά μας δέσανε και άρχισαν να λεηλατούν το πλοίο. Πήραν όλα τα λεφτά και τα ρούχα που βρήκανε, ξεσκαλώσανε το πηδάλιο από τους μεντεσέδες, και αρπάξανε δύο πυροβόλα. Μετά πήγανε πίσω στο πλοίο τους. Δύο από αυτούς ήταν τραυματισμένοι – ο καπετάνιος από εμένα και ένας άλλος από το Νικολό Ρωμανό. Δεν ξαναείδα αυτούς που στείλαμε στο Αγγλικό καράβι. Όταν ρωτήθηκε αν γνώριζε κανέναν από αυτούς τους Άγγλους απάντησε ότι ήξερε δύο ή τρεις που τους είχε δει άλλες φορές στη Ζάκυνθο.
Ο πρεβεδούρος δεν έμεινε στις αναφορές. Κάλεσε αμέσως όλους τους Άγγλους εμπόρους της Ζακύνθου, τους τα έψαλε και τους ζήτησε αποζημίωση. Όταν διαμαρτυρήθηκαν, λέγοντας ότι δεν έχουν ούτε σχέση με τους πειρατές ούτε λεφτά για αποζημίωση, τους φυλάκισε στο Κάστρο και τους άφησε ελεύθερους μόνο με χρηματική εγγύηση. Στο μεταξύ έδωσε εντολές να ψαχτούν τα εμπορεύματα τους μην τυχόν βρεθούν εκεί κλοπιμαία.
Έστειλε ακόμα μερικές φρεγάτες (12) στο κανάλι μεταξύ Κεφαλονιάς και Ζακύνθου όπου είχαν εμφανιστεί ύποπτα πλοία. Τα πλοιάρια αυτά είχαν πάει μόνο για αναγνώριση, αφού δεν μπορούσαν να τα βγάλουν πέρα με καράβια οπλισμένα με κανόνια. Ούτε και με τον χειμωνιάτικο καιρό όμως τα έβγαλαν πέρα και γύρισαν πίσω άπρακτες. Έτσι έγραψε στον Πρεβεδούρο του Στόλου και στο Διοικητή των μεγάλων γαλεών στην Κέρκυρα για βοήθεια. Ο πρώτος όμως ήταν σοβαρά άρρωστος και ο δεύτερος περίμενε να ετοιμαστεί η συνοδεία του.

Τα πλοία από τον Ατλαντικό είχαν σημαντικότατα πλεονεκτήματα απέναντι στα πολεμικά της Μεσογείου. Εδώ ένα γαλιόνι συγκρούεται με δύο γαλέες, και έχοντας εμβολίσει τη μία είναι έτοιμο να τσακίσει τα κουπιά της άλλης.
Τα πράγματα φαίνονταν να χειροτερεύουν, με μαντάτα νέων πειρατικών επιθέσεων και ανησυχητικές πληροφορίες. Οι πειρατές, που δεν έβρισκαν πια καταφύγιο στη Πάτρα μετά από παρέμβαση του Άγγλου πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη, τραβούσαν τώρα για τη Μεθώνη και την Κορώνη. Στην Τύνιδα, σύμφωνα με έναν Άγγλο πλοίαρχο, είχαν καταφύγει τουλάχιστον δώδεκα Άγγλοι πλοίαρχοι, εξόριστοι από την Αγγλία, όλοι πειρατές.
Δεν άργησαν όμως και κάποια ευχάριστα νέα. Οι ναυτικοί του πλοίου του Σιγούρου που είχαν σταλθεί στο πειρατικό φαίνεται πως επιβίωσαν και γύρισαν στη Ζάκυνθο. Στα τέλη Απριλίου ο Michiel έγραψε:
Πληροφορήθηκα από το Battista Corsari από την Chioggia πως σε ένα Αγγλικό πλοίο που βρισκόταν στο λιμάνι ήταν δύο από τους πειρατές που είχαν λεηλατήσει το πλοίο του. Έστειλα να φέρουν τον Άγγλο καραβοκύρη με το πρόσχημα ότι θα του έδινα γράμματα για την Αγγλία. Όταν ήρθε στο Κάστρο απαίτησα να μου τους παραδώσει, λέγοντας του ότι δεν είχα τίποτα εναντίον του, αν και προσωπικά είμαι απόλυτα πεπεισμένος ότι δεν υπάρχει ούτε ένας ναυτικός αυτού του έθνους που δεν είναι πειρατής. Υπάκουσε στις εντολές μου και μου τους έφερε. Είναι στη φυλακή και ομολόγησαν αμέσως. Δικαιολογούνται πως τους παρέσυρε ο καπετάνιος τους, θα προχωρήσω στη δίκη τους.
Κάπου δυο βδομάδες νωρίτερα τρία Αγγλικά bertoni (13) είχαν καταλάβει μια Βενετική marciliana (14) φορτωμένη ξυλεία κοντά στα Στροφάδια. Το ένα τους τη ρυμούλκησε στη Μεθώνη για να την πουλήσει μαζί με το φορτίο της. Οι Τούρκοι όμως συνέλαβαν τον καπετάνιο, κάποιον Buer, τον αδελφό του, και άλλους δύο, και απαίτησαν την παράδοση  της λείας αλλιώς θα τους έστελναν αλυσοδεμένους στη Ζάκυνθο. Ο καπετάνιος συμφώνησε και φαίνεται πως τη γλύτωσε, παρόλο που ο Michiel έγραψε αμέσως στον κατή (kadi, δικαστή) της Μεθώνης και στον σαντζάκμπεη (κυβερνήτη) του Μοριά ζητώντας την τιμωρία τους και την επιστροφή της marciliana.

Υπάρχουν ελάχιστες απεικονίσεις που ταυτίζονται με τα bertoni στη σχετική βιβλιογραφία, και όσες έχω δει, κατά την άποψη μου, απεικονίζουν γαλιόνια. Τη διαφορά μεταξύ ενός μεγάλου Ισπανικού γαλιονιού και ενός Ολλανδικού bertone μπορείτε να τη δείτε σε αυτή τη σκηνή από τη ναυμαχία του Γιβραλτάρ το 1607.
Μέσα στις δύο πρώτες βδομάδες του Μαΐου συνέβη ένα άλλο περιστατικό. Ένας Άγγλος πλοίαρχος από το Dartmouth – ο οποίος είχε κουρσέψει δύο Βενετικά πλοία με το Φλαμανδικής κατασκευής bertone Legion’ – έπιασε στη Μεθώνη για να πουλήσει τη λεία του. Όσο αυτός βρισκόταν στην ξηρά, το πλήρωμα του – 37 Άγγλοι και 3 Έλληνες – έκανε πανιά για να πουλήσει το κούρσος στην Αφρική, εγκαταλείποντας τον μαζί με έναν ακόμη από το πλήρωμα. Τους συνέλαβαν οι Τούρκοι και τους έστειλαν στη Γαστούνη, την έδρα του σαντζάκμπεη. Μόλις το έμαθαν ο νυν και ο πρώην Άγγλος πρόξενος στην Πάτρα φοβήθηκαν και διέφυγαν στη Ζάκυνθο.
Στη Ζάκυνθο ο Michiel γνώριζε και για τη σύλληψη του καπετάνιου και για το ότι οι σκαστοί της Πάτρας ήταν κλεπταποδόχοι συνεργάτες του. Τους συνέλαβε και ζήτησε την έκδοση των κρατουμένων της Γαστούνης. Ο σαντζάκμπεης Mehmet τους έστειλε στη Ζάκυνθο υπό την φρούρηση Αθηναίων εμπόρων. Φαίνεται όμως ότι η κλίκα των πειρατών είχε υποστηρικτές στο νησί ανάμεσα στους εγκατεστημένους εκεί Άγγλους εμπόρους, οι οποίοι ήταν διατεθειμένοι να ξοδέψουν σημαντικά ποσά για να τους σώσουν. Έτσι ο σαντζάκμπεης, σχεδόν αμέσως, ζήτησε τους κρατούμενους πίσω με διάφορες δικαιολογίες. Ο Michiel υποψιάστηκε ότι το πραγματικό κίνητρο του κυβερνήτη του Μοριά ήταν η προσδοκία ενός γερού μπαξισιού για να τους ελευθερώσει. Αρνήθηκε να τους επιστρέψει, με κάποιες ευγενικές δικαιολογίες για να κερδίσει χρόνο. Στο μεταξύ καταδίκασε και τους τέσσερεις σε θάνατο αλλά εκτέλεσε μόνο τους προξένους, όπως έγραψε στις 28 Μαΐου (με το παλιό ημερολόγιο).
Έχοντας ομολογήσει και κριθεί ένοχοι για αυτό το έγκλημα, εγώ με το Συμβούλιο μου, τους καταδικάσαμε να κρεμαστούν, και η ποινή εκτελέστηκε σε ένα ψηλό πύργο αυτού του κάστρου, όπου τα σώματα τους θα παραμείνουν στη θέα της πόλης και του λιμανιού μέχρι να λιώσουν, σαν φόβητρο για όλους όσους διαπράττουν τέτοια κακά. Καταδίκασα επίσης σε παρόμοια ποινή τον πλοίαρχο και το σύντροφο του, αλλά ο σεβασμός προς το σαντζάκμπεη του Μοριά με έκανε να αναστείλω την εκτέλεση.
Ο Οθωμανός κυβερνήτης είχε πλέον αρχίσει να γίνεται απειλητικός. ‘Αυτή η ιστορία δεν θα έχει καθόλου καλό τέλος, να το ξέρεις,’ έγραψε στον Michiel. Ο πρεβεδούρος φοβήθηκε ότι ο Mehmet, για αντίποινα, θα συλλάμβανε Ζακυνθινούς που πήγαιναν στο Μοριά για εμπόριο και έδωσε εντολή να σταματήσουν να πηγαίνουν σκάφη απέναντι χωρίς δική του εξουσιοδότηση. Αυτό όμως έπληττε το εμπόριο και δημιουργούσε τεράστιο πρόβλημα στη Ζάκυνθο, η οποία ήταν εξαρτημένη από το Μοριά για πολλά από τα απαραίτητα, ιδιαίτερα τρόφιμα. Έστειλε λοιπόν το Φραγκίσκο Μονδίνο να μεταπείσει το Mehmet. Ο Μονδίνος πρόσφερε στον σαντζάκμπεη 300 κορώνες μπαξίσι αλλά εκείνος ήταν αμετάπειστος. Σαν να μην έφτανε αυτό οι Άγγλοι πειρατές της Μεσογείου είχαν εξαγριωθεί από την εκτέλεση των εμπόρων της Πάτρας. Ένα θύμα πειρατικής επίθεσης κατέθεσε στις αρχές Νοεμβρίου:
Το πρώτο πράγμα που έκαναν μόλις επιβιβάστηκαν (οι πειρατές) ήταν να ρωτήσουν αν υπήρχαν Βενετοί ευγενείς στο πλοίο, καθώς σκόπευαν να τους κρεμάσουν αμέσως, σε αντίποινα για το κρέμασμα των Άγγλων στη Ζάκυνθο, και είπαν ότι σκόπευαν να περιπολούν εκεί μέχρι να πιάσουν κάποιο Βενετό.
Το αδιέξοδο με το Σαντζάκμπεη συνεχίστηκε για πάνω από ένα χρόνο. Ο Michiel κατάφερε, μέσω του Βενετού βάιλου (πρεσβευτή ) στην Κωνσταντινούπολη, να εκδοθεί γραπτή εντολή από το Σουλτάνο στο Mehmet να υποχωρήσει. Την πήγε στη Γαστούνη ο Μονδίνος και πάλι. Ο Mehmet όμως, με πρόφαση κάποια διατύπωση στο έγγραφο, εξακολουθούσε να επιμένει. Χρειάστηκε νέα διαταγή του Σουλτάνου, η οποία – μαζί με γράμμα της μητέρας του μπέη που συμβούλευε το ‘φως των ματιών της’ να υπακούσει – επιδόθηκε τον Αύγουστο του 1604. Οι δύο πειρατές εκτελέστηκαν στις 11 Σεπτεμβρίου (με το παλιό ημερολόγιο) σε ‘ένα ψηλό και ευδιάκριτο σημείο, όπου φαίνονταν από ολόκληρη την πόλη και το λιμάνι’.
Πλησίαζε πια το τέλος της θητείας του Maffio Michiel, τον Ιανουάριο του 1605. Το Νοέμβριο έστειλε την οικοσκευή του στη Βενετία με το Βενετικό bertone Moresini’ (15). Το πλοίο το διοικούσε Βενετός, αλλά ο καπετάνιος και κάμποσα μέλη του πληρώματος ήταν Άγγλοι. Το ‘Moresini’ συνάντησε ένα Αγγλικό πλοίο, μάλλον ένα μεγάλο bertone των 400 τόνων, με 100 άντρες και 28 κανόνια. Ο Michiel διηγήθηκε τι συνέβη.
Πριν τρεις μέρες το bertoneMoresini’, το οποίο απέπλευσε από εδώ στις 19 Νοεμβρίου, επέστρεψε στο λιμάνι. Είχε λεηλατηθεί από ένα πειρατικό λίγο έξω από το κανάλι. Εγώ είμαι το μεγαλύτερο θύμα, γιατί αυτοί οι ληστές κατάστρεψαν ή έκλεψαν το μεγαλύτερο μέρος της οικοσκευής μου και αυτής του Καγκελλαρίου και αξιωματικού μου. Καθώς ήταν το τέλος της θητείας μου είχαμε φορτώσει το μεγαλύτερο μέρος των προσωπικών μας αντικειμένων, πιστεύοντας ότι το ‘Moresini’ ήταν ένα καλό, αξιόπλοο, καλά οπλισμένο καράβι. Αλλά δυστυχώς έπεσε πάνω σε αυτούς τους δολοφόνους. Ο καραβοκύρης, καθώς βρισκόταν πάνω στο πειρατικό κατά τη διάρκεια της λεηλασίας, δεν ήταν αυτόπτης μάρτυρας, αλλά οι επιβάτες με βεβαιώνουν πως οι περισσότεροι πειρατές είναι Άγγλοι, και ότι έπεσαν πάνω στα πράγματα μου σαν λυσσασμένα σκυλιά, παρόλο που δεν πείραξαν το υπόλοιπο φορτίο κάποιας αξίας. Ότι δεν θέλανε, όπως διακοσμημένα κεραμικά (majolica) και πήλινα, τα κάνανε κομματάκια με αγαλλίαση, και επίσης μερικά κουτιά της οικογένειας μου. Αλλά η μεγαλύτερη απόδειξη της ασπλαχνίας τους είναι ότι σκότωσαν μερικά περιστέρια που οι γυναίκες της οικογένειας μου στέλνανε στη Βενετία για προσωπική τους ευχαρίστηση. Τα πουλιά ήταν σε ένα κλουβί κρεμασμένο εξωτερικά στο πλευρό του πλοίου, και οι πειρατές τα σκοτώσανε και τα πετάξανε στη θάλασσα. Αυτό το έκαναν, υποθέτω, για να πάρουν εκδίκηση επειδή κρέμασα έναν πλοίαρχο και τρεις Άγγλους ναυτικούς. Δεν παραπονιέμαι, γιατί είμαι έτοιμος να θέσω τη ζωή τη δική μου και των παιδιών μου στην υπηρεσία της Γαληνότητας σας.
Αν και την πειρατική εκδίκηση την πλήρωσαν ακριβότερα τα κακόμοιρα τα πιτσουνάκια, οι Άγγλοι δεν ξέχασαν εύκολα αυτόν που αποκαλούσαν ‘the hanging governor’. Πάνω από δύο αιώνες αργότερα, το 1829, η Αγγλίδα συγγραφέας Catherine Grace Frances Gore, στο διήγημα της ‘The bride of Zante’, ονόμασε τον πρεβεδούρο της Ζακύνθου Michaeli . Ήταν μια καθόλου τυχαία παραπομπή στον Michiel σαν εκπρόσωπο των διεφθαρμένων, καταπιεστικών, και αχώνευτων Βενετών. Ειρωνικότατα όμως, ήταν πλέον οι συμπατριώτες της Gore που έστηναν κρεμάλες στη Ζάκυνθο.

--------------------------------------------------------------------- 
(1)  Οι περί Άγγλων αναφορές του Michiel και άλλα σχετικά έγγραφα από τα Βενετικά Αρχεία, μεταφρασμένα στα Αγγλικά, μπορούν να βρεθούν στην ιστοσελίδα http://www.british-history.ac.uk/.
(2)  Υπάρχει μια σχετική δυσαρμονία στις ημερομηνίες των εγγράφων επειδή κάποιες είναι σύμφωνα με το Ιουλιανό ημερολόγιο και άλλες με το Γρηγοριανό. Επίσης, κάποιες φορές θεωρείται σαν αρχή του χρόνου η 1η Ιανουαρίου και άλλες η 1η Μαρτίου.
(3)  Προφανώς το πλοίο ανήκε σε κάποιον Venier.
(4)  Μικρό δικάταρτο πλοίο που πολύ συχνά χρησιμοποιούσαν οι πειρατές (briganti), εξ ου και το όνομα του.
(5)  Μικρού ή μεσαίου μεγέθους, δικάταρτο εμπορικό της Ανατολικής Μεσογείου με ψηλή πρυμναία υπερκατασκευή.  Ετυμολογείται από το Τουρκικό karamürsel.
(6)  Από το όνομα φαίνεται πως ανήκε στην οικογένεια Σιγούρου.
(7)  Ο Πεταλάς είναι η μεγαλύτερη από τις Εχινάδες νήσους, κοντά στην Αιτωλοακαρνανία. Σήμερα είναι ακατοίκητος.
(8)  Λόγω της εκτεταμένης σταφιδοκαλλιέργειας η Ζάκυνθος δεν μπορούσε να καλύψει με εγχώρια παραγωγή ούτε το ένα τρίτο των αναγκών της σε σιτηρά. Συχνά υπήρχε μεγάλη έλλειψη ψωμιού, πράγμα που έπληττε περισσότερο τα κατώτερα στρώματα του πληθυσμού.
(9) Ο Lase ήταν πιθανότατα έμπιστος του Michiel και θα διαπραγματευόταν την αγορά των σιτηρών.
(10)  Σε άλλο έγγραφο του Michiel κάποιος Battista Corsari αναφέρεται πως ήταν από την Chioggia, ένα λιμάνι κοντά στη Βενετία. Πάντως υπήρχε και στη Ζάκυνθο οικογένεια Κορσάρη εκείνη την εποχή, όπως και οικογένεια Κουρσάρη στα Λαγκαδάκια, σύμφωνα με το Λ. Ζώη.
(11)  Συχνά τα Βενετσιάνικα πλοία εκείνης της εποχής ήταν ασφαλισμένα. Έτσι όχι μόνο το πλήρωμα αλλά και οι ίδιοι οι πλοιοκτήτες δεν ήταν διατεθειμένοι να διακινδυνέψουν δίνοντας μάχη εναντίον των πειρατών.
(12)  Η φρεγάτα ήταν ένα πολύ μικρό σκάφος, με ένα μόνο τριγωνικό πανί, χωρίς κατάστρωμα, και μέχρι 12 κωπηλάτες σε κάθε πλευρά. Ήταν όμως πολύ ευπροσάρμοστο, γι αυτό μεγάλωσε προοδευτικά, φτάνοντας τις σημερινές διαστάσεις των 5 και 6 χιλιάδων τόνων.
(13) Η μεγάλη πλειοψηφία των Άγγλων και Ολλανδών πειρατών που μάστιζαν τη Μεσόγειο το δεύτερο μισό του 16ου και το πρώτο μισό του 17ου αιώνα χρησιμοποιούσαν ένα τύπο πλοίου που οι Βενετοί αποκαλούσαν bertone. Το όνομα αυτό μάλλον αποτελεί αναγραμματισμό του bretone (βρετανικό). Από τις σχετικά λίγες πληροφορίες που παρέχουν οι Βενετικές πηγές φαίνεται ότι ήταν πλοίο πολύ συγγενικό με το γαλιόνι αλλά μικρότερο. Το bertone είχε τρία κατάρτια και ένα ή δύο καταστρώματα – το γαλιόνι τρία μέχρι πέντε κατάρτια και τουλάχιστον δύο καταστρώματα. Προέρχονταν και τα δύο από τον τύπο πλοίου που οι Βενετοί αποκαλούσαν nave αλλά είναι πιο γνωστό με την Πορτογαλική ονομασία carraca. Ένα τέτοιο βλέπετε στην πρώτη εικόνα της ανάρτησης. Το γαλιόνι όμως, και πολύ περισσότερο το bertone, είχαν πολύ μικρότερη πρωραία υπερκατασκευή και γενικά πιο αεροδυναμικό σχήμα. Υπερτερούσαν δραματικά απέναντι στις γαλέες και τις γαλεάτσες των Μεσογειακών κρατών.  Μπορούσαν να φέρουν μεγαλύτερο αριθμό κανονιών, η κατάληψη τους από γαλέα με ρεσάλτο ήταν σχεδόν αδύνατη λόγω διαφοράς ύψους, και χρειάζονταν πολύ μικρότερο πλήρωμα. Το σημαντικότερο ίσως ήταν πως μπορούσαν να πλέουν με άσχημο καιρό, κάτι που δυσκόλευε πολύ τις γαλέες. Έτσι τα Βορειοευρωπαϊκά bertoni, σε αντίθεση με τις Βορειοαφρικανικές φούστες, επιχειρούσαν κατά προτίμηση το χειμώνα. Ο Michiel, στην αναφορά του της 6ης Νοεμβρίου 1603, έγραφε: Οι Άγγλοι πειρατές άρχισαν να εμφανίζονται πάλι, τώρα που φτάνει η εποχή που τους ευνοεί. Είναι συνηθισμένοι να μένουν στη θάλασσα το καταχείμωνο και με το χειρότερο καιρό, χάρη στην ανθεκτικότητα των πλοίων τους και την επιδεξιότητα των ναυτικών τους.  Και το καλοκαίρι όμως το bertone, με εκτόπισμα μόλις 200 – 300 τόνους  συνήθως, και βύθισμα πού συχνά δεν ξεπερνούσε τα 2,5 μέτρα, ταξίδευε με την παραμικρότερη πνοή του ανέμου. Οι Βενετοί αναγκάστηκαν να χρησιμοποιήσουν και οι ίδιοι bertoni, δεν έφτασαν όμως ποτέ τη δεξιότητα των δασκάλων τους.
(14) Φτηνό στην κατασκευή και τη χρήση εμπορικό με προέλευση από την Αδριατική. Ήταν χαμηλό, φαρδύ, χωρίς τρόπιδα και με τετράγωνα πανιά.
(15) Το πραγματικό όνομα του πλοίου ήταν ‘Santa Maria’ αλλά, όπως γινόταν συχνά, εδώ χρησιμοποιείται το όνομα του πλοιοκτήτη ή του κυβερνήτη.
Άδεια Creative Commons
Αυτή η εργασία από το http://pampalaia.blogspot.com/ χορηγείται με άδειαCreative Commons Αναφορά προέλευσης - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 3.0 Μη εισαγόμενο .