Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2011

Ο πάπας, η πριγκηπέσα Ιζαμπώ, και τα Στροφάδια


Το να επισκεφτεί κανείς τη Μεσαιωνική ιστορία των Στροφάδων δεν είναι απλά ταξίδι σε βαθιά νερά. Πλέεις πάνω από μιαν άβυσσο σκοτεινή, κάτω από έναν ουρανό ανήλιο και ανάστερο, σε μια εποχή που ο μπούσουλας ήτανε περιφρονημένος και οι χάρτες λειψοί και λαθεμένοι. Στην καταχνιά που σκεπάζει τον ορίζοντα, σαν σε γιγάντια, τρισδιάστατη οθόνη, μπερδεύονται γεγονότα, θρύλοι, θαύματα, και λάθη, χορεύοντας, παίζοντας με το μυαλό σου. Λίγοι ιστορικοί τολμήσανε να βάλουνε πλώρη για κει, γιατί λίγα τα σημάδια και πολλοί οι ύφαλοι και οι ξέρες. Από τις ιστορίες που φέρανε πίσω καμιά δε με άφησε αδιάφορο. Άλλες εξάψανε τη φαντασία μου και άλλες μου κάτσανε στο στομάχι. Και στις δύο περιπτώσεις ήθελα να μάθω περισσότερα, να βρω δικά μου σημάδια.
Έτσι γεννηθήκανε μια σειρά κειμένων που θα αποτολμήσω τώρα να σας προτείνω. Από αυτά μπορείτε να πάρετε ή να αφήσετε ότι θέλετε. Είναι μόνο ένα κομμάτι από την ιστορία των Στροφάδων όπως την καταλαβαίνω εγώ, η δική μου προσωπική εξήγηση ενός ακόμα θαύματος αυτής της μικρής Χώρας των Θαυμάτων: του πως ο ‘καστρόπυργος των Παλαιολόγων’, το οχυρό μοναστήρι των Στροφάδων, έμεινε ακατάκτητο από την Οθωμανική Αυτοκρατορία όταν όλα τα άλλα κάστρα – εκτός από την απρόσιτη Μονεμβασιά – είχαν προ πολλού πέσει ή παραδοθεί. Το ταξίδι στο οποίο σας προσκαλώ είναι επίπονο αλλά δείτε το, αν θέλετε, σαν ένα νοερό προσκύνημα.
Ξεκινάμε σήμερα από το σωτήριον έτος 1299. 38 χρόνια νωρίτερα οι Βυζαντινοί είχαν ξαναπάρει από τους Φράγκους την Κωνσταντινούπολη. Εκτός όμως από την Ήπειρο, ολόκληρη η Ελλάδα, και σχεδόν όλα τα νησιά της, βρίσκονταν στα χέρια των Δυτικών. Μόνο στο Μοριά είχαν μερικά ισχυρά κάστρα οι Βυζαντινοί, που τους δόθηκαν μετά τη μάχη της Πελαγονίας. Δύο μέρες πριν την εκπνοή εκείνου του χρόνου, και του 13ου αιώνα, ο Πάπας Βονιφάτιος Η΄ έγραψε μια επιστολή (1). Σε αυτήν επικυρώνει το διορισμό ενός νέου ηγουμένου στη μονή των Στροφάδων (2), κάποιου Hugolino de Forolivio.
Ο Βονιφάτιος σε έργο του Giotto

Η επιστολή λέει πως η μονή ανήκε στο τάγμα των Βενεδικτίνων της Επισκοπής Ωλένης (στην Ηλεία) και βρισκόταν σε ένα νησί κοντά στο Πριγκιπάτο της Αχαΐας. Εκτός από το νέο ηγούμενο, επιστολές με παρεμφερές περιεχόμενο στάλθηκαν ταυτόχρονα στους μοναχούς, στον Κόμητα Κεφαλληνίας και Ζακύνθου Ριχάρδο Ορσίνι, στην Πριγκίπισσα της Αχαΐας Ισαβέλλα – την πριγκηπέσα Ιζαμπώ του ομώνυμου μυθιστορήματος του Τερζάκη – και στον Λατίνο Αρχιεπίσκοπο Πατρών.

Η σφραγίδα της Ισαβέλλας

Τό ότι η μονή ανήκε εκείνα τα χρόνια στη Δυτική Εκκλησία δεν προκαλεί έκπληξη. Αναρίθμητες εκκλησίες και μοναστήρια αρπάχτηκαν στην αρχή της Φραγκοκρατίας από τους Καθολικούς, μαζί βέβαια με τις περιουσίες τους. Εγείρει όμως η επιστολή κάποια ερωτήματα. Υπό ποία κοσμική εξουσία βρισκόταν το μοναστήρι; Το παπικό γράμμα αναφέρει ότι βρισκόταν σε νησί κοντά στο Πριγκιπάτο, όχι σε νησί του Πριγκιπάτου. Αν υποθέσουμε ότι ανήκε στην Κομητεία Κεφαλληνίας και Ζακύνθου γιατί να υπάγεται εκκλησιαστικά στην Αχαΐα; Δεν θα δημιουργούσε αυτό πρόβλημα πολιτικό και διπλωματικό; Γιατί οι δύο ηγεμόνες ενημερώνονται ταυτόχρονα σαν να είναι απλώς γείτονες και όχι σαν να ανήκει η μονή σε έναν από αυτούς; Μήπως δεν ανήκε σε κανέναν τους και ανήκε σε κάποιον άλλο, παραδείγματος χάριν τους Βενετούς αφέντες της ελάχιστα πιο μακρινής Μεθώνης; Όμως ο πάπας δεν έγραψε στο δόγη, άρα οι Βενετοί πρέπει μάλλον να αποκλειστούν. Ας αφήσουμε αυτά τα ερωτήματα να πλανώνται για λίγο και ας ασχοληθούμε με ένα άλλο.
Γιατί να χρειάζεται η επικύρωση του διορισμού από τον ίδιο τον πάπα, και γιατί η αρχική επιλογή του ηγουμένου έγινε στη Ρώμη; Οι ηγούμενοι μοναστηριών του Τάγματος των Βενεδικτίνων εκλέγονταν από τους μοναχούς και μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις χρειαζόταν η επέμβαση του τοπικού επισκόπου (3). Ο επίσκοπος Ωλένης στη συγκεκριμένη περίπτωση αγνοήθηκε. Κάποιες σημαντικές μονές των Βενεδικτίνων υπαγόντουσαν κατευθείαν στη Ρώμη και ήταν τα λεγόμενα αββαεία. Ο ηγούμενος των Στροφάδων όμως αποκαλείται πρίωρ στην επιστολή και όχι αββάς. Ο πρίωρ ήταν, από το 10ο αιώνα και μετά, επικεφαλής μοναστηριού των Βενεδικτίνων που συνήθως ήταν εξαρτημένο από κάποιο αββαείο. Δείχνει δηλαδή πως η μονή των Στροφάδων δεν είχε ιδιαίτερα μεγάλη επιρροή και βαρύτητα. Ενδεικτικός, και εντυπωσιακός, είναι και ο υπολογισμός του αριθμού των μοναστηριών του τάγματος εκείνη την εποχή σε 37.000 (!) (4). Το ότι ο πάπας ασχολήθηκε με το διορισμό ηγουμένου σε ένα μεσαίας σημασίας μοναστήρι δεν ήταν συνηθισμένο γεγονός.
Ο συμπατριώτης Διονύσιος Μούσουρας – ένας από τους ελάχιστους ιστορικούς που ασχολήθηκε με την ιστορία των Στροφάδων εκείνη την εποχή – το αποδίδει σε μια πιθανή ανώμαλη κατάσταση που επικρατούσε στη μονή, βασισμένος σε κάποιες φράσεις της επιστολής (5). Πρέπει εδώ να πω ότι ο Μούσουρας έχει μελετήσει ανέκδοτο αντίγραφο της από τα αρχεία του Βατικανού ενώ στη διάθεση μου βρισκόταν μόνο η δημοσιευμένη περίληψη της. Η άποψη του φαίνεται δικαιολογημένη και θα μπορούσε με τη σειρά της να δικαιολογήσει την παπική εμπλοκή.
Όμως, λίγα χρόνια αργότερα, το 1306, ένας άλλος πάπας, ο Κλήμης Ε΄, έγραψε και αυτός μια επιστολή με σημείο αναφοράς τη μονή των Στροφάδων (6). Κατά παράκληση της Ισαβέλλας και του Επισκόπου του Albano (κοντά στη Ρώμη) – η επισκοπή αυτή είχε από παλιά στενές σχέσεις με τη Λατινική Αρχιεπισκοπή Πατρών, όπως επισημαίνει ο Μούσουρας – παραχώρησε ένα εγκαταλειμμένο μετόχι των Στροφάδων που βρισκόταν στην Επισκοπή Ωλένης, την Sancta Maria de Camina, στους Κιστερκίους μοναχούς του Δαφνιού. Η Ισαβέλλα ήθελε να το ενοποιήσει με μια νέα μονή που έχτιζε εκεί κοντά για την αντιμετώπιση πειρατικών επιδρομών, όπως ισχυριζόταν. Σε αυτή την επιστολή η μονή των Στροφάδων αναφέρεται σαν ‘b. Mariae de Strofaria ord.s.Ben. Cephaluden.’. Δηλαδή μας λέει ότι πλέον ανήκε στους Βενεδικτίνους της επισκοπής Κεφαλού.
Ο Κλήμης Ε΄ σε απεικόνιση του στην Παναγία των Παρισίων.
Ας μου επιτρέψετε εδώ μια παρένθεση. Αν τυχαίνει να μην ξέρετε που πέφτει η Κεφαλού σας πληροφορώ ότι βρίσκεται στη Σικελία. Πως θα πήγαινε κάποιος από τα Στροφάδια στη Σικελία εκείνο τον καιρό; Θα θαλασσοπνιγόταν με κανένα καϊκάκι και θα διακινδύνευε να αιχμαλωτιστεί από πειρατές για να πάει κατευθείαν;  Ή θα πήγαινε στον κοντινότερο θαλάσσιο κόμβο – τη Μεθώνη συγκεκριμένα – για να μπει σε κάποιο πλοίο της προκοπής; Η Μεθώνη ήταν μία ή δύο μέρες ταξίδι, ανάλογα με τον καιρό. Εκεί θα έπρεπε να περιμένει, ποιός ξέρει πόσο, ώσπου να βρει πλοίο για Σικελία, επειδή η Μεθώνη ανήκε στη Βενετία και η συνήθης ρότα των καραβιών ήταν προς την Αδριατική. Θα μπορούσε βέβαια να περιμένει στα Στροφάδια μέχρι να πιάσει εκεί κάποια γαλέα από τη Γένουα ή το Αμάλφι που ξέμεινε από νερό. Στο γυρισμό όμως έπρεπε να πάει μέσω Μεθώνης. Μιλάμε για ταξίδι πολλών εβδομάδων, ίσως μηνών. Μου κάνει εντύπωση ότι κανείς δεν βρέθηκε μέχρι τώρα να αμφισβητήσει το ότι η μονή των Στροφάδων είχε σταματήσει, για οποιοδήποτε λόγο, να υπάγεται στους Βενεδικτίνους της Ωλένης – όπου μπορούσε κάποιος να πάει και να ’ρθει σε τρεις ή τέσσερες μέρες – για να υπαχθεί στους Βενεδικτίνους της Κεφαλού. Επειδή δεν αναγνωρίζω αλάθητο στον πάπα, ούτε βέβαια στο γραμματικό του ή στους γραφιάδες που αντέγραψαν, καθαρόγραψαν, και ξανα-αντέγραψαν την επιστολή, πιστεύω πως τα Στροφάδια είχαν υπαχθεί στη Λατινική επισκοπή Κεφαλληνίας και Ζακύνθου (7). Πρόκειται περί γραφικού λάθους, όπου σε κάποια στιγμή, αντί για Cephalonien[sis] γράφτηκε Cephaluden[sis].
Κλείνει η παρένθεση, με την επισήμανση ότι είναι, πιστεύω, σημαντική γιατί δείχνει πως η μονή δεν είχε ιδιαίτερο εκκλησιαστικό δεσμό ούτε με την Επισκοπή Ωλένης ούτε με την Επισκοπή Κεφαλληνίας και Ζακύνθου, και ανήκε πότε στη μία και πότε στην άλλη. Αυτό με τη σειρά του συνηγορεί στην έλλειψη κοσμικού δεσμού με τα αντίστοιχα γειτονικά κράτη, το Πριγκιπάτο της Αχαΐας και την Κομητεία Κεφαλληνίας και Ζακύνθου. Αυτή που φαίνεται να αποφασίζει και στις δύο περιπτώσεις είναι η Ρώμη. Και αν στην πρώτη περίπτωση μπορεί να βρεθεί δικαιολογία για ένα ζήτημα διοικητικό, στη δεύτερη το ζήτημα είναι ένα απλό περιουσιακό. Θα μπορούσε κανείς να φανταστεί μια αντίδραση του ηγουμένου των Στροφάδων, ή του επισκόπου Κεφαλληνίας και Ζακύνθου, αλλά δεν υπάρχει καμία ένδειξη για κάτι τέτοιο. Κατά τα φαινόμενα το μετόχι ήταν εγκαταλειμμένο και η επιστολή του Κλήμη Ε΄ είναι προς τον ηγούμενο του Δαφνίου με κοινοποίηση στον Λατίνο Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως και τους Αρχιεπισκόπους Αθηνών και Θηβών.
Μήπως λοιπόν ο διαφαινόμενος δεσμός των Στροφάδων με τη Ρώμη ήταν περισσότερο δεσμός πολιτικής εξουσίας και λιγότερο εκκλησιαστικός; Μήπως τα Στροφάδια ανήκαν στο παπικό κράτος; Πως θα μπορούσε να δικαιολογηθεί αυτό; Υπήρχε λόγος πολιτικός, ιστορικός, ή θρησκευτικός πέρα από την ύπαρξη μοναστηριού; Θρησκευτικός λόγος υπήρχε και ήταν το θρυλούμενο θαύμα του Αγίου Μάρκου που είχαμε αναφέρει εδώ τον περασμένο Δεκέμβριο, δείχνοντας και την εικόνα που είχε ζωγραφίσει ο Paolo Veneziano το 1345. Τα Στροφάδια δεν ήταν μόνο η τοποθεσία όπου συντελέστηκε το θαύμα αλλά και ο χώρος που μεταλλάχθηκε από αυτό και που αποτελούσε ταυτόχρονα το εφεξής πειστήριο του. Οι νησίδες ήταν χώματα καθαγιασμένα.
Μα πως ήταν δυνατό τα Στροφάδια να ανήκουν πολιτικά στη μακρινή Ρώμη; Δεν θα υπήρχαν τα ίδια και χειρότερα προβλήματα που θα ίσχυαν αν ανήκαν εκκλησιαστικά στην Κεφαλού; Πραγματικά, η μικρή οικονομική και στρατηγική βαρύτητα των νησίδων ήταν δυσανάλογη με την μεγάλη απόσταση από τη Ρώμη. Το παπικό κράτος όμως δεν ήταν μόνο η Ρώμη, ούτε περιοριζόταν στην Ιταλία. Η Βαρονία της Πάτρας – μία από τις δύο μεγαλύτερες (8) του Πριγκιπάτου της Αχαΐας – είχε πουληθεί στην Καθολική Εκκλησία στα 1276 (9) από το Βαρόνο Αλαμάνο (Aleman). Ο καθολικός Αρχιεπίσκοπος Πατρών έγινε ταυτόχρονα και βαρόνος (10) που προοδευτικά, και με Βενετική βοήθεια, ανεξαρτητοποιήθηκε από το πριγκιπάτο (11). Διατήρησε όμως πάντοτε τη λιζία (12) με τον πάπα, ο οποίος ουσιαστικά τον διόριζε. Ο ηγούμενος μπορούσε λοιπόν να απευθύνεται στην Πάτρα και δεν χρειαζόταν να προστρέχει κάθε φορά στη Ρώμη.
Ο Βονιφάτιος Η΄ στην επιστολή του 1299 ζήτησε από τον Αρχιεπίσκοπο Πατρών να υποστηρίξει το νέο ηγούμενο ώστε να τον υπακούουν οι μοναχοί και οι άλλοι υπήκοοι του μοναστηριού, για να αποδίδονται στο ακέραιο όλα τα εισοδήματα (13). Η εντολή αυτή, στην οποία αναφέρονται και μη μοναχοί, φαίνεται να έχει μεγαλύτερη σχέση με κοσμικές διοικητικές αρμοδιότητες του αρχιεπισκόπου-βαρόνου επί των Στροφάδων παρά με εκκλησιαστικές. Οι εκκλησιαστικές εξ άλλου ανήκαν πιο άμεσα, τύποις τουλάχιστον, στον Επίσκοπο Ωλένης από ότι στον Αρχιεπίσκοπο Πατρών. Μπορούμε επίσης να φανταστούμε αρχιεπισκοπικό, ή ακόμη και παπικό, δάκτυλο στη μεταφορά της μονής από την επισκοπή Ωλένης στην επισκοπή Κεφαλληνίας και Ζακύνθου. Ίσως στόχος τέτοιων αλλαγών να ήταν η αποφυγή του εναγκαλισμού της μονής από το αντίστοιχο γειτονικό κράτος, όταν αυτός γινόταν στενότερος του δέοντος.
Πως όμως είχαν περιέλθει οι νησίδες στην εξουσία του παπικού κράτους; Τα Στροφάδια βρίσκονται πιο κοντά στη Ζάκυνθο, την Ηλεία, και τη Μεθώνη από την Πάτρα. Η Ζάκυνθος έπεσε στα χέρια των Φράγκων το 1195 και ο Μοριάς μια δεκαετία αργότερα. Λογικά έπρεπε να ανήκουν στον Πρίγκιπα της Αχαΐας, τον Κόμη της Ζακύνθου, ή, το πολύ-πολύ, στους Βενετούς κατόχους της Μεθώνης. Όποιος όμως και να κατείχε τα Στροφάδια θα ήταν υποχρεωμένος να διαθέτει ναυτικές και στρατιωτικές δυνάμεις για την προστασία τους, διαφορετικά θα χρησιμοποιούνταν από πειρατές για ανεφοδιασμό σε νερό, προσωρινή απόθεση λαφύρων, και ξεκούραση μεταξύ επιδρομών. Το ετήσιο τίμημα – πληρωμή και τροφοδοσία στρατιωτών και πληρωμάτων, κατασκευή και επισκευή οχυρώσεων – για να μην αφεθούν οι νησίδες να γίνουν πληγή για όλη την περιοχή ήταν σημαντικό.

Η λύση που φαίνεται πως προκρινόταν σε τέτοιες περιπτώσεις, όπως δείχνει η παπική επιστολή του 1306, ήταν να στηθεί ένα μοναστήρι. Οι μοναχοί και οι δουλοπάροικοι αναλάμβαναν την άμυνα της περιοχής. Τέτοια παραδείγματα έχουμε και από τη Ζάκυνθο την εποχή της Βενετοκρατίας.
Τα Στροφάδια όμως ήταν μικρά, εκτεθειμένα, και απομονωμένα, σχεδόν τριάντα μίλια ανοιχτά του Μοριά και της Ζακύνθου. Δεν θα ήταν καθόλου εύκολο να βρουν καλογέρους πρόθυμους να διακινδυνέψουν σε τέτοια ερημιά. Ένας μεγάλος αριθμός εκπροσώπων του Λατινικού κλήρου εκείνη την εποχή είχε σαν μοναδικό ενδιαφέρον στην Ελλάδα την απομύζηση των εσόδων της εκκλησιαστικής περιουσίας. Αρκετοί μάλιστα φαίνεται πως τα κατάφερναν ενόσω καλοπερνούσαν στη Γαλλία και την Ιταλία.
Το πιθανότερο είναι, κατά τη γνώμη μου, πως τα Στροφάδια πετάχτηκαν σαν ‘καυτή πατάτα’ στον πάπα υπό μορφήν δήθεν δώρου: Πάρε Άγιε Πατέρα τα άγια νησιά και χρησιμοποίησε την επιρροή σου στα μοναχικά τάγματα για να επανδρώσεις το μοναστήρι. Ο Αρχιεπίσκοπος Πατρών μάλλον θα συνηγόρησε. Δεν θα ήταν μικρή πρόσθεση στο κύρος αυτού που διαφέντευε τον τόπο μαρτυρίου του Αγίου Ανδρέα να διαφεντεύει και τον τόπο του θαύματος του Αγίου Μάρκου. Όπως όμως είδαμε, ακόμη και η Ρώμη αντιμετώπισε προβλήματα στο μοναστήρι και, όπως θα δούμε σε επόμενη ανάρτηση, μακροπρόθεσμα απέτυχε.
Σε αυτή την ανάρτηση κάναμε μια υπόθεση, κάπως ριζοσπαστική, που όμως εξηγεί και συνδέει μεταξύ τους γεγονότα λίγο παράδοξα. Στην επόμενη θα κάνουμε ένα χρονικό άλμα εκατονταετίας – αναγκαστικά, λόγω έλλειψης ιστορικών πληροφοριών – για να εξετάσουμε κάποια άλλα γεγονότα αλλά και ταυτόχρονα να δούμε αν η υπόθεση που κάναμε αντέχει στη δοκιμασία του χρόνου.

--------------------------------------------------------------------------------------- 
(1)  Les Registres de Boniface VIII, τ. II, σσ. 540-541.
(2)  Η μονή αποκαλείται Sancta Maria de Tropharia.
(3)  CH Lawrence, Medieval Monasticism, σ. 28.
(4)  The Catholic Encyclopedia (1913), The Benedictine Order, History of the order.
(5)  Δ. Μούσουρας, Αι μοναί Στροφάδων και Αγίου Γεωργίου των Κρημνών Ζακύνθου, σ. 40.
(6)  Regestum Clementis Papae V, σσ. 283-284.
(7)  Η επισκοπή αυτή ιδρύθηκε μάλλον το 1223 με έδρα την Κεφαλονιά. Στα μέσα του 15ου αιώνα η έδρα της μεταφέρθηκε στη Ζάκυνθο και μετονομάστηκε σε Ζακύνθου και Κεφαλληνίας (Zacynthiensis et Cephaloniensis).
(8)  Η Πάτρα είχε 24 ιπποτικά φέουδα. Kristian Molin, Unknown Crusader Castles, σ. 223.
(9)  Kenneth M. Setton, The Papacy and the Levant (1204-1571), τόμος I, The Thirteenth and Fourteenth Centuries, σ. 31  Σύμφωνα με άλλες πηγές η μεταβίβαση έγινε το 1266 ή 1267.
(10)  Ο βαρόνος της Πάτρας ήταν υψηλόβαθμος φεουδάρχης που εξασκούσε ‘υψηλή δικαιοσύνη’, είχε δηλαδή δικαίωμα να καταδικάζει σε εκτέλεση ή ακρωτηριασμό μέλους. Kristian Molin, Unknown Crusader Castles, σ. 369, σημ. 102.
(11)  Donald Edgar Pitcher, An Historical Geography of the Ottoman Empire: From Earliest Times to the End of the Sixteenth Century, σ. 65. Επίσης Kristian Molin, Unknown Crusader Castles, σ. 230.
(12)  Σχέση μεταξύ υποτελούς και κυρίαρχου φεουδάρχη ή ηγεμόνα.
(13)  Βλέπε (5).

2 σχόλια:

  1. Δεν ξέρω αν εχεις επισκευθεί τα Στροφάδια.
    Οταν τα πρωτοδείς δεν πιστεύεις στα μάτια σου .
    Παρόλο που εισαι προετοιμασμένος για αυτά που θα δείς μένεις έκθαμβος.
    Υπάρχει μια Ενέργεια εκεί που δεν ειναι και ανεξήγητη.
    Και υπάρχουν ιχνη ανθρώπινα από τα προιστορικά χρόνια.
    Πιστευω οτι τα Στροφάδια κρατάνε καλά τα μυστικά τους.
    Συγχαρητήρια για αυτά που κάνεις.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Δυστυχώς δεν έχω πάει. Προσπάθησα αλλά δεν κατάφερα να πάω πιο πέρα από το Μόλο του Αγίου Νικολάου.
    Ήμουνα πάντως σίγουρος ότι θα ερχόσουν και σε αυτό το ταξίδι. Σου είπα ότι δεν έχουμε ούτε ανέσεις ούτε σωστικά μέσα;

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Άδεια Creative Commons
Αυτή η εργασία από το http://pampalaia.blogspot.com/ χορηγείται με άδειαCreative Commons Αναφορά προέλευσης - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 3.0 Μη εισαγόμενο .